ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΤΟ “ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΟΛΑ” ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΝΤΩΣ ΦΑΒΟΡΙ ΓΙΑ ΤΟ ΟΣΚΑΡ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ;
Η χρονιά αρχίζει, ο δρόμος προς τα Όσκαρ ξεκινά. Μήπως ξέρουμε ήδη πού θα καταλήξει;
Όταν γράφαμε πριν μήνες για την τεράστια σύνδεση που απέκτησε άμεσα με την σημερινή κουλτούρα μια μικρή, χειροποίητη, άκρως φιλόδοξη ταινία με περίεργο τίτλο (Everything Everywhere All at Once το πρωτότυπο, Τα Πάντα Όλα στην Ελλάδα), δεν περιμέναμε απαραίτητα πως αυτό θα μεταφραζόταν σε μια ξέφρενη διαδρομή προς τα Όσκαρ.
Αλλά δεν δεν το περιμέναμε κιόλας.
Οι λόγοι είναι ήδη εκεί: Μια ταινία για μια κανονική, συνηθισμένη γυναίκα που σπάει υπό το βάρος της καθημερινής πίεσης και ρουτίνας, που αμφισβητεί διαρκώς τον εαυτό της και της επιλογές της, που καταλήγει να αναζητά όλες τις καλύτερες εκδοχές ζωών που δεν έζησε μαθαίνοντας μέσα από αυτή την περιπέτεια την αξία όσων έχει (και δεν έχει).
Ναι, υπάρχουν κι όλα αυτά τα περίπλοκα, υπάρχει το multiverse, υπάρχει κουνγκ φου, υπάρχει ένα σύμπαν με δάχτυλα-λουκάνικα, υπάρχουν όλα αυτά τα σαχλά και τα αστεία και τα πολύχρωμα. Μα πίσω από κάθε προσεκτικά χειροποίητα φτιαγμένο ξέσπασμα (επιστημονικής) φαντασίας, κρύβεται μια εν τέλει πλήρως αναγνωρίσιμη ιστορία, σε καθαρά δραματικό επίπεδο.
Οπωσδήποτε η ιδέα μιας κουνγκ φου κωμωδίας με παράλληλα σύμπαντα δεν ακούγεται σαν κλασική οσκαρική ταινία, αλλά καλό είναι να θυμόμαστε πως η ίδια η ιδέα της κλασικής οσκαρικής ταινίας είναι κάτι το αόριστο αν όχι αστήρικτο, κοιτάζοντας διαχρονικά τον θεσμό. Είναι συμβατική «οσκαρική ταινία» το βουβό γαλλικό παστίς φιλμ The Artist; Το κορεάτικο mash-up ειδών Parasite; Ένα πλήρως ανεξάρτητο γκέι δράμα ενηλικίωσης από έναν (τότε) παγκοσμίως πανάγνωστο σκηνοθέτη όπως ήταν ο Μπάρι Τζένκινς του Moonlight; Ένα πολεμικό σασπένς θρίλερ γυρισμένο από γυναίκα δημιουργό που καθόταν στα ράφια για ενάμιση χρόνο, όπως το Hurt Locker;
Κάντε τις δικές σας δοκιμές και θα διαπιστώσετε πως στην πραγματικότητα, αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως συμβατική οσκαρικότητα, γίνεται συμβατική οσκαρικότητα συνήθως κατόπιν εορτής. Μια ταινία μοιάζει φτιαγμένη για τα Όσκαρ επειδή κέρδισε πολλά Όσκαρ, αν αυτό βγάζει νόημα.
Οπότε ας αφήσουμε στην άκρη τον συγκεκριμένο παράγοντα. Το μόνο που εμποδίζει ταινίες από το να κερδίσουν το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, είναι το να είναι διχαστικές. Οι ταινίες της κάθε χρονιάς που μοιάζονται άσους και πεντάρια, που κάνουν κόσμο να καταλαβαίνει εντελώς διαφορετικά πράγματα βλέποντάς τες, που θα αφήσουν αρκετό κόσμο μουδιασμένο επειδή «χρειάζεται επεξεργασία το φιλμ», αυτές δεν θα κερδίσουν το μεγάλο Όσκαρ. Μπορεί κάποια από τα υπόλοιπα, δεν είναι απαγορευτικό– αλλά όχι το μεγάλο.
Αντιθέτως, μια ταινία σαν το Τα Πάντα Όλα, όσο ιδιόρρυθμη κι αν μοιάζει, δεν έχει αυτό το πρόβλημα. Στην Αμερική η κριτική την εκθείασε συλλογικά, ο κόσμος την αγκάλιασε μετατρέποντάς την σε ένα από τα λιγοστά αγνά μπλοκμπάστερ του ανεξάρτητου σινεμά τα τελευταία χρόνια, κι όσο για το περιεχόμενο; Εκτός του ότι είναι απρόσμενα προσβάσιμο και ικανό να κάνει τον θεατή να συνδεθεί μαζί του, το φιλμ εξηγεί τον εαυτό του διαρκώς, σε κάθε βήμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία για το τι λέει ή πώς το λέει, κανείς δε θα μπερδευτεί φεύγοντας από την αίθουσα– και το ότι είναι αστείο, ευρηματικό και πολύ συγκινητικό, κακό δεν κάνει.
Ωραία λοιπόν. Ναι, τελικά δεν είναι παράλογο μια τέτοια ταινία να μπορεί να μπει στο οσκαρικό παιχνίδι. Αλλά τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα το κάνει;
Καταρχάς, η ίδια της η επιτυχία. Είναι μια ανεξάρτητη ταινία με αληθινή οικονομική επιτυχία κι αυτό τη βάζει δεδομένα στο παιχνίδι. Στο οποίο παιχνίδι έχει διατηρηθεί εντέχνως, μέσα από διαρκή κουβέντα και έξυπνο προμοτάρισμα από την εταιρεία Α24, εδώ και μήνες. Για να αντέξει μια ταινία την κούρσα των Όσκαρ χρειάζεται καλά storylines, ώστε να κάνει τους ψηφοφόρους να πιστέψουν πως ψηφίζουν για κάτι μεγαλύτερο από (μόνο) το γούστο τους.
Έχουμε εδώ τη Μισέλ Γιο, μια θρύλο του ασιατικού σινεμά, δραματικά υποτιμημένη στην καριέρα της στο Χόλιγουντ, με έναν θαυμαστό πολυ-ρόλο όπου κάνει τα πάντα (όλα). Έχουμε τον Κι Χουάι Κουάν, τον αξιαγάπητο πιτσιρικά που όλοι θυμόμαστε με νοσταλγία από τα ‘80s και τους ρόλους του στο δεύτερο Ιντιάνα Τζόουνς και στα Goonies, που εγκατέλειψε την ηθοποιία γιατί το Χόλιγουντ δεν έδινε ευκαιρίες, και επέστρεψε τώρα. Έχουμε την Τζέιμι Λι Κέρτις, άλλη μια θρύλο του Χόλιγουντ που ποτέ δεν έλαβε την βραβειακή αναγνώριση που έπρεπε, και που τώρα έχει ξεπατωθεί να προμοτάρει την ταινία όπου σταθεί κι όπου βρεθεί. Κι έχουμε το ίδιο το φιλμ, ένας θρίαμβος εκπροσώπησης για χαρακτήρες και ιστορίες ασιατικής καταγωγής που, όπως είπαν οι ίδιοι οι σκηνοθέτες της, δείχνει πως «οι ασιάτες μπορούν να είναι ό,τι διάολο θέλουν».
Η ταινία πράγματι, έχει πάρει το box office της, και την κριτική της αποδοχή, και τους αγαπητούς σταρς της, και τα αναγνωρίσιμα δραματικά μοτίβα της, και τις αξιομνημόνευτες εικόνες της, και τα έχει μετουσιώσει όλα αυτά σε ένα πολύ δυναμικό ξεκίνημα στην κούρσα των φετινών βραβείων. Έχει μπει σε λίστες, έχει κερδίσει βραβεία ενώσεων κριτικών, και έκανε και πολύ γερή εμφάνιση στις νεκραναστημένες Χρυσές Σφαίρες, με υποψηφιότητες για Ταινία, Σκηνοθεσία, Σενάριο, Α’ και Β’ Γυναικείο και Β’ Ανδρικό ρόλο.
Δέχτηκε ένα μικρό πλήγμα με την ανακοίνωση των shortlists για τις τεχνικές κατηγορίες, όπου δεν συμπεριλήφθηκε σε εκείνες του Μακιγιάζ και των Οπτικών Εφέ. Είναι πιθανό αυτή η απουσία να μπορεί να χρεωθεί σε συντεχνιακά politics: Οι τεχνίτες των εφέ πολύ πιθανό να μην ήθελαν να επιβραβεύσουν μια ταινία της οποίας τα εφέ είναι φτιαγμένα από το τίποτα, που «χαλάνε την πιάτσα». (Είναι οπωσδήποτε μια προτιμότερη εξήγηση από την εναλλακτική, του να πιστεύει δηλαδή με κάθε ειλικρίνεια ένας καλλιτέχνης πως οι ψηφιακές λασπουριές της Marvel είναι καλύτερη οπτική δουλειά από το Τα Πάντα Όλα.)
Σε κάθε περίπτωση, αυτό δε θα παίξει και τόσο ρόλο: Τα Όσκαρ εν τέλει ακολουθούν τις ορέξεις των ηθοποιών περισσότερο από κάθε άλλου σωματείου. Κι οι ηθοποιοί (μάλλον) λατρεύουν την ταινία και τις εντυπωσιακές, γεμάτες φρεσκάδα, ερμηνευτικές δυνατότητες που έδωσε σε όλο το (αναγεννημένο) καστ της. Αν η ταινία κερδίσει το βραβείο καλύτερου ερμηνευτικού ensemble του σωματείου SAG, τότε κλειδώστε το και παίχτε το.
Σε μια ευρύτερη οπτική των πραγμάτων, η ταινία αυτή εκπροσωπεί με τον δικό της τρόπο αυτό που διαφαίνεται ως σαρωτική αλλαγή κατεύθυνσης στα φετινά Όσκαρ. Όχι επειδή κανείς το παρήγγειλε ή επειδή μπήκε κάποιος χαζός κανόνας τύπου «Όσκαρ Καλύτερου Μπλοκμπάστερ» που είχε κάποτε ηλιθιωδώς προταθεί. Αλλά επειδή, πολύ απλά, η Ιστορία κινείται σε κύματα.
Τι θέλουμε να πούμε; Ύστερα από μια διετία βουβαμάρας λόγω της πανδημίας, που συμπτωματικά ή μη συνοδεύτηκε από την ανάδειξη και τη βράβευση εξαιρετικά χαμηλών τόνων ταινιών (το Nomadland της Κλόι Τζάο και –θυμάστε άραγε;– CODA της Σιάν Χέντερ στην περσινή απονομή, μια ταινία που κανείς άνθρωπος δεν έχει σκεφτεί εδώ και 10 μήνες), η τάση τώρα είναι προς την άλλη κατεύθυνση.
Αρκεί κανείς να δει τις επικρατέστερες ταινίες για τα φετινά Όσκαρ και θα διακρίνει μια ξεκάθαρη τάση εξωστρέφειας σε σχέση με την εσωστρέφεια των περασμένων ετών. Ποια είναι τα μεγάλα φαβορί; Το Fabelmans του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Το Avatar: The Way of Water του Τζέιμς Κάμερον. Το Top Gun: Maverick. Το Top Gun: Maverick!! Η πολύ αστεία και πολύ συναισθηματική τραγικωμωδία Banshees of Inisherin του Μάρτιν ΜακΝτόνα, ενός δημιουργού που παίζει πάντα πολύ καλά στο κάθε κοινό. Το εκστατικό Elvis του Μπαζ Λούρμαν! Και το Τα Πάντα Όλα.
Υπάρχουν φυσικά κι άλλες ταινίες μες στο κόλπο, δεν ξεχάσαμε ξαφνικά το εσωστρεφές σινεμά: Ταινίες σαν το TAR με την Κέιτ Μπλάνσετ ή το επερχόμενο Women Talking της Σάρα Πόλεϊ αναμένεται να παίξουν μεγάλο ρόλο στα φετινά βραβεία, όμως η τάση είναι εμφανής. Φέτος θα Όσκαρ θα παίξουν με ταινίες που είτε είναι, είτε μοιάζουν, είτε ακούγονται σαν καλό, mainstream σινεμά. Που μπορεί να είναι ένα σωρό διαφορετικά πράγματα, φυσικά: Άλλο το mainstream του Σπίλμπεργκ κι άλλο του Τομ Κρουζ, άλλο το mainstream του Avatar κι άλλο του Τα Πάντα Όλα.
(Και θα παρατηρήσετε φυσικά την εκκωφαντική απουσία του Netflix από όλα αυτά, όμως αυτό είναι θέμα για άλλο άρθρο.)
Σε κάθε περίπτωση, τα Όσκαρ φέτος θα αφορούν ταινίες που αφορούν, κι αυτό είναι μια ενδιαφέρουσα εξέλιξη. Ποια είναι λοιπόν μια ταινία που έκανε εμπορικά πετυχημένη διαδρομή στα σινεμά, που συζητήθηκε υπέρ του δέοντος, που έχει τα storylines της, που θα κάνει τους ψηφοφόρους να αισθανθούν καλά ψηφίζοντάς την, που γεφυρώνει όσο καμία άλλη την απόσταση ανάμεσα στο λαϊκό σινεμά είδους και στο ανεξάρτητο κινηματογραφικό πνεύμα.
Ναι, ακριβώς. Μία μόνο από τις φετινές ταινίες έχει τα πάντα όλα υπέρ της, και γι’αυτό είναι το φετινό οσκαρικό φαβορί.