ΕΙΔΑΜΕ ΤΗΝ “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΤΗ ΒΡΕΜΗ” ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ- ΜΠΟΡΕΙ ΕΝΑΣ ΦΟΝΟΣ ΝΑ ΦΕΡΕΙ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ;
Είδαμε την “Ελευθερία στη Βρέμη” του Ράινερ Βέρνερ Φάσμπιντερ που σκηνοθετεί ο Νίκος Μαστοράκης στο Υπόγειο της Τέχνης και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας
Η Γκεέσε Γκότφριντ ήταν μία αστή της Βρέμης, μία κατά γενική ομολογία ήρεμη, θεοσεβής και έντιμη γυναίκα. Όλα αυτά μέχρι το 1831, οπότε και αποκαλύφθηκε πως είχε δολοφονήσει 15 ανθρώπους του περιβάλλοντός της. Η ποινή της; Αποκεφαλίστηκε στην τελευταία δημόσια εκτέλεση στη Βρέμη.
Ο Ράινερ Βέρνερ Φάσμπιντερ άντλησε έμπνευση από την πραγματική ιστορία αυτής της κατά συρροήν δολοφόνου και την έκανε θεατρικό έργο υπό τον συμβολικό τίτλο “Ελευθερία στη Βρέμη”. Και λέμε συμβολικό γιατί η ηρωίδα σκοτώνει προκειμένου να απελευθερωθεί από τα δεσμά που την καταπιέζουν και την εμποδίζουν να ζήσει όπως αυτή επιθυμεί.
Ο σπουδαίος Έλληνας σκηνοθέτης Νίκος Μαστοράκης καταπιάνεται με το κείμενο του Γερμανού αντικομφορμιστή κινηματογραφιστή και συγγραφέα και το μεταφέρει στο σήμερα σαν μία εύστοχη παραβολή/διασκευή στηριζόμενος στη ρέουσα μετάφραση Γιώργου Δεπάστα.
Ένα ατελείωτο γαϊτανάκι φόνων
Στη Βρέμη του 1814 η Γκεέσε Γκότφριντ είναι μια γυναίκα απόλυτα εξαρτημένη από το ανδρικό φύλο και εγκλωβισμένη στους ρόλους της κόρης, της μητέρας, της συζύγου και της γυναικας. Δεν είχε χώρο να αναπνεύσει. Γνώμη και ελεύθερη βούληση δεν επιτρεπόταν να έχει, απαγορευόταν ακόμη και να σκεφτεί. Έπρεπε μόνο να ικανοποιεί τους άλλους. Να εκτελεί τις επιθυμίες τους, να τους υπηρετεί μέχρι τελικής πτώσης. Κάποια στιγμή, μοιραία σχεδόν, νιώθει να πνίγεται και προσπαθεί να αποτινάξει από πάνω της αυτή τη δουλεία. Η πορεία της προς την ελευθερία δεν είναι εύκολη. Γιατί σταδιακά από θύμα γίνεται θύτης κι αρχίζει να δολοφονεί όποιον στέκεται εμπόδιο στον δρόμο της. Παρασύρεται σε ένα ατελείωτο γαϊτανάκι φόνων μέχρι να κατακτήσει την πολυπόθητη ελευθερία της.
Η ψυχογράφηση της ηρωίδας γίνεται μέσα από το αναδυόμενο φονικό της ένστικτο. Κι ο Νίκος Μαστοράκης την ακολουθεί στις ανάσες της μέσα σε έναν χώρο που στήνει αριστοτεχνικά (ο ίδιος έχει επιμεληθεί τα σκηνικά και τα κοστούμια). Στο βάθος της σκηνής δεσπόζει ένας μακρύς ορθογώνιος μπουφές που παραπέμπει σε Αγία Τράπεζα. Πάνω του οχτώ αναμμένα κεριά, οχτώ ψυχές που τρεμοσβήνουν. Στο κάτω μέρος το τσαγερό με τον ποτισμένο με δηλητήριο καφέ και τα φλυτζάνια. Όλα έτοιμα για τη φονική τελετουργία που θα λάβει σταδιακά χώρα μπροστά, σε ένα εξαιρετικά λιτό σαλόνι, εκεί που ζωντανοί και νεκροί θα γίνουν ένα.
Σκοπός της παράστασης δεν είναι να δικαιολογήσει τα γιατί της δολοφονίας. Καθόλου δε στέκεται σε αυτό. Το κοινό παρακολουθεί έξι απλές καθημερινές σκηνές της ηρωίδας με άτομα του περιβάλλοντός της, μέσα από τις οποίες διακρίνονται πεντακάθαρα οι μηχανισμοί εξουσίας που διέπουν τις σχέσεις της και την στραγγαλίζουν.
Μία σύγχρονη φόνισσα
Ο Νίκος Μαστοράκης “ζουμάρει” αριστοτεχνικά πάνω στο πρόσωπό της Γκεέσε- Μαρίας Κεχαγιόγλου- και σταδιακά την απογυμνώνει μέχρι να φτάσει στον πυρήνα της. Η Γκεέσε θα μπορούσε να είναι η Φραγκογιαννού, η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη ή μία από τις τρεις δούλες του Ζαν Ζενέ. Θα μπορούσε να είναι ένα σύγχρονο θύμα της πατριαρχίας, μία γυναίκα κακοποιημένη σωματικά και ψυχολογικά.
Όλοι οι ηρωες μπλέκουν σε αλλόκοτους χορογραφικούς συνδυασμούς (κίνηση Μαρίζα Τσίγκα). Ο ένας φόνος διαδέχεται τον αλλον και ο δρόμος της ελευθερίας φαίνεται στιγμιαία πως “ανοίγει”. Ο Διαμαντής Καραναστάσης, βροντερός στον ρόλο του συζύγου της, διατάζει για τον καφέ του, την εφημερίδα του, τη ρακή του και γίνεται έξω φρενών με τη φασαρία που κάνουν τα παιδιά. Το μοτίβο επαναλαμβάνεται διαρκώς σε διάφορες παραλλαγές. Η Γκέεσε πηγαινοέρχεται σαν ρομπότ υπακούοντας τις ανδρικές προσταγές του Γιωργή Τσαμπουράκη, του Άγη Εμμανουήλ και του “πατέρα” της Χάρη Τσιτσάκη. Πνίγεται ακόμη και με τις θρησκόληπτες νουθεσίες της μητέρας της (Καίτη Μανωλιδάκη). Τον τελευταίο της φόνο τον κάνει από καθαρή συμπόνια και λύπηση. Σκοτώνει τη γειτόνισσά της (Μαριάννα Δημητρίου) λέγοντάς της: «Ήθελα να σε προστατέψω από το να συνεχίσεις να ζεις τη ζωή που ζεις».
Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών είναι εξωστρεφείς, εγκλωβισμένες στα κουτιά των ρόλων τους και ποτισμένες με μία υπέρ το δέον δόση υπερβολής. Όλη την παράσταση διαπερνά μία ιδιαιτέρως αυξημένη ένταση, οι αυξομειώσεις απουσιάζουν. Αυτό εμποδίζει μεν το κοινό από το να αναπτύξει την όποια ενσυναίσθηση – είναι χαρακτηριστικό προς κάποιες φορές πολλοί γέλασαν αμήχανα όταν η Γκέεσε προσέφερε “αθώα” δηλητηριασμένο καφέ στο επόμενο θύμα της- αντικατοπτρίζει όμως τον ψυχισμό της ηρωίδας του από τη στιγμή που αποφασίζει να απελευθερωθεί από τα δεσμά της και δεν έχει άλλη διέξοδο για την αυτοπραγμάτωσή της από αυτό του φόνου.. Και -μαλλον- απολύτως συνειδητά ο Νίκος Μαστοράκης παρουσιάζει με μονοδιάστατο και γκροτέσκο τρόπο το σκληρό αυτό αστικό δράμα.
Συμπέρασμα
Ο Νίκος Μαστοράκης στήνει μία άψογα αισθητικά παράσταση για τη συμβολική αναζήτηση της ελευθερίας που συνομιλεί απευθείας με το σύγχρονο πατριαρχικό σύμπαν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως η παράσταση αυτή αποτελεί την πρώτη συνεργασία του Θεάτρου Τέχνης με το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης (έκανε πρεμιέρα στα Χανιά και αφού περιόδευσε σε πόλεις της Κρήτης παρουσιάζεται στο Θέατρο Τέχνης), μίας περιοχής ιδιαίτερα σκληρής με ‘παράδοση’ στην έμφυλη βία..
Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις