ΑΝΤΩΝΗΣ ΤΣΙΟΤΣΙΟΠΟΥΛΟΣ: ΕΙΧΕ “ΚΩΛΟΚΑΙΡΟ” ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ
Ο "Αντώνης" των "Μαγνητικών Πεδίων" μιλά στο Magazine για τη νέα του παράσταση, "Κωλόκαιρος".
Ευθύς, ευγενής και “θαυμαστής” των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Ο ηθοποιός Αντώνης Τσιοτσιόπουλος μας τράβηξε στην προσοχή στον πρωταγωνιστικό ρόλο της ταινίας “Μαγνητικά Πεδία” του Γιώργου Γούση, αλλά και σε θεατρικούς ρόλους και “γοητευτικούς” χαρακτήρες που ούτε ο ίδιος δεν φαντάστηκε ότι θα έπαιζε.
Τον συναντήσαμε ένα πρωί στο θέατρο “Τζένη Καρέζη”, με την ευκαιρία της παράστασης “Κωλόκαιρος” που σηκώνει αυλαία στις 24 Οκτωβρίου, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη. Στωικά δήλωσε ότι οι συνεντεύξεις δεν είναι και το καλύτερό του και στο background ακούγαμε τραγουδιστικές ιαχές από πρόβες για άλλη παράσταση του θεάτρου Καρέζη.
Η συζήτησή μας ήταν ένα χαλαρό road trip που ξεκίνησε από τις πανελλήνιες, συνέχισε με την ουσία του σύγχρονου ρεαλισμού, πέρασε από τα “Μαγνητικά Πεδία” και την τηλεόραση “εργοστάσιο” και κατέληξε στα… συμφέροντα που σκοτώνουν τους λαούς!
Πώς ξεκίνησε η ιδέα να ασχοληθείς με την ηθοποιία; Ήθελες από μικρός να παίξεις σε ταινίες;
Όταν ήμουν πιο μικρός δεν είχε περάσει καν από το μυαλό μου να ασχοληθώ με αυτόν το χώρο. Κάποια στιγμή έφτασε η ώρα να δώσω πανελλήνιες εξετάσεις και να σκεφτώ τι θα κάνω μετά το σχολείο. Ήταν η τελευταία ή προτελευταία χρονιά των δεσμών. Ήμουν καλός μαθητής, αλλά δεν με ενδιέφερε το εκπαιδευτικό σύστημα έτσι όπως είναι δομημένο και αντιδρούσα απέναντι στον μηχανισμό μέσα από τον οποίο γίνονται τα πράγματα. Αλλά φυσικά κάτι έπρεπε να κάνω. Είπα στους γονείς μου ότι δεν θέλω να δώσω πανελλήνιες και ψάχνοντας να βρω τι θα ήταν αυτό που θα τους έλεγα αντ’ αυτού, άνοιξα το βιβλίο για τον σχολικό επαγγελματικό προσανατολισμό.
Εκεί διάβασα ότι μπορείς να γίνεις ηθοποιός δίνοντας ένα μονόλογο, ένα τραγούδι και ένα ποίημα! Θεώρησα ότι “το ‘χω”. Έδωσα στο Εθνικό αλλά δεν πέρασα, έδωσα και στο υπουργείο αλλά δεν με πήραν και γύρισα σπίτι απογοητευμένος. Η μητέρα μου βρήκε τη λύση: “μην απογοητεύεσαι θα βρούμε μία ιδιωτική σχολή”. Πήγα στη Σχολή του Βασίλη Διαμαντοπούλου.
Και εκεί όμως δεν έγιναν όλα με την πρώτη επαφή. Την πρώτη χρονιά μου άρεσε που διαβάζαμε κείμενα και κάναμε πρόβες, αλλά δεν ένιωθα ακόμα ότι είχα βρει αυτό που ήθελα. Τη δεύτερη χρονιά πήγαν κάπως καλύτερα τα πράγματα και από την τρίτη χρονιά και μετά κατάλαβα ότι μου αρέσει η ηθοποιία και αυτός είναι ο δρόμος που θέλω να ακολουθήσω. Σαν άνθρωπος, αν βρω κάτι που γουστάρω κάθομαι. Και αν βρω κάτι καλό το αρπάζω. Ό,τι έχω κάνει εξελίχθηκε πάνω σε κάτι που βρήκα να μου αρέσει.
Δεν έχεις κάνει πράγματα που δεν σου αρέσουν; Από ανάγκη ίσως;
Εχω αναγκαστεί και εγώ να κάνω πράγματα που μου άρεσαν λιγότερο! Δούλευα 20 χρόνια σερβιτόρος, παράλληλα με το θέατρο, και είναι μόλις 4-5 χρόνια που έχω σταματήσει. Δηλαδή επαγγελματικά από τον χώρο της ηθοποιίας βιοπορίζομαι αποκλειστικά τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Όσο περίπου συνεργάζομαι με τον Γιώργο (Παλούμπη). Αλλά ακόμα και αυτό, αν και ήταν πολύ κουραστικό, δεν θα έλεγα ότι το βίωσα ως “αναγκαστικό”. Δεν ήταν “χαμαλίκι” η δουλειά του σερβιτόρου. Μου άρεσε. Μου άρεσε η επαφή με τους “κανονικούς” ανθρώπους.
Με βοήθησε πολύ στο κοινωνικό κομμάτι, αλλά και πάνω στη δουλειά μου σαν ηθοποιός. Να αναπτύξω την αντίληψή μου πάνω στις προσωπικότητες, στους τύπους των ανθρώπων, να μπορώ να παρατηρώ τις συμπεριφορές. Και φυσικά η δουλειά μού έδωσε τη δυνατότητα να μπορώ να κάνω τις επιλογές μου και να μην συμβιβάζομαι, ξέροντας ότι έχω λεφτά στην τσέπη μου. Και άρα με διευκόλυνε να κάνω πράγματα που μου αρέσουν. Ο φόβος μου όταν τη σταμάτησα ήταν μήπως αναγκαστώ να κάνω πράγματα που δεν μου αρέσουν. Αλλά ευτυχώς δεν έζησα τον… φόβο μου.
Πώς προέκυψε η “επόμενη πίστα”, η συγγραφή έργων; Ήταν στο πλαίσιο ενός στόχου μετά την ηθοποιία;
Γενικά, δεν είμαι της στοχοθεσίας με την αυστηρή έννοια. Δεν είμαστε “βελάκια” οι άνθρωποι. Ακολούθησα μια πορεία όπως έρχεται η ζωή. Με τη ροή. Οπως έρχονται φυσικά τα πράγματα και εξελίσσονται. Μου άρεσε να γράφω. Από πολύ μικρός έγγραφα ποιηματάκια, κείμενα. Μετά μπλέχτηκα με το θέατρο και στα 26 έγραψα, σκηνοθέτησα και έπαιξα το πρώτο μου έργο, το “Neon” (2007) με την ομάδα “Τσούκου-Τσούκου”, στον “Άδειο Χώρο” της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου. Το κάναμε με ανθρώπους που ήμασταν μαζί σε μία προηγούμενη ομάδα, του Νίκου Καραγέωργου, το “Studio υπό το μηδέν”. Ανθρωποι που γνωριζόμαστε και με εμπιστεύτηκαν. Έτσι ξεκίνησε και αυτή η διαδρομή.
Οι άνθρωποι είναι σημαντικό κεφάλαιο στην πορεία σου;
Είναι τα πάντα. Οι άνθρωποι που έχουν έρθει στο δρόμο μου είναι το 100% μιας δουλειάς, για μένα. Παίζω σε ταινίες, κάνω θεατρικά και γράφω, για να γνωρίζω ανθρώπους. Και αυτοί οι συγκεκριμένοι που συνεργάζομαι στην παράσταση “Κωλόκαιρος” στο Τζένη Καρέζη είναι άνθρωποι που εκτιμώ πολύ. Όχι ότι δεν κάνω δουλειές με ανθρώπους που δεν γνωρίζω, αλλά στο θέατρο μου αρέσει να δουλεύω με συνεργάτες που νιώθω οικείους.
Ένας από αυτούς σίγουρα είναι ο Γιώργος (Παλούμπης). Γνωριστήκαμε πριν από πέντε χρόνια μέσω του ηθοποιού Θάνου Αλεξίου – που παίζει και στην παράσταση “Κωλόκαιρός” και έχουμε ξανασυνεργαστεί και σε άλλες παραστάσεις. Από τη στιγμή που φτιάξαμε μαζί το “Εθνικός Ελληνορώσων” κατάλαβα ότι ίσως και να μη θέλω να συνεργαστώ με άλλο σκηνοθέτη. Μου αρέσει ο τρόπος που κάνει θέατρο και πλέον συνεννοούμαστε χωρίς να πούμε πολλά. Απορρίπτουμε τα ίδια πράγματα και μας “κινούν” οι ίδιες ιδέες. Είναι ένας από τους ωραιότερους ανθρώπους που υπάρχουν στο χώρο μας.
O “Κωλόκαιρος” είναι οι δύσκολοι καιροί που βιώνουμε
Σε ένα κέντρο διασκέδασης στην Ελευσίνα, μέσα στα απομεινάρια του γλεντιού της προηγούμενης νύχτας, οι χαρακτήρες του έργου “Κωλόκαιρος” βρίσκονται μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη. Η “επιστροφή” του Σοφοκλή, όχι μόνο θα αναταράξει τις ισορροπίες στο μικρόκοσμο του επαρχιακού μπουζουκτσίδικου, αλλά θα φέρει στο φως μυστικά και συγκρούσεις. Αυτή είναι εν συντομία η υπόθεση του θεατρικού έργου που έγραψε ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος και στο οποίο τα καιρικά φαινόμενα είναι ανάλογα της “τρικυμίας” στο κεφάλι των ηρώων, τους οποίους επισκέπτεται βίαια το παρελθόν την ώρα που όλοι ετοιμάζονται για μια κηδεία.
Μίλησέ μας για τον “Κωλόκαιρο”, την παράσταση στο θέατρο Τζένη Καρέζη σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη.
Στο έργο βρέχει συνέχεια και έτσι επιλέξαμε και τον τίτλο. Βρέχει και έξω από τους ήρωες, βρέχει και μέσα στην ψυχή τους, αλλά βρέχει και κοινωνικά. Ο καιρός έχει μία πολυσήμαντη συμβολική έννοια και αντικατοπτρίζει τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες αναγκαζόμαστε να ζούμε. Οι δύσκολοι καιροί που βιώνουμε και που φέρνουν εμπόδια στην αγάπη, την κατανόηση και την αποδοχή στο διαφορετικό.
Στην παράσταση ένας άνθρωπος, που είναι εξαφανισμένος για πέντε ολόκληρα χρόνια επιστρέφει στην Ελευσίνα στο ξενυχτάδικο “Διυλιστήριο” που ήταν ιδιοκτήτης κάποτε, και εκεί συναντάει τον αδελφό του, τη γυναίκα του, τον κουμπάρο του και τους υπαλλήλους του. Το έργο έχει να κάνει με την αποδοχή του διαφορετικού, με την απώλεια, με τη φιλία, τη συντροφικότητα, την οικογένεια. Έννοιες που συγκρούονται με την απληστία, τους εγωισμούς και την προκατάληψη απέναντι στο καινούργιο και το διαφορετικό.
Ο Τσιοτσιόπουλος δίνει ευχαρίστως τη “σκυτάλη” στον σκηνοθέτη Γιώργο Παλούμπη – που βρισκόταν λίγο παραδίπλα επιβλέποντας τις πρόβες για τον “Κωλόκαιρο” – προκειμένου να μιλήσει για την από κοινού σύλληψη του έργου: “Βασίζεται σε μία ιδέα που τη χτίσαμε μαζί με τον Αντώνη. Κάποιος γυρίζει μετά από πολλά χρόνια σε ένα μπουζουκτσίδικο που ήταν δικό του και το δούλευε με τον αδελφό του, την ημέρα που είναι η κηδεία της μάνας του. Εκεί τον υποδέχονται οι άνθρωποι που ήξερε από παλιά. Έρχεται, όμως, τελείως αλλαγμένος… άλλες ιδέες, άλλη οπτική και άλλη κοσμοθεωρία. Τοποθετήσαμε λοιπόν, ένα πρόσωπο που “δεν ταιριάζει” καθόλου σε ένα σκηνικό που θα τον κάνει να αντιμετωπίζει τον ‘παλιό του κόσμο’. Εκεί αρχίζει και γίνεται ένα σκληρό ξεκαθάρισμα. Είναι μία ιστορία εκδίκησης, αλλά κυρίως απόδοσης δικαίου. Θέλουμε πάντα να βάζουμε πραγματικούς ανθρώπους πάνω στη σκηνή, οικείους στο θεατή, ώστε να είναι πολύ άμεσο αυτό που συμβαίνει και να συμπαρασύρει το κοινό. Πάντα με τον Αντώνη θέλουμε να περνάμε τα μηνύματά μας με έναν τρόπο πολύ ρεαλιστικό”.
Ρεαλισμός ή ρομαντισμός;
Επιστρέφοντας στον Τσιοτσιόπουλο, ρωτάμε κατά πόσο πιστεύει ότι αυτή η “in-yer-face” ρεαλιστική θεατρική προσέγγιση επιτυγχάνει τον σκοπό της ή καταλήγει κάποιες φορές να φέρνει σε άβολη θέση τον θεατή.
Τοποθετούμε τους ήρωές μας σε μία συνθήκη. Και εκεί αυτόματα προκύπτουν εντάσεις. Είναι ρεαλιστικό θέατρο. Δεν έχει σκοπό να κάνει τον θεατή να αισθανθεί άβολα. Και ο ποιητικός λόγος μου αρέσει και εκτιμώ ένα σπουδαίο ποιητικό κείμενο. Όμως εγώ προτιμώ τον ρεαλιστικό λόγο, γιατί έχει να κάνει με ανθρώπους υπαρκτούς και με τα αδιέξοδά τους. Ανθρώπους που τους ξέρουμε. Τον γείτονά μας, τη μάνα μας, το φίλο μας, τον υπάλληλο στην τράπεζα, τον υπάλληλο στο σούπερ μάρκετ, τον ντελιβερά. Έχει να κάνει με ανθρώπους δίπλα μας και με τις δύσκολες σχέσεις που συνάπτουν. Οπότε, δεν είναι αυτοσκοπός η βία ή η σκληρότητα ή να κάνεις τον θεατή να αισθανθεί δυσάρεστα με ένα ρεαλιστικό κείμενο. Τι να κάνουμε, αυτοί είναι οι άνθρωποι και αυτές τις σχέσεις δημιουργούν.
Εξάλλου, και η έμπνευση για να γράψω αυτά τα έργα προέρχεται από δικές μου καθημερινές ιστορίες. Αυτά τα άτομα, οι “ήρωες”, είναι υπαρκτά πρόσωπα. Ζουν στο κοινωνικό, φιλικό μας περιβάλλον. Έχω “στήσει” τους χαρακτήρες, ορμώμενος από δικές μου προσωπικές στιγμές, από διηγήσεις φίλων, πρόσωπα που έχω συναντήσει. Και όλα αυτά έρχονται και διαπλέκονται και φτιάχνουν μια αυτούσια ιστορία. Και αν με ρωτάς ρεαλισμός ή ρομαντισμός, ναι επιλέγω τον ρεαλισμό, αλλά δεν παύουμε να είμαστε ρομαντικοί. Δεν έχει ρομαντισμό ο ρεαλισμός; Σε ποια συνθήκη ερωτεύεσαι; Σε μία ρεαλιστική συνθήκη.
Βουτηγμένη σε έναν άλλον… ρεαλισμό και η ταινία “Μαγνητικά Πεδία”. Πόσος αυτοσχεδιασμός χώρεσε τελικά στην ιστορία της Έλενας και του Αντώνη, που κέρδισε το σινεφίλ κοινό και οδεύει στα Όσκαρ;
Πολύς! Όταν ξεκινήσαμε τα “Μαγνητικά Πεδία” υπήρχε μόνο ένας σκελετός. Ξέραμε τι θέλαμε να πούμε, πού θέλουμε να κατευθύνουμε και τι θέλουμε να γίνει. Και περίπου τι θα ειπωθεί, ώστε να μπορέσει να μας οδηγήσει στο επόμενο βήμα της ιστορίας. Κυρίως όμως ξέραμε πώς θα αρχίσει και πώς θα τελειώσει. Και επίσης είχαμε συμφωνήσει ότι οι διάλογοι θα είναι αυτοσχεδιαστικοι. Αλλά δεν ξέραμε τον τρόπο που θα ειπωθούν. Πηγαίνοντας στις τοποθεσίες στην Κεφαλονιά και γυρνώντας τις συμφωνημένες σκηνές, λόγω του αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα που είχαν οι διάλογοι, λέγονταν πράγματα που αναγκαστικά μας άλλαζαν το γύρισμα της επόμενης ημέρας.
Προσπαθούσαμε να ακούμε, να νιώθουμε και να αφουγκραζόμαστε το τι έχει συμβεί στην κάθε μέρα γυρίσματος. Γυρνούσαμε το βράδυ στο δωμάτιο στο ξενοδοχείο, συζητούσαμε όλοι μαζί και οργανωνόταν η επόμενη μέρα. Αλλά και την επόμενη ημέρα, κάτι άλλο μπορούσε να προκύψει, να συμβεί πέρα από τα συμφωνημένα. Οπότε ακολουθούσαμε τη ροή και το τι μας συνέβαινε. Ήμασταν μία πολύ μικρή ομάδα, ένα μικρό συνεργείο, και εκτός από εμάς τους δύο ηθοποιούς ήρθαν και βοήθησαν εκεί ερασιτέχνες, που έδωσαν κατά τη γνώμη μου έναν ωραίο ρεαλιστικό χαρακτήρα στην ταινία.
Μία μικρή ομάδα που άκουγε και ένιωθε ο ένας τον άλλον, αυτά ήταν τα “Μαγνητικά Πεδία”. Δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός στην άποψή μου για το αποτέλεσμα, γιατί βλέπω κάτι πολύ προσωπικό, δικό μου, στην οθόνη, αλλά πέρασα εξαιρετικά και θα είναι μία εμπειρία που θα θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή.
Στα Όσκαρ
H ταινία επελέγη για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 95η διοργάνωση βραβείων Όσκαρ και άρα να διεκδικήσει το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας Μεγάλου Μήκους. Χάρηκες; Καμαρώνεις για τις βραβεύσεις γενικά;
Έχουμε δρόμο μπροστά μας για να βρεθεί πραγματικά στα Όσκαρ η ταινία, αλλά φυσικά χάρηκα τρομερά. Θα ήμουν χαζός να πω ότι δεν μου αρέσει το γεγονός ότι η ταινία στην οποία συμμετέχω έχει επιλεγεί για να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στα Όσκαρ! Μου δίνει χαρά και ικανοποίηση, είναι ένα “μπράβο, έκανες καλή δουλειά”. Όπως μου αρέσει και το “μπράβο” από τον κόσμο που θα έρθει σε μία παράστασή μου.
Παρόλα τα βραβεία που έχει πάρει η ταινία, είναι απείρως πιο σημαντικό για μένα να βρίσκομαι σε μία αίθουσα κινηματογραφική, ή στο θέατρο και να βλέπω τον κόσμο να συγκινείται. Να είσαι σε ένα γεμάτο θέατρο και να βλέπεις χαμόγελα όταν τελειώνει αυτό που έχεις δημιουργήσει, να έχει εγείρει το έργο που έχεις γράψει συζητήσεις και να προβληματίζει το κοινό. Για τον κόσμο το κάνουμε, δεν το κάνουμε για τα βραβεία, αλλά τα βραβεία είναι σίγουρα μια ικανοποίηση.
Κινηματογράφος, θέατρο-συγγραφή, τηλεόραση; Αυτή είναι η σειρά προτίμησης;
Όλα παράλληλα θα έλεγα, απλά τα τελευταία αρκετά χρόνια νιώθω μία απίστευτη έλξη προς το σινεμά. Βλέπω πολλές ταινίες, γιατί είναι η ξεκούρασή μου, αλλά και το προτιμώ ως δουλειά. Βρίσκω το σινεμά πιο “ευγενές άθλημα” προς τον ηθοποιό, από ότι το θέατρο ή η τηλεόραση. Το θέατρο είναι πολύ σκληρό. Ή τουλάχιστον οι συνθήκες που γίνεται. Πρόβες καθημερινές, δύσκολες παραγωγές, αλλά και η επανάληψη που με κουράζει.
Αν για παράδειγμα έχεις ένα πάρα πολύ πολύπλοκο έργο, με βαριές ψυχολογικές μεταπτώσεις, που ο ήρωάς σου είναι δύσκολος, σε αφήνει ψυχικά πολύ καταπονημένο και εκτεθειμένο. Σίγουρα αυτή είναι η μαγεία του θεάτρου, αλλά δεν παύει να είναι και η δυσκολία του. Ενώ στο σινεμά αν κάτι δεν πάει καλά, ‘cut και το ξαναπάμε’ και το ξαναπάμε. Το θέατρο είναι πολύ πιο απαιτητικό.
Τηλεόραση δεν έχω κάνει πολλή, αλλά αυτό που έχω καταλάβει από συναδέλφους είναι ότι γίνονται καθημερινές σειρές που είναι “εργοστάσιο”. Οι ηθοποιοί πηγαίνουν εκεί πολλές ώρες, παίρνουν τα κείμενα τελευταία στιγμή, γιατί γράφονται τελευταία στιγμή, τρέχουν για να τα μάθουν, δεν κοιμούνται για να τα αποστηθίσουν και δεν πληρώνονται καλά – ειδικά οι νέοι ηθοποιοί. Αυτές είναι οι φρικτές συνθήκες εργασίας στο μεγαλύτερο ποσοστό δουλειών στην τηλεόραση και αποτυπώνονται και στο αποτέλεσμα, γιατί όταν έχεις κακές συνθήκες εργασίας είναι πολύ δύσκολο να έχεις καλό αποτέλεσμα.
Δεν λέω ότι δεν γίνονται και σοβαρές παραγωγές. Τώρα, ας πούμε, συμμετέχω στη σειρά της ΕΡΤ “Μια νύχτα του Αυγούστου”, που βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Βικτόρια Χίσλοπ και οι συνθήκες εκεί ήταν εξαιρετικές. Όχι μόνο από πλευράς συνεργασίας, αλλά είναι και μια σειρά υψηλής κινηματογραφικής αισθητικής.
Πώς προέκυψε η συμμετοχή στην τηλεοπτική σειρά “Μια νύχτα του Αυγούστου” και μάλιστα στον ρόλο του… κακού!
Γενικά αποφεύγω την τηλεόραση. Ήρθε στην πρεμιέρα των “Μαγνητικών Πεδίων” η σκηνοθέτις της σειράς, η Ζωή Σγουρού και με είδε. Με πήρε στο τηλέφωνο και μου πρότεινε να παίξω τον ρόλο του κακού. Και είναι πάρα πολύ “ωραίος” κακός. Είναι μία καλή ευκαιρία να ψηλαφίσω τις πλευρές ενός χαρακτήρα που είναι αρκετά μακριά από μένα. Να μπω και να ερευνήσω την ψυχοσύνθεση ενός κακού, ενώ εγώ θεωρώ τον εαυτό μου καλό. Τελικά, ο κακός είναι καλός και ο καλός μπορεί να είναι εν δυνάμει κακός και όλοι οι… κακοί είναι στη φυλακή. Όχι, βέβαια! Και καλοί είναι στη φυλακή!
Σενάριο για τηλεοπτική σειρά θα έμπαινες στη διαδικασία να γράψεις;
Ίσως, αλλά θα έπρεπε να είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο και όχι κάτι καθημερινό. Επίσης, σαν δημιουργός θέλω να έχω ελευθερία, να έχω ένα λόγο στο πώς θα υλοποιηθεί το σενάριο, στο τι θέλω να ειπωθεί και πώς. Η ελευθερία είναι κάτι πολύ σημαντικό για μένα. Δεν είμαι διατεθειμένος να κάτσω εκεί στη φάμπρικα να γράφω σενάρια για τα λεφτά. Δεν θα το κάνω αν δεν είναι κάτι που με εκφράζει. Φάμπρικα ούτε στο θέατρο, ούτε στην τηλεόραση, ούτε στον κινηματογράφο. Όχι τα ίδια και τα ίδια!
Σχέδια και πρότζεκτ στα σκαριά;
Έχω σκέψεις για κινηματογραφικές ταινίες και κάποια σενάρια που δουλεύουμε με φίλους, αλλά δεν είναι ανακοινώσιμα. Τώρα δουλεύουμε με τον Γιώργο το σενάριο για να μεταφέρουμε στο σινεμά την παράσταση “Εθνικός Ελληνορώσων”. Δεν μπορώ να πω περισσότερα, αλλά είμαστε σε πολύ καλό δρόμο.
Επίσης, ανεβάζουμε ξανά για λίγες παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά “Τα Ματωμένα Χώματα”, τιμώντας τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή και τα 113 χρόνια από τη γέννηση της Διδώς Σωτηρίου. Ένα σπουδαίο έργο που αποτυπώνει το τι τραβάνε οι λαοί από τα συμφέροντα των μεγάλων και ισχυρών. Ένα έργο που μιλάει για το πώς τα οικονομικά συμφέροντα σκοτώνουν τους λαούς.
Και είναι ένα πολύ επίκαιρο έργο, αν σκεφτείς ότι όταν αρχίσαμε να δουλεύουμε τη διασκευή με τον Γιώργο ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Κάναμε πρόβες παράλληλα με αυτές τις εικόνες του πολέμου, που βλέπαμε κάθε μέρα στα δελτία ειδήσεων – και που σήμερα, αν και συνεχίζεται ο πόλεμος, δεν τις βλέπουμε με τέτοια συχνότητα, γιατί άραγε; Δραματουργικά ήταν μία δύσκολη “βουτιά” μέσα στο μυθιστόρημα, για να καταφέρουμε να το διασκευάσουμε με σεβασμό και να βρούμε τι θέλουμε να πούμε και εμείς μέσα από αυτό.
Είναι λαϊκό θέατρο, είναι μία παράσταση που είναι φτιαγμένη για τον κόσμο. Και ένα βιβλίο που ήταν γραμμένο για τον κόσμο. Ουσιαστικά πάνω στη σκηνή, πρωταγωνιστής, είναι ο λαός. Και κοίτα να δεις ότι αυτά τα πράγματα που διαβάζαμε όταν ήμασταν μικροί στο μυθιστόρημα και λέγαμε πόσο απίστευτα τραγικά είναι, δεν είναι τόσο πίσω μας τελικά… είναι τώρα!