ΕΥΒΟΙΑ: ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΖΟΥΣΑΝ ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΣΟΣ
Μαρτυρίες από τους επαγγελματίες που εκτός από την οικολογική βιώνουν και από πρώτο χέρι την οικονομική καταστροφή.
Δεν μπορεί να θυμηθεί πότε ακριβώς η φωτιά κύκλωσε το χωριό του, τις Μηλιές στη Βόρεια Εύβοια. «Ήμουν από την πρώτη στιγμή στο μέτωπο, έχω χάσει τις μέρες και το μέτρημα», λέει. Ο Νίκος Δημητράκης θυμάται μόνο ότι έμεινε πίσω με τους συγχωριανούς του, για να σώσουν τα σπίτια τους, με δικά τους αγροτικά μηχανήματα και τα χέρια τους. Το δεύτερο σπίτι τους, ένα από τα πιο όμορφα πευκοδάση στην Ελλάδα, δεν υπάρχει πια. Η φωτιά έκαψε ως και το χώμα.
Οι άνθρωποι στις Μηλιές και τα γύρω χωριά στη Βόρεια Εύβοια, περισσότερες από 850 οικογένειες, ζούσαν σχεδόν αποκλειστικά από την ρητινοκαλλιέργεια, δηλαδή τη συγκομιδή ρητίνης από τα πεύκα. Η τοπική οικονομία και οι ζωές των ανθρώπων ήταν ταυτισμένες με το δάσος. Ο Δημητράκης, στα 30 του σήμερα, έμαθε τη δουλειά από τον πατέρα του κι εκείνος από τον δικό του. Μιλά με αγάπη για τα πεύκα, περίπου σαν να αναφέρεται σε ανθρώπους. «Φέτος είχα βάλει 4.000 σακούλες και τον επόμενο μήνα θα συνέλεγα τον κόπο μιας χρονιάς», λέει.
Οι σακούλες τοποθετούνται στα πεύκα τον Φλεβάρη και κάθε 18 μέρες η πληγή του δέντρου αλείφεται με «πάστα» για να στάξει φρέσκια ρητίνη. Η συγκομιδή – συνολικά ως και 5.000 τόνοι – πωλείται σε ένα εργοστάσιο στα Μέγαρα και ένα στη Χαλκίδα. Από τη ρητίνη παράγεται κολοφώνιο κι έπειτα διατίθεται για μια σειρά από χρήσεις, κυρίως στην αγορά χημικών. Τώρα, όμως, ο παραπάνω κύκλος έχει σπάσει.
Η καταστροφή είναι ανυπολόγιστη, κάηκαν συνολικά 512.000 στρέμματα δασικής έκτασης, περίπου το 85% του πευκοδάσους. Πολλοί «ρετσινάδες» σκέφτονται να αλλάξουν επάγγελμα ή να κατέβουν για δουλειά στην Αθήνα. Αν η κλιματική αλλαγή αποτελεί μία από τις αιτίες της καταστροφής, δίπλα στην ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού, τότε οι ίδιοι άνθρωποι ενδέχεται να είναι οι πρώτοι μετανάστες της κλιματικής κρίσης στην Ελλάδα.
Φίλοι του Δημητράκη στις Μηλιές και τα γύρω χωριά σκέφτονται ότι πρέπει να φύγουν, «Ένας βρήκε ήδη δουλειά σε εργοστάσιο στη Χαλκίδα, γιατί τίποτα δεν τον κρατά εδώ», λέει. «Εγώ σκέτομαι να πάρω ένα άτοκο δάνειο, για να αγοράσω γη και να φυτέψω δέντρα. Θα πάρει κάποια χρόνια, αλλά δεν θέλω να φύγω».
Το δάσος που γίνεται ζούγκλα
Ο Γιάννης Φεγγερός, αντιπρόεδρος του σωματείου ρητινοκαλλιεργητών της Εύβοιας, είναι από το διπλανό χωριό, τον Κρυονερίτη. Περιγράφει την ίδια τρέλα και απόγνωση την ώρα της φωτιάς, όταν δεν υπήρχε δίπλα τους κανένα πυροσβεστικό μέσο. «Μεταφέραμε τους ηλικιωμένους και γυρίσαμε για να σώσουμε το χωριό. Με δικά μας μηχανήματα και με τα χέρια μας».
«Όλοι στα δικά μας χωριά είναι ρητινοκαλλιεργητές. Κάηκαν τα πάντα και το δάσος χρειάζεται 35-40 χρόνια για να ξαναγίνει», λέει ο Φεγγερός. Εκτός από τα πεύκα, ο ίδιος είχε και λίγα μελίσσια, που επίσης καταστράφηκαν. «Τον Απρίλιο είχαμε ανοίξει τα μονοπάτια. Λένε ότι δεν ήταν καθαρά. Πώς θα πας από πεύκο σε πεύκο; Τα πελεκάμε τα δέντρα, δεν γίνεται αλλιώς», εξηγεί. Την ίδιο πράγμα ακούσαμε από τους περισσότερους ανθρώπους στην περιοχή που καταστράφηκε, όμως είναι μία κρίσιμη λεπτομέρεια.
Φέτος τον χειμώνα έριξε δύο μέτρα χιόνι στη Βόρεια Εύβοια. Οι ρητινοκαλλιεργητές είχαν προειδοποιήσει εγκαίρως ότι υπάρχουν πολλά σπασμένα κλαδιά στο δάσος, όμως δεν ακούστηκαν.
Στη Βόρεια Εύβοια, όπως σε πολλές περιοχές ανά την Ελλάδα, υπάρχουν ιδιωτικές και μικτές δασικές εκτάσεις, δηλαδή με ιδιοκτήτες ιδιώτες ή Δήμους, οι οποίοι έχουν αντίστοιχα την ευθύνη για τον καθαρισμό των εκτάσεων από τα ξερόκλαδα και την επικίνδυνη η καύσιμη ύλη κι επίσης τη διάνοιξη δρόμων η αντιπυρικών ζωνών.
Στην περίπτωση των ιδιωτικών δασών, οι ιδιοκτήτες, στην πλειονότητά τους φτωχοί χωρικοί, σε συνεργασία με τους τοπικούς συνεταιρισμούς, πρέπει να πληρώσουν έναν μηχανικό δασών για να επιβλέπει τις εργασίες. Οι ρητινοκαλλιεργητές δικαιούνται μια μικρή επιδότηση για τον καθαρισμό κι έτσι βάζουν αναγκαστικά το χέρι στην τσέπη. Αν το κάνουν χωρίς την επίβλεψη μηχανικών, κινδυνεύουν με βαριά πρόστιμα από το δασαρχείο. Στην πράξη, πολλές δασικές εκτάσεις με τα χρόνια μετατρέπονται σε ζούγκλα.
Φέτος τον χειμώνα έριξε δύο μέτρα χιόνι στη Βόρεια Εύβοια. Οι ρητινοκαλλιεργητές είχαν προειδοποιήσει εγκαίρως ότι υπάρχουν πολλά σπασμένα κλαδιά στο δάσος, όμως δεν ακούστηκαν.
Αντί πεύκο, ζαχαρόνερο
Ο Στάμος Νάτσιος, 30 ετών, στο χωριό Αγδίνες έκανε ωραία σχέδια για τη φετινή χρονιά. Είχε βάλει 150 μελίσσια και περίμενε τον επόμενο μήνα να κάνει δύο καλούς τρύγους μέλι. «Η παραγωγή θα ήταν καλή και μετά από αυτό, θα τα έκανα 200 τα μελίσσια. Τώρα, δεν ξέρω πού να μεταφέρω αυτά που σώθηκαν», λέει. «Δεν είναι μόνο η φωτιά. Η κάπνα κράτησε άλλες επτά μέρες και δεν ξέρω τι κακό έχει γίνει».
Το πευκόδασος γύρω από τις Αγδίνες, που προσέλκυε μελισσοκόμους από όλη την Ελλάδα, δεν υπάρχει. Ο Νάτσιος λέει ότι τα σπίτια του χωριού σώθηκαν χάρη σε δύο-τρία παλιά πηγάδια που δεν είχαν σφραγιστεί. «Όταν η φωτιά κύκλωσε το χωριό, υπήρχαν δύο πυροσβεστικά και δύο υδροφόρες ιδιώτη, που είχε μισθώσει ο Δήμος. Το νερό από τα πυροσβεστικά τελείωσε και οι υδροφόρες γύρισαν το κλειδί κι έφυγαν. Σωθήκαμε από τα πηγάδια και το νερό του δικτύου», εξηγεί. Κάτοικοι σε διπλανά χωριά είπαν ότι το δίκτυο ύδρευσης τέθηκε εκτός λειτουργίας, όταν οι ηλεκτρικές αντλίες έσβησαν.
«Τις προηγούμενες μέρες, πριν ακόμη πλησιάσει η φωτιά, είχα μεταφέρει τα περισσότερα μελίσσια στον κάμπο της Ιστιαίας. Δεν ξέρω τι κακό έχει γίνει» λέει συνεχώς ο Νάτσιος. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι μετά την καταστροφή, οι περισσότεροι μελισσοκόμοι έχουν μεταφέρει τις κυψέλες νότια προς το χωριό Προκόπι. Είναι όλοι στο ίδιο σημείο και έτσι υπάρχει ο κίνδυνος να προσβληθούν οι μέλισσες από αρρώστιες».
Χωρίς πεύκα δεν υπάρχει πευκόμελο. Οι μελισσοκόμοι προσπαθούν να κρατήσουν ζωντανά τα έντομα με βανίλια ή ζαχαρόνερο, όμως αυτό δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ. Ο 30χρονος που ζούσε από το δάσος, είδε τα όνειρά του να καταστρέφονται. «Μπορεί να τα αφήσω να ξεχειμωνιάσουν στον κάμπο και μετά θα πάω μάλλον απέναντι, στο Πήλιο», υπολογίζει. Το όνειρό του, να μείνει στον τόπο του και να ζήσει από τη μελισσοκομία, πρέπει να πάρει αναβολή.
«Γυρίζω σαν τη μέλισσα»
Ο Στάθης Αλμπάνης, πρόεδρος του μελισσοκομικού συνδέσμου Βόρειας Εύβοιας, ήταν το πρωί της περασμένης Τετάρτης στον κάμπο της Ιστιαίας. «Υπολογίζω ότι έχουν καταστραφεί 3.000-4.000 κυψέλες. Και για όσες σώθηκαν, δεν υπάρχει το φυσικό περιβάλλον να τις υποδεχτεί. Έμειναν δέκα μέρες στη ζέστη της φωτιάς και άλλες δέκα στην καπνιά», περιγράφει.
Ο Αλμπάνης εξηγεί ότι αυτήν την περίοδο η μέλισσα ζει 40 μέρες. «Μέχρι να ανέβουν οι άνθρωποι από το Υπουργείο, θα ‘χουν ψοφήσει», λέει. Σε έναν μήνα θα ανέβαζε τις κυψέλες του στον Κισσό. «Θα κάναμε δύο καλούς τρύγους, όμως τώρα αυτός ο κύκλος δεν υπάρχει». Ο ίδιος ζητά έκτακτη ενίσχυση για τους μελισσοκόμους της Βόρειας Εύβοιας και όπως λέει σκωπτικά χρειάζονται επιπλέον μέτρα στήριξης, σαν κι αυτά που παρέχει το Υπουργείο στους συναδέλφους του στα άγονα νησιά του Αιγαίου. «Άγονη γραμμή είμαστε τώρα», λέει. «Μόνο γυρίζω γύρω-γύρω από τα μελίσσια, σαν τη μέλισσα».
«Έχασα 310 ζώα»
Ο Δημήτρης Μαργαρίτης, πρόεδρος του χωριό Κερασιά, είναι κτηνοτρόφος και επίσης εποχικός πυροσβέστης. Τη νύχτα της 5ης Αυγούστου έχασε 310 γίδια. Τα ζώα όλων των κτηνοτρόφων του χωριού, περίπου 950 αιγοπρόβατα, κάηκαν, δεν έμεινε τίποτα όρθιο. «Τα ζώα μας είναι ελευθέρας βοσκής. Το ίδιο βράδυ τα είχαμε φέρει κοντά στο χωριό, σε οργωμένο χωράφι, για να τα προστατέψουμε. Μετά τις 7 το απόγευμα, όμως, ο αέρας γύρισε. Πέρασε από το χωριό και έκαψε άλλα δέκα χωριά στο πέρασμά του», λέει ο Μαργαρίτης.
«Τα περισσότερα ζώα πέθαναν από τη λάμψη, δηλαδή τη θερμότητα της φωτιάς που πλησιάζει. Όσα έτρεξαν να φύγουν, τα βρήκα καμένα πιο κάτω. Πέντε εδώ, πέντε εκεί. Μετά σταμάτησα να μετράω».
Ο ίδιος λέει ότι θα τα ξαναφτιάξει από την αρχή. Έχει δύο παιδιά, θέλει να μείνει στον τόπο του και στο δάσος, από το οποίο ζει. Ρητινοκαλλιεργητές, μελισσοκόμοι, αγρότες και κτηνοτρόφοι της Βόρειας Εύβοιας συναντήθηκαν την περασμένη Δευτέρα στην Αθήνα με τον Χρήστο Τριαντόπουλο, υφυπουργό με αρμοδιότητα σε θέματα κρατικής αρωγής και αποκατάστασης από φυσικές καταστροφές. Ζήτησαν μια σειρά από μέτρα, μεταξύ άλλων οικονομικές ενισχύσεις κι απασχόληση των κατοίκων στα αντιπλημμυρικά έργα που θα γίνουν. Ο υψυπουργός είπε ότι θα είναι σε θέση να δώσει απαντήσεις σε 10-15 μέρες.
Το μοντέλο της Ισπανίας
Κατόπιν εορτής, όλοι συμφωνούν ότι οι άνθρωποι που ζουν από το δάσος μπορούν να το προστατέψουν καλύτερα από όλους, αφενός γιατί η επιβίωσή τους συνδέεται με αυτό και αφετέρου γιατί το γνωρίζουν καλύτερα από την παλάμη τους. «Παρ’ όλα αυτά», εξηγεί ο Ηλίας Τζηρίτης, υπεύθυνος του WWF Ελλάς για τις δασικές πυρκαγιές, «δεν υπάρχει ένα ενιαίο σχέδιο δασοπονίας πολλαπλώς σκοπών». Με απλά λόγια, αυτό σημαίνει ότι οι ρητινοπαραγωγοί, οι μελισσοκόμοι, οι υλοτόμοι, ακόμη και οι κτηνοτρόφοι, θα μπορούσαν να είναι η πρώτη γραμμή αντιπυρικής προστασίας.
«Το παραπάνω μοντέλο λειτουργεί στην Ισπανία. Τα βοσκοτόπια των κτηνοτρόφων μπορούν να λειτουργήσουν σαν αντιπυρική ζώνη, κάτι που συνέβαινε παλιότερα και στην Ελλάδα ως μια άτυπη συμφωνία μεταξύ των δασικών υπηρεσιών και των χρηστών του δάσους», εξηγεί ο Τζηρίτης. «Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με τους υλοτόμους. Με επιστημονική επίβλεψη, αντί να μπαίνουν βαθιά στο δάσος, μπορούν να υλοτομούν γύρω από οικισμούς».
Τα τοπικά αντιπυρικά σχέδια δεν μπορεί να μην λαμβάνουν υπόψη τους ανθρώπους που ζουν από το δάσος. «Αν τους βγάλουμε εκτός παιχνιδιού, τότε κάθε προσπάθεια πρόληψης και καταστολής των πυρκαγιών είναι χαμένη. Δεν χρειάζεται κάποιο περίπλοκο σχέδιο, απλώς οι δασικές υπηρεσίες και οι αξιωματικοί της Πυροσβεστικής να εμπιστευθούν τους ανθρώπους που γνωρίζουν το δάσος καλύτερα από τον καθένα», σημειώνει ο Τζηρίτης.
Ο υπεύθυνος του WWF Ελλάς για τις δασικές πυρκαγιές εξηγεί κάτι ακόμη πιο απλό στη σύλληψη. «Το τοπίο στην Ελλάδα είναι μεσογειακό, υπάρχει δηλαδή φυσική εναλλαγή λιβαδιών ανάμεσα στα δάση, κι επίσης καλλιέργειες με ελιές, αμπέλια ή οπωρώνες«, λέει. «Σε αντίθεση με το συνεχές δάσος, αυτό μπορεί να λειτουργήσει αντιπυρικά. Αρκεί οι άνθρωποι των παραπάνω καλλιεργειών να στηριχτούν, ώστε να παραμείνει το τοπίο ως έχει». Κι επίσης, αρκεί οι ίδιοι οι άνθρωποι που ζούσαν από το δάσος να παραμείνουν στη Βόρεια Εύβοια.