ΕΝΑΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ, ΜΑΣ ΦΙΛΟΞΕΝΗΣΕ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥ, ΤΗΝ ΚΟΝΙΤΣΑ
Χορεύοντας με μοιρολόγια στο τριήμερο φεστιβάλ "Γιατί 'ναι μαύρα τα βουνά" του Κρίστοφερ Κινγκ και της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.
Με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά και με ένα μικρό πλαστικό ποτήρι γεμάτο τσίπουρο να εμφανίζεται στο χέρι του συνήθως μετά τις 11, ο Κρίστοφερ Κινγκ περπατούσε ανάμεσα στο πλήθος του φεστιβάλ, χαιρετώντας όσους είχαν έρθει να ακούσουν τις μουσικές των νοτίων Βαλκανίων.
Αλλά και όσους ήθελαν να δουν τον ίδιο από κοντά. Τον μανιώδη συλλέκτη δίσκων γραμμοφώνου, που όταν άκουσε για πρώτη φορά ένα ηπειρώτικο μοιρολόι, δεν διέφερε σε τίποτα από κάποιον που τον χτύπησε κεραυνός στη μέση μίας λίμνης.
Το φεστιβάλ “Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά” έμοιαζε να ήταν το δικό του δώρο στην πόλη που τον αγκάλιασε. Σε συνεργασία με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, ο μόνιμος πλέον κάτοικος της περιοχής, έστησε ένα διονυσιακό “δεν είναι πανηγύρι, είναι πνευματική εμπειρία” τριήμερο στην αυλή του “σπιτιού της Χάμκως”, της μητέρας του Αλή Πασά που σώζεται στην κορυφή της Κόνιτσας.
Από τις 9 έως τις 11 Ιουνίου, μουσικοί και από τις δύο πλευρές των ελληνικών συνόρων, έπαιξαν και τραγούδησαν στη σκιά των επιβλητικών βουνών, που όσο και αν το ηλιοβασίλεμα επέμενε να χρωματίζει τα σύννεφα από πάνω τους, εκείνα έστεκαν αδιάφορα -και πιστά στον τίτλο του τραγουδιού που έδωσε το όνομά του στο φεστιβάλ.
Την πρώτη μέρα, η ανηφόρα που οδηγούσε απ’ το δημαρχείο έως το σπίτι της Χάμκως, έμοιαζε σαν ένα έμμεσο τεστ κοπώσεως για τους λάτρεις της παραδοσιακής μουσικής αλλά και τους γνήσια άσχετους -ένα βελάκι εμφανίζεται απ’ το πουθενά και με δείχνει.
Κόσμος καθόταν στις λιγοστές καρέκλες, στο χώμα ή στις πέτρες-απομεινάρια από τα βοηθητικά κτίρια που δέσποζαν κάποτε στην αυλή του σπιτιού. Και όσο ο ήλιος έσβηνε στα δεξιά μας, μέσα στα βουνά της Αλβανίας, ο Κινγκ είχε βάλει μπροστά την αφηγηματική του πρόζα, καλωσορίζοντάς μας με την χαρακτηριστική του φωνή. (Θυμίζει μπλουζίστα που το ‘σκασε απ’ το 1932 για χάρη μας).
Το φεστιβάλ ξεκίνησε με την αυθεντική προπολεμική ηχογράφηση του “Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά” μέσα από ένα δισκάκι που έχει σώσει ο ίδιος, παρέα με δεκάδες άλλα εκείνης της περιόδου.
(“Έρευνα και διάσωση” πολιτιστικών στοιχείων, πολύτιμες ενέργειες που μεταξύ άλλων του χάρισαν και την τιμητική ελληνική πολιτογράφηση).
Τη σκυτάλη απ’ το πικάπ πήρε η ζωντανή μουσική με πρώτες τις επτά τραγουδίστριες πολυφωνικών από τη νότια Αλβανία και τη βόρεια Ελλάδα, τις “Ισοκράτισσες”. Τα λεπτοκεντημένα μοιρολόγια τους, χωρίς μουσικά όργανα, με τη μία φωνή να συμπληρώνει την άλλη και όλες μαζί να δημιουργούν το χαρακτηριστικό πεντατονικό χρώμα της Ηπείρου, απαίτησε -και προκάλεσε- την απόλυτη ησυχία.
Σειρά είχαν ο Κώστας Καραπάνος και ο Όρελ Κίρτζο από την Κορυτσά, μέλη του τετραμελούς συγκροτήματος ηπειρωτικής ορχηστρικής μουσικής, που έχει την εξής ιδιαιτερότητα -για μας που δεν ξέρουμε και πολλά τουλάχιστον: στη θέση του κλαρίνου, έχουν τοποθετήσει το βιολί, θυμίζοντας πώς αυτό ήταν το βασικό όργανο της ηπειρώτικης μουσικής μέχρι το νεοφερμένο ευρωπαϊκό πνευστό να κατακτήσει σταδιακά τις κοινότητες των Ηπειρωτών.
Η πρώτη μέρα τελείωσε με ένα ντοκιμαντέρ-διαμάντι: το “Pericles in America” (1988) του Αμερικανού Τζον Κοέν για τον Περικλή Χαλκιά, τον πατέρα του Πετρολούκα. Με σκηνές που θύμιζαν τους Έλληνες χρυσοχόους της Νέας Υόρκης όπως τους απέδωσε το “Uncut Gems”, το σπάνιο ντοκιμαντέρ μας είχε προκαλέσει και μια μακάβρια ανυπομονησία. Και θα εξηγήσω αμέσως γιατί.
Στην εισαγωγή του ο Κινγκ προειδοποίησε ότι κατά τη διάρκεια του θα δούμε τη μητέρα του Πετρολούκα να πιάνει την καρδιά της, προτού το πλάνο αλλάξει και μας μεταφέρει απότομα σε κάποια άλλη σκηνή. Αυτό που δεν θα βλέπαμε και κόπηκε στο μοντάζ ήταν την ίδια, δέκα δευτερόλεπτα μετά, να πεθαίνει στην πραγματικότητα. Οπότε παραδέχομαι ότι απ’ την αρχή το μυαλό μου ήταν εκεί, να προσέξω αυτήν τη μακάβρια λεπτομέρεια.
Και πράγματι ήρθε μετά από έναν χορό, τη στιγμή που η γυναίκα κάθισε σε μια πλαστική καρέκλα, στην αυλή του σπιτιού της στην Αμερική για να ξεκουραστεί. Χαμογελαστή και ειρωνικά ανυποψίαστη.
Το μεσημέρι της δεύτερης ημέρας, οι Ισοκράτισσες περίμεναν τον κόσμο στην κεντρική πλατεία της Κόνιτσας για να διδάξουν το τραγούδι τους, τη φωνητική δομή του, σε ένα ιδιότυπο αυτοσχέδιο εργαστήριο. Όσο εκείνες εξηγούσαν -και οι συμμετέχοντας μιμούνταν τους ήχους τους κάπως κωμικά- κάτι πιτσιρίκια στον περίβολο της πλατείας, έβαζαν ένα στοίχημα καθώς τους φαινόταν απίστευτο αυτό που τους έλεγε ένας από την παρέα: ότι το βράδυ στο φεστιβάλ θα εμφανιζόταν ο Light.
Δώσανε τα χέρια αλλά δεν έμαθα ποτέ αν τήρησαν το στοίχημα, όταν το ίδιο βράδυ είδαν στη σκηνή αντί για τον Light, τον Νέγρο του Μοριά. Ξέρω ότι ακούγεται σαν μια ιστορία που μόλις επινόησα, αλλά όχι. Είναι αλήθεια και είναι ο λόγος μου εναντίον όποιου νομίζει ότι το έβγαλα απ’ το μυαλό μου.
Όταν το βράδυ, δεκάδες έφηβοι -και λίγο μεγαλύτεροι- είχαν στριμωχτεί μπροστά στη σκηνή, αφήνοντας τους μεγαλύτερους πίσω να απορούν, ο Νέγρος του Μοριά φώναξε απ’ το μικρόφωνο κάτι που συνόψιζε ό, τι ακριβώς συνέβαινε: “Οι μπροστά γουστάρετε; Οι πίσω έχετε σκαλώσει;”.
Με τον Odydoze στα decks να πειράζει τα ηπειρώτικα 78άρια και τα 45άρια και τον Κέβιν να ραπάρει πάνω από κλαρίνα και πίπιζες του περασμένου αιώνα, η παράδοση είχε πιάσει κουβέντα με το σήμερα σε μια γλώσσα κάπως εποικοδομητικά ιερόσυλη. Άλλωστε, στο τελευταίο του άλμπουμ, το “Θράσος”, ο Κέβιν και ο παραγωγός του είχαν ήδη κάνει αυτήν την “κουβέντα” χρησιμοποιώντας samples απ’ τα δισκάκια του Κινγκ. Τα είχαν ξετρυπώσει, όταν πριν από μερικούς μήνες ανέβηκαν στην Κόνιτσα για να γνωρίσουν από κοντά τον Αμερικανό εθνομουσικολογο και συγγραφέα.
Ο Νέγρος του Μοριά έφυγε, λέγοντας ότι “αυτό είναι το τελευταίο τραγούδι γιατί οι παππούδες θέλουν να ακούσουν κλαρίνα”, και στη σκηνή εμφανίστηκαν οι Βασίλ Τζίου και The Soul of Myzeqe από την κεντρική Αλβανία, κουβαλώντας ήχους από σάζι, κλαρίνο, ακορντεόν και ντέφι.
Η βραδιά έκλεισε με προβολή -ξανά. Αυτήν τη φορά πάνω στον πετρόχτιστο τοίχου του σπιτιού προβλήθηκαν οι βωβές ταινίες των αδερφών Μανάκια (πρωτοπόρων κινηματογραφιστών των νοτίων Βαλκανίων, 1905-1912) υπό τον ήχο ζωντανής ορχήστρας, που έντυνε με ένα αυτοσχέδιο σάουντρακ το κάθε πλάνο.
Τους μουσικούς από την Αλβανία, κάποιοι τυχεροί τους συναντήσαμε λίγο αργότερα και σε μια ταβέρνα. Τραγούδησαν ξανά. Καθιστοί, μπροστά σε πιατέλες που κάποτε είχαν κρέατα, δεν μπόρεσαν να πουν “όχι” στους Έλληνες που από τις δίπλα καρέκλες, τους φώναζαν μουσικές φράσεις και στίχους, σαν να τους προκαλούσαν να συνεχίσουν από εκεί που οι ίδιοι τους άφηναν.
Μου έμεινε ένα τραγούδι τους που έλεγε κάτι σαν “ζόνια Κατερίνα” στο ρεφρέν, αλλά το γκουγκλάρισμα μου μέχρι στιγμής και οι ελλιπείς γνώσεις των αρβανιτών συγγενών μου στους οποίους απευθύνθηκα, δεν έχουν αποδώσει καρπούς για να πω κάτι περισσότερο. Να δώσω περισσότερα στοιχεία.
Η τρίτη μέρα του φεστιβάλ ήρθε μαζί με τις χαμηλές θερμοκρασίες. Η βροχή που είχε προηγηθεί το μεσημέρι μας είχε προϊδεάσει. Το ψιλό μπουφάν ήταν έτσι κι αλλιώς απαραίτητο τις προηγούμενες ημέρες -προφανώς το πρώτο βράδυ το ξέχασα-, τώρα όμως χρειαζόταν και κάτι παραπάνω. (ρέφαρα με πουλόβερ)
Όσοι όμως φοβήθηκαν το κρύο και υπέκυψαν στην βλάσφημη παρόρμηση να μείνουν στο σπίτι τους, έχασαν την Εβρίτικη Ζυγιά, την πιο γλεντζεδικη κομπανία του τριημέρου.
Το γκρουπ από τη Θράκη ακολούθησε μετά από το πολύ ενδιαφέρον βορειομακεδονίτικο συγκρότημα των Bajsa Arifovska Folk Group, που έφεραν την γκάιντα στην κορυφή της Κόνιτσας και την παρέδωσαν στα χέρια των παιδιών απ’ τη Θράκη. Εδώ όμως θέλω να σταθώ σε κάτι άλλο.
Και εκείνο το βράδυ όταν το συγκρότημα μιλούσε για την καταγωγή του, και το προηγούμενο βράδυ όταν ο Βορειομακεδόνας καθηγητής Ατάνας Τσουπόσκι προλόγισε την ταινία των αδερφών Μανάκια, είχα μία περιέργεια: πώς θα ακουγόταν στα αυτιά των ντόπιων οι λέξεις “βόρεια Μακεδονία” και “Βορειομακεδόνας”.
Κάθε φορά που ακουγόταν κάτι ανάλογο, έψαχνα για εκφράσεις δυσαρέσκειας στα πρόσωπα των διπλανών μου. Με μεγάλη μου ανακούφιση, πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν είδα κανέναν να σχολιάζει άσχημα ούτε καν να δείχνει να δυσανασχετεί.
Για την Εβρίτικη Ζυγιά τώρα. Όλα τα γκρουπ, και στις τρεις ημέρες, το τελευταίο τους τραγούδι το έπαιζαν ανακατεμένοι με τον κόσμο. Άφηναν τη σκηνή, πήγαιναν κάτω στην “πλατεία” και το πλήθος χόρευε -και φωτογραφιζόταν προφανώς- γύρω τους. Ήταν κάτι σαν συμφωνημένο, μεταξύ των γκρουπ και του φεστιβάλ. Και η Ζυγιά δεν πρωτοτύπησε εδώ. Εκεί όμως που ξεχώρισε είναι το ψυχικό πανδαιμόνιο που προκάλεσε με τους ζωναράδικους σε έναν κόσμο που ήδη χτυπιόταν στους θρακιώτικους σκοπούς τους.
Ήταν το πιο ανεβαστικό act του τριημέρου. Σαν να έβλεπες μια ροκ μπάντα που συνέχιζε να παίζει παρά το κομμένο ρεύμα.
Το πρωί της Δευτέρας το φεστιβάλ ήταν παρελθόν, τα βουνά ακόμη μαύρα και εγώ μέσα σε ένα πούλμαν για την Αθήνα.
Το Spotify μου, προσπαθώντας να μου κάνει παρέα, περιπλανιόταν σε μια άγνωστη περιοχή. Τα “Kitsos Harisiadis” και “Alexis Zoumbas” μάλλον δεν του έλεγαν και πολλά, όπως δεν έλεγαν και σε μένα μερικές ημέρες πριν. Και μάλλον θα συνέχιζαν να μη μου λένε πολλά και μερικές ημέρες μετά, όταν θα μου έφευγε το όψιμο κόλλημα με τα ηπειρώτικα.
Για αυτό το μικρό διάστημα όμως που παρεμβάλλεται -ας το ονομάσουμε για ευκολία “τώρα”-, θα αφήσω τα κλαρίνα να δοκιμάζουν τις προτιμήσεις μου στη μουσική. (Δεν νομίζω ότι έχω και κάποια άλλη επιλογή, έτσι κι αλλιώς).