ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΕΙΛΑ- ΦΑΜΕΛΗ: “ΜΙΚΡΗ ΗΜΟΥΝ ΣΙΓΟΥΡΗ ΠΩΣ ΘΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΩ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟ”
Μιλά στο Magazine σε μία εφ όλης της ύλης συνέντευξη με αφορμή την παράσταση "Ο Αυτόχειρ!" του Νικολάι Έρντμαν που παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο.
Είναι νέα, δροσερή και πολύ ταλαντούχα. Αυτή τη χρονιά μπήκε στα σπίτια όλων, μέσω της τηλεοπτικής επιτυχίας του “Σασμού” και έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό. Είχαν προηγηθεί και άλλες πολύ επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές, όπως οι “Αγριες Μέλισσες” και ο “Σιωπηλός Δρόμος”.
Την περιμένω σε ένα καφέ της γειτονιάς της στο Παγκράτι. Κι όχι, δε δώσαμε ραντεβού για να μιλήσουμε για τις εξελίξεις στον τηλεοπτικό Σασμό, αλλά για μία από τις μεγάλες της αγάπες, το θέατρο, καθώς πρωταγωνιστεί στον “Αυτόχειρ!” την κωμωδία του Νικολάι Έρντμαν που κάνει σήμερα (23/3) πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία του Γιώργου Παπαγεωργίου.
Η Χριστίνα Χειλά- Φαμέλη φτάνει βιαστική, ζητά συγγνώμη για την ολιγόλεπτη καθυστέρησή της και ξεκινά πρώτα με τη φωτογράφηση. Δε σταματά να χαμογελά, κάνει χορευτικές φιγούρες για να χαλαρώσει και να αλλάξει πόζα και έχει τον ενθουσιασμό μικρού κοριτσιού.
Δεν μπορώ να μην τη ρωτήσω πώς ήταν όταν ήταν μικρή, τι της άρεσε να κάνει. “Στην Γ’ Δημοτικού, είχα τρέλα με τον Παύλο Σιδηρόπουλο, ήμουν μάλιστα σίγουρη πως θα τον παντρευτώ όταν μεγαλώσω. Τον έμαθα από την αδελφή μου και με το που τον άκουσα, τον ερωτεύτηκα. Έβαζα κάθε βράδυ το “Να μ’ αγαπάς” στο repeat και έπαιζε συνέχεια μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Άκουγα όλα τα τραγούδια του, αλλά με αυτό είχα πάθει τρέλα. Φαντάσου το cd του, που είχε για εξώφυλλο το πρόσωπό του και έμοιαζε λίγο σαν αλήτης, το έβαζα κάτω από το μαξιλάρι μου. Ήμουν κανονικά ερωτευμένη μαζί του. Μετά, στην Ε’ Δημοτικού έπαθα μανία με τους Pink Floyd. Άκουγα ξανά και ξανά όλο το The Wall σε ένα κίτρινο ράδιο cd που μου είχε πάρει δώρο η μητέρα μου. Γιατί cd ακούγαμε τότε, τις κασέτες τις πρόλαβα πολύ λίγο”.
Ήθελα να μοιάσω στη Σιλβί Γκιγέμ
Μου άρεσε πολύ ο χορός, χορεύω από πολύ μικρή. Η μητέρα μου στήριζε πολύ στην αγάπη μου αυτή. Καθώς μεγάλωνα με έπαιρνε μαζί της σε παραστάσεις χορού. Είχαμε πάει μαζί στο Ηρώδειο αρκετές φορές. Εκεί είδα για πρώτη φορά και την Σιλβί Γκιγέμ, που μετά ήθελα να της μοιάσω, αλλά και πολύ σύγχρονο χορό. Θυμάμαι έντονα και τη μέρα που πήγαμε στο “Δύο” του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Ήταν μία πρωτόγνωρη εμπειρία για μένα, πήγαινα Α’ Γυμνασίου.
Σαν όνειρο θυμάμαι όταν πολύ μικρή ακόμη, στα 14 μου, πήγα μόνη μου, μαζί με μία μεγαλύτερη φίλη μου που έκανε χορό, στο Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας. Κάναμε μαζί σεμινάρια χορού. Ήμουν τρελαμένη που είχαμε βγάλει εισιτήριο για όλες τις παραστάσεις και κάθε μέρα πηγαίναμε όπου μπορούσαμε. Σήμερα απορώ πώς με εμπιστεύτηκαν οι γονείς μου και με άφησαν έφηβη να πάω μόνη μου στην Καλαμάτα. Βέβαια ήμουν και το τρίτο παιδί και δεν είχα δώσει ποτέ δικαιώματα για το αντίθετο”.
Στην εφηβεία μου μπήκε στη ζωή μου έντονα ο κινηματογράφος. Άρχισα να βλέπω πολλές ταινίες και πια στα 15 μου ήθελά να θέλω να γίνω ηθοποιός. Ήταν πολύ συνειδητή η απόφαση. Πήγαινα και σε καλλιτεχνικό σχολείο και είχα πολλά ερεθίσματα. Οι καθηγητές εκεί με ενέπνευσαν τρομερά. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που πήγα σε αυτό το σχολείο. Πολλές φορές σκέφτομαι, πως αν δεν πήγαινα εκεί, μπορεί και να μην πέρναγα καν την τάξη. Βαριόμουνα απίστευτα τα μαθήματα, βλέπω εφιάλτες ακόμη και σήμερα πως κάτι δεν έχω τελειώσει. Δεν άντεχα αυτόν τον ψυχαναγκασμό του ότι κάθε μέρα πρέπει να ξυπνάω 7.00 το πρωί. Αυτήν την αίσθηση, μου τη γλύκαινε το συγκεκριμένο σχολείο…
Μεγαλύτερη απώλεια;
Αν με ρωτούσες πριν τρεις μήνες, θα σου έλεγα τη μητέρα μου, που την έχασα στα 16 μου. Και βέβαια εξακολουθεί σε προσωπικό επίπεδο να είναι η μεγαλύτερη απώλεια της ζωής μου. Αισθανόμουν τότε πως δεν υπάρχει πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο.
Όμως, πρόσφατα έχασα έναν φίλο μου, τον Πάνο Νάτση. Και το σοκ τού να χάνεις φίλο, δεν ξεπερνιεται, γιατί δεν μπορείς να το καταλάβεις. Η απώλεια του γονιού είναι κάτι που μπορείς να δουλέψεις, γιατί είναι και φυσικό κάποια στιγμή να συμβεί. Το να πεθάνει όμως ένας συνομηλικός σου με αυτόν τον βίαιο τρόπο, ένας άνθρωπος που ξεκινήσατε παρέα, που είχατε τα ίδια όνειρα, που δουλεύατε μαζί, είναι άλλο. Εγώ και ο Πάνος είχαμε μία κοινή αφετηρία στο θέατρο Τέχνης. Και αυτό είναι κάτι μη διαχειρίσιμο. Είναι και πολύ φρέσκο. Νιώθω σαν να έχει αποκολληθεί ένα κομμάτι μου. Είναι βίαιο και σοκαριστικό σε αυτήν την ηλικία…
Η απώλεια του γονιού είναι κάτι που μπορείς να δουλέψεις, γιατί είναι και φυσικό κάποια στιγμή να συμβεί. Το να πεθάνει όμως ένας συνομηλικός σου με αυτόν τον βίαιο τρόπο, ένας άνθρωπος που ξεκινήσατε παρέα, που είχατε τα ίδια όνειρα, που δουλεύατε μαζί, είναι άλλο.
Φοβήθηκα, ήταν ένας τεράστιος πόνος. Ήρθα κι εγώ αντιμέτωπη με τον θάνατο. Και είδα σε αυτόν τον ίδιο μου τον εαυτό. Ένιωσα σαν να έγινα εγώ ο Πάνος. Ήμασταν ίδια ηλικία, κάναμε τα ίδια πράγματα, άρα σκεφτόμαι πως μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή και σε μένα. Αυτός ο θάνατος ένιωσα πως με ξύπνησε, πως μου έδωσε ένα χαστούκι και μου είπε “ζήσε”. Επαναπροσδιορίστηκα από αυτόν. Γιατί και ο Πάνος ήταν και τέτοιος άνθρωπος, ζούσε το τώρα, έζησε περισσότερο και από ανθρώπους που έχουν φτάσει 80 χρόνων. Τρομερό και σπάνιο ταλέντο αυτό. Και γι αυτό είναι σοκαριστικό και οξύμωρο μαζί.
Και πώς λειτουργεί μέσα σου όλο αυτό; Γιατί νιώθω πώς από τη μία κάνεις μία καθημερινή σειρά γεγονός που εξασφαλίζει μία άνετη διαβίωση, όμως από την άλλη υπάρχει το θέατρο και τα θέλω σου…
Είμαι σε αυτή τη φάση που λες ακριβώς. Τα βάζω κάτω στη ζυγαριά και τελικά βλέπω πως δε ζυγίζονται. Από τη μία υπάρχουν λεφτά, αναγνωρισιμότητα, επιτυχια, ευκολίες άλλες -γιατί γίνεται ένα ντόμινο με τον τρόπο αυτό και στις δουλειές. Από την άλλη, ωστόσο, τι συμβαίνει με την ποιότητα ζωής; Αξίζει όλο αυτό, αν δεν μπορείς να χαρείς το σπίτι σου, να κάτσεις να διαβάσεις ένα βιβλίο, ή και να κοιτάς απλώς το ταβάνι; Είναι μία μεγάλη απόφαση το πού θα γείρει η ζυγαριά, γιατί έχουμε την τάση να γλυκαινόμαστε από την ευκολία των χρημάτων, αλλά και από την ασφάλεια που αυτά μας παρέχουν. Και είμαστε φουλ ανασφαλή άτομα οι ηθοποιοί. Γιατί το επάγγελμα το ίδιο είναι ανασφαλές. Δεν υπάρχει κάτι σταθερό. Εκτός αν είσαι το πρώτο όνομα και ξέρεις πως θα πουλάς για κάποια χρόνια και θα έχεις το κεφάλι σου ήσυχο.
Νιώθεις πως αναλώνεσαι τώρα;
Ναι πολύ. Βέβαια χαίρομαι απίστευτα που τώρα παίζω στον “Αυτόχειρ!”. Δεν είχα σκοπό να κάνω φέτος θέατρο, γιατί είναι εξαντλητικό το ωράριό μου με τα τηλεοπτικά γυρίσματα. Αλλά ήταν μία πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση καλλιτεχνικά, και μου άρεσε πολύ που θα συνεργαζόμουν με όλους αυτούς τους ηθοποιούς που είναι σε αυτό το πρότζεκτ. Οπότε καθόλου δεν το έχω μετανιώσει. Απλώς κοιμάμαι λίγο λιγότερο…
Πρώτη φορά κωμωδία
Με αυτόν τον τρόπο πρώτη φορά. Γιατί και το “Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας” που έπαιξα σε σκηνοθεσία τυ Αιμίλιου Χειλάκη ήταν κωμωδία, αλλά τον χαρακτήρα μου δεν τον είχαμε προσεγγίσει κωμικά. Ο “Αυτόχειρ!” είναι κωμωδία, μία τρελή παράσταση, κάτι κόντρα σε όλα αυτά που κάνω τα τελευταία χρόνια και στο θέατρο και στην τηλεόραση και στο σινεμά. Μου αρέσει πολύ ακόμη και το dress code, οι περούκες, το μέικ απ, με βοηθά στο να πάω κάπου αλλού, μακριά από τα γνωστά λημέρια.
Υποδύομαι μία τρελή τύπισσα που θέλει και αυτή να αυτοκτονήσει ο κεντρικός πρωταγωνιστής ο Σεμιόν Σεμιόνοβιτς για χάρη της. Του το ζητάει χύμα να το κάνει, από έρωτα γι αυτήν. Και μάλιστα του υπαγορεύει και τι να πει ακριβώς. Και όλο αυτό το “στήνει” για να ζηλέψει ο άντρας που είναι ερωτευμένη. Όλοι στο έργο αυτό κοιτούν το συμφέρον τους και το αίτημά τους είναι διαφορετικό. Μία παράνοια, χωρίς καμία λογική. Είναι πολύ αστείο και με φοβερή εξωστρέφεια το έργο. Οι πρωταγωνιστές του δεν είναι κανονικοί άνθρωποι σε καμία περίπτωση.
Σε αγχώνει κάτι;
Είναι πολύ δύσκολο να κάνεις τον άλλον να γελάσει. Νομίζω πως είναι πιο δύσκολο από το να τον κάνεις να κλάψει. Και η κωμωδία φλερτάρει πολύ έντονα με την παρωδία και τη γελοιότητα. Είναι πολύ λεπτές οι ισορροπίες. Θέλει τρομερή προσοχή και με αγχώνει αυτό για το αν θα το καταφέρω. Βέβαια εμπιστεύομαι τον Γιωργο (Παπαγεωργίου), ξέρω πως δε θα με αφήσει να εκτεθώ, αλλά είναι ταυτόχρονα κάτι που δεν έχω ξανακάνει.
Χρώμα ένταση, φωνές, παράνοια. Η παράσταση είναι μια μικρογραφία του τι συμβαίνει τώρα, του τι ζούμε.
Είναι φοβερός πραγματικά ο “Αυτόχειρ”. Δεν το είχα καταλάβει στην αρχή. Είναι έργο γραμμένο έναν αιώνα σχεδόν πίσω. Όταν το διάβασα, δεν κατάλαβα πόσο σπουδαίο είναι. Και στις πρόβες κάθε μέρα μού αποκαλύπτεται κάτι καινούριο. Χρώμα ένταση, φωνές, παράνοια. Η παράσταση είναι μια μικρογραφία του τι συμβαίνει τώρα, του τι ζούμε. Αλλά ταυτόχρονα αυτό συμβαίνει και μέσα μας. Τουλάχιστον εγώ το παρατηρώ και στον εαυτό μου τον ίδιο. Απορώ γιατί κάνω κάτι, γιατί αντιδρώ υπερβολικά πολλές φορές. Πολλά νεύρα επίσης ρε παιδί μου. Πώς να μην υπάρχουν βέβαια με αυτούς τους ρυθμούς που ζούμε.
Μέσα στο έργο αυτό αποτυπώνεται η καθημερινότητα μας με ακρίβεια. Κι αυτό που έχει καταφέρει ο Πάρις Μέξης σε συνεργασία με τον Γιώργο Παπαγεωργίου είναι τρομερό γιατί έχουν φέρει στη σκηνή όλα αυτά τα χρώματα, τα γκλίτερ και τα φαντεζί πράγματα. Έτσι είναι για μένα ο κόσμος μας. Πολλές φορές πέφτω για ύπνο και όταν κλείνω τα μάτια μου με κατακλύζουν πολλές εικόνες χρωματιστές. Και όλο αυτό μου προκαλεί σύγχυση και είμαι σίγουρη πως το παθαίνω από τις πολλές πληροφορίες, τις ειδήσεις, το σκρολάρισμα, το ίντερνετ…
Με κάνει και ανατριχιάζω μια φράση του Μανώλη Μαυροματάκη, του Σεμιόν, “τώρα που πρόκειται να πεθάνω, αφού όλες θέλετε να πεθάνω και θα πεθάνω, δε φοβάμαι τίποτα. Και τώρα μόνο τώρα είμαι πραγματικά ελεύθερος, μισή ωρίτσα πριν τον θάνατο”. Η αίσθηση αυτή πως “τώρα μπορώ να κάνω τα πάντα…”
Είναι οι έννοιες αυτές που όταν τις ακούμε και τις διαβάζουμε μας μετακινούν ψυχικά. Μακάρι να μπορούσαμε να τις εφαρμόσουμε κιόλας. Θα ήμασταν άλλοι άνθρωποι, άλλες κοινωνίες. Είναι λόγια ουτοπικά, που πρέπει να αφήνουμε τον χώρο για να μπουν μέσα μας και να μας αλλάξουν, έστω και λίγο…
Αν εσύ γινόσουν για λίγο παντοδύναμη, τι θα έκανες;
Τίποτα, θα συνέχιζα να ζω μέσα στην κανονικότητά μου. Γιατί σε αυτή μόνο έχω μάθει αισθάνομαι ασφαλής. Αν εξαιρέσεις βέβαια πως θα “πατούσα” ένα κουμπί και θα σταματούσα τον πόλεμο, το λιώσιμο των πάγων την αδικία, την πείνα, όλα…Δε γίνεται όμως και το ξέρω καλά αυτό. Αυτό πια “το ειρήνη για όλους” δε γίνεται… Γίνεται; Μόνο την παρτάρα μας κοιτάμε. Γιατί είναι η φύση μας χάλια. Μακάρι να ήμασταν ζώα. Το λέει εξάλλου και ο Σοφοκλής σε ένα χορικό του στην Αντιγόνη “Πολλά γεννούν το δέος, το μέγα δέος ο άνθρωπος γεννά… “
Αυτό πια “το ειρήνη για όλους” δε γίνεται… Γίνεται; Μόνο την παρτάρα μας κοιτάμε. Γιατί είναι η φύση μας χάλια. Μακάρι να ήμασταν ζώα.
Εσύ είσαι του πρέπει ή του θέλω;
Είμαι λίγο αλλού, λίγο τζαζ, με την έννοια πως ξεχνάω πράγματα, δεν κοιτώ το τηλέφωνό μου συχνά, ξεχνώ να απαντήσω σε μηνύματα, δεν μπορώ και αρνούμαι να διαχειριστώ πολλά πράγματα ταυτόχρονα, κατεβάζω “ρολά” που λέμε. Μάλλον αυτό σημαίνει πως είμαι του θέλω και του δε θέλω ε; Ειδικά τώρα που είναι η περίοδος που προσπαθώ να ζυγίσω τα πράγματα, αναρωτιέμαι συχνά αν θέλω να κάνω κάτι ή νομίζω ότι θέλω γιατί πρέπει; Μπερδεύονται δηλαδή αυτά τα δύο. Ίσως είναι το ίδιο;
Είσαι και στη σχέση σου έτσι μπερδεμένη;
Όχι. Ευτυχως είμαι με έναν άνθρωπο τρομερά οργανωτικό με πολύ έντονο το “πρέπει” μέσα του. Έτσι βρίσκω μία ισορροπία κι εγώ η ίδια. Δεν είναι τυχαίο νομίζω που είμαστε μαζί. Νιώθω πως με βάζει κάπως σε τάξη, γιατί μόνη μου θα τα έκανα όλα μαντάρα. Γιατί είμαι πολύ δουλευταρού, μπορώ να δουλεύω 18 ώρες τη μέρα, απλώς δεν μπορώ να το οργανώσω.
Ψυχανάλυση κάνεις;
Φυσικά. Είναι για μένα απαραίτητη. Έχω κάνει πολλή δουλειά για την απώλεια της μητέρας μου, αλλά αυτό είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο. Ασχολούμαι και με τα ακόμη πιο πίσω. Και το δύσκολο είναι αυτό το πιο πίσω. Γιατί έχουμε και την τάση να τους εξιδανικεύουμε τους νεκρούς οι άνθρωποι. Το δύσκολο είναι να δεις τους δικούς σου όπως πραγματικά είναι. Και, επίσης, οι αναμνήσεις μπλέκονται με τη φαντασία και τελικά μένει κάτι άλλο σαν πραγματικότητα…
Το καλοκαίρι θα κατέβω στην Επίδαυρο… Λες όχι στην Επίδαυρο; Δεν έχω παίξει ποτέ σαν ηθοποιός εκεί.
Πώς σε σκέφτεσαι στο μέλλον;
Σ’ ένα Mad Max. Σκέφτομαι πως δεν μπορεί να υπάρχει φυσιολογικό μέλλον. Και δεν ξέρω αν θα αντέξω για πολύ σε αυτούς τους ρυθμούς. Δουλεύω τόσο πολύ που περνάει ο χρόνος και δεν καταλαβαίνω πώς. Από τα 26 μου μέχρι τώρα που τριανταρίζω, δουλεύω 15 ώρες τη μέρα χωρίς να κάνω διακοπές. Χάνω πολύτιμο χρόνο και δε το θέλω πια. Εννοώ πως πια θέλω να σκεφτώ αλλιώς τα πράγματα. Και το ξέρω πως αυτό θα έχει κόστος, αλλά πόσο θα συνεχιστεί αυτό το κυνηγητό;
Το καλοκαίρι θα κατέβω στην Επίδαυρο… Λες όχι στην Επίδαυρο; Δεν έχω παίξει ποτέ σαν ηθοποιός εκεί. Θα κάνουμε την “Ιφιγένεια” με τον Θέμη Μουμουλίδη. Και ναι έχω διάφορα άγχη με αυτό, αλλά όχι για το αν θα αρέσω στους κριτικούς. Εγώ θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ και αν αρέσω… Έχω ακόμη τον “Σασμό” που πρέπει να αποφασίσω τι θα κάνω του χρόνου. Πάντως, αν δεν κάνω τη σειρά, θα κάνω θέατρο. Θέλω πολύ να κάνω ταινίες και θέατρο.
Θα υπέκυπτες σε μία πρόταση για πιο εμπορικό θέατρο που δε θα το πίστευες;
Όχι όχι, με τίποτα. Ήδη έχω προτάσεις υπεργκράντε σε θεατράρες, αλλά το θέατρο για μένα είναι άλλο. Αν στο θέατρο κάνεις αυτό που κάνεις και στην τηλεόραση, τότε αυτό για μένα είναι ξεφτίλα. Και σκέψου πως η τηλεόραση που κάνω σέβεται και εμένα και τον θεατή. Γιατί με τον “Σασμό” το σκέφτηκα πολύ και το είπα το ναι, γιατί και σαν θέμα μου άρεσε, η βεντέτα, αλλά και οι ηθοποιοί είναι όλοι εξαιρετικοί. Αλλά μέχρι εκεί. Δε γίνεται να σταματήσω να κάνω αυτό που αγαπώ…
Φέτος είχα προτάσεις που δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως θα τις είχα ποτέ. Και είναι φοβερό, γιατί καταλαβαίνω πως πια δεν υπάρχει η στάμπα του τηλεοπτικού ηθοποιού.
Σασμός, λοιπόν, και δεύτερη χρονιά, ακόμη και αν δεν ξέρεις ακόμη αν θα συνεχίσεις…
Ναι, γιατί πάει καλά. Έχουμε όλοι μπει σε χιλιάδες σπίτια, ο κόσμος έχει ταυτιστεί μαζί μας, νομίζει πια πως μας ξέρει. Γιατί μας βλέπει κάθε μέρα. Και βέβαια όλο αυτό έχει κάνει καλό. Φέτος είχα προτάσεις που δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως θα τις είχα ποτέ. Και είναι φοβερό, γιατί καταλαβαίνω πως πια δεν υπάρχει η στάμπα του τηλεοπτικού ηθοποιού.
Είναι καλό και για το κοινό να ξέρεις. Όταν είδα την “Αντιγόνη” του Ανούιγ που σκηνοθετεί η Μαρία Πρωτόπαππα στο θέατρο Τέχνης, είδα και κοινό που δε θα έβλεπα υπό κανονικές συνθήκες στο θέατρο…
Ναι συμφωνώ πως και το κοινό με τον τρόπο αυτό παίρνει πολλά. Το ίδιο μου έλεγε και ο Ορφέας Αυγουστίδης για τον κόσμο που τον βλέπει στο θέατρο. Γιατί κάνει μία εξαιρετική δουλειά στη “Μηχανή του Τούρινγκ”. Εχει και τα πολύ καλά της η τηλεόραση. Γιατί το κοινό σηκώνεται από τον καναπέ του και πηγαίνει και βλέπει και καλό θέατρο.
Με τον κινηματογράφο;
Το ευχάριστο είναι πως πια γίνονται λίγο πιο σοβαρές δουλειές. Είδα για παράδειγμα πρόσφατα μία ταινία του Γιώργου Γούση, τα “Μαγνητικά Πεδία”. Εκεί είπα “υπάρχει ελπίδα”. Με το τίποτα ο άνθρωπος αυτός έφτιαξε αυτό. Μπράβο του… Ωστόσο γενικότερα νομίζω πως έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Και το λέω αυτό γιατί τον κινηματογράφο τον λατρεύω. Και γι αυτό με ακούς λίγο διστακτική. Φαντάσου αν μου έλεγες “δε θα ξαναπαίξεις στην τηλεόραση και στο θεάτρο ποτέ, θα κάνεις μόνο κινηματογράφο”, θα έλεγα ναι. Είναι η λατρεία μου.