ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΒΙΑ ΜΕ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΛΑΤΕΣ
Το κυβερνητικό δόγμα για μια αστυνομία με "λυμένα χέρια" (και πόδια, και γκλοπς, και όπλα) και ο "σκληρός πυρήνας" των υπουργών και βουλευτών που το στηρίζουν.
Ο τρόπος που εξελίσσεται η υπόθεση στο Πέραμα, με την καταδίωξη που οδήγησε θάνατο του νεαρού Ρομά αλλά και τα πρόσφατα «κρούσματα» αστυνομικής βίας στο κέντρο της Αθήνας, επαναφέρουν ξανά στη επικαιρότητα ένα θέμα που έχει γίνει μόνιμος συνοδός της σημερινής κυβέρνησης: Την αστυνομική αυθαιρεσία και την ανεξέλεγκτη δράση της ΕΛ.ΑΣ. Μια συνθήκη που πέρα και πριν από οτιδήποτε άλλο, έχει πολιτικά αίτια. Αυτά εστιάζονται τόσο στις αντιλήψεις που φαίνεται να έχει για το θέμα το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου αλλά και στην ύπαρξη εντός της κυβέρνησης ενός «σκληρού πυρήνα» που δεν αρκείται στο να αποδέχεται αλλά συστηματικά υποθάλπει στηρίζει την λογική μιας ΕΛ.ΑΣ με «λυμένα χέρια».
Αστυνομική βία …εξαρχής
Η έξαρση της αστυνομικής βίας, είναι ένα στοιχείο που «πήγε πακέτο» με την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, από τους πρώτους μήνες που αυτή ανέλαβε την εξουσία το καλοκαίρι του 2019. Απότοκο – προφανώς- της ρητορικής που ακολούθησε η Νέα Δημοκρατία προεκλογικά, προτάσσοντας ζητήματα ασφάλειας και το περίφημο «δόγμα του νόμου και της τάξης». Ειδική αναφορά θυμίζουμε γίνονταν τότε στο περίφημο «άβατο των Εξαρχείων» που πλέον μοιάζει να έχει ξεχαστεί από την κυβέρνηση.
Η επιλογή του Μιχάλη Χρυσοχοϊδη προκειμένου να αναλάβει το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, ήταν το πρώτο σαφές δείγμα. Ακολούθησε μία σειρά απανωτών γεγονότων αλλά και νομοθετικών πρωτοβουλιών που έδειξαν ξεκάθαρα πως η κυβέρνηση προκρίνει μια αστυνομία πιο «δυναμική». Ένα σώμα που δεν θα εμποδίζεται στην άσκηση αυτών που θεωρεί ως καθήκοντά της από …δικαιωματικές ευαισθησίες.
Στα γεγονότα αυτά περιλαμβάνεται η εισβολή των ΜΑΤ στην ΑΣΟΕΕ τον Νοέμβριο του 2019, οι έρευνες σε φοιτητές και νέους ανθρώπους στην οδό Πατησίων με εξευτελιστικό τρόπο την ίδια περίοδο, η εισβολή της αστυνομίας σε κινηματογράφο που παίζονταν η ταινία «Joker», η εισβολή στην κατοικία του σκηνοθέτη Δημήτρη Ινδαρέ, οι ξυλοδαρμοί και το ξεγύμνωμα νέων στη περιοχή των Εξαρχείων. Επίσης η επίθεση των ΜΑΤ με χημικά σε καφετέρία στο Γαλάτσι όπου βρίσκονταν κα ανήλικο παιδί, η απρόκλητη επίθεση κατά διαδηλωτών την μέρα που καταδικάστηκε η Χρυσή Αυγή από το Εφετείο πριν έναν περίπου χρόνο. Παράλληλα η κυβέρνηση προχώρησε στην νομοθέτηση της απαγόρευσης των διαδηλώσεων με μία ρύθμιση αντίγραφο της αντίστοιχης που υπήρχε στην 7ετία των Συνταγματαρχών. Επίσης παρά τις αντιδράσεις θεσμοθέτησε και την ίδρυση αστυνομικών τμημάτων μέσα στα πανεπιστήμια.
Κορυφαία στιγμή αστυνομικής βίας και αυθαρεσίας, αποτέλεσαν τα γεγονότα της Νέας Σμύρνης. Όταν η επίθεση αστυνομικών της ομάδας ΔΙΑΣ σε οικογένειες και παιδιά στο πάρκο της περιοχής που συνοδεύθηκε από τον ξυλοδαρμό ένος νέου ανθρώπου και προκάλεσε γενικευμένες κοινωνικές αντιδράσεις. Αυτές με την σειρά τους έφεραν νέα φαινόμενα ακραίας αστυνομικής βίας, με επιθέσεις κατά πολιτών, εισόδους ακόμη και σε μαγαζία, επιθέσεις σε δημοσιογράφους.
Από τον Χρυσοχοϊδη στον Θεοδωρικάκο
Είναι κοινό μυστικό, ότι η αποπομπή του Μιχάλη Χρυσοχοϊδη από την θέση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη που αποφάσισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ανακοινώθηκε στον ανασχηματισμό της 31ης Αυγούστου, σχετίζονταν και με τα ζητήματα της αστυνομικής βίας και τον κοινωνικό κόστος που αυτή προκαλούσε. Δεν οφείλονταν αποκλειστικά στις αναποτελεσματική αντιμετώπιση των πυρκαγιών που είχαν κατακάψει τις προηγούμενες εβδομάδες την Βόρεια Αττική, την Εύβοια και άλλες περιοχές της χώρας.
Ήδη ο Μιχάλης Χρυσοχοίδης καταγράφονταν στις μετρήσεις της κοινής γνώμης ως ένας υπουργός με αρνητικό πρόσημο. Ειδικά μάλιστα στην νεολαία φαίνεται ότι η πολιτική του είχε ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο με αποτέλεσμα να υποχωρούν σημαντικά τα (ούτως η άλλως μειοψηφικά) ποσοστά επιρροής της κυβέρνησης. Αυτό το στοιχείο και όχι η αστυνομική βία αυτή καθ εαυτή φαίνεται πως «μέτρησαν» περισσότερο στις σκέψεις που έγιναν στο Μέγαρο Μαξίμου για να καταλήξει στην αποπομπή.
Ο ισχυρισμός τεκμηριώνεται άλλωστε και από την προσπάθεια που καταβάλλει σήμερα η κυβέρνηση για να ενισχύσει τα ποσοστά της στους νέους, δρομολογώντας και προπαγανδίζοντας προγράμματα για ζητήματα στέγασης και ανεργίας. Ένα ακόμη στοιχείο είναι το ότι η αντικατάσταση του Μιχάλη Χρυσοχοϊδη από τον Τάκη Θεοδωρικάκο, επέφερε άμεσα το «πάγωμα» της νομοθετικής ρύθμισης για την εγκαθίδρυση αστυνομικών τμημάτων μέσα στα πανεπιστήμια. Μια επιλογή που δημιουργούσε ένα εκρηκτικό «κοκτέϊλ» στον χώρο των ΑΕΙ και ήταν «εγγύηση» για την δημιουργία εστιών έντασης. Προφανώς νέος υπουργός Προστασίας του Πολίτη δεν ήθελε να «κληρονομήσει» μια τέτοια κατάσταση. Άλλωστε ο Τάκης Θεοδωρικάκος από την θητεία του στο υπουργείο Εσωτερικών έχει δείξει ότι προτιμά να ασκεί τα καθήκοντά του με τακτικές πολιτικής συναίνεσης. ¨Όπως έκανε επί παραδείγματι με το νομοσχέδιο των απόδημων στο οποίο πέτυχε ευρύτατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην Βουλή.
Ταυτόχρονα όμως το «πάγωμα» δεν μπορεί παρά να είχε και την σιωπηρή αποδοχή του Μεγάρου Μαξίμου. Παρά το γεγονός ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δηλώσει ότι η νομοθεσία αυτή θα εφαρμοστεί κάποια στιγμή στο μέλλον.
Πόσο άλλαξε το υπουργείο Προ-Πο;
Όπως δείχνουν τα πράγματα όμως η αλλαγή υπουργού στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη δεν σημαίνει ότι στην ηγεσία του δεν υφίσταται ακέραιες οι λογικές που δικαιολογούν την αστυνομική βία. Άλλωστε οι επίσκεψη του Τάκη Θεοδωρικάκου στους 7 αστυνομικούς που εμπλέκονται στην υπόθεση του Περάματος όπως και οι θριαμβολογίες για την αθώωσή τους από το Πρωτοδικείο Πειραιά, δείχνουν πως ο νέος υπουργός προσπαθεί να ισορροπήσει στο νέο περιβάλλον που έχει βρεθεί. Παράλληλα όμως υφυπουργός στο ίδιο υπουργείο παραμένει ένας ακραιφνής εκφραστής αυτής της αντίληψης: Ο Ελευθέριος Οικονόμου.
Είναι ένας πολιτικός που προέρχεται από «τα σπλάχνα» της αστυνομίας και έφθασε να γίνει αρχηγός της το 2009. Σύμφωνα με το βιογραφικό του «κατετάγη το Σεπτέμβριο του 1974 στο Σώμα της πρώην Ελληνικής Χωροφυλακής και αποφοίτησε από τη Σχολή Αξιωματικών το 1981.Υπηρέτησε σε διάφορες μάχιμες και επιτελικές Υπηρεσίες κυρίως Κρατικής Ασφαλείας». Επίσης αποτελεί δική του ιδέα η σύσταση της ομάδας ΔΙΑΣ.
Τα δείγματα γραφής που έχει δώσει ειναι αρκετά: Πρόκειται για τον υφυπουργό που αρκετούς μήνες πριν ψηφιστεί ο νόμος για την εγκατάσταση αστυνομικών τμημάτων στα ΑΕΙ, δήλωνε με περηφάνια στην Βουλή ότι έχουν καταρτιστεί σχέδια αστυνομικής εισβολής σε όλα τα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Χαρακτηριστικά στις 15 Νοεμβρίου του 2019 είχε αναφέρει απαντώντας σε ερωτήσεις του βουλευτή του ΚΙΝ.ΑΛ Γιώργου Καμίνη και της Φωτεινής Μπακαδήμα από το Μέρα 25 ότι καταρτίζονται σχέδια προκειμένου να αντιμετωπιστούν «περιθωριακές εξτρεμιστικές ομάδες» τις οποίες είχε αποκαλέσει ομάδες «χαμηλής τρομοκρατίας».
Επίσης στις 9 Απριλίου του 2021 δικαιολόγησε τον τραυματισμό 13χρονου μαθητή στην Λάρισα κατά την διάρκεια αστυνομικού ελέγχου υποστηρίζοντας ότι ..σκόνταψε και έπεσε. Όπως ανέφερε «καμία συμπλοκή δεν συνέβη, ούτε φυσικά κάποιος τραυματισμός ως επακόλουθο αυτής, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι. Αυτό που συνέβη είναι ότι τα νεαρά άτομα ενόψει του αστυνομικού ελέγχου άρχισαν να τρέχουν και ένας εξ αυτών, δυστυχώς, παραπάτησε και έπεσε στο έδαφος». Απαντώντας σε ερώτηση του βουλευτή Λάρισας του ΚΚΕ, Γιώργου Λαμπρούλη υποστήριξε ότι επρόκειτο για «έναν αστυνομικό έλεγχο στο πλαίσιο ειδικών δράσεων τοπικού χαρακτήρα με στόχο την πρόληψη διακίνησης ναρκωτικών».
Στις 8 Δεκεμβρίου του 2020 δικαιολόγησε την βίαιη σύλληψη 9 φεμινιστριών που διαδήλωναν στο κέντρο της Αθήνας. Είπε τότε πως «κάθε πρωτοβουλία των αστυνομικών δυνάμεων είχε ένα και μόνο σκοπό: την αποφυγή μεγάλου αριθμού συγκεντρωμένων ατόμων στο σημείο». Ανάλογη τακτική έχει τηρήσει ο Ελευθέριος Οικονόμου και σε δεκάδες άλλες περιπτώσεις.
Συνολικά η αντιλήψεις που εκφράζει αποτυπώνεται στο σχόλιο που έκανε ο Ελεύθεριος Οικονόμου στην Βουλή για τις καταγγελίες αστυνομικής βίας. Είπε πως «αρνούμαστε συνειδητά να παρακολουθήσουμε έωλους ισχυρισμούς, όπως αυτοί αποτυπώνονται μέσα από δημόσιες τοποθετήσεις για δήθεν διοίκηση και καθοδήγηση της ελληνικής αστυνομίας από την κυβέρνηση για την άσκηση της βίας. Τέτοιοι συλλογισμοί δεν ταιριάζουν στο δημόσιο διάλογο και στην πολιτική αντιπαράθεση σε μία σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα του εικοστού πρώτου αιώνα». Υποστήριξε επίσης πως «είμαστε μια απολύτως συντεταγμένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Εάν σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχουν περιστατικά ακραίας βίας ή ανάρμοστης συμπεριφοράς αστυνομικών, αυτές ελέγχονται θεσμικά και διοικητικά, όπως προδιαγράφεται από το συντεταγμένο πλαίσιο λειτουργίας και δεοντολογίας της ΕΛΑΣ».
Πρόκειται όμως για έναν ισχυρισμό που έχει διαψευσθεί. Τόσο από τις δεκάδες καταγγελίες κοινωνικών οργανώσεων ή των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Επίσης από το περίφημο Πόρισμα Αλιβιζάτου που συντάχθηκε το 2019. Εκεί τονίζεται μεταξύ άλλων πως «ελληνική ιδιαιτερότητα συνιστά η ατιμωρησία των εμπλεκόμενων αστυνομικών οργάνων, όπως προκύπτει από τις επανειλημμένες καταδίκες της χώρας μας από διεθνείς οργανισμούς».
Οι χειροκροτητές της αστυνομικής βίας εντός της κυβέρνησης
Δεδεομένα λοιπόν θεωρουνται τα δόγματα του Μεγάρου Μαξίμου περί «τάξης και ασφάλειας» και οι παγιωμένες αντιλήψεις στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη που στέλνουν συγκεκριμένα μηνύματα και στην Ελληνική Αστυνομία. Σε αυτά δεν μπορεί κανείς παρά να αθροίσει και έναν «πυρήνα» υπουργών και βουλευτών που όχι απλά συναινεί σε αυτή την κατάσταση, αλλά την υποδαυλίζει και την συντηρεί.
Σε αυτούς περιλαμβάνεται ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης που δεκάδες φορές με δηλώσεις του έχει δικαιολογήσει φαινόμενα αστυνομικής βίας, ενώ ήδη από το 2012 είχε προτείνει την ίδρυση αστυνομικών τμημάτων μέσα στα πανεπιστήμια. Στην ίδια κατηγορία και ο υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης. Γνώστες οι αντιστοίχου ύφους δηλώσεις του. Με κορυφαία αυτή που έκανε τον Νοέμβριο του 2019 υπερασπιζόμενος τους ξυλοδαρμούς από αστυνομικούς. Όπως είχε αναφέρει «η επιβολή του νόμου θα ευχόμασταν να γίνεται με προσφορά τριαντάφυλλων. Δεν έχει καταστεί αυτό δυνατό. Η επιβολή του νόμου εμπεριέχει στοιχεία αναγκαστικότητας. Το λέω γλυκά. Το ξύλο είναι στοιχείο αναγκαστικότητας. Η άσκηση νόμιμης βίας είναι αυτό που κάνει η Αστυνομία. Φυσικά θα συνεχίσουμε. Θα κάνουμε αυτό».
Ανάλογες αντιλήψεις και από τον νυν υπουργό Υγείας Θάνο Πλεύρη. Έναν πολιτικό που βάσισε την προεκλογική του καμπάνια σε αναφορές στο «άσυλο των Εξαρχείων». Επίσης μέχρι και την απόκτηση του υπουργικού του θώκου ήταν συνήγορος των αστυνομικών που κατηγορούνται για εμπλοκή στην δολοφονία του Ζάκ Κωστόπουλου.
Αντίστοιχης λογικής είναι κατά καιρούς και οι παρεμβάσεις της Νίκης Κεραμέως. Η υπουργός Παιδείας έχει δηλώσει φανατική οπαδός της νομοθεσίας για περιορισμό των διαδηλώσεων. Εισηγήθηκε μαζί με τον Μιχάλη Χρυσοχοϊδη το νομοσχέδιο για την αστυνομία στα πανεπιστήμια. Επίσης ήταν ακραιφνής οπαδός της αστυνομικής παρέμβασης στα σχολεία όταν το 2020 δρομολογήθηκε κίνημα καταλήψεων. Στις 12 Οκτωβρίου του 2020 είχε χαρακτηριστικά επισημάνει ότι οι καταλήψεις αποτελούν «πρακτική που διαιωνίζεται ως συνήθεια» και «πρέπει να φτάσει στο τέλος της» εγκαλώντας παράλληλα τα κόμματα που έχουν διαφορετική προσέγγιση με την φράση «στηρίζετε έκνομες ενέργειες».
Ανάλογη στάση υπόθαλψης της αστυνομικής βίας τηρούν και δεκάδες βουλευτές της κυβέρνησης. Ανάμεσά τους ξεχώριζε έως και την διαγραφή του ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος. Επίσης ο Κώστας Κυρανάκης, ο βουλευτής που στα γεγονότα της Νέας Σμύρνης φρόντισε να κατονομάσει στον τηλεοπτικό αέρα τον νεαρό που δέχθηκε την επίθεση από την αστυνομία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα υπερασπιστή των φαινομένων αστυνομικής βίας και ο Μπάμπης Παπαδημητρίου. Ενδεικτική ήταν η αναφορά του στο κοινοβούλιο σύμφωνα με την οποία εγκάλεσε τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ ότι προκαλούν την αστυνομική βία ενθαρρύνοντας ανθρώπους να επιτίθενται σε αστυνομικούς, προκειμένου να εκμεταλλευθούν τον …αδύναμο χαρακτήρα κάποιων από αυτούς. Όπως είχε αναφέρει «λέτε στους ανθρώπους «πηγαίνετε να τσαμπουκαλευτείτε με τον πρώτο αστυνομικό που θα βρείτε», γιατί ξέρετε πολύ καλά τις αδυναμίες που υπάρχουν σε όλες τις χώρες και ότι μπορεί να βρεθεί, όπως βρέθηκε δυστυχώς, ένας άνθρωπος, που την ώρα του καθήκοντος ξεχνάει το καθήκον, ξεχνάει τι πρέπει να κάνει, αυτό δεν πάει τη χώρα μπροστά και δεν πάει κανέναν από εμάς μπροστά».
Γέφυρες
Ήταν φανερό ήδη από το 2018 και το 2019, ότι η Νέα Δημοκρατία θεώρησε το πεδίο της αστυνόμευσης και της ασφάλειας, μία «γέφυρα» πολιτικής επιρροής προς τα δεξιά της. Έναν προνομιακό τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να απευθυνθεί και να αντλήσει ψήφους από το κοινό της ακροδεξιάς. Ιδίως από την στιγμή που την περίοδο εκείνη υπήρχε ακόμη η Χρυσή Αυγή. Παράλληλα εκτίμησε ότι με τον τρόπο αυτό μπορεί να γειωθεί και με το γενικευμένο αίσθημα κοινωνικής ανασφάλειας που είχε ήδη δημιουργήσει η οικονομική κρίση.
Η τακτική αυτή σε σημαντικό βαθμό γύρισε μπούμπερανγκ. Όχι μόνον προκάλεσε κοινωνικές αντιδράσεις αλλά συνέβαλε και στην δημιουργία ενός πρόσκαιρου μετώπου των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, παρά τις διαφορές τους.
Σήμερα με την κυβέρνηση να έχει διανύσει το ήμισυ της θητείας της και το ενδεχόμενο ακόμη και πρόωρης προσφυγής στην κάλπη να παραμένει στα σενάρια των πολιτικών εξελίξεων, φαίνεται ότι η ανάγκη προσέλκυσης των ίδιων ακροατηρίων επανέρχεται.
Μόνο που πλέον τα κυβερνητικά «δόγματα ασφάλειας» έχουν κριθεί την πράξη. Έτσι ώστε δεν φαίνεται πως μπορούν ταυτόχρονα να εμφανιστούν ως «προοδευτικές πολιτικές» στον χώρο του κέντρου. Μια και θυμίζουν αποκλειστικά ένα «κράτος-χωροφύλακα». Παρόλα αυτά η κυβέρνηση δεν φαίνεται πως μπορεί να απεμπλακεί από το αδιέξοδο που έχει δημιουργήσει.