ΔΥΟ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΟΙ ΡΟΜΑ ΣΤΗ ΘΡΑΚΗ ΚΑΝΟΥΝ ΣΚΟΝΗ ΚΑΙ ΘΡΥΨΑΛΑ ΤΑ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ
Το NEWS 24/7 μπήκε στον τσιγγάνικο οικισμό στο Δροσερό Ξάνθης και εντόπισε δύο παραδείγματα Ρομά που παλεύουν για να σπάσουν τα στερεότυπα που έχουμε στο μυαλό μας για τους συγκεκριμένους πληθυσμούς. Η αλήθεια είναι ότι το καταφέρνουν κόντρα σε όλους και όλα.
H μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης αποτελείται από τους τουρκογενείς (Τούρκους, στην πραγματικότητα, αν θέλουμε να είμαστε απολύτως ειλικρινείς), τους Πομάκους και τους Ρομά. Με τους τελευταίους ελάχιστοι από την κεντρική διοίκηση ασχολούνται, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο στην ακριτική Θράκη.
Είνα σαφές ότι κάνουν τους ανθρώπους αυτούς να αισθάνονται σε κάθε ευκαιρία ως οι τελευταίοι τροχοί της αμάξης. Τους θυμούνται πριν από εκλογικές διαδικασίες, τους ξεχνούν αμέσως μετά, με συνέπεια η όποια πρόοδος να έρχεται βασανιστικά αργα και με πολλές υποσημειώσεις και αστερίσκους.
Το Δροσερό της Ξάνθης, προάστιο ουασιαστικά της πόλης, δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα. Το επισκεφθήκαμε με μεγάλη περιέργεια και ίσως κάποια ανασφάλεια αφού μάς είχαν ενημερώσει για “κάποιες εστίες ανομίας” μέσα στον οικισμό που καλό θα ήταν να προσέξουμε. Δεν συναντήσαμε ανομία (που παρόλα αυτά υπάρχει αλλά αφορά λίγους). Συναντήσαμε κρατική εγκατάλειψη. Ποια ισοπολιτεία και ποια ισονομία; Από πλευράς υποδομών, οι Ρομά της Ξάνθης ζουν περίπου στη δεκαετία του 60.
Στους δρόμους του οικισμού η οδήγηση μετατρέπεται σε τεράστια πρόκληση αφού οι λακκούβες, που είναι διάσπαρτες σε όλο το μήκος και πλάτος του οδωστρώματος, απαιτούν τεράστια εγρήγορση από τον οδηγό. Είδαμε γυναίκες να βγάζουν με τα χέρια τους νερό από πολύ μεγάλη λακκούβα που με τον καιρό είχε μετατραπεί σε λάκο.
Τα σχολεία της περιοχής, δύο δημοτικά και ένα νηπιαγωγείο, στεγάζονται εν μέρει σε αίθουσες προκάτ που δεν βρίσκονται και στην καλύτερη κατάσταση. Παιδιά, πολλά παιδιά, τρέχουν ολούθε μαζί με τα μικρότερα ή μεγαλύτερα αδέλφια τους ανάμεσα σε σκουπίδια. Ευτυχώς τουλάχιστον
μένουν σε σπίτια πολλά εκ των οποίων βέβαια είναι πρόχειρα κατασκευασμένα.
Φαντάζει πολύ άδικο Ελληνες, άρα και Ευρωπαίοι, πολίτες να ζουν κάτω από αυτές τις συνθήκες τον 21ο αιώνα. Αλλά φαίνεται ότι και στη Θράκη, οι Ρομά δεν θεωρούνται πολίτες Α’ κατηγορίας. Και όμως, πολλοί όχι μόνο δεν το βάζουν κάτω, όχι μόνο δεν συμβιβάζονται με τη μοίρα τους αλλά παλεύουν με νύχια και με δόντια να ξεφύγουν από αυτήν.
Ο Ρομά δάσκαλος που θέλει τα παιδιά του να σπουδάσουν
Ο Αλή Ογλού Γιουγκέρ είναι ένα από τα λαμπρότερα παραδείγματα του οικισμού. Οχι μόνο τελείωσε το σχολείο, γεγονός όχι τόσο συνηθισμένο για τον Ρομά πληθυσμό, αλλά πέρασε και στην Παιδαγωγική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου στην Αλεξανδρούπολη. Εδώ και 14 χρόνια, από το 2009, είναι δάσκαλος στο ελληνικό δημόσιο σχολείο και τα τελευταία δύο χρόνια υπηρετεί σε σχολείο μέσα στο Δροσερό.
Τον συναντήσαμε, τον ίδιο και την όμορφη οικογένειά του, στο απίστευτης καθαριότητας και τάξης σπίτι του (για να σπάσει ακόμα ένα στερεότυπο που αφορά τους Ρομά) στο Δροσερό.
“Οι σπουδές στη ζωή μου ήταν μία δύσκολη διαδικασία, όσο ήμουν φοιτητής είχα ήδη δύο παιδιά και γι’ αυτό το λόγο χρειάστηκε να δουλεύω παράλληλα. Παρόλα αυτά τα κατάφερα” μάς αφηγείται με το χαμόγελο να ζωγραφίζεται αμέσως στο πρόσωπό του.
“Γενικά για τα παιδιά του οικισμού μας, οι σπουδές είναι δύσκολη εξίσωση κυρίως λόγω του οικονομικού προβλήματος. Οταν οι γονείς δεν έχουν σταθερό επάγγελμα και σταθερό εισόδημα για να βοηθήσουν, τα παιδιά δεν μπορούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους.
Παράλληλα, υπάρχει και ο ρατσισμός. Πας σε μία δουλειά, σε ρωτούν από που είσαι και ξαφνικά κλείνει η πόρτα. Ημουν τυχερός, δεν το αντιμετώπισα αυτό, ίσως παίζει ρόλο και ο χαρακτήρας μου, γενικά δεν δίνω σημασία γι’ αυτά που λέγονται γύρω μου. Πισώπλατα γίνονταν σχόλια, όπως γίνονται πάντα, αλλά εγώ έκανα παρέα με τους πάντες, ανεξαρτήτως εθνικότητας και φυλής”.
Η διαδρομή του Γιουγκέρ μέχρι να καθίσει στην έδρα δημόσιου σχολείο είχε αρκετούς σταθμούς: “Μέχρι να διοριστώ, δούλευα με παιδιά σε διάφορες κατασκηνώσεις, σε κέντρα απασχόλησης παιδιών στην Αλεξανδρούπολη και σε προγράμματα τα οποία εφάρμοσε ο πολιτιστικός σύλλογος που διατηρούμε εδώ, στο Δροσερό. Οταν δεν υπήρχαν όλα αυτά, δούλευα τσάπα, στα χωράφια όπως έκανα και τους καλοκαιρινούς μήνες όσο ήμουν μαθητής. Μάζευα ντομάτες και άλλα προϊόντα”.
Πλέον θητεύει στο σχολείο του οικισμού. Οταν μάς μιλά γι’ αυτό, το χαμόγελο αίφνης εξαφανίζεται: “Στα εδώ σχολεία μας αντιμετωπίζουμε πολλά κτιριακά προβλήματα. Και στο νηπιαγωγείο και στα δύο δημοτικά που συστεγάζονται. Τα παιδιά είναι πάρα πολλά, πάνω από 1000. Για να βελτιωθεί αυτή η κατάσταση, θα πρέπει να χτιστεί και άλλο σχολείο, αυτό είναι το βασικό κατά τη γνώμη μου. Πέρυσι είχα σε τμήμα 70 παιδιά γραμμένα. Καταλαβαίνετε τι γίνεται. Χρειαζόμαστε επίσης περισσότερους κοινωνικούς λειτουργούς και ψυχολόγους, αυτοί που έχουμε δεν φτάνουν”.
Μεγάλο πρόβλημα αποτελεί και η διαρροή μαθητών από την εκπαιδευτική διαδικασία: “Συνήθως στην Α’ γυμνασίου ξεκινούν τη φοίτηση περίπου 60-70 παιδιά, σταδιακά όμως αυτός ο αριθμός μειώνεται. Ο λόγος είναι απλός. Το γυμνάσιο βρίσκεται στην πόλη της Ξάνθης και επίσης δεν έχει σίτιση. Είναι και η κουλτούρα μας που αντιμετωπίζει τα κορίτσια 12 και 13 χρόνων ως γυναίκες που πρέπει να αποκατασταθούν. Τα αγόρια από την πλευρά τους, στα 14-15 χρόνια τους, αναγκάζονται να βγουν για δουλειά. Ετσι, από τους 60-70 που αρχίζουν φοίτηση, τελικώς αποφοιτούν οι 30. Εννοείται ότι στο λύκειο οι αριθμοί είναι ακόμα μικρότεροι. Εφέτος ξεκίνησαν 16 παιδιά αλλά συνέχισαν τα 4. Δεν υπάρχει μεταφορικό μέσο, πώς θα πάνε τα παιδιά στο σχολείο;
Οσα παιδιά πάντως έχουν την όρεξη και τη θέληση να συνεχίσουν το σχολείο, θα πρέπει να στηριχθούν από την πολιτεία, οικονομικά κυρίως. Και μιλάω από το γυμνάσιο και πάνω. Υπάρχει όμως θέληση; Οχι δυστυχώς. Πάνε τα παιδιά στο γυμνάσιο ημερήσια εκδρομή, αυτή στοιχίζει περίπου 50 ευρώ. Το μεροκάματο στην τσάπα είναι 20. Πώς θα τα βγάλει πέρα ο γονιός; Πώς θα αγοράσει τη γραφική ύλη και τα λοιπά που χρειάζονται για τη φοίτηση;”
Μάς δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από το στενό του οικογενειακό περιβάλλον: “Η ανιψιά μου τελείωσε κομμωτική και αισθητική στο ΕΠΑΛ. Χρειαζόταν να αγοράσει μία κούκλα και διάφορα άλλα υλικά για την πρακτική της εξάσκηση, συνολικής αξίας 200 ευρώ. Τα πήραμε σιγά-σιγά και αφού μεσολάβησα σ’ ένα μαγαζί της Ξάνθης για να μας γίνει έκπτωση. Τα αγόρασε λοιπόν ο θείος που έχει άλλα τέσσερα παιδιά που σπουδάζουν. Σημειωτέον ότι εκείνη τη σχολική χρονιά το λύκειο το τελείωσε μόνο η ανιψιά μου, κανένα άλλο Ρομά παιδί δεν έφτασε μέχρι το τέρμα”.
Η κουβέντα έρχεται στα δικά του παιδιά και κυρίως στις δύο κόρες που έχουν περάσει στο Πανεπιστήμιο ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα τους: “Ήθελα πολύ τα παιδιά μου να σπουδάσουν. Οσο βρίσκονταν εδώ κοντά μας, τα καταφέρναμε. Έπαιρναν φαγητό από το σπίτι, έκαναν μαθήματα σε κοινωνικό φροντιστήριο, κάπως βολευόταν η κατάσταση. Στο Πανεπιστήμιο όμως άρχισαν τα δύσκολα. Δεν δικαιούμαστε ως οικογένεια εστία, είμαι δημόσιος υπάλληλος και φαίνεται το εισόδημά μου κάπως ανεβασμένο. Τι ανεβασμένο δηλαδή, 1200 ευρώ το μήνα παίρνω.
Η μεγάλη κόρη μου πηγαινοερχόταν με το λεωφορείο στην Κομοτηνή. Και καλά τα πρωινά μαθήματα. Στα απογευματινά; Θα έφευγε και θα επέστρεφε; Πήγαινα εγώ να την πάρω. Εκανα ότι μπορούσα από την πλευρά μου για να εξασφαλιστεί τουλάχιστον στέγαση, δεν έγινε κατορθωτό να ξεπεράσουμε το γράμμα του νόμου. Το ίδιο έγινε και με τη δεύτερη κόρη μου, που επίσης πέρασε στην Κομοτηνή.
Αντιμετώπισα μία περίεργη κατάσταση. Με ρωτούσαν κρατικοί αξιωματούχοι γιατί δεν έχει παντρευτεί η κόρη μου! Και απαντούσα: Μα συγγνώμη, έπρεπε να παντρευτεί ανήλικη; Εσείς δεν μας λέτε ότι τα ρομά παιδιά δεν σπουδάζουν; Μα πως να σπουδάσουν χωρίς στήριξη; Δυσκολευόμουν εγώ που είχα και ένα σταθερό μισθό από το δημόσιο, φανταστείτε οι άλλοι”.
Ολα τα παραπάνω τα λέει μ’ ένα γνήσιο παράπονο. Δεν παρακαλά, δεν οργίζεται, στενοχωριέται. Και καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: “Ξέρεις τι σκέφτομαι πολλές φορές; Δεν τους συμφέρει να σπουδάσουν τα Ρομά παιδιά. Αν σπουδάσουν, τα μυαλά τους θα ανοίξουν. Με ο,τι αυτό συνεπάγεται”.
Τον ρωτάμε για την εικόνα εγκατάλειψης του οικισμού: “Τη βελτίωση των υποδομών στον οικισμό δεν την θέλουν. Και για τους δρόμους και για την αποχέτευση έχουμε ακούσει κατά καιρούς πολλές υποσχέσεις. Κάποια στιγμή, μέσω ενός προγράμματος, αποκτήσαμε αστική συγκοινωνία και μάλιστα δωρεάν. Σταμάτησε το πρόγραμμα, σταμάτησε και το λεωφορείο. Ρωτάω τον τότε αντιδήμαρχο Ξάνθης και μου απαντά “τελείωσε το πρόγραμμα”. “Ωραία, γιατί δεν συνεχίζεται η συγκοινωνία με εισιτήριο;” ξαναρωτάω. “Α, δεν το σκέφτηκα αυτό” μου απάντησε ο αντιδήμαρχος. Σκέφτονται μόνο πώς θα τους ξαναψηφίσουμε”.
Ο Γιουγκέρ, τέλος, δηλώνει Ελληνας στην εθνική συνείδηση. “Στο θρήσκευμα είμαστε μουσουλμάνοι οι περισσότεροι, αλλά τα ήθη και έθιμά μας είναι τα τσιγγάνικα, τα ρομανέ. Η γλώσσα μας είναι ίδια κατά βάση με αυτή των Χριστιανών Ρομά, υπάρχουν όμως διάλεκτοι.
Είμαστε μέρος μίας μειονότητα μαζί με τους Πομάκους και τους τουρκογενείς. Κάποιος από τους τουρκογενείς μου είχε πει ότι αν η μεγάλη μου κόρη προσανατολιστεί έντονα στη θρησκεία, φορέσει τη μαντίλα κτλ, θα της εξασφαλίσουν εστία και φαγητό και έξοδα κίνησης. Είπα στοπ. Η εθνική μας συνείδηση είναι ελληνική, είμαστε Έλληνες πολίτες και ακολουθούμε την Ελλάδα. Εδώ ζούμε. Από την Τουρκία δεν θέλω ούτε σεντ”.
Ενα Ρομά παραμύθι για όλα τα παιδιά
H δεύτερη κόρη του Γιουγκέρ, η Γκιουντές, είναι φοιτήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου στην Κομοτηνή. Σπάνιο, όπως είπαμε, για Ρομά. Παρά τα πολλά εμπόδια που αντιμετωπίζει στην προσπάθεια ολοκλήρωσης των σπουδών της, η νεαρή κοπέλα ανοίγει τα φτερά της και σε άλλες δραστηριότητες. Το πρώτο της βιβλίο, ένα παραμύθι για παιδιά (Ο κακός δράκος-Ο Τσουνκγκάλο Τζοχάνο), στα Ρομανέ αλλά και στα ελληνικά, έχει τυπωθεί εδώ και κάποιο καιρό και έχει μπει στα σχολεία των Ρομά στην περιοχή. Με λίγη βοήθεια ακόμα, που προς το παρόν δεν υπάρχει, μπορεί να φτάσει σε όλη την Ελλάδα.
“Μέσα στην πανδημία, κατά την Ημέρα των Ρομά (8 Απριλίου), κάθισα και σκέφτηκα να γράψω ένα βιβλίο ειδικά για τα Ρομά παιδιά. Αποφάσισα να γράψω για τον κορονοϊό και κάπως έτσι το εμπνεύστηκα” μάς αφηγείται η 19χρονη κοπέλα με εμφανές λίγο τρακ.
“Προσπάθησα να αποτυπώσω την ιστορία του κορονοϊού. Και επειδή τα Ρόμα δεν τηρούσαν ιδιαίτερα τους κανόνες, δεν φορούσαν μάσκες, έβγαιναν έξω κτλ κάθισα και έγραψα αυτό το παραμύθι. Ηθελα να τα βοηθήσω να καταλάβουν ότι ο κορονοϊός είναι μία ασθένεια που μπορεί να σκοτώσει. Μιλάω επίσης για τα ειδικά φάρμακα, τους γιατρούς, τα νοσοκομεία, ακόμα και για το εμβόλιο.
Ηταν ωραία διαδικασία, ήθελα να εκτυπωθεί μαζικά το βιβλίο μου. Να μπορέσουν να το διαβάσουν όλα τα παιδιά σε γυμνάσια, λύκεια, δημοτικά, αλλά δεν είδα κάτι μέχρι στιγμής ως προς αυτό.
Εχουν εκτυπωθεί περίπου 50-60 αντίτυπα. Μου είχαν δώσει μια υπόσχεση, αλλά εκείνη η υπόσχεση δεν κρατήθηκε. Στη συνέχεια κάναμε εκ νέου μία συνάντηση με τους αρμοδίους. Μου υποσχέθηκαν ξανά ότι θα εκτυπωθεί το βιβλίο μου αλλά και πάλι απογοήτευση πήρα”.
Παρόλα αυτά, δεν παραιτείται της προσπάθειας. Επιμένει: “Αποφάσισα να γράψω και το δεύτερο βιβλίο μου. Έχει στιχάκια. Ποιήματα αγάπης είναι κυρίως και τώρα ψάχνω εκδότη να μου τα εκδώσει. Αν εκδοθεί αυτό, θα συνεχίσω να γράφω και άλλα βιβλία”.
Μάς μιλά και για τις σπουδές της: “Εχω περάσει στη Φιλολογία στην Κομοτηνή το 2022. Δεν συνεχίζω τις σπουδές μου προς το παρόν, με κούρασε το πήγαινε-έλα στην Κομοτηνή. Δεν είχα κάπου να μείνω και έτσι έχανα μαθήματα συνέχεια, ειδικά τα μαθήματα τα απογευματινά, έξι με εννιά το βράδυ. Τι να κάνεις εκείνες τις τρεις τέσσερις ώρες έξω μόνη σου; Δεν γίνεται συνέχεια να περνάς την ώρα σου σε σπίτια φίλων. Από τον Απρίλιο ουσιαστικά τα παράτησα και πήγα κι έγραψα μόνο στις εξετάσεις”.
Την ρωτάμε αν θα ήθελε να τελειώσει τη σχολή και η απάντηση είναι αποστομωτική: “Ναι, θα ήθελα να την τελειώσω γιατί έτσι θα έδινα ένα λαμπρό παράδειγμα για τον οικισμό μας. Γιατί τα παιδιά μετά από τα 16 τους, ειδικά τα κορίτσια, δεν σπουδάζουν, παντρεύονται ή αρραβωνιάζονται. Δεν περιμένουν να έχουν κάποιο άλλο μέλλον. Θα προτιμούσα να μας βοηθήσει το κράτος, είμαστε λίγα τα ρομά παιδιά που μπορούσε να σπουδάσουμε. Θα ήθελα να ακουστεί η δικιά μας φωνή. Δεν είμαστε μόνο για τα γλέντια και για πανηγύρια, θέλουμε να μορφωθούν τα παιδιά και να έχουν ένα καλό μέλλον. Δεν ζητάω πολλά. Άμα είχα ένα σπίτι να μείνω στην Κομοτηνή, θα ήταν πιο εύκολα τα πράγματα. Κάθε τέσσερα χρόνια μας θυμούνται οι πολιτικοί. Λένε θα κάνουμε αυτό και αυτό αλλά τίποτα. Ε, θα ήθελα δηλαδή να μην μας αδικούν συνέχεια”.
Φύγαμε από το σπίτι της Γκιουντές και του Γιουγκέρ, αφού ήπιαμε απολαυστικό κρύο τσάι, με μία αχνή ελπίδα ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Φτάνει όμως η ατσαλένια θέληση μερικών ανθρώπων όπως των δύο Ρομά που αψήφησαν τις δυσκολίες και κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τα στερεότυπα που έχουν διαμορφωθεί γι’ αυτούς;
Πιθανότατα όχι. Αλλά μπορεί και ναι. Στο τέλος της ημέρας, το καλό μπορεί να νικήσει και στο ξεχασμένο Δροσερό…