ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ: “ΟΙ ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΟΤΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΑΖΙ”
Ο τραγουδιστής σε μία μεγάλη συνέντευξη στο Magazine με αφορμή τη μεγάλη του συναυλία στο Κατράκειο στις 19 Σεπτεμβρίου.
Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης έχει καταφέρει κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Να είναι ένα πρόσωπο κοινά αποδεκτό. Ακόμη και αυτοί που δε συμπαθούν το έντεχνο ελληνικό τραγούδι, δύσκολα θα πουν πως δεν τους αρέσει. Και θα πάνε και σε live του αδιαμαρτύρητα. Γιατί ξέρουν πως θα ακούσουν καλή μουσική και εξαιρετικές ενορχηστρώσεις. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως έχουν περάσει περισσότερα από είκοσι χρόνια κι όμως ο ζωντανός δίσκος “Εκτός τόπου και χρόνου”, που ηχογραφήθηκε εκείνο το βράδυ του 2000 στον Λυκαβηττό, εξακολουθεί να μας ταξιδεύει. Όλους ανεξαιρέτως. Και μας κάνει να δυναμώνουμε τη μουσική στο ραδιόφωνο κάθε φορά που ακούμετα τραγούδια του αυτά.
Το φετινό φθινόπωρο ο Αλκίνοος επιστρέφει και παίζει για να γιορτάσει με τους συνεργάτες και το κοινό του το εδώ και το τώρα. Στις 19 Σεπτεμβρίου θα δώσει στο Κατράκειο Θέατρο Νίκαιας μία μοναδική συναυλία. Με τον Σταύρο Λάντσια, τον Μιλτιάδη Παπαστάμου, τον Γιώτη Κιουρτσόγλου και τον Μιχάλη Καπηλίδη και Αλκίνοος Ιωαννίδης στήνουν μαζί ξανά μια ηλεκτρική γιορτή, τραγουδώντας όσα μας φέρνουν σήμερα εδώ.
Με αφορμή αυτή του τη μεγάλη γιορτή, εμείς είχαμε μία πολύ όμορφη συζήτηση μαζί του με πολλές προεκτάσεις. Γιατί ο Αλκίνοος, μολονότι προτιμά να μιλά με τα τραγούδια του, δεν είναι λίγες οι φορές που και σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος δε διστάζει να τοποθετηθεί πάνω σε νευραλγικά θέματα της επικαιρότητας.
Πάμε λίγο από τα παλιά. Πρώτο τραγούδι που σιγοψιθυρίσατε; Και τι τραγούδια θυμάστε να ακούτε στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου μικρός στις διακοπές σας;
Είμαι τόσο αρχαίος, που όταν ήμουν παιδί τα αυτοκίνητα δεν είχαν κασετόφωνα! Η μητέρα μου λέει πως το πρώτο τραγούδι που τραγούδησα, πριν ακόμα μιλήσω, ήταν το “Oh mammy blue”. Κάπου το είχε αρπάξει το αυτί μου και το ερμήνευσα στη βρεφική μου διάλεκτο. Η ίδια ήταν παραγωγός και εκφωνήτρια στο κυπριακό ραδιόφωνο. Παρ’ όλα αυτά, η κύρια μουσική μου αναφορά υπήρξε το πικάπ του σπιτιού μας. Τη δισκοθήκη του πατέρα μου αποτελούσαν κυρίως κλασικά έργα, αλλά και οι δίσκοι των Ελλήνων έντεχνων δημιουργών των δεκαετιών του ’60 και του ’70.
Στις 19 Σεπτεμβρίου, στο Κατράκειο, θα στήσουμε μια ηλεκτρική γιορτή, κλείνοντας έτσι μια περιοδεία που θα έχει πάντοτε ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου.
Τι είναι αυτό που εξακολουθεί να σας εμπνέει σε όλη σας τη μουσική πορεία;
Οι άνθρωποι και οι ζωές τους. Η μουσική και το τραγούδι είναι ένα μέσο για να τους προσεγγίσω, να μοιραστώ, να καταλάβω τον εαυτό μου μέσα τους. Η έννοια του τόπου, του χρόνου και του φωτός, δηλαδή η θέση του ανθρώπου στη ζωή και στον κόσμο, αποτελούν σταθερά ερωτήματα μέσα μου και επαναλαμβανόμενο θέμα των τραγουδιών μου.
Δεν με ενδιαφέρει μια περιοδεία κονσέρβα, με την έννοια της πιστής αναπαραγωγής από συναυλία σε συναυλία. Πάντοτε, μέσα στο ίδιο πρόγραμμα, χωρούν νέες ερμηνείες, νέα λάθη, νέες ιδέες, νέες αισθήσεις.
Πώς στήνετε το κάθε σας live; Η διαδοχή των τραγουδιών σας αποτελει μία άλλη “αφήγηση” κάθε φορά; Τι θα ακούσουμε από εσάς στις 19 Σεπτεμβρίου στο Κατράκειο;
Η συγκεκριμένη περιοδεία είναι εξαιρετικά σημαντική για μένα. Παίζω ξανά με τους φίλους μου μετά από δυο δεκαετίες. Είμαστε όλοι μαζί επί σκηνής και το γιορτάζουμε. Προχθές, σε μια συναυλία, κάποια στιγμή είχα μια αίσθηση βαθιάς πληρότητας. Γύρισα στον Γιώτη και μου λέει παίζοντας «Μπορεί αυτή η στιγμή να κρατήσει για πάντα;» Το ίδιο ακριβώς ένιωθα κι εγώ! Κάθε φορά η αφήγηση είναι διαφορετική, ακόμη και μέσα στο ίδιο πρόγραμμα. Άλλα συναισθήματα φουντώνουν, άλλη βαρύτητα αποκτά ένας στίχος, αλλιώς συντονιζόμαστε μεταξύ μας οι παρευρισκόμενοι, κοινό και καλλιτέχνες. Δεν με ενδιαφέρει μια περιοδεία κονσέρβα, με την έννοια της πιστής αναπαραγωγής από συναυλία σε συναυλία. Πάντοτε, μέσα στο ίδιο πρόγραμμα, χωρούν νέες ερμηνείες, νέα λάθη, νέες ιδέες, νέες αισθήσεις. Στις 19, στο Κατράκειο, θα στήσουμε μια ηλεκτρική γιορτή, κλείνοντας έτσι μια περιοδεία που θα έχει πάντοτε ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου.
Έχετε γράψει τη μουσική στους στίχους του Νίκου Γκάτσου στον «Ματωμένο Γάμο», σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη. Σας λείπει το θέατρο;
Ναι, μου λείπει πολύ! Το αγαπώ από παιδί, γι’ αυτό και σπούδασα στη σχολή του Εθνικού. Μεγάλωσα σε θεατρικό περιβάλλον. Η μητέρα μου είχε επίσης σπουδάσει θέατρο, ο ζωγράφος και ποιητής πατέρας μου συχνά έκανε σκηνικά για παραστάσεις, οι περισσότεροι φίλοι τους ήταν άνθρωποι του θεάτρου. Έπαιξα σαν ηθοποιός κάποιες φορές, έζησα τη μαγεία του θεάτρου σε καλές παραστάσεις και με σπουδαίους δασκάλους-σκηνοθέτες. Αγάπησα και τον κινηματογράφο πολύ, μεγάλωσα με κινηματογραφικές μηχανές στο σπίτι και μουβιόλα, όπου ο πατέρας μου έκανε μοντάζ. Πριν βγει μάλιστα ο πρώτος δίσκος, ετοιμαζόμουν να φύγω στο εξωτερικό για σπουδές κινηματογράφου. Έκτοτε, η ενασχόλησή μου με την μουσική, η οποία ήταν πάντα η προτεραιότητά μου, δε με άφησε να συνεχίσω να αισθάνομαι τον εαυτό μου ηθοποιό. Δεν είναι κάτι που θα ήθελα να το κάνω παρεμπιπτόντως. Όμως, το να γράφω μουσική για το θέατρο φέρνει αυτούς τους δύο αγαπημένους μου κόσμους σε έναν.
Παίζω πολλά όργανα, μέτρια. Δεν κατάφερα ποτέ να γίνω καλός οργανοπαίχτης. Τα κοιτάζω συχνά και σκέφτομαι πως θα μπορούσα να αφιερώσω τη ζωή μου στο κάθε ένα από αυτά. Το κακό είναι πως είναι πολλά, ενώ η ζωή μου μία…
Πόσα μουσικά όργανα έχετε αλήθεια στο σπίτι σας;
Το δωμάτιο που εργάζομαι είναι πολύ μικρό, για την ακρίβεια 9.5 τετραγωνικά μέτρα. Οπότε, εκεί έχω τα άκρως απαραίτητα: μια ακουστική κιθάρα, μια κλασική, μια ηλεκτρική, ένα λαούτο (όλα αυτά κρέμονται από την οροφή), δύο αναλογικά συνθεσάιζερ, ένα ηλεκτρικό πιάνο, κάποια πνευστά, ένα-δυο κρουστά, υπολογιστή, πεταλιέρα και μηχανήματα για μια υποτυπώδη ηχογράφηση. Όταν κάθομαι στη θέση μου, είμαι σαν πιλότος στο cockpit. Τα υπόλοιπα τα αφήνω στο χώρο που μου παραχώρησε ένας φίλος και σε μια αποθήκη που επισκέπτομαι συχνά, γιατί δεν χωράνε στο σπίτι. Τρέφω μεγάλο θαυμασμό για τους μουσικούς. Με συγκινεί βαθιά η αφοσίωσή τους, η καθημερινή τους μελέτη από την παιδική ηλικία ως το τέλος της ζωής τους, το τίμημα που καταβάλλουν για να κάνουν ένα κομμάτι ξύλο να τραγουδήσει, η ευφράδειά τους σε μια γλώσσα δίχως λέξεις.
Παίζω πολλά όργανα, μέτρια. Δεν κατάφερα ποτέ να γίνω καλός οργανοπαίχτης. Τα κοιτάζω συχνά και σκέφτομαι πως θα μπορούσα να αφιερώσω τη ζωή μου στο κάθε ένα από αυτά. Το κακό είναι πως είναι πολλά, ενώ η ζωή μου μία… Το να τα παίρνω στα χέρια όμως και να τα ακούω να ηχούν, μου χαρίζει την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας. Είναι κι αυτός ένας τρόπος προσευχής.
Διαβάζω πως πολλές φορές βρεθήκατε στο μεταίχμιο της μετανάστευσης. Τι είναι αυτό που σας κράτησε στην Ελλάδα;
Δυνατά πράγματα με κράτησαν εδώ. Γονείς, φίλοι, συνάδελφοι, κοινότητες. Η ομορφιά του τόπου μας, κυρίως όπου δεν κατοικείται. Η σχέση μου με το κοινό που γίνεται όλο και πιο αληθινή. Και μαζί με αυτά ένα πείσμα, αλλά και η ενοχή του να εγκαταλείπεις τη δύσκολη ώρα. Τελικά, αν έφευγα, θα έπρεπε να το είχα κάνει πριν σκάσουν τα δύσκολα.
Έχετε επιλέξει να ζείτε μακριά από την πρωτεύουσα σε μία πόλη, που όπως κι όλη η επαρχία, φορά παρωπίδες σε κάθε τι διαφορετικό και διατηρεί ένα επίπεδο συντηρητισμού. Πώς αισθάνεστε και το βιώνετε όλο αυτό;
Καμιά φορά η επαρχία είναι πιο προοδευτική από τα μεγάλα αστικά κέντρα, κι ας μην της φαίνεται. Οι άνθρωποι εδώ συναντιούνται συχνότερα, οπότε οι σχέσεις είναι πιο έντονες. Οπότε, όπως εντείνεται ο συντηρητισμός μεταξύ των συντηρητικών από την πολλή συνάφεια, έτσι ανθίζουν και παρέες προοδευτικών ανθρώπων, συλλογικές προσπάθειες, ιδέες που υλοποιούνται πιο εύκολα απ’ ότι στις μεγαλουπόλεις. Οι εποχές αλλάζουν. Στην επαρχία, αν φοράς παρωπίδες σήμερα, είναι γιατί τις επιλέγεις. Στην Αθήνα, μπορεί να τις φοράς από αδιαφορία, έλλειψη χρόνου, σύγχυση, σκόρπισμα ή μοναξιά.
Σε κάθε συναυλία ξέρω πολύ καλά πως πρωταγωνιστές είναι τα τραγούδια και το κοινό, όχι εγώ. Χωρίς τραγούδι και ακροατή, θα στεκόμουν άδειος σε άδειο θέατρο. Γι’ αυτό αγαπώ τις συναυλίες: είναι η απόδειξη ότι μπορούμε να είμαστε μαζί.
Δεν έχετε παίξει ποτέ σε κομματικές διοργανώσεις. Γιατί;
Είναι εξαιρετικά προφανής ο λόγος που σε καλούν, και δεν είναι καλλιτεχνικός. Δεν έχω καμιά εμπιστοσύνη στις προθέσεις τους, οπότε μου είναι δύσκολο. Προτιμώ να τους έχω όλους δυσαρεστημένους.
Ένα καλό «μη πολιτικό» τραγούδι αποτελεί μια αισθητική και ηθική βάση. Και είναι πιο πολιτικό εντέλει από ένα μέτριο πολιτικό τραγούδι.
Η μουσική πρέπει να παίρνει πολιτική θέση; Το ρωτώ γιατί δεν είναι λίγες οι φορές που έχετε εκφράσει ανοιχτά την άποψή σας.
Δεν αποτελεί υποχρέωση του καλλιτέχνη το να παίρνει πολιτική ή κοινωνική θέση. Αν έχει την ανάγκη να το κάνει, όπως ο κάθε πολίτης, τότε πρέπει να έχει το δικαίωμα να εκφραστεί. Αν όχι, έχει το δικαίωμα της σιωπής του. Δεν είναι πάντα ευχάριστο το να παίρνεις θέση. Συχνά, έχει τεράστιο κόστος, επαγγελματικό ή ψυχικό. Μπαίνει η αποψάρα σου στον μύλο των ΜΜΕ ή των social media, πετσοκόβεται ή παραλλάσσεται κατά το δοκούν, συχνά δεν ξεκινά έναν δημιουργικό διάλογο αλλά συνεισφέρει στη γενικότερη σύγχυση, τη δική σου και των άλλων.
Χρησιμοποιείται από διάφορους και με διάφορους, απρόβλεπτους τρόπους. Ξεσηκώνει αντιδράσεις, υπερβολικά θετικές ή υπερβολικά αρνητικές, που είναι το ίδιο άβολες. Ένας πολιτικός έχει μεγάλες αντοχές απέναντι σε όλα αυτά. Ένας ευαίσθητος άνθρωπος, όμως, χωρίς συμβούλους, επικοινωνιολόγους, κομματικές πλάτες ή συμφέροντα που μπορεί να εξυπηρετούνται παρά το προσωρινό κόστος, ένας καλλιτέχνης για παράδειγμα, είναι εξαιρετικά ευάλωτος. Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να απαιτούμε από αυτόν να εκφράσει άποψη. Αν όμως δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, τότε πρέπει να μπορεί να το κάνει.
Την τραπ δεν την παρακολουθώ, μου είναι εξαιρετικά δύσκολο. Μπορώ όμως να την αντιληφθώ σαν ένα κοινωνικό φαινόμενο, μπορώ να δω όλα όσα οδήγησαν σε αυτήν. Με εντυπωσιάζει που διάφοροι φρίττουν ξαφνιασμένοι μπροστά της, σαν να μη βλέπουν τόσα χρόνια πού οδηγείται ο κόσμος, ποιο είναι το επίπεδο της Παιδείας, ποιες «αξίες» αναδεικνύει η κοινωνία, ποια είναι η τηλεόραση και τα υπόλοιπα ΜΜΕ, πόσο άσχημες οι πόλεις και τα σπίτια μας, πόσο φτηνή η πολιτική μας, πόσο ρηχές οι σχέσεις μας, πόσο αδιάφοροι μένουμε μπροστά στον άλλον άνθρωπο, πόσο στένεψαν τα όνειρά μας.
Υπάρχει πολιτικό τραγούδι σήμερα αλήθεια;
Όχι, με τη στενή έννοια του όρου. Το τραγούδι όμως, είναι πάντοτε κοινωνικό και πάντοτε πολιτικό, σε όλες τις εκφάνσεις του. Καθρεφτίζει την εποχή και μαζί τα προβλήματά της, τα όνειρα και τις πραγματικότητές της, τις αγωνίες της, τις ανάγκες του κοινού και του δημιουργού, τον κόσμο μέσα και γύρω μας. Ένα καλό «μη πολιτικό» τραγούδι αποτελεί μια αισθητική και ηθική βάση. Και είναι πιο πολιτικό εντέλει από ένα μέτριο πολιτικό τραγούδι.
Δεν μπορώ να μη ρωτήσω για την τραπ και την έκρηξη αυτή της δημοφιλίας της στην Ελλάδα στις μικρότερες ηλικίες. Ποια η άποψή σας; Αν τα παιδιά σας άκουγαν τραπ, πώς θα αντιδρούσατε; Υπάρχει κάποιο αντίβαρο σε αυτές τις μουσικές προτιμήσεις;
Ακούω κυρίως ηλεκτρονική μουσική τα τελευταία χρόνια. Από τα πρώτα πειράματα μέχρι τις πιο σύγχρονες εκφάνσεις της. Την τραπ δεν την παρακολουθώ, μου είναι εξαιρετικά δύσκολο. Μπορώ όμως να την αντιληφθώ σαν ένα κοινωνικό φαινόμενο, μπορώ να δω όλα όσα οδήγησαν σε αυτήν. Με εντυπωσιάζει που διάφοροι φρίττουν ξαφνιασμένοι μπροστά της, σαν να μη βλέπουν τόσα χρόνια πού οδηγείται ο κόσμος, ποιο είναι το επίπεδο της Παιδείας, ποιες «αξίες» αναδεικνύει η κοινωνία, ποια είναι η τηλεόραση και τα υπόλοιπα ΜΜΕ, πόσο άσχημες οι πόλεις και τα σπίτια μας, πόσο φτηνή η πολιτική μας, πόσο ρηχές οι σχέσεις μας, πόσο αδιάφοροι μένουμε μπροστά στον άλλον άνθρωπο, πόσο στένεψαν τα όνειρά μας. Βλέπουμε δηλαδή και κράζουμε το σύμπτωμα και όχι την αιτία.
Οπότε, υπάρχει αυτό το καλό στην υπόθεση: ενοχλούνται οι εθελοτυφλούντες. Κι αυτό είναι πάντα ευπρόσδεκτο. Μόνο αντίβαρο σε όλα αυτά, ο μικρός αγώνας του καθενός μας προς μια πιο φωτεινή μέρα. Ένα χαμόγελο, μια καλοσύνη παραπάνω στην καθημερινότητά μας, μια μοιρασιά από καρδιάς, μια υποτυπώδης διάκριση μεταξύ ουσιαστικού και μη, μια στιγμή ησυχίας μέσα στη βουή, μια αλήθεια, έστω προσωρινή, μέσα στην καθημερινή μας τρέλα.
Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι γύρω σας τι θα ήταν αυτό;
Μάλλον τον κόσμο… Δυστυχώς, μεγαλώνω και, απ’ ότι φαίνεται, δεν τα κατάφερα. Οπότε, τα τελευταία χρόνια αρκούμαι στο να προσπαθώ να αλλάξω εμένα, εξίσου ανεπιτυχώς.
Έχετε φανταστεί ποτέ το τέλος σας στο τραγούδι; Πώς θα θέλατε να είναι αυτό;
Θα ήθελα να τελειώσω τη μουσική μου πορεία σαν ακροατής. Να ξαναβρώ την αθωότητα που είχα παιδί ακούγοντας ένα τραγούδι. Να ξαναβρώ τη μαγεία αυτού του ιερού ρόλου του ακροατή, που γεννά και το υλικό μου. Γιατί, για να το ακούσω το γράφω. Σε κάθε συναυλία ξέρω πολύ καλά πως πρωταγωνιστές είναι τα τραγούδια και το κοινό, όχι εγώ. Χωρίς τραγούδι και ακροατή, θα στεκόμουν άδειος σε άδειο θέατρο. Γι’ αυτό αγαπώ τις συναυλίες: είναι η απόδειξη ότι μπορούμε να είμαστε μαζί.