ΧΑΡΗΣ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ: “ΡΕ ΦΙΛΕ, ΕΓΩ ΠΗΓΑ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑΤΙ ΜΕ ΕΙΧΑΝ ΔΙΩΞΕΙ ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΥ”
Ο πιο εκρηκτικός ηθοποιός του ελληνικού θεάτρου εξηγει γιατι πρέπει να «το βουλώσει» για τις υποθέσεις Λιγνάδη-Φιλιππίδη και πώς την στορική στιγμή πάντα τη διαμορφώνει ο μέσος άνθρωπος. Μεχρι τις 12/10 παίζει Φόσσε, σε σκηνοθεσία Χουβαρδά στο ΚΠΙΣΝ.
Μια καλή ιστορία για να καταλάβετε τον Χάρη Φραγκούλη.
Πέρυσι τον χειμώνα, στις παρυφές του δεύτερου lockdown, είχε ξεκινήσει πρόβες για τις Βάκχες του Ευριπίδη στο Εθνικό, σε σκηνοθεσία της Άντζελας Μπρούσκου. Οι επιδημιολογικές εξελίξεις και τα μέτρα προλαβαίνουν την παράσταση που οδηγείται στον μονόδρομο του live streaming, όπως τα περισσότερα θεατρικά έργα των τελευταίων 18 μηνών.
«Δεν είναι απλά ότι δεν το θέλω το live streaming, είναι ότι δεν το έκανα. Για ολους τους λόγους του κόσμου. Αφενός μεν, γιατί εγώ συμφωνώ με ανθρώπους κι όχι με πρότζεκτ. Κι αφετέρου δε, γιατί θα γινόταν μια σκηνοθεσία κινηματογραφική, την οποία η Άντζελα δεν ενέκρινε καν – θα γινόταν από άλλον σκηνοθέτη. Πώς μπορεί να αποδοθεί έτσι μια παράσταση, στην οποία, ας πούμε, εγώ είμαι ντυμένος γυναίκα και γυμνός στη μισή διάρκειά της; Άλλο να είχε σχεδιαστεί έτσι εξαρχης.
Το θέατρο διέπεται από την ηθική της δυσκολίας, για να έρθει μετά μια ανάσα. Η δυσκολία του θεάτρου είναι προϋπόθεση. Ακόμα κι ως θεατής να θες να φύγεις από την παράσταση υπάρχει ένα κόστος – δεν κλείνεις απλά την τηλεόραση ή αλλάζεις κανάλι. Δεν μπορούμε να το βγάλουμε από τη μέση αυτό.
Δέχθηκα τρομερές πιέσεις. Η τελευταία επικοινωνία που είχα με τον Λιγνάδη, πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο, ήταν από την πλευρά του “τα λέμε στα δικαστήρια”. Όταν τον αντικατέστησαν η Έρι Κύργια κι ο Βασίλης Πουλαντζάς, συνεργάτες μου στο παρελθόν και οι δύο, ζήτησαν την παραίτησή μου και την έδωσα. Πάνε αυτοί οι μισθοί, δεν τους πήρα ποτέ. Έπαθα και δυο κήλες. Ούτε στις δύο σχολές που είμαι, έκανα live streaming. Θα μου πεις “πώς την έβγαλες;”. Πάρα πολύ δύσκολα, θα σου απαντήσω. Ευτυχώς έχω πολύ φθηνό νοίκι».
Οι Βάκχες ήταν τελικά μια από τις λίγες (αν όχι η μοναδική) παραστάσεις της περσινής χρονιάς που δεν παίχθηκε on-line. Αφού δεν το ήθελε ούτε εκείνος, ούτε οι συμπρωταγωνιστές του, ας πούμε ο Γιάννης Παπαδόπουλος κι ο Έκτορας Λιάτσος. Βγήκε μπροστά, συγκρούστηκε, πλήρωσε το κόστος.
Ξεροκέφαλος, πεισματάρης, αντιδραστικός, εμμονοληπτικός, πείτε τον όπως θέλετε, αλλά o Χάρης Φραγκούλης το υπολογίζει πολύ το κόστος. Αυτό που οι Αμερικάνοι αποκαλούν “skin in the game”. Όλοι μπορούμε να έχουμε θαυμάσιες απόψεις, να προβάλλουμε τις πεποιθήσεις μας κρίνοντας τη συμπεριφορά των άλλων (η βάση της λειτουργίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, θα έλεγε κανείς), αλλά αυτο που τελικά μετράει είναι ότι γίνεται μόλις βγούμε από τη ζώνη της ασφάλειας. Εκεί που ξεδιπλώνεται η ηθική της συνεπούς στάσης. Αυτη είναι η δική μου ελεύθερη μετάφραση της φιλοσοφίας αυτού του τύπου που κάθεται απέναντί μου και μπαίνει με χίλια στην κουβεντα, χειμαρρώδης από το πρώτο δευτερόλεπτο, στα τραπεζάκια έξω από τον Φάρο του ΚΠΙΣΝ. Λίγα μέτρα πιο πέρα, στον Θόλο, μέχρι τις 12/10 θα είναι ο ένας από τους τρεις πρωταγωνιστές του Κάποιος Θα Έρθει, έργου του Γιαν Φοσσε σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά.
Τον έχουν αποκαλέσει πολλές φορές «κορυφαίο ηθοποιο της γενιάς του». Βασίζονται στο εντυπωσιακό βιογραφικό που έχει διαγράψει την τελευταία δεκαετία. Από το βραβείο Χορν το 2013 στους πρόσφατους Ιχνευτές, με ενδιάμεσες στάσεις μεταξύ άλλων ως κινηματογραφικός Αισθηματίας, σκηνοθέτης του Οθέλλου, ερμηνευτής με γκάμα από Τενεσί Ουίλιαμς μέχρι Ευρυπίδη κι από πειραματικές σκηνές έως Επίδαυρο.
Ο ίδιος πιστεύει ότι είναι μονόχνωτος -δική του η λέξη-, δεν αποζητά τις αλλαγές, δουλεύει συνήθως με τους ίδιους ανθρώπους, βλέπει τις ίδιες ταινίες ξανά και ξανά («την έκτη φορά πάντα θα βρεις κάτι παραπάνω από την πέμπτη»), η ζωή του περιστρέφεται γύρω από την πρόβα και την προπόνηση, πιστεύει περισσότερο στην πίστη («έχει κάτι το ανεξήγητο») παρά στην εμπιστοσύνη («είναι δημιούργημα του καπιταλισμού, βασίζεται στην ανταμοιβή»), θεωρεί μεγάλο πρόβλημά μας ότι δε δίνουμε χρόνο («βιαζόμαστε πολύ να δούμε τους ανθρώπους να λάμπουν, ενώ πρέπει να συμφιλιωθούμε με τα σκατά τους… και με τα δικά μας»). Έχει τον δικό του κώδικα. Πρέπει να προστατέψει το «μυστικό» – δική του η λέξη και πάλι.
Κι εκεί, έτσι όπως παθιάζεται και χειρονομεί, σε φέρνει και λίγο σε θέση άμυνας. Η ζωή δε θέλει και διπλωματία; Θέλει μόνο φουλ επίθεση-γροθιά στο μαχαίρι; Η ζωή δε μας φέρνει αντιμέτωπους με την μικρότητα, πολύ συχνά με τη δική μας όχι μόνο των άλλων; Δεν έχουμε δικαίωμα στο λάθος και την αδυναμία; Τι είμαστε εμείς, μόνιμα ανεβασμένοι σε κάποιο ηθικό βάθρο για να δικάζουμε;
Μήπως κι ο ίδιος την αναζητά τη δυσκολία, ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχει, για να βρίσκει συνεχώς το κίνητρο;
Μια δεύτερη, λοιπόν, καλή ιστορία για να καταλάβετε τον Χάρη Φραγκούλη.
«Δεν αναζητώ τη δυσκολία, προσπαθώ να προστατευθώ από την ανακούφιση επειδή την έχω δει μέσα μου. Κι αυτό έχει να κάνει όχι μόνο με τους ρόλους και την υποκριτική αλλά και με τις δημόσιες θέσεις που παίρνουμε όλοι. Να στο εξηγήσω με ένα παράδειγμα: μετά τη δολοφονία του Ζακ, πήγα και χόρεψα στο βίντεο κλιπ για το “Αλλιώτικο Παιδάκι” που έγραψε ο Παυλίδης. Ξέρεις πόσα μηνύματα πήρα για “συγχαρητήρια”; Πάρα πολλά. Κι ήμουν εντάξει. Πήγα κι έπαιξα στην επόμενη παράσταση ευχαριστημενος. Επειδή δηλαδή πήγα και χόρεψα δύο ώρες για να κάνω το καθήκον μου. Κι ο άλλος, ο Ζακ, πέθανε. Τον σκότωσαν, για να είμαι ακριβής, επειδή αυτή η κοινωνία κυνηγάει κι εκδικείται το ανοίκειο. Ε, από αυτό θέλω να φυλαχθώ… Δεν το μετανιώνω, αλλά από αυτην την ανακούφιση πρέπει να φυλάγομαι. Πρέπει να προστατεύσω το “μυστικό”. Ακόμα κι αν παρεξηγηθώ, ακόμα κι αν φάω πέτρα».
Η κουβέντα πάει μοιραία στις προσφατες υποθέσεις Λιγνάδη και Φιλιππίδη. Δε μ’ αφήνει να ολοκληρώσω καν την ερώτηση. «Έχουν βγει με τα σημαιάκια όλοι τώρα με το #metoo. Όμως πολλοί από αυτούς που μιλάνε, τόσα χρόνια δικαιολογούσαν τις συμπεριφορές: “έτσι είναι αυτά”/ “γίνονται αυτά” έλεγαν. Πρόσεξε όμως, να μην παρεξηγηθώ. Δε θελω να είμαι αντιδραστικός, δεν έχει αυτό που μόλις είπα την περισσότερη σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι να μην κοπεί η φόρα αυτής της κίνησης, να μην της βάζουμε εμπόδια. Και γι’ αυτο, επιβάλλεται και σε μένα να μη λέω πολλά, να σωπάσω και να ακούσω τα θύματα. Για όλο τον περίγυρο υπάρχει χρόνος να λογαριαστούμε αργότερα. Και σε τελική ανάλυση, μετρημένα είναι τα κουκιά. Δεν μπορώ να κατηγορήσω κάποιον που έχει δουλέψει με τον Λιγνάδη. Εγώ όμως δεν γούσταρα να το κάνω. Γιατί αν είχε ακούσει και πέντε όχι, δε θα είχε φτάσει να γίνει διευθυντής του Εθνικού.
Δεν μπορώ, λοιπόν, να πω τίποτα για το θυμα. Δεν μπορώ να μπω στη θέση του. Γιατί είναι άλλο πράγμα ένα πέσιμο που μπορεί να έχω δεχθεί εγώ και να το διωξα με ένα “άντε γαμήσου” κι άλλο να είναι κλειδωμένη η πόρτα, να είναι ο άλλος πιο δυνατός και να μένεις ανυπεράσπιστος-η. Το βουλώνω λοιπόν. Τι να πω; Γιατί μίλησες τώρα; Αν είναι δυνατόν. Ότι είμαι μαζί σου; Ντρέπομαι και να το πω το αυτονόητο. Κι από την άλλη δεν με εμπιστεύομαι. Γιατί κι εδώ παραμονεύει η ανακούφιση που σου έλεγα πριν. Να μου δίνουν βήμα, να μου λενε “πες τα αγόρι μου” κι εγώ να χαίρομαι με το μπράβο. Απ’ αυτο οφείλω να προστατεύομαι ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης».
Επιστρέφουμε δηλαδή πάλι στη συνέπεια. «Δυστυχώς πάντα θα υπάρχουν τέρατα και θύματα. Ευτυχώς πάντα θα υπάρχουν μεγαλοφυΐες. Την ιστορική στιγμή όμως την καθορίζει πάντα ο μέσος άνθρωπος. Κι αυτή είναι μια μεγάλη κι οδυνηρη κουβέντα. Πώς ο μέσος άνθρωπος θα αφηγηθεί αυτές τις ιστορίες στους γύρω του και στον εαυτό του; Πόσο θα βγάλει την ουρά του απ’ έξω; Οι πεποιθήσεις είναι εύκολες, οι πράξεις όμως είναι δυσκολότερες. Εγώ συζητάω τώρα για όλα αυτά, αλλά αύριο θα πάω να διδάξω. Θα έρθει ο μαθητής και θα με ρωτήσει “πόσα θέλετε κυριε Φραγκούλη για να περάσω;”. Θα του πω 10, 100, 1000 και θα του τα πάρω; Και ύστερα θα κάνω τον γενναίο και θα λέω μεγάλες κουβέντες;».
Πριν λίγες εβδομάδες ο συνάδελφός του, Χάρης Τζωρτζάκης, είχε κάνει ένα καυστικό σχόλιο στο FB επειδή η θεατρική ομάδα του Χάρη Φραγκούλη, Κουρσκ, έμεινε εκτός κρατικών επιχορηγήσεων. Έγινε viral, το αναπαρήγαγαν τα σάιτ. «Δική του πρωτοβουλία ήταν του Τζωρτζάκη. Ήθελε και το γραψε, δεν είναι μέλος της ομάδας. Δεν υπάρχει κάποιο φοβερό παρασκήνιο, απλά δεν πήραμε επιχορηγηση. Ουτε “στ’ αρχίδια μου”, ούτε “αδικούμαι”. That’s ok. Να αξιώνω να αγαπηθώ από τους θεσμούς; Με τίποτα. Να συνεννοηθώ με πολιτικούς; Με τίποτα».
Σηκώνει τα χέρια ψηλά. Του φεύγει επί λέξει ένα «Ποιοι; Με ποιους; Εγω; Τι;» απελπισίας.
Και συνεχίζει… «Το θέατρο, και η τέχνη γενικότερα, έχει απαξιωθεί πλήρως από τους θεσμούς της Μεταπολίτευσης. Στο μυαλό του, επομένως, ο μέσος Έλληνας δεν περίμενε τις πρόσφατες υποθέσεις για να τα απαξιώσει με τη σειρά του, αυτό έχει συμβεί προ πολλού. Πήγα στη Ρωσία πριν λίγα χρόνια με την ταινια του Τριανταφυλλίδη και με ρωτάνε ποιος είναι ο ατζέντης σου να μιλήσουμε, απάντησα ότι δεν έχω και νόμιζαν ότι τους σνομπαρω. Αυτή είναι η αντιμετώπιση. Σε ποιον από το εξωτερικό που είναι στα κυβικά μου, να πω οτι μένω σε 29 τετραγωνικά; Κι άσε με έμενα, την κουτσοβγάζω, 7 στους 10 από μας τραβάνε ενα ζόρι που δεν μπορείς να το φανταστείς. Από την άλλη, ο πολιτικός έχει δημόσια απεύθυνση – θελει να είναι αγαπητός από όλους. Η δική μου δημόσια απεύθυνση είναι προς τον έναν και μοναδικό θεατή. Κι ας παίζω εκείνη την στιγμή στο Ηρώδειο ή την Επίδαυρο, ο ψυχικός μου τόπος και η αφετηρία μου είναι αλλού».
Η κουβέντα μας αναβοσβήνει. On-off the record, συνεχώς. Την έχει πατήσει στο παρελθόν. Θέλει να είναι προσεκτικός – δεν μπορεί να είναι προσεκτικός. Δεν έχουμε μιλήσει για το έργο που θα ανέβει στο Θόλο του ΚΠΙΣΝ…
«Είναι γαμώ τα έργα το “Κάποιος Θα Έρθει”. Γαμώ τα έργα. Γνωρίσαμε και τον συγγραφέα, τον Γιαν Φόσσε, στη Νορβηγία που το παίξαμε μόλις. Εκτιμά πολύ τον Χουβαρδά, θεωρεί ότι του έχει κάνει τα καλύτερα ανεβάσματα. Το εργο έχει τόση ποίηση μέσα του που δε θα έλεγα ότι ως θεατης πρέπει να προσπαθήσεις με το ζόρι να βγάλεις άκρη. Είναι έντονο το στοιχείο της θάλασσας, μιλάνε συνέχεια για τα φιορδ που ειναι μπροστα τους. Ισορροπεί ανάμεσα στο ατέρμονο, την επανάληψη και την απομόνωση. Κατά μια έννοια ειναι σαν κι αυτό που ζούμε εδώ κι ενάμιση χρόνο, μόνο που έχει μια απίστευτη εσωτερική ομορφιά σε αντίθεση με την πανδημία».
Η ζωή του θα μπορούσε να έχει πάρει διαφορετική τροπή. Τα σεναρια είναι εκεί. Πυγμαχία («Είχε κάτι τόσο απόλυτο που δε με άφησε να την ακολουθήσω. Δεν ηταν ο τραυματισμος που είχα στα 18, απλά κότεψα»), η οικογενειακή επιχείρηση-εκδόσεις Αλεξάνδρεια («Δε θα άντεχα τον εαυτό μου αν είχα ασχοληθεί με τον εκδοτικό οίκο. Δε θα μπορούσα να ασχολούμαι με τη διαμεσολάβηση κι όχι να εκτίθεμαι σε κάτι πυρηνικα σωματικό όπως το θέατρο»), το Βιολογικο που δεν τελείωσε («Θα μπορούσα να είμαι βιολόγος. Θα μου άρεσε. Θα το ήθελα, ναι»).
Του βάζω άλλο ένα what if. Αν ο Πανιώνιος έπαιζε ακόμα στα σαλόνια της Σούπερ Λίγκας και της Α1; «Είμαι οπαδός. Είμαι Πάνθηρας για την ακρίβεια. Για χίλιους δυο λόγους, για όλα αυτά που αντιπροσωπεύουν: γιατί είναι antifa, γιατί βοηθάνε τους πυρόπληκτους, γιατί δίνουν αίμα, γιατί δεν θυσιάζουν με τίποτα την αγνότητα και τον ρομαντισμό τους. Σε τελική ανάλυση μ’ αρέσει που ο Πανιώνιος δεν στεριώνει στην σκατίλα. Γιατί υπάρχει κάτι μέσα στην ψυχή μας που δεν θέλει το “άνευ όρων”. Κι ας μοιαζει η Νεα Σμυρνη, η πλατεία, ακόμα και η ίδια η ομάδα σημάδια ενός κόσμου που χάνεται. Η φάση μας τώρα ακριβώς είναι πιο Πανιώνιος από ποτέ». Κι ας παραμονεύει και η βία κάπου εκεί… «Δε θα τσακωθώ με σένα. Θα τσακωθώ με αυτόν που θέλει. Δεν ξέρω τι κενά μου καλύπτει κι από τι με σώζει, αλλά αν είμαστε δέκα και είστε δέκα,, και θέλουμε και θέλετε, ας το κανουμε. Για να σωθούμε. Το ξέρω, μαλακία είναι, αλλά τι να κάνουμε;».
Τελευταία ερώτηση.
Χάρη, τι σε κάνει καλύτερο ηθοποιό; Η ανασφάλεια ή η αυτοπεποίθηση;
Ρε φίλε, εγώ πήγα στο θέατρο γιατί με είχαν διώξει από παντού. Ο φόβος με πήγε εκεί. Έχω φάει πολλή τραμπούκα. Σε όλα τα επίπεδα. Από το Αρσάκειο μέχρι τα γήπεδα κι από μπάτσους μέχρι θεατρικούς παραγωγούς. Αυτόν που με βλέπει άτρωτο στην σκηνή, τον προσκαλώ στην πρόβα ή στην προπόνησή μου στο γυμναστήριο. Εκεί να με δει. Να δει φόβο και ντροπή κι αδιέξοδο. Είτε θέλεις το πιστεύεις είτε όχι, όταν κάποιος μου λέει «ήσουν υπέροχος» συγκινούμαι. Αλλά δεν το παίρνω προσωπικά. Γιατί δεν είμαι εγώ. Γιατί αυτο το «υπέροχο», στο οποίο αναφέρεται, αφορά την απουσία μου. Όχι την παρουσία μου, γιατί η παρουσία μου είναι ματαιόδοξη, ανασφαλής και φοβισμένη.