ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΛ ΤΟΜΑΣ ΑΝΤΕΡΣΟΝ Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ;
Σίγουρα πάντως είναι ανάμεσά τους. Η νέα του ταινία, Πίτσα Γλυκόριζα, φουντώνει ξανά τη συζήτηση.
Η διαδρομή της καριέρας του Πολ Τόμας Άντερσον κρύβει μέσα της διάφορα παράδοξα, ανάμεσα στα οποία και μια διαπίστωση με την οποία ίσως πολύς κόσμος διαφωνήσει, αλλά πάντως ο ίδιος θα έγνεφε καταφατικά χαμογελώντας διαβάζοντάς την: Οι ταινίες στο πρώτο μισό της καριέρας του μοιάζουν περισσότερο με τη φιλμογραφία ενός Πάρα Πολύ Σημαντικού Και Σοβαρού σκηνοθέτη, αλλά οι πιο πρόσφατές του είναι εκείνες στις οποίες -σαφώς χαλαρότερος ο ίδιος- το δημιουργικό του ταλέντο ξεδιπλώνεται πιο ολοκληρωτικά.
Είναι, για να το πούμε αλλιώς, καλύτερες ταινίες εν μέρει επειδή δεν μοιάζουν να απασχολούνται με το αν είναι Πάρα Πολύ Σημαντικό Σινεμά, αλλά απλώς υπάρχουν. Απλώς, είναι.
Το τι κάνει έναν σκηνοθέτη αληθινά σπουδαίο και το τι κάνει ένα σκηνοθέτη να παρουσιάζεται ως σπουδαίος είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Ευτυχώς κάποιες φορές μπορούν να ισχύουν και τα δύο ταυτόχρονα. Για παράδειγμα ο Κουέντιν Ταραντίνο, που σαφώς και είναι ένας από τους σπουδαίους αμερικάνους auteur της ιστορίας του σινεμά, από ένα σημείο και μετά ζούσε (και άρα σκηνοθετούσε) με αυτό το άγχος της κληρονομιάς. Άρχισε να κάνει ταινίες μετρώντας διαρκώς τι αφήνουν πίσω, και τι σημαίνουν για το όνομά του, και υπολογίζοντας διαρκώς τι πρέπει να κάνει σωστά και τι ρίσκα πρέπει να αποφύγει τελείως προκειμένου να μη χάσει το στάτους του.
Είναι κατανοητή η αγωνία του τι θα αφήσουμε πίσω μας, λιγότερο ή περισσότερο όλοι την έχουμε μέσα μας. Αλλά αυτοί οι διαρκείς υπολογισμοί κάποια στιγμή άρχισαν να βαραίνουν το ίδιο το έργο του Ταραντίνο – το να δεις ας πούμε σερί το Django Unchained και το Hateful Eight συνιστά άθλο, είναι ένα σινεμά απίστευτα μπουκωμένο.
Ο Ταραντίνο παρόλαυτά, του οποίου το πιο πρόσφατο φιλμ ήταν ευτυχώς πραγματικά θαυμάσιο, συγκαταλέγεται οπωσδήποτε στον αφρό των αμερικάνων σκηνοθετών. Εκεί ψηλά, με τον Ντέιβιντ Φίντσερ, τον Γουές Άντερσον. Και ναι, τον Πολ Τόμας Άντερσον. (Υπάρχει επίσης ο Κρίστοφερ Νόλαν που δεν είναι Αμερικάνος αλλά λειτουργεί σταθερά στην κορυφή του Χόλιγουντ οπότε το όνομά του πάντα ακούγεται σε παρεμφερείς συζητήσεις.) Μπορούμε όμως να δώσουμε κάπου τη ζώνη του πρωταθλητή; Έχει νόημα μια τέτοια διάκριση; Εξάλλου, όταν μιλάμε για μια έννοια όπως «μεγαλύτερος σκηνοθέτης αυτή τη στιγμή» λαμβάνονται πολλές παράμετροι υπόψην και σίγουρα δεν είναι ταμπέλα ταυτόσημη με το «καλύτερος».
Κάθε συζήτηση για τους καλύτερους αμερικάνους σκηνοθέτες αυτή τη στιγμή θα έπρεπε να περιλαμβάνει και κόσμο σαν τον Σον Μπέικερ (με τα αριστουργήματα Florida Project και Tangerine να καθορίζουν το ανεξάρτητο σινεμά των ‘10s), την Κέλι Ράιχαρντ (το περσινό της First Cow ήταν πολύ πιθανά η καλύτερη αμερικάνικη ταινία της τελευταίας διετίας), τον Μπάρι Τζένκινς (με το ιστορικής σημασίας Moonlight στο σινεμά και το σαρωτικό Underground Railroad στην τηλεόραση), ακόμα και παλιοσειρές σαν τον Μάικλ Μαν (ο οποίες επέλεξε τον ψηφιακό πειραματισμό αντί την σιγουριά του «καθαρού» πρεστίζ φιλμ) ή μοναδικές φιγούρες σαν τον Στίβεν Σόντερμπεργκ (μια ασταμάτητη μηχανή σινεμά που δε σταματά ποτέ να μαθαίνει και να αναζητά).
Όμως όταν μιλάμε για μεγαλύτερο ή για σπουδαιότερο, λαμβάνουμε υπόψην κι άλλες παραμέτρους. Όπως, ναι, το να φαίνεται, να πλασάρεται ως σπουδαιότερος. Που θα πει, ταινίες που μοιάζουν όλες Σημαντικές, που όλες προσθέτουν κάτι σε μια ευρύτερη αφήγηση, σε μια διαδρομή καριέρας. Ταινίες που βρέξει-χιονίσει θα είναι πάντοτε είναι events ακόμα και στο ευρύτερο -όχι αυστηρά σινεφιλικό- κοινό. Με διαρκή οσκαρική παρουσία. Με ένθερμους θαυμαστές. Με μεγάλες διακρίσεις σε μεγάλα Φεστιβάλ. Όλο το πακέτο.
Φυσικά υπάρχει ένα όνομα που δεν έχει ακόμα αναφερθεί και που είναι προφανέστατα ο αληθινά σπουδαιότερος ενεργός αμερικάνος σκηνοθέτης: Ο Μάρτιν Σκορσέζε. Αλλά αυτή είναι μια τεράστια συζήτηση που με χαρά θα κάνουμε κάποια άλλη στιγμή. Με τον Σκορσέζε δεδομένο, έχει ενδιαφέρον να κοιτάξουμε πίσω του, στη γενιά των σκηνοθετών που ξεπήδησαν στα ‘90s και να αναζητήσουμε εκεί τον σπουδαιότερο.
Ανάμεσα σε αυτούς, ο Πολ Τόμας Άντερσον έχει μια αληθινά ιδιάζουσα πορεία, με θεματικές και στυλιστικές αναζητήσεις που δεν τον αφήνουν ποτέ να παγιδευτεί μέσα στο λαβύρινθο των εμμονών του, παρά να δραπετεύει πάντα με τρόπο αβίαστο, παραδίδοντας διαρκώς κάτι νέο, κάτι φρέσκο. Από όλους τους παραπάνω σκηνοθέτες, για ποιον μπορούμε με σιγουριά να πούμε ότι η ταινία του που πλέον αγαπιέται με μεγαλύτερο πάθος είναι η όγδοή του; (O Σκορσέζε, να ποιος.)
Ο Άντερσον ξεκίνησε όπως και οι περισσότεροι της γενιάς του, από το Σάντανς. Έστειλε εκεί μια μικρού μήκους που γύρισε το 1993 με λεφτά που μάζεψε από το τζόγο και με την πιστωτική κάρτα της κοπέλας του. Η ταινία έγινε δεκτή στο Σάντανς κι εκεί μέσα από τις αναγκαίες γνωριμίες κατάφερε να κλείσει την πρώτη του μεγάλου μήκους δουλειά, το φιλμ Hard Eight του 1996, με ένα εντυπωσιακό καστ και με μια θέση στο παράλληλο τμήμα των Καννών, Ένα Κάποιο Βλέμμα. Έκτοτε, κάθε νέα του ταινία ήταν πάντοτε event.
Σε αυτή την πρώτη του περίοδο, με ταινίες σαν το Boogie Nights και το Magnolia να τον απογειώνουν, μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει τις επιρροές του. Φυσικά ο Άντερσον δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος σκηνοθέτης που θέλησε να γυρίσει μια δική του «ταινία Σκορσέζε» αλλά προς τιμήν του ήταν από τους καλύτερους που το έκαναν. Το Boogie Nights τον έφερε για τα καλά στο στερέωμα, πριν η Magnolia που ήρθε μετά να τον κάνει λατρεμένο μιας νέας γενιάς σινεφίλ.
Και πάλι όμως: Η Magnolia τον πετυχαίνει σε μια φάση που ο ίδιος δεν είναι ακόμα έτοιμος, όσο κι αν το φιλμ ακόμα μνημονεύεται από πολλούς ως κορυφαίο του. Είναι μια ταινία από έναν σκηνοθέτη που είναι ακόμα πρωτίστως φαν ενός άλλου σκηνοθέτη (του αξεπέραστου Ρόμπερτ Όλτμαν) παρά ένα ολοκληρωμένο δημιουργικό ον ο ίδιος. Χρόνια αργότερα, σε ένα φανταστικό ΑΜΑ στο reddit, ο Άντερσον ερωτάται ποιο θα ήταν το ένα πράγμα που θα έλεγε στον εαυτό του όταν γύριζε την Magnolia.
Η απάντησή του; «Χαλάρωσε λίγο και κόψε είκοσι λεπτά».
Το οποίο και συνέβη. Αμέσως μετά, παρέδωσε την ταινία που μια παθιασμένη μερίδα των φανς του ακόμα και μέχρι σήμερα θεωρούν ως το αληθινό, κρυφό αριστούργημα της φιλμογραφίας του: Το Punch-Drunk Love, μια μανιακή, σαρωτική ρομαντική κομεντί που σε σηκώνει από τα πόδια σου, με πρωταγωνιστές την Έμιλι Γουότσον και τον Άνταμ Σάντλερ, πολλά χρόνια πριν γίνει απολύτως αποδεκτό το κόνσεπτ «Άνταμ Σάντλερ» από την εστέτ σινεφιλία.
Η ταινία, όπως και κάθε άλλη δουλειά του Άντερσον, είναι άψογη στην κατασκευή της, μια άσκηση στυλ τόσο ουσιαστική και φαινομενικά αβίαστη που τελικά δεν μοιάζει ποτέ μα ποτέ με άσκηση στυλ. Ταυτόχρονα αποτελεί την απρόσμενη δημιουργική στροφή που αληθινά ανυψώνει τον σκηνοθέτη, βγάζοντάς τον από το όποιο δημιουργικό αδιέξοδο θα τον συναντούσε στην πορεία και λήγοντας από νωρίς την όποια συζήτηση περί επανάληψης. Πολλά μπορεί κανείς να πει για τον Πολ Τόμας Άντερσον, αλλά σε κανένα σημείο της καριέρας του δεν άφηνε να φανεί ούτε υποψία δημιουργικής εξάντλησης.
Η ταινία απολαμβάνει καλτ στάτους στο πλαίσιο της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη, όμως είναι η επόμενη που τον φέρνει στην πρώτη γραμμή των Όσκαρ. Ο ίδιος θα προταθεί μεταξύ άλλων και για Καλύτερη Σκηνοθεσία – μέχρι σήμερα έχει προταθεί προσωπικά για 8 συνολικά Όσκαρ. Το There Will Be Blood χωρίς να είναι απαραιτήτως η καλύτερη ταινία του (αν και για πολύ κόσμο, είναι) διαθέτει τη στόφα μιας Μεγάλης Αμερικάνικης Νουβέλας. Είναι ένα αφηγηματικά αραιό αλλά νοηματικά και εικονογραφικά πυκνό (δείτε και μόνο το υποβλητικό εναρκτήριο εικοσάλεπτο) πορτρέτο για τη γέννηση της πετρελαιοβιομηχανίας πάνω στο γύρισμα του αιώνα, ένα σκοτεινό έπος για το έρεβος που γέννησε τη σύγχρονη Δύση. Με πρωταγωνιστή, τον μάλλον αδιαμφισβήτητα κορυφαίο ηθοποιό των τελευταίων 30 χρόνων.
Το There Will Be Blood είναι, εν ολίγοις, ακριβώς η πρεστίζ ταινία που οι Σημαντικότεροι Σκηνοθέτες διαρκώς επιδιώκουν. Αλλά η μαγεία στο σινεμά του Άντερσον είναι πως ποτέ δεν ενδιαφερόταν μόνο για κάτι τέτοιο, ποτέ δεν έμοιαζε με ένα πράγμα. Τις ταινίες του συνδέουν πολλά εμφανή εργαλεία όπως η μουσική, η έντονη κινηματογράφηση, η χρήση τεράστιων ηθοποιών σαν τον Ντάνιελ Ντέι-Λιούις, τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, τον Χοακίν Φοίνιξ, την Τζούλιαν Μουρ, αλλά το σινεμά του δεν πάσχει ποτέ από ομοιομορφία ή προβλεψιμότητα.
Λειτουργεί ενοποιητικά ως προς τον τρόπο που προσεγγίζει και σκιαγραφεί τους χαρακτήρες, το ασύγκριτο αφηγηματικό flow του, το πώς κατασκευάζει τις ιστορίες του ώστε να μοιάζουν συμπαγείς αλλά και αεράτες την ίδια στιγμή, η διαρκής εξερεύνηση της αμερικάνικης ψυχοσύνθεσης μέσα από διηγήσει που συνδέουν την ελαφρότητα της μνήμης με τη βαρύτητα της Ιστορίας – αλλά και μια ανεπανάληπτη ικανότητα να εντοπίζει και να απεικονίζει την ενέργεια, την ένταση ανάμεσα σε ανθρώπους και μεταξύ ανθρώπων και του περιβάλλοντός τους, το πώς η ένταση μεταβάλλεται, μετατοπίζεται, ανακυκλώνεται. Με αυτό τον τρόπο εντοπίζει κανείς μια εμφανή τελικά σύνδεση ανάμεσα σε δύο ταινίες σαν το There Will Be Blood και το Phantom Thread, οι οποίες επιφανειακά δε θα έμοιαζαν να έχουν καμία σχέση.
Η ικανότητά του να ξεφεύγει από την εύκολη κατηγοριοποίηση και το να παραμένει κάπώς άπιαστος, μας χαρίζει σε αυτό το σημείο ένα σερί ταινιών που πολλαπλές θεάσεις μετά, δεν δίνουν καν προφανή απάντηση στο «τι είναι». Τι είναι το Master; Ένα υπαρξιακό ψυχολογικό δράμα πάνω στην ίδια τη διαδρομή της Αμερικής στον 20ό αιώνα; Ναι, όπως κι αν ερμηνεύεται αυτό κινηματογραφικά. Η δυναμική πάντως ανάμεσα στους δύο κεντρικούς χαρακτήρες, του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν και του Χοακίν Φοίνιξ, είναι κατεξοχήν αντερσονική, με διαρκείς σιωπηλές εναλλαγές και μια σχεδόν ερωτική ένταση που εκφράζεται μέσα από τους χώρους, τα κάδρα, την ενέργεια. (Κι οι δυο τους προτάθηκαν για Όσκαρ όπως κι η Έιμι Άνταμς – ήταν οι μόνες τρεις υποψηφιότητες του φιλμ.)
Ο Φοίνιξ πρωταγωνιστεί και στο Inherent Vice που ακολουθεί, την κατεξοχήν «τι είναι» ταινία της φιλμογραφίας του Άντερσον και το απόλυτο mood piece της. Στο Λος Άντζελες του ‘70, ένας χίπης ντετέκτιβ ερευνά τρεις παράλληλες υποθέσεις την ώρα που η πρώην του έχει εξαφανιστεί. Διασκευάζοντας Τόμας Πίντσον με ένα κινηματογραφικό πλέγμα που μοιάζει ταυτόχρονα υπερβολικά μπλεγμένο όσο και εντελώς απλό και λιτό ως προς τα vibes του, ο Άντερσον επιβεβαιώνει τις δημιουργικές διαθέσεις του.
Σε όλο του το σινεμά συναντάμε ήρωες που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εφάπτονται διαρκώς με κοινότητες (συνήθως στην Καλιφόρνια της όποιας περιόδου) για τις οποίες καταλήγουν -ή πάντα ήταν- εκτός τόπου και χρόνου. Οι διαδρομές τους ακολουθούν έναν δικό τους εσωτερικό ρυθμό, που τους διαχωρίζει από το περιβάλλον τους, έναν ρυθμό που μπορεί να εκφράζεται με μια πλειάδα τρόπων: από τους μηχανισμούς μιας διαδικασίας, την ομιλία, την κίνηση, την εξέλιξη της πλοκής ή -σημαντικότερα- τους χτύπους της καρδιάς. Μιας και ο έρωτας, το πάθος, εμπεριέχεται πάντοτε σε αυτές τις ιστορίες (ειδικά σε αυτή την ύστερη περίοδο του σινεμά του).
Μιλώντας για ρυθμό, σε αυτό το διάστημα ο Άντερσον αρχίζει να δουλεύει ασταμάτητα πάνω σε απεικόνιση μουσικής. Γυρίζει το μουσικό ντοκιμαντέρ Junun, βιντεοκλίπ των Radiohead, το φανταστικό Divers της Joanna Newsom και μισή ντουζίνα βίντεο για τα εντελώς «ηλιόλουστη Καλιφόρνια» κομμάτια των Haim – πραγματικά, μερικά από τα καλύτερα έργα της φιλμογραφίας του. Το ταίριασμα είναι απόλυτα φυσικό και επιβεβαιώνει αυτό το «χαλάρωμα» για το οποίο ο ίδιος θα συμβούλευε τον νεότερο εαυτό του.
Κι αν υπό αυτή την έννοια το Inherent Vice είναι κομβικής σημασίας, αλλά μήπως το ίδιο δεν ισχύει και για το Phantom Thread; Η ταινία που έβγαλε προσωρινά τον Daniel Day Lewis από την συνταξιοδότηση και μας σύστησε την Vicky Krieps μέσα από μια εκπληκτική breakthrough ερμηνεία, εμπεριέχει κάθε ένα από τα μοτίβα της φιλμογραφίας του, όντας παράλληλα η πιο περίτεχνα και απρόσμενα ρομαντική όλων. Προτάθηκε για 6 Όσκαρ κερδίζοντας το ένα και, όχι πως ποτέ ο Άντερσον είχε πέσει ποτέ στην πραγματικότητα, αλλά πάντως ανανέωσε εντυπωσιακά τόσο το στάτους του όσο και το πάθος του κοινού και της κριτικής απέναντι στο έργο του.
Η Πίτσα Γλυκόριζα είναι περιέργως, πιο εσωτερικό αλλά ταυτόχρονα και πιο προσβάσιμο φιλμ. Πιο εσωτερικό γιατί είναι φτιαγμένο παρέα με φίλους και συγγενείς φίλων (οι πρωταγωνιστές είναι η οικογενειακή φίλη Αλάνα Χάιμ των Haim, και ο Κούπερ Χόφμαν, γιος του Φίλιπ Σέιμουρ), και γιατί αποτελεί συρραφή ανεκδότων που εμφανέστατα έχει ο ίδιος κάποτε ακούσει (ή ίσως και να έχει ζήσει) όταν ήταν μικρός στην περιοχή του Σαν Φερνάντο της Καλιφόρνια όπου και μεγάλωσε. Πιο προσβάσιμο, επειδή είναι μια γνώριμη ιστορία ενηλικίωσης, υποδειγματικά κατασκευασμένη και γυρισμένη, με ρυθμό, με αυξομειώσεις έντασης, με φόντο γνώριμα πρόσωπα, καταστάσεις και περιόδους.
Είναι, ξανά, ο Πολ Τόμας Άντερσον σε φάση που αρνείται να πλασάρει τον εαυτό του ως κάτι το μεγαλειώδης, κάνοντας ένα σινεμά από το οποίο απουσιάζει πλήρως ο στόμφος, σινεμά που κυλάει, ρυθμικά, που αρνείται την εύκολη και προφανή δραματουργική κάθαρση, σινεμά μαγευτικής κατασκευής και σπουδαίου περιεχομένου. Χαλαρό και ακριβές την ίδια στιγμή, είναι ένα σινεμά που -για μια ακόμα φορά- ακολουθεί τον εντελώς δικό του εσωτερικό ρυθμό.
Σαν κάποιους από τους ήρωές του, έτσι κι ο Πολ Τόμας Άντερσον ακολουθεί τη δική του διαδρομή, τη δική του διάθεση, μοιάζοντας πρωτίστως ικανοποιημένος με το πού βρίσκεται στη ζωή και στο σινεμά του. Δεν υπάρχει απολύτως τίποτα αγχωτικό ή βεβιασμένο στο έργο του. Κι αν δεν είναι ο σπουδαιότερος αμερικάνος σκηνοθέτης αυτή τη στιγμή, τον ίδιο σίγουρα αυτή η συλλογιστική τον αφήνει αδιάφορο. Είναι κάτι διαφορετικό, κάτι εντελώς δικό του, δεν μοιάζει με κανέναν. Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει απολύτως κανείς σαν αυτόν. Είναι ο Πολ Τόμας Άντερσον, είναι πάντοτε μαγευτικός, είναι πάντοτε chill. Βρίσκεται σε μια άλλη κορυφή.