ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΑΛΑΝΗ: “ΕΙΜΑΙ ΗΣΥΧΗ. ΞΕΡΩ ΟΤΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΑΞΙΖΟΥΝ”
Με ένα νέο άλμπουμ στις αποσκευές της, μία από τις μεγαλύτερες ερμηνεύτριες της χώρας μιλάει στο Mag για την ανάγκη της να ψάχνει συνέχεια το καινούργιο, να "ανακατεύεται" και να "ανταλλάσσει".
Πρέπει κάποια στιγμή να ζητήσω συγγνώμη απ’ τους καλλιτέχνες. Εκείνοι θέλουν να μου πουν για τη νέα τους δουλειά και εγώ τους ρωτάω τι έκαναν το 1972. Αλλά δεν μπορώ να το ελέγξω. Ξέρω την αφορμή της κουβέντας, ξέρω γιατί με ανέχονται αλλά πάντα έχω στην άκρη του μυαλού μου ότι “έλα, κάν’το, αφού το θες. Πού ξέρεις αν θα έχεις πάλι την ευκαιρία;”. Και το ξανακάνω.
Στην περίπτωση της Δήμητρας Γαλάνη ο βασικός άξονας της συζήτησης ήταν το νέο της άλμπουμ, “Είσοδος Κινδύνου”. Και πράγματι, από εκεί ξεκινήσαμε απλώς κάπου στην πορεία οι πειρασμοί πήραν το πάνω χέρι. Μιλάμε για μία από τις μεγαλύτερες ερμηνεύτριες που έχει δει ποτέ αυτός ο τόπος, με συνεργασίες απ’ τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη μέχρι τον Ξαρχάκο και τον Λοΐζο. Αν εσύ μπορείς να κρατηθείς να τη ρωτήσεις μόνο για το σήμερα, δείξε μου πώς. (Όχι ότι θα το κάνω, απλώς το έχω απορία).
Μέσα από δύο οθόνες, λοιπόν, μία Κυριακή απόγευμα, ξεκινήσαμε απ’ το τώρα και πηγαίνοντας προς τα πίσω, με άλλοτε μικρές και άλλοτε μεγαλύτερες στάσεις στις σημαντικές στιγμές της, φτάσαμε στα χρόνια που ως 16χρονη μαθήτρια ακόμη, μοιράστηκε επί σκηνής το χειροκρότημα με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Αλλά όπως είπαμε και λίγο νωρίτερα, πριν μου εξηγήσει γιατί τη σημάδεψε για πάντα αυτή η στιγμή -πέρα απ’ τους προφανείς λόγους- πρώτα απ’ όλα μιλήσαμε για το νέο της άλμπουμ με τον Σεραφείμ Γιαννακόπουλο. Μια δουλειά κάπως διαφορετική από όσες μας έχει συνηθίσει.
Από το καινούργιο άλμπουμ, δεν μπορώ να μην ξεκινήσω από τη “Θηλιά”, λόγω της συμμετοχής του Ταφ Λάθος. Πώς προέκυψε;
Εκτιμούσα πάντα τον Ταφ Λάθος, άλλωστε αυτοί που πραγματικά αξίζουν βαθιάς εκτίμησης από αυτήν τη σκηνή και που έχουν πραγματικό νόημα, δεν είναι πολλοί, τους περισσότερους τους ξέρουμε.
Όλα πάντως προέκυψαν από το γεγονός ότι συνεργάστηκα με τον Σεραφείμ Γιαννακόπουλο. Εκείνος έφτιαξε αυτό το τραγούδι ως κομμάτι όλης αυτής της δουλειάς που κάναμε, εκείνος είχε και την επαφή με τον Ταφ Λάθος και με έκανε πραγματικά πολύ χαρούμενη η θετική του απάντηση.
Όσον αφορά το ύφος του δίσκου, θέλησα να μπω κι εγώ στον κόσμο τον δικό του γιατί έτσι κι αλλιώς δεν μου είναι άγνωστος. Η παιδεία μου είναι πάρα πολύ εκεί. Όλα τα ακούσματά μου, από μικρό παιδί, είναι μέσα από τη ροκ, τη φολκ, τη ποπ αλλά βέβαια και τα κλασικά τα δικά μας -από το Νέο Κύμα και όλη αυτήν τη σκηνή Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου κλπ.
Παραείχε όμως βαριές κιθάρες αυτός ο δίσκος. Δεν ξέρω, δεν σας είχα συνηθίσει έτσι.
Και πολύ καλές κιθάρες… Κοίταξε, μου ‘πε κάτι πολύ όμορφο ο Σεραφείμ. “Εγώ, μου λέει, απ’ τους γονείς μου που σε άκουγαν, αυτό που θυμόμουν πάντα είναι πως η Δήμητρα είναι αυτό το κορίτσι με την κιθάρα. Παρόλα αυτά δεν έχω δει την κιθάρα τόσο παρούσα σε αυτά που κάνεις. Κυρίως, το πιάνο ακούω στα τραγούδια σου”. Και εκεί παρατήρησα ότι έχει δίκιο, παρά το γεγονός ότι το όργανο το δικό μου και αυτό που γράφω μουσική είναι ως επί το πλείστον η κιθάρα.
Οπότε υπήρχε αυτή η επιθυμία εξ αρχής. Με αυτόν το μπούσουλα ξεκίνησε ο Σεραφείμ, ο οποίος εκτός από το ότι είναι ένας από τους καλύτερους ντράμερ που έχουμε, είναι και πάρα πολύ καλός κιθαρίστας. Όλες τις κιθάρες τις έχει παίξει ο ίδιος.
Τα τραγούδια τα βρήκατε έτοιμα; Τα φτιάξετε μαζί; Πώς διαλέξατε ποια θα ερμηνεύσετε;
Ο Σεραφείμ ήταν η γενεσιουργός πηγή. Σε εμένα ερχόταν ένα αποτέλεσμα ηχητικό και αρμονικό, πάνω στο οποίο ήμουν ελεύθερη να μπω όπως ήθελα. Και οι στίχοι ήταν όλοι δικοί του εκτός από δύο τραγούδια που είναι του Νίκου Βεργέτη και, βέβαια, οι ραπ στίχοι του Ταφ Λάθος είναι δικοί του.
Σκύβαμε και μαζί πάνω από αυτό το υλικό, μουσικά, και έτσι ο Σεραφείμ θεώρησε ότι έπρεπε να συνυπογράψουμε και τον δίσκο δημιουργικά.
Όταν ακούσατε Planet of Zeus σκεφτήκατε ότι “κάπου εδώ θα μπορούσα να κολλήσω κι εγώ”; Ότι θα μπορούσε αυτός ο άνθρωπος να μου φτιάξει και εμένα κάτι;
Όχι, δεν έγινε καθόλου έτσι. Δεν είμαι έτσι εγώ. Ακούω πολύ και παίρνω πληροφορία. Δεν είμαι “ααα τι ωραίο να το κάνω και εγώ”, δεν μ’ αρέσει καθόλου αυτό.
Μπορεί αν ακούσω κάτι να με ιντριγκάρει άλλα να θέλω να βάλω αυτά τα ρούχα κι εγώ, ντε και καλά, όχι, με τίποτα.
Αυτά τα τραγούδια προέκυψαν μετά από μια σχέση κοντά στα 15-16 χρόνια που έχουμε με τον Σεραφείμ όπου ζυμώθηκε μία κατάσταση, όπου εγώ έπαιρνα το δικό του στοιχείο και εκείνος το δικό μου και έτσι βγήκαν τα τραγούδια. Δεν ξύπνησα μια μέρα και είπα “α, τι ωραία θα μπω να κάνω και λίγο ροκ, και λίγο ραπ κλπ”.
Κατάλαβα. Απλώς ήταν μια απορία που είχα.
Βέβαια, καμιά φορά μπερδεύει το γεγονός ότι με γοητεύει να δουλεύω με νέους ανθρώπους που παράγουν και τους δικούς τους ήχους -και όχι τώρα, το κάνω εδώ και πολλά χρόνια. Δεν είναι όμως ότι θέλω να κάνω κάτι από μιμητική διάθεση. Είναι από την ανάγκη μου να μπω στον ήχο τους και να μπουν κι εκείνοι στον δικό μου.
Έτσι έγινε και με τον Στάθη Δράκο που κάναμε τον προηγούμενο δίσκο, που είχε την “Εκδρομή”.
Με τον Κωνσταντίνο Βήτα…
Και με τον Κωνσταντίνο Βήτα στο “Μετά”. Και παλιότερα με πολλούς ακόμη -και με τον Μανώλη Φάμελλο, με τον Διονύση Τσακνή στα ξεκινήματα του…
Είναι ατελείωτες οι συνεργασίες σας αλλά δεν είναι μόνο αυτό, είναι και οι φορές που έχετε αποφασίσει να πειραματιστείτε ή να προτείνετε κάτι καινούργιο. Και το συνεχίζετε αυτό παρά τα χρόνια…
Για μένα εκεί είναι η γοητεία αυτού του πράγματος που κάνω, το ότι μπορώ να ανακατεύομαι και να ανταλλάσσω. Δεν έχει διαφορετικά νόημα για μένα, δεν μπόρεσα ποτέ τη μουσική να τη δω αλλιώς.
Ξέρεις, εγώ έχω με τη μουσική “μέντα” (σ.σ. χαμογελάει). Η τρέλα μου είναι η μουσική. Έχω δύο αδυναμίες, τη μουσική και τη γλώσσα. Αυτά προκύπτουν και κάνουν το τραγούδι.
Δεν είναι ότι είμαι μια τραγουδίστρια που θέλω να έχω μια συγκεκριμένη εικόνα, και μετά να αλλάζω τα μαλλιά μου για παράδειγμα, να τα κάνω “γουάου” και να βγαίνω και να αλλάζω την εικόνα μου (σ.σ. γελάμε και οι δύο).
Δεν θα σκεφτόμουν ποτέ κάτι τέτοιο, ειλικρινά…
Όταν ήμουν πιτσιρίκα δεν σκεφτόμουν καν τον εαυτό μου ως κάποια που θα βγαίνει στη σκηνή και θα τραγουδάει. Με σκεφτόμουν να βγαίνω και να παίζω κιθάρα ή να είμαι στην ορχήστρα.
Συγγνώμη που διακόπτω αλλά θυμάμαι ότι κάπου είχατε πει πως όταν ήσασταν μικρή φανταζόσασταν τον εαυτό σας περισσότερο ως συνθέτρια παρά ως τραγουδίστρια.
Ως μουσικό, ναι. Ε, τώρα αν προέκυψε και η σύνθεση αυτό έγινε μέσα από την παιδεία που απέκτησα εξαιτίας της συνεργασίας μου με τους μεγάλους δημιουργούς -γιατί αυτά είναι μεγάλα σχολεία, ξέρεις. Είχα αυτήν την ευτυχία, αυτήν τη χρονική συγκυρία που με έβαλε δίπλα σε τόσο σημαντικά πρόσωπα.
Ο κάθε ένας ήταν μια σχολή, ήταν σαν να κάνω συνεχώς μεταπτυχιακά.
Απλώς κάνατε συνέχεια “μεταπτυχιακά” αλλά δεν τολμούσατε κι εσείς η ίδια να βγάλετε κάτι, μόνο διαβάζατε, μόνο μαθαίνατε.
Γιατί δεν ήμουν μελετηρή, γι’ αυτό… (σ.σ. γελάει)
Θέλω να πω ότι αργήσατε να βγάλετε τα πρώτα σας τραγούδια προς τα έξω, αυτά που είχατε γράψει. Φοβόσασταν λίγο.
Α! ναι. Άργησα να το κάνω από αναστολή. Ο ένας λόγος ήταν επειδή είχα δουλέψει από τον Χατζιδάκι και τον Μούτση μέχρι τον Θεοδωράκη και τον Τσιτσάνη, έλεγα από μέσα μου “πού πας ρε Μήτρο Καραμήτρο να γράψεις και δικά σου τραγούδια…”. (γελάμε)
Ο άλλος λόγος ήταν ένα μικρό τραυματάκι που μου είχε δημιουργήσει ο πατέρας μου, γιατί μου έλεγε από μικρή ότι “αν δεν τελειώσεις με τις σπουδές σου τις θεωρητικές, δεν θα γράψεις μουσική” -του έλεγα ότι θέλω να γράψω.
(Ο πατέρας μου ήταν πολύ καλός τενόρος με εξαιρετικές σπουδές).
Και τι άλλαξε και βγάλατε μετά προς τα έξω το “Χειροκρότημα”, τι συνέβη εκεί, πώς γύρισε ο διακόπτης και βγάλατε το πρώτο δικό σας τραγούδι;
Έγραφα αλλά τις μουσικές μου τις φυλούσα στο συρτάρι εξαιτίας των αναστολών μου. Κάποια στιγμή όμως, κι ενώ έχουμε γίνει φίλες με τη Λίνα Νικολακοπούλου, της λέω “ρε συ, γράφω κι εγώ”. Και μου λέει “παίξε μου κάτι να ακούσω”. Ε, και δειλά δειλά της παίζω το “Χειροκρότημα”, με μια λάτιν διάθεση, λίγο σαν μπόσα νόβα, και μου απαντάει “είσαι καλά; Αυτό είναι καταπληκτικό”. “Έλα μωρέ τώρα, εντάξει, ωραίο είναι’, της κάνω. “Για να στο αποδείξω, μου λέει, θα μου το δώσεις και θα σου γράψω στίχο”.
Το παίρνει και το επιστρέφει με αυτούς τους στίχους και επειδή της είπα ότι δεν θέλω να το πω εγώ, μου λέει “ωραία, αφού είσαι τρελή και δεν το θες, να το δώσουμε στην Άλκηστη που της κάνω τώρα έναν δίσκο”.
Και έτσι έγινε και μετά από τη χαρά μου έγραψα και το “Δικαίωμα”.
Με το χέρι στην καρδιά τώρα, ειλικρινά. Δεν το έχετε μετανιώσει που δεν το έχετε πει εσείς αυτό το τραγούδι;
Όχι, καθόλου. Ίσα ίσα πιστεύω ότι αν δεν το έλεγε η Άλκηστη, δεν θα περνούσε το ίδιο με μένα. Εκείνη έχει μια φωνή που πάντα μοιάζει σαν να αναγγέλλει… Έχει μία φωνή που σε διαπερνά, είναι σαν πνευστό, σαν χάλκινο.
Άλλωστε μπορώ και το τραγουδάω και το έχω τραγουδήσει επανειλημμένα.
Άκου να σου πω κάτι. Το τραγούδι από τη στιγμή που φεύγει από τα χέρια του ανθρώπου που το έχει φτιάξει, ανήκει στον κόσμο πια.
Απ’ την άλλη, βέβαια, σαφώς υπάρχουν και τραγούδια που μπορεί κάποιος να τα έχει σφραγίσει τόσο πολύ με την ερμηνεία του, που, ό, τι και να κάνεις, να είναι αξεπέραστη. Υπάρχουν τέτοια τραγούδια και υπάρχουν και τόσο σημαντικοί τραγουδιστές.
Αλλά ένα τραγούδι ανήκει σε όλους. Δεν ανήκει 100% ποτέ σε κανέναν.
Πάντως, μιας και είπατε αυτό τώρα, ότι ένα τραγούδι μπορεί να σφραγιστεί από μια μεγάλη φωνή, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να τραγουδηθεί ξανά και να σφραγιστεί από τη δεύτερη φορά. Για παράδειγμα, το “Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα”, μπορεί να είναι πιο παλιό τραγούδι, αλλά το ‘93 σφραγίστηκε από εσάς.
Ναι, είναι αλήθεια αυτό. Όπως και το “Ακρογιαλιές Δειλινά” του Τσιτσάνη.
Έχουν υπάρξει δεύτερες εκτελέσεις οι οποίες, δεν θα πω ότι ήταν καλύτερες, αλλά ήταν διαφορετικές και τελικά σημαντικές.
Για το “Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα”, τι είχε πει ο Άκης Πάνου όταν το τραγουδήσατε εσείς; Ξέρετε;
Είχαμε μία πολύ ευαίσθητη και ωραία φιλία με τον Άκη Πάνου. Εκείνος ήθελε να το πω. Κάποια στιγμή είχε γίνει ένα αφιέρωμα γι’ αυτόν στη Ξάνθη, εκεί που έμενε, και μου είχε ζητήσει να συμμετάσχω. Και πήγα φυσικά. Εκεί θυμάμαι μου είχε πει “αυτό το τραγούδι θα το πεις εκπληκτικά. Είναι για σένα”.
Στη συνέχεια πέρασαν κάποια χρόνια και όταν ήρθε η ώρα που ετοίμαζα έναν δίσκο με κλασικά λαϊκά τραγούδια (και όχι μόνο), του το ζήτησα και μου είπε αμέσως “και βέβαια”. Δεν έδινε εύκολα άδεια αλλά ήθελε να το τραγουδήσω γιατί του άρεσε πολύ η εκτέλεση που είχα κάνει.
Και έκανε μια δεύτερη καριέρα το τραγούδι, κατά κάποιον τρόπο;
Ναι και γενικά και όλη αυτήν την περίοδο του Χαράματος έκαναν ξανά μια διαδρομή κάποια τραγούδια τα οποία είχαν κάπως ξεχαστεί για ένα μικρό διάστημα -γιατί τα μεγάλα τραγούδια δεν πεθαίνουν ποτέ, επανέρχονται. Απλώς παίρνουν κάτι ανάσες, γιατί μπαίνουν άλλα πράγματα στη μέση -ο κόσμος μπορεί να ασχολείται με κάτι άλλο, με κάποιο άλλο είδος καμιά φορά κλπ.
Τότε που κάνω το Χάραμα, το ‘93, έχει ανέβει πολύ αυτή η υπόθεση των τραγουδοποιών και γενικά αυτής της σκηνής που έχει και ροκ/ποπ στοιχεία, και λίγο πολύ όλοι ψάχνονται σ’ αυτό το είδος. Κι εγώ εκείνη την ώρα διάλεξα για να κάνω αυτόν το λαϊκό δίσκο.
Πήγατε κόντρα τελείως δηλαδή. Ούτε μουσική σκηνή ψάξατε…
Η παρουσίαση αυτού του δίσκου που λέγεται “Με έναν γλυκό αναστεναγμό” έγινε στο Χάραμα, ήταν μια ιδέα της Λίνας Νικολακοπούλου. Τότε αυτό το μαγαζί ήταν υπό κατάρρευση, είχε τελειώσει πια η χρυσή εποχή του, είχε πεθάνει και ο Τσιτσάνης…
Και κάναμε εκεί την παρουσίαση και ήταν τόσο ωραία βραδιά και συγκινητική, που λέω μετά στη Λίνα “μήπως να κάνουμε εδώ πέρα κάτι; Μια φωλίτσα;”.
Δεν βρίσκαμε όμως επιχειρηματία, δεν το πίστευε κανείς (σ.σ. γελάει). Φοβερό; Έβαλα, λοιπόν, ό,τι είχα και δεν είχα στην τράπεζα και το έφτιαξα. Εγώ ανέλαβα οικονομικά και είπα “πάμε”. Τι να έκανα;
Γιατί όπως λέει φίλος μου ο Σεραφείμ “γιατί έτσι είναι η ζωή, σηκώνεσαι και πέφτεις, μαθαίνεις να ρισκάρεις, ρισκάρεις για να μάθεις”. Κατάλαβες; Αν δεν ρισκάρεις…
Και θυμάμαι το πρώτο καιρό στο Χάραμα ήταν μαζί η Ελενίτσα η Τσαλιγοπούλου, η φοβερή αυτή προσωπικότητα…
Πάντα μιλάτε με τα καλύτερα λόγια για την Τσαλιγοπούλου.
Μα είναι πάρα πολύ σημαντική από όλες τις απόψεις -και ως φωνή και ως άνθρωπος με γνώσεις του αντικειμένου της. Είναι εξαιρετική και τολμηρή. Και ήταν μαζί και ο Αλκίνοος που ήταν τότε στο ξεκίνημα του… Και ο Γεράσιμος Ανδρεάτος. Και είχαμε φτιάξει και μια μαγική μπάντα με τον μοναδικό Μανώλη Πάππο, τον Βασίλη Δρογκάρη ακορντεόν, με τον Νίκο Σιδηροκαστρίτη στα τύμπανα, τον Βαγγέλη Καρίπη στα κρουστά… Περάσαμε υπέροχα!
Τον πρώτο καιρό, λοιπόν -και αυτό τώρα το λέω για το θέμα του ρίσκου- είπαμε ότι δεν θα πάμε με τον κλασικό τρόπο, δηλαδή με αφισοκόλληση κτλ. Θα το αφήσουμε να γίνει σιγά.
Τον πρώτο μήνα παίζαμε μπροστά σε τρία τέσσερα τραπέζια. Μέχρι που γίνεται γνωστό και δεν μπορούσες πια να κλείσεις ούτε ένα τραπέζι. Έκλεινε ο κόσμος θέση για την επόμενη σεζόν! Τέτοια τρέλα έγινε με το Χάραμα!
Πρέπει τελικά να ρισκάρεις και να πεις “κοίταξε, έχω πίστη σε αυτό και θα γίνει”.
Ο Αλκίνοος είχε κάτσει και τα τρία χρόνια ή μόνο την πρώτη χρονιά;
Την πρώτη και τη δεύτερη.
Θέλετε να μου πείτε λίγο πώς τον “ανακαλύψατε”;
Δεν τον ανακάλυψα. Οι άνθρωποι του βεληνεκούς του Αλκίνοου δεν χρειάζονται να τους ανακαλύψεις, απλώς κάποιος παίρνει ένα φως και το ρίχνει πάνω τους την κατάλληλη στιγμή. Βρέθηκα εγώ στη ζωή και στον δρόμο του εκείνη την ώρα και απλώς έκανα πιο γρήγορα τα πράγματα, του τα έκανα λίγο πιο εύκολα.
Θυμάμαι μου είχε εκμυστηρευτεί ότι με τον Νίκο Ζούδιαρη είχαν πάει τα τραγούδια σε δισκογραφική και είχαν φάει και μια σχετική “πόρτα”. Φοβερό;
Τι μυαλά όμως να ήταν και αυτά τώρα στις δισκογραφικές που έδωσαν πόρτα σε αυτά τα τραγούδια;
Ε, καλά τώρα, κοίτα, όταν είσαι μέσα στα πράγματα, ακούς τόσα πολλά, μπορεί μπερδευτείς κάποια στιγμή… Αλλά με τον Αλκίνοο δεν γινόταν, πρέπει να ήσουν κουτός.
Αυτό ήθελα να πω, οτι αν πήγαιναν στον Τάκη Λαμπρόπουλο υπήρχε περίπτωση να πει “δεν κάνει, διώχτε τον”;
Όχι, βέβαια (σ.σ. το τονίζει με έμφαση)! Είχαν αλλάξει αυτά τα πρόσωπα στη δισκογραφία…
Πώς γνωριστήκατε με τον Αλκίνοο;
Έκανα ένα βίντεοκλίπ με τον Νίκο Σούλη και τον είχε διαλέξει ως ηθοποιό. Και έχουμε κλείσει το γύρισμα κάπου στο Σχιστό σε ένα τοπίο, έτσι, λίγο σεληνιακό θυμάμαι… Και όπως πάμε έχω και τη κιθάρα μέσα στο αυτοκίνητο και μου λέει ο Σούλης και η Ελένη Αφεντάκη που είχε τη διεύθυνση της παραγωγής, ότι “κοίταξε, ο Αλκίνοος τραγουδάει πάρα πολύ ωραία”.
“Έλα!”, του λέω, “μιας και έχουμε δρόμο ακόμα, δεν μου παίζεις τίποτα;”.
Συγγνώμη, μέσα στο αυτοκίνητο;
Ναι. Πίσω καθόταν ο Αλκίνοος, μπροστά εγώ. Και ήταν και η κιθάρα μου πίσω και την παίρνει και αρχίζει να μου παίζει αυτά τα τραγούδια του πρώτου δίσκου που θα έβγαζε μετά -το “Ζήνωνος”, την “Αγορά του Αλ Χαλίλι” κλπ… Και του λέω “ρε συ αυτά είναι πάρα πολύ καλά”.
Μου άρεσε πολύ και ο τρόπος που τραγουδούσε, είχε κάτι πολύ γοητευτικά εύθραυστο η φωνή του.
Πήγαμε σε ένα στουντιάκι, του έκανα ένα μικρό ντέμο, κι έτσι μετά πήγα στον Αντύπα στην Polygram και του ‘πα ότι “πρέπει να κάνεις σε αυτό το παιδί έναν δίσκο”. Άκουσε λίγο τα τραγούδια και επειδή ήταν άνθρωπος με πολύ χιούμορ ο Αντύπας, μου λέει για πλάκα “εγώ δεν καταλαβαίνω και πάρα πολλά απ’ αυτά αλλά ξέρω ότι όταν νιώθω μία ανατριχίλα στην ραχοκοκαλιά, θα βγάλω χρήματα” (σ.σ. γελάει).
Έβγαλαν δολάρια τα μάτια του σαν τα κομιξ;
Είχε πολύ χιούμορ, όποιος τον ήξερε, καταλαβαίνει. Και του έκαναν τον δίσκο τελικά.
Θυμάμαι τον Αλκίνοο και μετά στο Χάραμα πόσο πολύ του άρεσε να κάθεται στη σκηνή και να παίζει με την μπάντα -μπαγλαμά, μαντολίνο, οτιδήποτε.
Εν τω μεταξύ έχει γίνει χαμός με τον δίσκο, και έχουν αρχίσει και έρχονται και τα κοριτσάκια και μόλις τον βλέπουν τρελαίνονται.
Ξέρετε, επειδή έχετε βοηθήσει πολλούς καινούργιους με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κάποια στιγμή γράφτηκε ένα τραγούδι από τους Κόρε Ύδρο -δεν ξέρω αν τους έχετε ακούσει, πολύ ωραία μπάντα.
Και βέβαια τους έχω ακούσει.
Που είχε αυτόν τον στίχο για “μπορεί να μην έχω το χρίσμα της Γαλάνη”…
(σ.σ. γελάει δυνατά).
Όταν το ακούσατε για πρώτη φορά, πώς σας φάνηκε;
Μου φάνηκε λίγο περίεργο, λέω το “χρίσμα της Γαλάνη’, μα ποιο είναι αυτό, ότι έχω το κοκαλάκι της νυχτερίδας για παράδειγμα; Λες και εγώ είμαι καμιά εταιρεία δίσκων (σ.σ. συνεχίζει να γελάει).
Φοβήθηκατε μήπως ήταν ειρωνικό;
Μα ήταν ειρωνικό! Μου το ‘πε το παιδί μετά! Έχουμε συναντηθεί. Αλλά όχι ειρωνικό με κακία, κατάλαβες. Μια ψιλοσποντίτσα.
Ξέρεις, αν αυτό το σχόλιο μου φάνηκε λίγο περίεργο τότε ήταν γιατί εγώ δεν τα έκανα με πρόθεση αυτά, δεν είχα κάτι στο μυαλό μου. Γινόταν με καρδιά και αίσθημα, πώς να σου πω, και χωρίς να έχω κανένα κέρδος, πχ οικονομικό.
Θέλω να στο πω έτσι πολύ απλά: εγώ όταν ξεκίνησα ήμουν πολύ πιτσιρίκα, 16 χρονών. Αμέσως λοιπόν μου τυχαίνει να με έχουν δίπλα τους ο Μούτσης, ο Ξαρχάκος, ο Μπιθικώτσης, δηλαδή ονόματα τεράστια και πολύ μεγάλης αποδοχής από τον κόσμο.
Κάναμε κάποιες συναυλίες με τον Ξαρχάκο και τότε με είχε βάλει και έκανα και ένα μικρό αφιέρωμα στο Χατζιδάκι -έλεγα το “Κάθε τρελό παιδί” που έλεγε η Νάνα Μούσχουρη (τοτε πλεον απούσα από την Ελλάδα) που ήταν ένα τραγούδι με ιδιαίτερη δυσκολία- και επειδή έλειπε κάτι τέτοιο, στο φινάλε του τραγουδιού, ξεσπάει ο κόσμος σε ένα απίστευτο χειροκρότημα και μία απίστευτη ζεστασιά. Και ενώ χαιρετάμε όλοι μαζί, μένουν όλοι πίσω και ο γίγαντας Γρηγόρης Μπιθικώτσης, με σπρώχνει στη σκηνή μπροστά και με δείχνει στον κόσμο. Πήρα αυτήν τη γενναιοδωρία δηλαδή από έναν άνθρωπο και θα το λέω μέχρι να πεθάνω.
Ο τρόπος με τον οποίο μπήκα σε αυτόν τον χώρο, η αγάπη και η ζεστασιά που πήρα από τους μεγάλους αυτούς ανθρώπους, ίσως και αυτό να με έκανε να μην έχω συμπλέγματα.
Και κάπως το ανταποδίδετε και εσείς στους καινούργιους αυτό;
Πέραν αυτού όμως, έχω και μια μεγάλη ανάγκη να “βουτάω” στην καινούργια πληροφορία, έχω μια βουλιμική διάθεση με το καινούργιο. Και δεν μ’ αρέσει να κάθομαι στα ίδια πράγματα, να επαναλαμβάνομαι δηλαδή, κάτι το οποίο τότε ήταν και λίγο must. Δηλαδή “κάνεις μία επιτυχία; Θα κάνεις μια παρεμφερή μετά και μετά μια ακόμη παρεμφερή, ώστε εμπεδωθεί στο κοινό ότι “ε, να, αυτή τραγουδάει αυτά”.
Αυτό είναι το είδος της, τέλος.
Ναι, και με αυτή την ταμπέλα θα πας. Εγώ δεν το μπορούσα αυτό, έπληττα θανάσιμα. Και γι’ αυτό ήθελα συνεχώς να ανακατεύομαι σε κάτι καινούργιο.
Έκανα τα ‘Γαλάζια γράμματα” που ήταν μια τεράστια επιτυχία, και μετά έκανα Χριστόδουλο Χάλαρη, που ήταν κάτι πολύ ιδιαίτερο και μετά έκανα Τσιτσάνη. Δεν στεκόμουν στα πράγματα.
Ας πούμε κάνω τη “Μαρία με τα κίτρινα’, η οποία ήταν όχι απλώς επιτυχία… Την τραγουδούσαν και οι καρέκλες… Και σήμερα ο κόσμος έχει ξεχάσει ότι εγώ έχω πει αυτό το τραγούδι. Και αυτό έγινε γιατί εγώ δεν κόλλησα ποτέ στη “Μαρία με τα κίτρινα” -πολύ ωραίο τραγουδάκι για την εποχή κατά τα άλλα αλλά δεν είναι τώρα αυτό που θα με χαρακτηρίσει.
Μιας και είπατε για τον Χάλαρη. Εκεί είχατε γνωρίσει και τον Ξυλούρη;
Ναι, αυτό το πλάσμα το υπέροχο.
Δώσατε μία συνέντευξη στον Μπογιόπουλο και είπατε κάτι πολύ ωραίο για εκείνον. Είπατε ότι είχε μια “βαθύτατη παρθενικότητα στην ψυχή”.
Η ψυχή του Νικόλα δεν είχε φύγει απ’ τα Ανώγεια. Ήταν άγγελος μέσα του, μια αγγελική παρουσία. Είχε αύρα τέτοια αθωότητας, δεν είχε πονηριές… Και είχε και μία γοητευτική βραδύτητα στον τρόπο που μιλούσε, γιατί μιλούσε αργά, ήρεμα, με μια κλίση στο κεφάλι του όμορφη, έτσι (σ.σ. γέρνει χαμογελαστή το κεφάλι της προς τα δεξιά). Ήταν εξαιρετική περίπτωση ο Ξυλούρης -ατόφιο χρυσάφι.
Αλλά δεν γνώρισα μόνο τον Ξυλούρη εκεί. Μέσω του Χάλαρη έκανα κάποιες πολύ σημαντικές γνωριμίες από τον κόσμο αυτόν, όπως τον Χρύσανθο, αυτόν τον Πόντιο τραγουδιστή με την ιδιαιτερότητα στη φωνή, ή μουσικούς σαν τον Γιάννη τον Βασιλόπουλο, που έπαιζε κλαρίνο, τον Σαραγούδα που έπαιζε λαούτο και ούτι, τον Κόρο στο βιολί…
Γνώρισα πάρα πολύ σημαντικούς ανθρώπους της παραδοσιακής μας μουσικής και αυτό με έφερε κοντά και σε πράγματα της ηπειρώτικης καταγωγής μου, απ’ τη μεριά του πατέρα μου.
Ο πατέρας σας είπατε ότι ήταν τενόρος, ωστόσο δεν το έκανε ποτέ επαγγελματικά. Δεν ήταν αυτή η “κανονική” δουλειά του.
Μόνο ερασιτεχνικά είχε ασχοληθεί με χορωδίες κλπ. Ήταν και στη χορωδία του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου, αλλά τότε οι τραγουδιστες της όπερας για να μπορέσουν να κάνουν κάτι έπρεπε να φύγουν από τη χώρα. Ο πατέρας μου δεν το τόλμησε αυτό.
Είπατε Ελληνοσοβιετικό Σύνδεσμο οπότε να υποθέσω ήταν αριστερός;
Ε, ναι. ΕΠΟΝίτης ήταν. Άνθρωπος της Αριστεράς χωρίς όμως ποτέ να είναι μέλος κάποιου κόμματος. Η ΕΔΑ. Αυτό ήταν το κόμμα του. Η αριστερά του Ηλιού, του Λαμπράκη, του Κύρκου και όλων αυτών των σημαντικών ανθρώπων. Αυτή ήταν η λογική και νοοτροπία στο σπίτι μου.
Να ρωτήσω κάτι. Ηχογραφήσεις έχετε από τον πατέρα σας;
Δυστυχώς όχι, ούτε μία. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο στενοχωριέμαι που δεν υπήρχε ένα μπομπινόφωνο τότε, γιατί και μέχρι που μεγάλωσε πολύ, τραγουδούσε πολύ όμορφα.
Δεν θέλω να βαρύνουμε το κλίμα αλλά αναρωτιέμαι αν κάποιος εμφανιζόταν ξαφνικά και σας έλεγε “Κοίτα, εδώ έχω μια ηχογράφηση τριών λεπτών του πατέρα σου…”.
Θα ήταν το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσαν να μου κάνουν στη ζωή μου -αλλά δυστυχώς δεν έχει τύχει. Τότε δεν ήταν και τόσο εύκολα αυτά.
Πάντως είχατε ένα μπομπινόφωνο δώρο από τον Χατζιδάκι. Μήπως έπρεπε εκεί να τον ηχογραφήσετε;
Αυτό έγινε πολύ αργότερα. Ήταν η “αμοιβή” μου, έτσι μου ‘χε πει. “Είναι η αμοιβή σου για τη συμμετοχή σου στο Σείριο”. Δεν υπήρχαν οι οικονομικές δυνατότητες ώστε να δοθούν αμοιβές σε όσους περνούσαμε τότε από τον Σείριο. Και αυτό ήταν απολύτως λογικό. Δεν πληρωνόταν κανείς από τα ονόματα περνούσαν εκεί. Όλοι έτσι πηγαίναμε για τον Χατζιδάκι, διότι ήταν σαν να περνάμε από την κολυμβήθρα του Σιλωάμ…
Πότε συνεργαστήκατε για πρώτη φορά;
Η ιστορία μας με τον Χατζιδάκι ξεκινάει από το ‘71, όταν και άκουσε τη φωνή μου στο εξωτερικό όπου βρισκόταν και αποφασίζει να με βάλει σε έναν δίσκο που θα έκανε με τον Γκάτσο, την “Επιστροφή”. Βασικός ερμηνευτής ήταν ο Μπιθικώτσης και λέω κι εγώ τέσσερα τραγούδια. Η “Πίκρα σήμερα” από εκεί είναι.
Μετά κάνουμε το “Της γης το χρυσάφι” με τον Μητσιά, που έχει το “Ήλιε μου, βασιλιά μου” και μετά κάνουμε και την “Αθανασία”.
Πατε πολυ πισω… Απλώς εγώ σας έχω στο μυαλό μου πιο πολύ ως την ερμηνεύτρια της ελληνικής εκδοχής του Noble Dame απ’ το Reflections, της “Περιμπανού”.
Καλά, εγώ τον λάτρευα αυτόν τον δίσκο… Και όταν πήγα στον Σείριο, επειδή ήξερα ότι δεν άρεσε του Χατζιδάκι να “σπάει” τους κύκλους των τραγουδιών του, όταν με ρώτησε τι θέλω να πω, διάλεξα εκείνα που είχα τραγουδήσει ήδη. Αλλά μου το ανέτρεψε τελείως.
Άνοιξε αυτό το φοβερό “θησαυροφυλάκιο” και μου βάζει και λέω τραγούδια στα αγγλικά από το “Reflections”, τραγούδια από τον “Κύκλο του C.N.S”, από τον “Μεγάλο Ερωτικό”… Μου έδωσε δηλαδή ένα συγκλονιστικό ρεπερτόριο… Και μου έδωσε και δύο τραγούδια από το “Χαμόγελο της Τζοκόντας”, με στίχους, τα οποία δεν είχαν ξανακουστεί έτσι.
Πίεζε καιρό τον Γκάτσο να γράψει τους στίχους αλλά κάτι τον ενοχλούσε εκείνον γιατί ήταν τα περισσότερα στη λήγουσα. Το σχολίαζε θυμάμαι ο Μάνος, του έλεγε “μα γιατί δεν έχεις γράψει να τα πει η Δήμητρα;”.
Του έλεγε του Γκάτσου επίσης “θα γράψεις αλλά θα κρατήσεις τους τίτλους που έχω δώσει απ’ την αρχή”, και αυτό ίσως να τον εκνεύριζε κάπως τον Γκάτσο -δεν ξέρω, έτσι το λέω.
Και τελικά κάθισε και τα έγραψε ο ίδιος. Πεισματικά. Οι στίχοι είναι του Χατζιδάκι. Κ εγώ ευτύχησα να τα τραγουδήσω.
Είχαν όμως μια συγκλονιστική σχέση οι δυο τους, αυτό ήταν σαν ένα παιχνίδι συνεχώς μεταξύ τους.
Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η παρέα με τον Γκάτσο. Δεν μπορώ να φανταστώ πως μπορεί να είναι να κάτσει κανείς σε ένα τραπέζι μαζί του.
Ήταν τεράστιο το μέγεθος του ανθρώπου, πέρα απ’ την τέχνη και την ευρυμάθεια του. Ήταν μία πολύ μεγάλη προσωπικότητα και την ίδια στιγμή είχες την εντύπωση ότι μπορεί να ήταν ο πιο απλός άνθρωπος του κόσμου. Αυτό είναι το καταπληκτικό. Δεν καμωνόταν ποτέ ο Γκάτσος.
Μιας και έχουμε πιάσει λίγο τους ανθρώπους, που έφυγαν. O Λοΐζος πώς ήταν;
Ο Λοίζος και αυτός ήταν με αργές εξελίξεις, από τις κινήσεις του μέχρι τον τρόπο που σκεφτόταν, τη σκέψη του την ξεδίπλωνε αργά, σχεδόν νωχελικά. Ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος ο οποίος καθόταν πολύ πάνω σε ένα τραγούδι. Το έψαχνε πάρα πολύ.
Νομίζω και στον δίσκο που πήρατε μέρος εσείς, στον τελευταίο που έκανε, είχε μέσα τραγούδια τα οποία τα είχε γράψει και δέκα χρόνια πριν.
Ναι, δεν ήταν όλα καινούργια. Ήταν τραγούδια τα οποία ήταν αδέσποτα από διάφορες δουλειές.
…και άλλες φωνές.
Ως επί το πλείστον ήταν έτσι. Και μάλιστα λέγαμε ότι μετά θα κάναμε και μαζί ένα δίσκο αλλά δυστυχώς μας πρόλαβε η ζωή.
Και είχε ένα όνομα ο δίσκος ο τελευταίος έτσι λίγο… Προφητικό; Μακάβριο;
“Για μια μέρα ζωής”. Φοβερό δεν είναι; Περίεργα πράγματα. Ήταν και πολύ ξαφνικό αυτό που έγινε με τον Μάνο.
Νομίζω ότι χειροτέρεψε η κατάστασή του πολύ γρήγορα.
Δυστυχώς ήταν πάρα πολύ απότομο. Μας σόκαρε πολύ αυτή η απώλεια. Ήταν πολύ πικρό.
Κοίταξε όμως τι γίνεται: όταν υπάρχει ένα τέτοιο έργο από πίσω, και αφού περάσει ο πόνος της φυσικής απώλειας, που όσο πιο φίλος είσαι τόσο πιο πολύ σε πονάει, τότε μένει αυτό το έργο και είναι σαν να μην έχουν φύγει αυτοί οι άνθρωποι.
Τώρα είπαμε για τρεις σημαντικές απώλειες (Τσιτσάνης, Χατζιδάκις, Λοϊζος) για παράδειγμα -τέσσερις, μαζί με τον Γκάτσο. Και είναι όλοι εδώ, απολύτως παρόντες με το έργο τους. Δηλαδή νομίζεις ότι θα πάρεις τηλέφωνο έναν από αυτούς και θα του πεις “δεν κάνουμε ένα τραγούδι σαν αυτό;”; Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω…
Και αυτό είναι που νικάει τον θάνατο τελικά.
Προλάβατε πάντως, παρότι τραγουδήσατε μόνο σε έναν δίσκο του, να συνδέσετε πολύ το όνομά σας μαζί του, έτσι;
Χωρίς να κάνω κάποια προσπάθεια. Έγινε από μόνο του αυτό. Αυτά τα κάνει ο κόσμος, ξέρεις, δεν τα κάνουμε εμείς. Δεν βγήκα ποτέ με ντουντούκα να φωνάξω για τη σχέση μου με τον Μάνο ή για τη σχέση μου με τον Σιδηρόπουλο πχ. Αυτά ο κόσμος τα βρίσκει σιγά σιγά και…
Συγγνώμη που διακόπτω αλλά ειδικά για το Σιδηρόπουλο όχι μόνο εσείς δεν το φωνάξατε αλλά ούτε η ίδια η δισκογραφική δεν το είπε.
Αυτοί δεν ήθελαν καν να βάλουν το όνομά μου στον δίσκο.
Γιατί όμως; Επειδή ήσασταν “έντεχνη”;
Όχι, επειδή ήμουν σε άλλη εταιρεία, τότε έκαναν τέτοιες βλακείες οι εταιρείες. Τώρα δεν ισχύουν αυτά.
Είστε ίσως η μόνη, δεν μπορώ να σκεφτώ άλλη της γενιάς σας, που μιλάει τόσο ανοιχτά για τις ουσίες και τώρα επειδή είπαμε για τον Σιδηρόπουλο, έχω μια απορία: όταν τραγουδήσατε την “Ώρα του Stuff”, τις είχατε γνωρίσει τις ουσίες και τις είχατε αφήσει; Ήσασταν στη φάση που τις γνωρίζατε ή τις γνωρίσατε μετά; Σε τι κατάσταση σας βρήκε το τραγούδι;
Είχα ήδη φύγει απ’ αυτές. Ήταν για μικρό διάστημα ευτυχώς και σε πολύ νεαρή ηλικία και γι’ αυτό δεν είχε και συνέπειες. Αλλά από την αρχή ήμουν και δεν ήμουν μέσα σε αυτό το πράγμα. Απλώς έζησα αυτή την εμπειρία. Καλό θα ήταν να μην τη ζει κανείς.
Έχουμε ταυτίσει τις σκληρές ουσίες με ανθρώπους που έπαιζαν μια πιο ροκ μουσική. Εσείς τη δεκαετία του ‘70 ανήκατε σε έναν άλλο χώρο. Αυτός ο χώρος είχε σχέση μ’ αυτά;
Όχι, αλλά η ζωή μου θα μπορούσες να πεις ότι ήταν πολύ ροκ. Γιατί εντάξει, ροκ τελικά είναι τρόπος ζωής, δεν είναι μόνο τι παίζεις. Και ανήκω γενικά και σ’ αυτήν τη γενιά των ανθρώπων όπου έζησε και μια μυθολογία γύρω από όλη αυτήν την κατάσταση. Ατυχώς.
Ανοίγουμε μια πολύ μεγάλη κουβέντα τώρα.
Η γενιά η δικιά μας, αυτοί οι άνθρωποι που γεννιούνται λίγο μετά τον πόλεμο δηλαδή -εγώ γεννιέμαι το ‘52- ζήσαμε όλο αυτό το κίνημα της δεκαετίας του ‘60, που αν το είχαν αφήσει να εξελιχθεί, και δεν το ‘χαν σκοτώσει με τα ναρκωτικά, (γιατί στην ουσία αυτός ήταν ο τρόπος για να το τελειώσουν), πιστεύω ότι η ανθρωπότητα θα ήταν τελείως διαφορετική.
Αυτή η έννοια της απελευθέρωσης, του σώματος, της σχέσης του άντρα με τη γυναίκα που είναι διαφορετική πια, η σχέση με τη φύση και αυτή η αίσθηση της ελευθερίας, ατομικής και συλλογικής, δημιουργεί κινήματα και καταστάσεις πάρα πολύ σοβαρές, και το σύστημα αυτό δεν το ήθελε. Έπρεπε να τελειώσει και το τελείωσαν μέσα απ’ αυτόν τον δρόμο… των ντραγκς, των ουσιών.
Αν αυτό δεν είχε συμβεί ο κόσμος πιστεύω ότι θα ήταν πολύ διαφορετικός. Γιατί μετά όταν σε φοβίζουν έτσι, όταν πας να πετάξεις και σου κόβουν τα φτερά με αυτόν τον τρόπο, σου δημιουργούν μία τάση να θες να μαζευτείς. Λες “μήπως τελικά κάνω κάτι το οποίο δεν είναι σωστό;”. Τι θα πει δεν είναι σωστό και τι θα πει είναι λάθος;
Και αρχίζει πια και ψαλιδίζεται ο άνθρωπος. Ψαλιδίζεται. Για να “συντηρικοποιηθεί” βέβαια και μετά να κάνει ακόμα μια γενιά ανθρώπων ίδια με την προηγούμενη.
Ένας φαύλος κύκλος δηλαδή;
Ε, αυτό δεν ζει και η δική σου γενιά με την κρίση; Ένας κύκλος συνεχώς, που έχει την ίδια γενεσιουργό αιτία.
Υπάρχει ένα σύστημα το οποίο επιτρέπει μέχρι ενός σημείου τα πράγματα. Και τώρα αυτό που ζούμε στην ουσία είναι ένα σύστημα το οποίο λέει ότι αυτά που ξέρατε και που δημιουργήθηκαν μετά τους δύο τερατώδεις παγκοσμίους πολέμους (συντάγματα, συνθήκες για ανθρώπινα δικαιώματα, κλπ), θα κοπούν μαχαίρι. Αρκετά πήρατε τα πάνω σας. Είτε αυτό λέγεται ατομικό δικαίωμα είτε αυτό λέγεται εργασιακό δικαίωμα είτε λέγεται οτιδήποτε.
Εγώ το βλέπω σαν έναν ίδιο κύκλο, ήδη μ’ αυτά τα 70 χρόνια που έχω διανύσει, ο οποίος επαναλαμβάνεται με διαφορετικά ρούχα και διαφορετικές αφορμές κάθε φορά. Και ζητάμε πάντα από ένα κράτος να κάνει αυτό που οφείλει, να βοηθάει τον άνθρωπο να ανοίξει το μυαλό του. Δεν το παίρνουμε όμως ποτέ αυτό, ίσως να νομίζουμε ότι το παίρνουμε κάποιες εποχές αλλά δεν ισχύει.
Και αν έχω να προτείνω κάτι σαν εμπειρία ζωής είναι να κοιτάμε να “ανοίξουμε” το κεφάλι μας μόνοι μας. Γιατί η πληροφορία υπάρχει, δεν χρειάζεται να έχεις πολλά χρήματα για να την έχεις. Απλά πρέπει να την ψάξεις και να κάνεις τους συνδυασμούς. Και τότε θα το καταλάβεις όλο το παιχνίδι. Να διαβάσεις πολλά και διαφορετικά για να καταλάβεις την πραγματική ιστορία. Και να μη σταματάς ποτέ να ανανεώνεις αυτές τις πληροφορίες.
Είναι λίγο αστείο τώρα αυτό και ξέχασα να σας το ρωτήσω προηγουμένως αλλά έχετε προσπαθήσει εσείς ποτέ, έστω για πλάκα, να ραπάρετε;
Όχι. Είμαι άκρως μελωδική, δεν μπορώ… Κοίτα, λατρεύω τον ρυθμό, και αν χαρακτηρίζει κάτι την ερμηνεία μου είναι αυτό το παιχνίδι που κάνω με τον ρυθμό, που μπαινοβγαίνω μέσα του με έναν τρόπο πολύ ιδιαίτερο. Απλώς όλη μου η κατασκευή, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο μου κύτταρο, είναι μελωδική.
Όχι ντε και καλά το μελωδικό το νιαρνιαρνιαρ (γελάμε)… Καταλαβαίνεις τι θέλω να σου πω. Να έχει μελωδική γραμμή.
Ωστόσο, το ακούτε το χιπ, χοπ, το θαυμάζετε.
Βέβαια, γιατί όπως σου είπα το άλλο μου πάθος είναι η ίδια η γλώσσα και έτσι θέλω να ακούω αυτόν το λόγο που είναι τόσο συνειρμικός, και ταυτόχρονα έχει μεγάλη γοητεία και αλήθεια.
Είναι και ο τρόπος που τα λένε, που τα “φτύνουν”. Έχει ένα θυμό, και έτσι είναι κάτι πολύ urban, πάρα πολύ της πόλης. Άλλωστε αυτό εκφράζει κιόλας αυτή η σκηνή από τότε που ξεκίνησε.
Έχουν γραφτεί καταπληκτικά πράγματα τα οποία δεν νομίζω ότι θα υπήρχε άλλος τρόπος να εκφραστούν στην εποχή που ζούμε που είναι τόσο σκληρή.
Και πάρα πολλές φορές έχει και μεγάλο μουσικό ενδιαφέρον στο επίπεδο των παραγωγών με όλα αυτά τα ρυθμικά στοιχεία που χρησιμοποιούν, τους ήχους, τα samples που βάζουν μέσα.
Είναι σαν ένα… πώς κάναμε παλιά τις κουρελούδες που προέκυπταν από πολλά μπαλώματα; Είναι σαν ένα patchwork.
Πολύς κόσμος ίσως να εκπλαγεί τώρα που μιλήσατε για τις παραγωγές ενώ ΟΚ, κανονικά δεν θα ‘πρεπε, μουσικός είστε.
Μα μουσική είναι και αυτό. Πολύ ενδιαφέρον έχουν και αυτές από το εξωτερικό, όπως για παράδειγμα του Kanye West, κάποιες παλιές του παραγωγές είναι φοβερές.
Απλώς όπως συμβαίνει σε όλα στη χώρα μας, τα έχει πνίξει κι αυτά η σαβούρα… Πολλή σαβούρα έχει βγει σ’ αυτό το είδος … Ακριβώς όπως συνέβη και με το λαϊκό τραγούδι. Το ίδιο δεν έπαθε; Ονόμαζαν “λαϊκό τραγούδι” όλη αυτή τη σαβούρα και έλεγες “τώρα είναι δυνατόν; Πώς το λες λαϊκό τραγούδι αυτό;”. Έβγαινε το ένα πίσω απ’ το άλλο.
Αλλά δεν πειράζει αφού αυτήν τη στιγμή υπάρχει κόσμος που τα καταναλώνει. Το θέμα είναι τι μένει απ’ αυτά.
Οπότε εσείς έχετε δει λίγο τα βασίλεια να ανεβαίνουν και να πέφτουν επειδή είστε και λίγο μεγαλύτερη, έχετε δει πως κάτι χτίζεται, πως φτάνει στην κορυφή του, πως καταστρέφεται, και τι μένει στο τέλος.
Βέβαια, και γι’ αυτό και με βλέπεις έτσι ήσυχη. Γιατί περνούν αυτά, φεύγουν και τα πετάμε στο καλάθι των αχρήστων. Και σαν κατάλογος μένουν πολύ λίγα πράγματα.
Ωραίες είναι και οι μόδες, ωραίες είναι και οι φάσεις που περνάμε και αναγκαίες για την κοινωνία διότι τα πράγματα αλλάζουν γύρω μας. Αλλά στο τέλος αξία έχει ό, τι μένει.