24 MEDIA CREATIVE TEAM

ΑΠΟ ΤΟΥΣ BOOMERS ΣΤΟΥΣ ZOOMERS- ΜΗΠΩΣ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ ΑΛΛΟ ΓΙΑ ΓΕΝΙΕΣ;

Κάποια από τα σήματα-χαρακτηριστικά που τείνουμε να εκλαμβάνουμε ως «κατατεθέντα» της μιας ή της άλλης γενιάς δεν ανταποκρίνονται και τόσο στην πραγματικότητα.

Πες μου πότε γεννήθηκες να σου πω τίνος (κοινωνικο-πολιτικού «είδους») είσαι; Διότι είναι αλλιώς οι boomers και αλλιώς οι zoomers. Αλλιώς οι millennials και αλλιώς οι Χ… Ζ… A που τους έχουν διαδεχθεί χρονολογικά. Ή τουλάχιστον έτσι έχουμε μάθει να νομίζουμε. Τι; Όχι;

Ηλιακά διαφέρουμε. Ως προς αυτό δεν χωράει καμία αμφιβολία. Απλά μαθηματικά.

Από εκεί και πέρα ωστόσο, πέρα από το καλό και το κακό της ζωής που περνά και χάνεται, μήπως όλοι εμείς διαφέρουμε μεν αλλά κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που επιτάσσει ο (αυθαίρετος;) διαχωρισμός μας σε γενιές; Μήπως ακόμη και οι ίδιες οι γενιές διαφέρουν εντός τους, παρά τον περιβάλλοντα γενεακό φετιχισμό; Μήπως, στο τέλος της ημέρας, κάποια από τα σήματα-χαρακτηριστικά που τείνουμε να εκλαμβάνουμε ως «κατατεθέντα» της μιας ή της άλλης γενιάς δεν ανταποκρίνονται και τόσο στην πραγματικότητα.

Πολλα τα ερωτηματα

Ο βραβευμένος με Pulitzer συγγραφέας και καθηγητής αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Harvard, Λουί Μενάντ, γεννηθείς ο ίδιος το 1952, ένας «βέρος» boomer δηλαδή με όρους γενεακούς, έρχεται μέσα από τις σελίδες του περιοδικού New Yorker, να αποδομήσει γενεαλογικά στερεότυπα τα οποία έχουμε πια, οι περισσότεροι εξ ημών, καταλήξει να θεωρούμε δεδομένα και αδιαμφισβήτητα.

«Ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να μιλάμε για “γενιές”», υποστηρίζει ο Μενάντ. Και συνεχίζει, κάνοντας όμως πρώτα μια αναδρομή στις απαρχές του όρου «νεανική κουλτούρα» (“youth culture”). Ενός όρου που εάν είχε ηλικία θα ήταν σήμερα περίπου… 80 ετών.

Η “νεανικη κουλτούρα” που γέρασε

Αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1940, οι νέοι στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες καπιταλιστικές ΗΠΑ, ξεκινούν να διασκεδάζουν και να ντύνονται, να εκφράζονται και να καταναλώνουν σαν «νέοι», ατενίζοντας στον καθρέφτη και λατρεύοντας το είδωλο που έχουν (οι ίδιοι ή άλλοι) δημιουργήσει για τον νεανικό εαυτό τους. Ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1940, οι νέοι στις ΗΠΑ αρχίσουν να έχουν ελεύθερο (σχολικό) χρόνο, κοινά σημεία συνάντησης (γυμνάσια, λύκεια, χώρους διασκέδασης), κοινά μιντιακά σημεία αναφοράς (τηλεόραση, ραδιόφωνο, περιοδικά, δίσκους) και (έστω κάποια) χρήματα για ξόδεμα.

Το 1910 στις Ηνωμένες Πολιτείες οι περισσότεροι έφηβοι εργάζονταν, μας λέει ο Μενάντ. Μόλις το 14% όσων ήταν τότε, πριν από περίπου έναν αιώνα, μεταξύ 14 και 17 ετών πήγαινε σχολείο. Έως το 1940 ωστόσο, το αντίστοιχο ποσοστό είχε εκτοξευτεί στο 73%, και ως το 1955 στο 84%. Όλα αυτά στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, γιατί η Ευρώπη στο συγκεκριμένο θέμα θα ακολουθούσε μεν αλλά με χρονοκαθυστέρηση.

Ουρές για το Woodstock του 1969, όπου 400.000 άνθρωποι παρακολούθησαν το φεστιβάλ. Ήταν σίγουρα ένα γεγονός που χαρακτήρισε όσους βρέθηκαν εκεί. AP

Αλλά και πέρα από τους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στις ΗΠΑ θα πολλαπλασιάζονταν και οι φοιτητές. Από το 1956 έως το 1969 οι εγγραφές στα αμερικανικά κολλέγια υπερδιπλασιάστηκαν, με αποτέλεσμα όμως έτσι να πολλαπλασιαστούν και τα έτη – η χρονική περίοδος – κατά τα οποία θεωρείτο κανείς τυπικά «νέος». Το 1969 (την χρονιά που πραγματοποιήθηκε το φεστιβάλ του Woodstock), σχεδόν ο μισός πληθυσμός των ΗΠΑ ήταν κάτω των 25 ετών, γεγονός που ίσως να εξηγεί (προφανώς σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες) και το «πάθος» που θα γεννούσε εκείνη η περίοδος με την καλούμενη «youth culture».

Εν έτει 2021 πια, περίπου 50 χρόνια μετά, οι κάτω των 25 ετών στις ΗΠΑ αντιστοιχούν περίπου στο 30% του πληθυσμού. Αν και αναλογικά λιγότεροι από ό,τι στο παρελθόν, δεν θα μπορούσαν ωστόσο παρά να συνεχίζουν να αποτελούν κεντρικό σημείο αναφοράς για μια (παγκοσμιοποιημένη πια) αγορά που έχει μάθει να αναγεννάται απευθυνόμενη – κάθε φορά με «νέα» προϊόντα και «νέες» υπηρεσίες – στους «νέους» κάθε εποχής.

Όσο για καλούμενο “youth culture”, εκείνο φυσικά διαιωνίζεται τροποποιούμενο και περιοδικά επαναπροσδιοριζόμενο, έχοντας όμως πλέον δίπλα του και ένα άλλο διερυμένο χρονικά και ευέλικτο (ώστε να καλύπτει μεγαλύτερο μέρος του συνολικού πληθυσμού των «καταναλωτών») κόνσεπτ όπως είναι εκείνο των «γενεών».

“Εμάς η γενιά μας…”

Ο όρος προέρχεται από τη βιολογία. Οι γονείς είναι η μεγαλύτερη γενιά και τα παιδιά τους η νεότερη γενιά. Από κοινωνική σκοπιά, δε, οι άνθρωποι που έχουν γεννηθεί μέσα σε ένα συγκεκριμένο χρονολογικό διάστημα, διάρκειας περίπου τριάντα ετών, θεωρείται (ή τουλάχιστον θεωρείτο) πως ανήκουν στην ίδια γενιά.

Στο πλαίσιο ωστόσο των κοινωνικών επιστημών, οι «γενιές» θα άρχιζαν να αξιοποιούνται και ως εργαλείο επεξήγησης/ερμηνείας των κοινωνικών και πολιτιστικών αλλαγών, με τους στοχαστές του 19ου αιώνα να χωρίζονται χονδρικά σε δύο κατηγορίες: σε εκείνους που θεωρούν ότι οι νέες γενιές κομίζουν την αλλαγή και σε εκείνους που θεωρούν ότι οι νέες γενιές είναι το αποτέλεσμα της αλλαγής.

Ο κορονοϊός είναι σίγουρα ένα κοινωνικό γεγονός που θα χαρακτηρίσει μια γενιά. AP

Σύμφωνα με τον Λουί Μενάντ, πλέον τείνουμε να αντιμετωπίζουμε το φαινόμενο των γενεών συνδυάζοντας και τις δύο προαναφερθείσες προσεγγίσεις: θεωρώντας δηλαδή πως οι γενιές κομίζουν μεν αλλαγές αλλά και ότι εκείνες φέρουν παράλληλα το στίγμα των μεγάλων ιστορικών (εθνικών) γεγονότων με τα οποία βρέθηκαν αντιμέτωπες (του πολέμου στο Βιετνάμ για παράδειγμα εάν μιλάμε για τις ΗΠΑ, της εξέγερσης του Πολυτεχνείου εάν μιλάμε για την Ελλάδα, του ’68 εάν μιλάμε για τη Γαλλία, του κορονοϊού εάν επιστρέψουμε στο παρόν). Και επειδή όλα πια (οι τεχνολογικές εξελίξεις, οι ειδήσεις, οι μεταφορές, η επικοινωνία) τρέχουν πιο γρήγορα από ό,τι στο παρελθόν, έτσι και η χρονική περίοδος κάθε νέας γενιάς παρουσιάζεται να έχει υποχωρήσει από τα 30 χρόνια στα 15.

Κατηγορίες

Γενιές λοιπόν πλέον υπάρχουν «επισήμως» πολλές:

  • Η σιωπηλή γενιά-silent generation (όσων γεννήθηκαν μεταξύ 1928 και 1945)

  • η baby-boom γενιά (όσων γεννήθηκαν μεταξύ 1946 και 1964)

  • η generation X (1965-1980)

  • οι millennials (1981-1996)

  • η generation Z (1997-2012)

  • και η generation Alpha (για τους γεννηθέντες μετά το 2012)

Και στον βωμό των βολικών γενικεύσεων (ή των κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά χρήσιμων και προσοδοφόρων για την αγορά γενικεύσεων), οι άνθρωποι κάθε γενιάς εμφανίζονται να έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά που τους διαφοροποιούν από τα μέλη των άλλων γενεών.

Οι «σιωπηλοί» της silent generation περιγράφονται για παράδειγμα ως κομφορμιστές, οι μπούμερ ως αντικομφορμιστές και οι σημερινοί έφηβοι (εάν πιστέψουμε το βιβλίο «Gen Z, Explained: The Art of Living in a Digital Age») ως ηθικά περισσότερο ευαισθητοποιημένοι και «ρευστοί» σε θέματα ταυτοτήτων.

Αποδομώντας στερεότυπα

Ο Μενάντ έρχεται, ωστόσο, να αποδομήσει κάποια τα εν λόγω στερεότυπα, αντλώντας παράλληλα επιχειρήματα και από το έργο του ακαδημαϊκού και συγγραφέα Μπόμπι Ντάφι. Ο Ντάφι διδάσκει Δημόσια Πολιτική στο King’s College του Λονδίνου, ενώ μέσα στις επόμενες εβδομάδες πρόκειται να κυκλοφορήσει και το νέο βιβλίο του με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «The Generation Myth: Why When You’re Born Matters Less Than You Think».

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο αποδόμησης λοιπόν των γενεαλογικών στερεοτύπων, σημειώνεται πως οι φερόμενοι ως κομφορμιστές της silent generation (1928-1945) μάλλον δεν ήταν όλοι τους κομφορμιστές. Αντιθέτως, στην εν λόγω γενιά ανήκουν: ο Τζίμι Χέντριξ, η Τζάνις Τζόπλιν και ο Μπόμπ Ντίλαν, ο Νόαμ Τσόμσκι, ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, ο Άντι Γουόρχολ, ο Μοχάμεντ Άλι, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ κ.ά. Πως λέμε κομφορμιστές, ε, καμία σχέση.

Άντι Γουόρχολ και Μικ Τζάγκερ στη Νέα Υόρκη. AP

Αλλά και οι μπούμερ από την άλλη πλευρά, δεν ήταν όλοι τους και τόσο επαναστάτες. «Οι περισσότεροι τη δεκαετία του 1960 δεν είχαν ελεύθερες ερωτικές σχέσεις (most people… did not practice free love), ούτε έπαιρναν ναρκωτικά, ούτε διαμαρτύρονταν ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ», γράφει ο Μενάντ και συνεχίζει: «Σε δημοσκόπηση που έγινε το 1967, όταν ρωτήθηκαν εάν τα ζευγάρια πρέπει να περιμένουν πρώτα να παντρευτούν για να κάνουν σεξ, οι 20άρηδες απάντησαν σε ποσοστό 63% “ναι”… Το 1969, όταν άτομα ηλικίας 21 έως 29 ετών ρωτήθηκαν εάν είχαν κάνει ποτέ χρήση μαριχουάνας, το 88% απάντησε “όχι”. Όταν η ίδια ομάδα ρωτήθηκε εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες έπρεπε να αποσυρθούν αμέσως από το Βιετνάμ, τα τρία τέταρτα απάντησαν “όχι”… Οι περισσότεροι νέοι της δεκαετίας του εξήντα δεν ήταν καν ιδιαίτερα φιλελεύθεροι (liberal). Όταν άνθρωποι που ήταν στο κολέγιο από το 1966 έως το 1968 ρωτήθηκαν ποιον υποψήφιο προτιμούσαν στις προεδρικές εκλογές του 1968, το 53% είπε Νίξον (σ.σ. τον υποψήφιο δηλαδή των Ρεπουμπλικάνων) ή Γουάλας (σ.σ. τον Τζορτζ Γουάλας, η ρητορική του οποίου είχε στοιχεία ρατσισμού και λαϊκισμού). Ενώ μεταξύ εκείνων που ήταν στο κολέγιο από το 1962 έως το 1965, το 57% προτιμούσε τον Νίξον ή τον Γουάλας.»

Απο τον “Μάη” στο Πολυτεχνείο

Εάν θέλουμε να μεταφέρουμε τον συλλογισμό του Μενάντ στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα, μπορούμε να ανατρέξουμε σε μια σειρά από – ενδεχομένως άβολα – δεδομένα. Διότι στις εκλογές του Ιουνίου του 1968 στη Γαλλία, αμέσως μετά τον Μάη των εξεγέρσεων δηλαδή, η δεξιά του Σαρλ ντε Γκωλ (UDR) ανέβασε κατακόρυφα τα ποσοστά της εξασφαλίζοντας σαρωτική νίκη, και η εν Ελλάδι «γενιά του Πολυτεχνείου» δεν ήταν όλη στο Πολυτεχνείο, ενώ και η είσοδος της ΧΑ στο ελληνικό κοινοβούλιο δεν έγινε μόνο με τις ψήφους των ηλικιωμένων του Αγίου Παντελεήμονα.

Συγκένρωση στο Παρίσι τον Μάη του '68. Associated Press

Όσο για τους σημερινούς εφήβους της γενιάς Ζ, υπάρχουν φωνές που αμφισβητούν το εάν και κατά πόσο εκείνοι είναι όντως τόσο (σε τόσο μεγάλο ποσοστό δηλαδή) «διαφορετικοί» όσο τείνουν πλέον να παρουσιάζονται. Σε δημοσκόπηση που πραγματοποίησε η βρετανική εταιρεία YouGov μεταξύ ατόμων ηλικίας 18 έως 25 ετών σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο, το 91% των ερωτηθέντων δηλώνει πως αισθάνεται αρσενικό ή θυληκό, το 4% δηλώνει «gender fluid» ή «nonbinary», ενώ υπάρχει και ένα 5% που δεν απαντά.

Αναφορικά, δε, με την «παρουσίαση» της σεξουαλικότητας των εφήβων, θα άξιζε ίσως να σημειωθεί πως τηλεοπτικές σειρές που έχουν ταυτιστεί με την generation Z, όπως για παράδειγμα το «Sex Education» στην πλατφόρμα του Netflix, έχουν γραφτεί από δημιουργούς που διανύουν την… τέταρτη δεκαετία της ζωής τους (όπως είναι η περίπου 35χρονη Λόρι Ναν στην περίπτωση του «Sex Education»).

Ο καθηγητής του King’s College Μπόμπι Ντάφι υποστηρίζει, για παράδειγμα, πως ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας στις ΗΠΑ έχει να κάνει περισσότεροι με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και λιγότερο με την ηλικία τους. Με άλλα λόγια, άνθρωποι προερχόμενοι από διαφορετικές γενιές τυχαίνει να έχουν πολύ περισσότερα κοινά από όσα η γενεαλογική τους απόσταση θεωρητικώς θα επέτρεπε.

Και κάπως έτσι, επιστρέφουμε στο κεντρικό μας ερώτημα: Μήπως έχει έρθει πια η ώρα να σταματήσουμε να μιλάμε για “γενιές”; Ιδού η απορία… που μάλλον θα συζητάμε για γενιές…

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα