ΦΟΙΒΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑΣ ΣΤΟ NEWS24/7: “ΜΕ ΦΟΒΙΖΕΙ Η ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΣΚΟΤΑΔΙΣΜΟΥ”
Ο Φοίβος Δεληβοριάς μιλά στο Magazine για την τέχνη, την εξουσία, τον φασισμό και την επερχόμενη συναυλία του, που σηματοδοτεί το “κλείσιμο ενός κύκλου”.
Συναντηθήκαμε στη γειτονιά του Μετς, εκεί που βρίσκουν “καταφύγιο” κάθε λογής καλλιτέχνες, ένα ζεστό απόγευμα. Είναι εγκάρδιος και πρόσχαρος, όπως πάντα, και ενθουσιασμένος για την επερχόμενη συναυλία του στις 11 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Βράχων, η οποία σηματοδοτεί για αυτόν “το κλείσιμο ενός κύκλου”, όπως μου εξηγεί.
Προτού ξεκινήσουμε τη συνέντευξη, και γνωρίζοντας πως είναι πιστός σινεφίλ, τον ρωτάω κατευθείαν αν είδε την “Barbie”. “Το πρώτο μέρος μου άρεσε πάρα πολύ, είχε πλάκα, φαντασία, ελευθερία. Είπα “ουάου”. Δυστυχώς στο τέλος δεν αποφεύγει τον διδακτισμό και το μελό. Και πιστεύω, τελικά, ότι δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Δύσκολο να κάνεις και διαφήμιση της Mattel και φεμινιστική μπροσούρα μαζί. Τα πετυχημένα μέρη τα απόλαυσα πραγματικά, πάντως. Και πολύ χαίρομαι που ο κόσμος συρρέει ξανά στο σινεμά-και συζητάει ξανά τα πράγματα της ζωής, με αφορμή μια ταινία” λέει και συμφωνούμε πως τώρα θα σπεύσουμε στο “Οπενχάιμερ”, που είναι το big thing του φετινού σινεμά.
Μιλάμε για τη νέα δημιουργική φάση στην οποία μπαίνει, με σκοπό αυτή να καταλήξει σε έναν καινούργιο δίσκο, για το πώς τα “Νούμερα” διαδέχθηκαν την “Ταράτσα”, συζητάμε για την σκληρή πραγματικότητα γύρω μας και τα όσα συμβαίνουν τελευταία, μοιραζόμαστε το άγχος μας για τα συνεχώς αυξανόμενα “κρούσματα” φασισμού, αλλά και το θάρρος του να εκφράζει ελεύθερα την γνώμη του, όταν αισθάνεται πως είναι απαραίτητο.
Η ώρα περνάει και συνειδητοποιώ πως το πόσο μεγάλη χαρά, αλλά και ανακούφιση, είναι να μιλά κανείς με ανθρώπους που αφουγκράζονται τον κόσμο γύρω τους με ευαισθησία. Παρά τις σκοτεινές εποχές που διανύουμε, η τέχνη και οι “κοινωνοί” της μάς θυμίζουν πως το μέλλον μπορεί να είναι πιο όμορφο. Και κάπως έτσι “κάθε Σεπτέμβρη θα γεμίζουν όλα φως…”.
Σε τι φάση σε βρίσκουμε; Νιώθεις δημιουργικός;
Μετά από πέντε χρόνια ασταμάτητης δουλειάς, (παιδικές παραστάσεις, Ταράτσες, Νούμερα, δίσκους, συναυλίες, μουσική για θέατρο, κλπ) αποφάσισα να πάρω μια ανάσα τριών – τεσσάρων μηνών, για να ανθίσει μέσα μου το καινούργιο. Να αρχίσω να αφουγκράζομαι τη ζωή, να βλέπω τους ανθρώπους, να “ακούσω” τα καινούργια μου τραγούδια στις καθημερινές μου βόλτες, πριν τα γράψω.
Ζω, βγαίνω έξω, ακούω, μιλάω, ρωτάω, αρχίζω να νιώθω πράγματα και αυτό σιγά σιγά γεννά το υλικό των καινούργιων τραγουδιών. Εμένα ο κύκλος μου είναι πάντα κάπως έτσι. Τελειώνει ένας δίσκος, μετά περνάει 1 – 1,5 χρόνος που ασχολούμαι με οτιδήποτε άλλο εκτός από το να γράψω τραγούδια. Μόνο ζω- και κάνω μπανιστήρι σ’ αυτό που ζω.
Αλλάζουν τα ερεθίσματα με την πάροδο των χρόνων;
Ο καμβάς είναι πάντα ο ίδιος. Επί της ουσίας, μιλάω πάντα για έναν άνθρωπο μιας συγκεκριμένης ηλικίας, ο οποίος ζει σε μια πόλη, σε ένα αστικό περιβάλλον, και φωτογραφίζω και αυτό που συμβαίνει γύρω του, αλλά και αυτό που συμβαίνει μέσα του. Περιγράφω χοντρικά μια πενταετία από τη ζωή αυτού του ανθρώπου. Η «Παρέλαση» είναι αυτός στα 15 του, ο «Καθρέφτης» στα 30 του, το «ΑΝΙΜΕ» στα 50 του κλπ. Άκρες-μέσες, τόσο κρατάει ο κάθε δημιουργικός κύκλος. Όλες αυτές οι μικρές φάσεις καθορίζονται φυσικά και από τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές. Ιδιαίτερα σημαντικό στο παιχνίδι αυτό είναι να καταλαβαίνεις πότε τέλειωσε στ’ αλήθεια ένας κύκλος, ώστε αυτό που θα περιγράψεις να είναι εντελώς καινούργιο.
Κάθε δίσκος έχει το πρώτο του τραγούδι, αυτό στο οποίο καταλαβαίνεις τι θέλεις να χτίσεις.
Το αντιλαμβάνεσαι όταν πέφτεις στο «τριπάκι» της επανάληψης; Δηλαδή, σταματάς τον εαυτό σου και λες “ώπα, αυτό είναι ίδιο”;
Το αντιλαμβάνομαι. Γράφω τραγούδια και τα πετάω αν δω ότι είμαι στην προηγούμενη φάση. Στο “ΑΝΙΜΕ”, για παράδειγμα, στην αρχή έγραφα τραγούδια στο στυλ της “Καλλιθέας”. Ξαφνικά, μια μέρα, μου έρχεται το “Μόνο Ψέματα” και λέω “αυτό είναι ένα καινούργιο άρωμα, σαν κι αυτό θέλω να είναι ο δίσκος μου”. Το ίδιο μου συνέβαινε και όταν τελείωσα τον “Αόρατο”. Μετά από διάφορα αποτυχημένα τραγούδια, έγραψα το “Ερημιά στην Καλλιθέα” κι εκεί κατάλαβα πού θέλω να επικεντρωθώ. Στον “Αόρατο” ήταν το “Θα ‘θελα να ‘μουνα εκεί”. Κάθε δίσκος έχει το πρώτο του τραγούδι, αυτό στο οποίο καταλαβαίνεις τι θέλεις να χτίσεις.
Το «ΑΝΙΜΕ» έχει χαρακτηριστεί ως «ο πιο ώριμος δίσκος σου». Σε αγχώνει αυτό για τον επόμενο;
Θα με άγχωνε αν έλεγαν ότι είναι ο πιο ανώριμος. Τον έκανα στα 48 μου! Κοίτα. Έχω κριτήρια για τους δίσκους μου, αλλά δεν με αγχώνει το βάρος ενός προηγούμενου δίσκου, αν αγαπήθηκε ή όχι. Άλλωστε, οι δίσκοι μου, εκτός από κάνα – δυο, αγαπήθηκαν πολύ περισσότερο από όσο περίμενα.
Στις τελευταίες σου δουλειές, βέβαια και στις πρώτες, απλώς τώρα είναι μάλλον πιο έντονο, υπάρχει μια σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν. Αυτό το κάνεις συνειδητά;
Θυμάμαι και από παιδί που ήμουν, να νοσταλγώ. Πάντα με ενδιέφεραν τα πράγματα που δεν έχω ζήσει. Πάντα αισθανόμουν ότι κάθε εποχή για να προχωρήσει, όπως και κάθε ζωή για να προχωρήσει, μαζί με τα κακά, πετάει και μερικά καλά πράγματα από το παρελθόν. Κι επειδή είμαι ένας άνθρωπος με πολύ δυνατή μνήμη και με ερευνητική λαχτάρα, με εμπνέει πάρα πολύ κάτι το οποίο χάθηκε εντελώς ως κατάσταση, τελείωσε δηλαδή, ενώ ήταν ωραίο.
Και την «Ταράτσα» έτσι την έκανα. Σκεφτόμουν, είναι δυνατόν για 40 χρόνια κάθε καλοκαίρι να υπάρχει σε κάθε γωνιά της πόλης ένα αναψυκτήριο με μάγους, χορεύτριες, τραγουδιστές, και τώρα να μην υπάρχει τίποτα; Και το καλοκαίρι στην Αθήνα να παίζουν μόνο οι μεγάλες συναυλίες – τύπου “εξωτερικό” – και να μην υπάρχει μια καθημερινή αυτόχθων διασκέδαση;
Κάτι που έχει εγκαταλειφθεί ενώ είναι ωραίο, αυτό με εμπνέει. Θα έλεγα ότι είναι η εμμονή μου. “Κοίτα αυτή την ομορφιά, κανείς δεν την βλέπει πια, ας την δούμε πάλι!”. Νομίζω ότι υπάρχει μια ολόκληρη φυλή ανθρώπων που σκέφτεται και ζει έτσι. Στα ταξίδια μου έχω συναντήσει πολλούς τέτοιους συλλέκτες και τους καλώ να είναι κοντά μου σε όλα αυτά τα εγχειρήματα. Ο Σιδερής Πρίντεζης πχ. Χρονοταξιδευτής κι αυτός , όπου πάω, εκεί τον βρίσκω.
Μου λείπει η “Ταράτσα”. Θα ήθελα να την ξαναρχίσω όταν θα έρθει ο καιρός, θα δω το πότε θα είναι αυτό.
Σου λείπει η “Ταράτσα”;
Μου λείπει, ναι. Θα ήθελα να την ξαναρχίσω όταν θα έρθει ο καιρός, θα δω το πότε θα είναι αυτό. Μου λείπει σαν παρέα, σαν ένας τρόπος για να περάσεις το καλοκαίρι σου. Ήμασταν μια φοβερή παρέα 20 ατόμων, από τον σκηνοθέτη μέχρι τους μουσικούς, τελείωνε η παράσταση και ξημερωνόμασταν εκεί, γελούσαμε, τραγουδούσαμε, έρχονταν φίλοι. Ήταν ένα ιδανικό, καλοκαιρινό, αθηναϊκό στέκι, ήθελα να είμαι κάθε μέρα εκεί.
Βρήκες μια άλλη παρέα, όμως, στα “Νούμερα”.
Έτσι γίνεται, νομίζω έτσι λειτουργώ εγώ. Και το συγκρότημά μου είναι μια παρέα. Μου αρέσει η συλλογικότητα, ακριβώς επειδή είναι ένας πάρα πολύ μοναχικός καλλιτέχνης, τα πράγματα που κάνω έχουν να κάνουν πάρα πολύ με τη ζωή μου και με τον τρόπο μου να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο. Όταν έρχομαι να τα επικοινωνήσω, θέλω μεγάλη παρέα. Και θέλω πάρα πολύ αυτή η παρέα να αποτελείται από ανθρώπους με τους οποίους να αισθάνομαι ισότιμα, να τους θαυμάζω, να νιώθω ότι είναι ακόμα πιο δημιουργικοί, ακόμα πιο ενθουσιώδεις, ακόμα πιο ταλαντούχοι. Να είμαι κοντά τους και να είναι κι αυτοί κοντά μου.
Τώρα που τελείωσε η πρώτη σεζόν, πώς αποτιμάς την εμπειρία αυτή; Που ήταν και το πρώτο σου τηλεοπτικό εγχείρημα και ήταν κι αρκετά ιδιαίτερο σαν κόνσεπτ;
Ήταν ένα ενθουσιώδες πρωτόλειο. Ήταν η βουτιά ενός χαρούμενου πρωτάρη σε έναν κόσμο που δεν τον ξέρει και που θέλει να κάνει κάτι τρομερά παράτολμο μέσα στον κόσμο αυτόν. Έτυχε να δω κάποια επεισόδια στις επαναλήψεις και μου φαίνονταν πολύ αστεία και τολμηρά. Εντάξει, το γεγονός ότι ακριβώς ήταν ένα πράγμα φιλόδοξο και δύσκολο και καινούργιο, το οποίο το κάναμε με ένα περιορισμένο budget, ίσως και να φαίνεται. Δηλαδή, αν κάναμε μια δεύτερη σεζόν, ξέρουμε τώρα πώς θα λύναμε τα όποια τεχνικά του προβλήματα. Αλλά σαν έμπνευση το βρίσκω πολύ ωραίο. Η ομάδα των ηθοποιών μ’ αρέσει πάρα πολύ και πιστεύω ότι ήταν ενδιαφέρον το να δεις τον Μίλτο Πασχαλίδη ή την Μάρθα Φριντζήλα, τον Γιάννη Κότσιρα ή τον Εισβολέα να παίζουν έτσι. Και οι ιστορίες που τους πλαισίωσαν, αλλά και ο τρόπος που ανταποκρίθηκαν οι ίδιοι, ήταν κάτι μοναδικό.
Ήταν και αυτοί οι κόντρα – ρόλοι.
Μα ξέρεις, ακόμα και στην Αμερική, όταν καλείς σε μια ταινία έναν άνθρωπο που δεν είναι ηθοποιός, τον φέρνεις για 1-2 λεπτά. Εγώ ήθελα να παίξουν κανονικά, να το στηρίξω πάνω τους. Και νομίζω ότι δικαιώθηκα. Υπάρχουν πολύ ωραίες ερμηνείες μέσα. Και, φυσικά, υπάρχει η απόλυτη και ακατανίκητη δύναμη του αυτοσαρκασμού του καθενός. Ειδικά σε έναν χώρο όπως αυτός του τραγουδιού, που κατηγορείται συνεχώς για σοβαροφάνεια, αυτοί οι άνθρωποι έδειξαν πόσο ωραίοι στην παρέα είναι, πόσο έτοιμοι να τσαλακωθούν.
Πάντως, παρά τον πειραματικό χαρακτήρα της, η σειρά βρήκε το κοινό της.
Ναι ναι, αγαπήθηκε πάρα πολύ! Και, μάλιστα, με έφερε σε επαφή με ανθρώπους, που δεν ήταν στον δικό μου πυρήνα. Δηλαδή, με ανθρώπους άλλων ηλικιών, με τα παιδάκια τους, με τους ηλικιωμένους, με τον κόσμο της περιφέρειας, που δεν είναι εύκολο να έρθουν σε μια συναυλία μου. Δεδομένου, κιόλας, ότι δεν ήμουν πολύ τηλεοπτικός τύπος, ξαφνικά ήμουν στο ελληνικό σπίτι κάθε βδομάδα. Και το έκανα και με τον τρόπο μου, όχι καπελωμένος από μια δοκιμασμένη πατέντα.
Στα “Νούμερα” με ενδιέφερε πολύ να δείξω το πόσο έρμαια είμαστε όλοι των κλισέ.
Πέρασαν πολλοί καλλιτέχνες στα “Νούμερα”, από διαφορετικά είδη μουσικής. Εσύ κατάφερες να συνδέσεις αυτά τα πρόσωπα και να “σβήσεις” τις διαχωριστικές γραμμές. Ξένισε μερικούς αυτό το “πάντρεμα”;
Νομίζω όχι πια. Αυτή είναι μια παλιά συζήτηση, τελειωμένη. Κάποτε, πριν από 20 χρόνια, αυτοί οι διαχωρισμοί ήταν μεγάλα ταμπού. Όχι γιατί ο καθένας δεν έχει το γούστο του και δεν επιμένει στα πράγματα που του αρέσουν. Πράγματι, αλλιώς είναι ένα μαγαζί που τραγουδάει ο Γιώργος Μαζωνάκης και αλλιώς ένα που τραγουδάω εγώ. Εγώ όμως βρίσκω μια τρέλα και μια ευφυΐα στον άνθρωπο αυτόν, καθαρά καλλιτεχνική. Άρα μπορώ να επικοινωνήσω, και χωρίς να αλλάξει αυτός τον εαυτό του, και χωρίς να αλλάξω εγώ τον δικό μου.
Αλλά και ο κόσμος, αυτές τις ενοχές, δεν ξέρω από πού τις απέκτησε. Γιατί η ίδια η κίνηση και η ορολογία του έντεχνου, ξεκίνησε από τον “Επιτάφιο”, που ήταν μελοποιήσεις του Ρίτσου, που τις έπαιξε ο Χιώτης και τις τραγούδησε ο Μπιθικώτσης. Δηλαδή, δύο τύποι που δεν είχαν ιδέα για όλα αυτά, ήταν λαϊκοί άνθρωποι που τραγουδούσαν σε κέντρα πολύ κακόφημα για την εποχή, τους έλεγαν “σκυλάδες”. Οι μουσικοί του Θεοδωράκη αρνούνταν να παίξουν μαζί τους και οι κριτικές της εποχής ήταν του τύπου “ιεροσυλία” , “ντροπή” κλπ. Κι όμως, έτσι ξεκίνησε το έντεχνο. Μετά ο Σαββόπουλος, στο “Ζήτω το Ελληνικό τραγούδι” είχε από τον Διονυσίου μέχρι τον Νταλάρα και από τον Θεοδωράκη μέχρι τον Χριστοδουλόπουλο. Ο Κραουνάκης έκανε τραγούδια τόσο για την Πασπαλά, όσο και με τη Στανίση.
Όλα αυτά τα “ζωάκια”, που λειτουργούν το καθένα στο δικό του “κλουβί” που του ορίζει η κοινωνία του θεάματος, από πίσω κρύβουν έναν άνθρωπο με ψυχή και με λαχτάρα. Αυτό με ενδιέφερε πολύ να το δείξω στα “Νούμερα”, αλλά και να δείξω το πόσο έρμαια είμαστε όλοι των κλισέ.
Να περιμένουμε για τη δεύτερη σεζόν;
Εάν έχουμε ακριβώς τους οικονομικούς και τους τεχνικούς όρους για να συνεχίσουμε καλύτερα, δηλαδή αυτό που κάναμε την πρώτη σεζόν να το κάνουμε σωστά και καλύτερα, τότε θα πάμε σε δεύτερη σεζόν. Αλλά όχι αμέσως, από το 2024.
Ασχολείσαι με τη μουσική, έχεις κάνει και τηλεόραση. Τι άλλο έχει μείνει για να καταπιαστείς;
Σινεμά θέλω να κάνω. Να γυρίσω μια ταινία κάποια στιγμή, σε δικό μου σενάριο. Δεν ξέρω τι ακριβώς θα είναι αυτό, αλλά θα ήθελα να το δοκιμάσω. Νομίζω ανήκω σε ένα τέτοιο είδος ανθρώπου, που του αρέσουν οι διαφορετικές μορφές έκφρασης. Δεν είμαι ο πρώτος, και στον χώρο του ελληνικού σινεμά υπάρχει τέτοια παράδοση. Ο Αλέκος Σακελλάριος, ήταν ένας δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας και στιχουργός, και έγινε διά της βίας σκηνοθέτης. Τον έβαλε ο Φίνος κάποια στιγμή, δεν μπορούσε ο σκηνοθέτης που ήθελαν και του είπε “πήγαινε να το κάνεις”. Με την ίδια τυχαιότητα βρέθηκα κι εγώ στη μουσική. Ήμουν ένα παιδάκι που έγραφα από μικρό. Ζωγράφιζα, σκιτσάριζα, έγραφα διηγήματα, έγραφα σενάρια, θεατρικά έργα. Κάποια στιγμή ποιήματα και μετά τραγούδια. Τα τραγούδια ήταν αυτά που έδειχναν να επιμένουν στη ζωή μου. Είναι κάτι που αγάπησα πολύ, που του αφιερώθηκα και που μου έδωσε ταυτότητα. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως και τα άλλα που έκανα, δεν ζητούν κι αυτά τη συνέχειά τους.
Δεν γίνεται, ρε παιδί μου, να μην σε απασχολεί το ζήτημα των υποκλοπών ή το ότι ο κρατικός μηχανισμός εδώ και χρόνια τελεί εν αχρηστία.
Φωτιές χωρίς απόδοση ευθυνών, Τέμπη χωρίς απόδοση ευθυνών, εισβολή ακροδεξιών χούλιγκαν που οδηγεί σε δολοφονία χωρίς απόδοση ευθυνών, ναυάγιο στην Πύλο χωρίς απόδοση ευθυνών, υποκλοπές χωρίς απόδοση ευθυνών – και δεν τελειώνει η λίστα. Πώς αισθάνεσαι για όλα αυτά που συμβαίνουν τελευταία;
Τα βλέπω με πολύ μεγάλη στεναχώρια. Πρώτον, γιατί ο πολίτης φαίνεται να έχει παραιτηθεί εντελώς από τον έλεγχο της δημοκρατικής λειτουργίας, κι αυτό είναι πάρα πολύ κακό, όπου και να συμβαίνει. Δεν είναι ότι είμαι φανατισμένος οπαδός κάποιου κόμματος ή κάποιας παράταξης. Θεωρώ, ωστόσο, ότι αρκεί να πιστεύεις λίγο στην αστική δημοκρατία και να έχεις έναν ευγενώς φιλελεύθερο και προοδευτικό τρόπο σκέψης, για να θυμώνεις με όλα αυτά. Δεν γίνεται, ρε παιδί μου, να μην σε απασχολεί το ζήτημα των υποκλοπών και της παρακολούθησης σημαντικών προσώπων της πολιτικής ζωής και του στρατού. Δεν γίνεται να μην σε απασχολεί το ότι ο κρατικός μηχανισμός εδώ και χρόνια τελεί εν αχρηστία και κανείς δεν κάνει πραγματικά τίποτα για αυτό. Υπάρχουν πράγματα τα οποία στο δικό μου μυαλό είναι εγκλήματα.
Έχει πολύ μεγάλη ευθύνη το πολιτικό σύστημα που δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα σοβαρό αντιπολιτευτικό αφήγημα, αλλά φταίμε κι εμείς οι πολίτες. Βέβαια, κουραστήκαμε πάρα πολύ.
Μια μερίδα κόσμου αγανακτεί, άλλοι απαντούν με αυτό το 41%.
Ισχύει αυτό. Παρόλα αυτά, ακόμη κι αυτοί που απαντούν με το 41% και είναι τρομερά χαρούμενοι με τα πάντα, θα έπρεπε να έχουν την ίδια αγωνία που έχω κι εγώ για τις υποκλοπές, για παράδειγμα. Είναι κάτι πάρα πολύ σοβαρό.
Αλλιώς, να πούμε ξεκάθαρα ότι δεν μας ενδιαφέρει να έχουμε δημοκρατία. Γιατί το δημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι μόνο το ότι πηγαίνουμε να ψηφίσουμε. Είναι και το ότι πιστεύουμε και στην ελευθεροτυπία, στην ελεύθερη ενημέρωση, στην ελεύθερη παιδεία, στα προσωπικά δεδομένα. Πιστεύουμε σε ένα σωρό από πράγματα, τα οποία εννοείται ότι συμφέρει κάθε χρήστη της εξουσίας να τα καταπατά. Εμάς, όμως, μας συμφέρει αυτό το πράγμα; Δεν καταλαβαίνουμε ότι η ίδια η ποιότητα της ζωής μας πέφτει μέρα με τη μέρα και δεν έχουμε τρόπους αντίδρασης;
Δεν πρέπει να γίνεται κάθε μέρα μια τραγωδία για να το καταλαβαίνουμε αυτό. Αρκεί ο έλεγχος και η κριτική στους θεσμούς. Δηλαδή, βλέπεις ότι ένας θεσμός δεν λειτουργεί καθόλου, είναι διάτρητος. Αν δεν το πεις αυτό τη στιγμή που συμβαίνει, ε μετά θα πληρώνεις το ψωμί 7 ευρώ, θα δουλεύεις 16 ώρες, θα κάνεις οποιοδήποτε χατίρι για να μπορέσεις να ανταπεξέλθεις, και κανείς δεν θα είναι εκεί να σε βοηθήσει. Είναι μια αλυσίδα πραγμάτων. Επίσης, δεν θεωρώ σωστή , ούτε αρκετή, την εκτόνωση μέσω των κοινωνικών δικτύων.
Κι όμως, η αγανάκτηση περιορίζεται τις περισσότερες φορές σε ένα οργισμένο post στα social media.
Ακριβώς, σε ένα οργισμένο post που κρατάει τρεις μέρες. Ούτε φυσικά θα πρέπει να περιμένει και να μένει κανείς στο τι θα πούμε εμείς. Τι θα πει ο Φοίβος Δεληβοριάς ή ο Αλκίνοος Ιωαννίδης ή ο οποιοσδήποτε πολίτης θέλει να πει κάποια κουβέντα, όταν έχει δημόσιο λόγο. Θα πρέπει όταν μαθαίνουμε ένα γεγονός, να γίνεται ένα μεγάλο “μπαμ”. Θα μου πεις από πού να το μαθαίνουμε; Δυστυχώς, γίνεται όλο και πιο φαύλος αυτός ο κύκλος. Το μαθαίνω από τα social media, αφού δεν μου το λέει το επίσημο κανάλι, ξέρω, όμως, ότι τα social media έχουν ζωή τρεις μέρες…
Στις τελευταίες εκλογές είχαμε την είσοδο ακροδεξιών κομμάτων στη Βουλή, ενώ και στην Ευρώπη βλέπουμε ακροδεξιά κόμματα να σημειώνουν άνοδο. Προφανώς και δεν ξεμπερδέψαμε με τον φασισμό.
Όχι, όχι, δεν έχουμε τελειώσει. Αυτό μας το έλεγε κι ο Χατζιδάκις το 1993, ένα χρόνο πριν πεθάνει. Υποτίθεται ότι όλες οι μεγάλες Συνθήκες που έγιναν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγιναν για να μην ξαναζήσουμε τέτοια πράγματα και για να μην πάρει ποτέ το πάνω χέρι αυτή η ιδεολογία, η οποία είναι πολύ επικίνδυνη και έχει ιστορία και παράδοση στον δυτικό κόσμο.
Με φοβίζει η επάνοδος του σκοταδισμού, γιατί είναι οι πιο άρρωστες πλευρές μας, είναι η επιστροφή στα πιο χυδαία ένστικτα.
Σε φοβίζει αυτή η επάνοδος του σκοταδισμού;
Φυσικά και με φοβίζει. Γιατί είναι οι πιο άρρωστες πλευρές μας. Είναι πλευρές που δεν τιμούν τον άνθρωπο, είναι η επιστροφή στα πιο χυδαία ένστικτα ιδιοκτησίας. Έκαναν πάρα πολύ αγώνα οι άνθρωποι απ’ τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, για να μην είμαστε αυτό. Είναι πράγματα για τα οποία πάλεψε η αρχαία Αθήνα, οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι, η μαρξιστική φιλοσοφία, όλη η γενιά του ’60, ό,τι και να πίστευε. Πολλές διαφορές έχουν όλα τα παραπάνω, έχουν όμως ένα κοινό: το κέντρο τους είναι ουμανιστικό. Και τα βήματά τους πάντα προς την αργή και επώδυνη ισότητα. Η ακροδεξιά και ο φασισμός απ’την άλλη, έσπειραν την ιστορία με πτώματα, προκειμένου κάποιοι άνθρωποι να διατηρήσουν φυλετική, εθνική, οικονομική ανωτερότητα έναντι κάποιων άλλων. Το πώς αντιδρά κανείς σε αυτό που συνέβη στην Πύλο πχ. δείχνει ακριβώς και την πλευρά της ιστορίας στην οποία θέλει να ανήκει. Σ’ αυτή της δημιουργίας ή σ’ αυτή της καταστροφής.
Αν είχες ένα μήνυμα να στείλεις, ποιο θα ήταν αυτό;
Μην αδικείς τον εαυτό σου. Είσαι πολύ πιο ελεύθερος, πιο δημιουργικός και πιο ωραίος από αυτό το πράγμα, το οποίο προσπαθεί να σε ετεροκαθορίσει μόνο με τα φυλετικά χαρακτηριστικά σου, μόνο με το εάν είσαι άντρας και με το εάν ανήκεις σε μία εθνότητα που πιστεύεις ότι είναι καλύτερη από τις άλλες. Δεν είσαι μόνο αυτό, είσαι κάτι πολύ καλύτερο. Κι αν τελειώσεις με αυτό, θα μπεις σε μία πολύ πιο δημιουργική και όμορφη ζωή. Αυτό θα έλεγα σε κάποιο παιδί που είναι μέσα σ’ αυτό. Και το έχω πει σε πολλά.
Έχεις πάρει θέση σε πολλά κοινωνικά ζητήματα και σε συλλογικά τραυματικά γεγονότα, Σαν να είσαι η φωνή μιας μερίδας κόσμου, που δεν έχει το βήμα να εκφραστεί και να ακουστεί. Έχεις το θάρρος της γνώμης σου. Σου έχει στοιχίσει αυτό;
Πολύ λίγο. Έχω χάσει τον ύπνο μου μερικές μέρες, γιατί μου γίνονταν μαζικές επιθέσεις από κομματικούς “στρατούς”, και -πίστεψέ με- δεν είναι ευχάριστο. Διάβαζες, δηλητηριαζόσουν, ήθελες να απαντήσεις, ήξερες ότι δεν πρέπει, δύσκολο πράγμα. Επίσης, σε πνίγει το δίκιο σου γιατί πολλές φορές σε παρεξηγούν, σε τοποθετούν. Κάνουν τα πάντα για να διαστρεβλώσουν αυτό που είπες, να σε συκοφαντήσουν και να το εργαλειοποιήσουν. Από την άλλη, ακριβώς επειδή ήταν η δική μου γνώμη, με έφερε πιο κοντά στους ανθρώπους που έχουμε την ίδια γνώμη.
Βέβαια, αυτό το πράγμα είναι ωραίο να μην επηρεάζει τα τραγούδια μας, την ελευθερία με την οποία γράφουμε και το καλλιτεχνικό μας αποτέλεσμα, το οποίο είναι κάτι ευρύτερο και πολυδιάστατο σε σχέση με τη γνώμη μας. Δεν θα ήθελα να είμαι ούτε δημαγωγός, ούτε ένα είδος ήρωα. Δεν μ’ αρέσει αυτό. Πιστεύω πως όσοι άνθρωποι τους έκαναν σε πολύ μεγάλο βαθμό κάτι τέτοιο, έπαθαν κακό. Κάποια στιγμή παραπήραν στα σοβαρά αυτό τον λόγο, άλλοι έγιναν γραφικοί, άλλοι έγιναν λαϊκιστές κι άλλοι πάλεψαν μια ζωή για να ξεφύγουν από αυτή τη δυστυχία. Εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ το βάρος ενός τέτοιου πράγματος, αλλά κάνω και τα πάντα για να μην το αισθανθώ. Απλώς υπάρχουν κάποια πράγματα που βλέπω ότι χρειάζονται και μια κουβέντα παραπάνω, ε, και δεν μπορώ να μην την πω, ιδιαίτερα σε αυτά που γνωρίζω, πχ τα καλλιτεχνικά.
Η στάση της εξουσίας απέναντι στον πολιτισμό είναι απαξιωτική, έως και εχθρική κάποιες φορές. Το είδαμε στην πανδημία, το είδαμε με το ΠΔ που υποβαθμίζει τα πτυχία των ηθοποιών, καθώς και σε άλλες περιπτώσεις. Φοβάται η εξουσία την τέχνη;
Δεν την καταλαβαίνει ακριβώς. Η εξουσία και η πολιτική είναι ένα πράγμα που λειτουργεί για το σήμερα, έχει πάρα πολύ μεγάλο budget και έχει δύναμη η οποία μπορεί να είναι απόλυτα καταστροφική. Η τέχνη δεν είναι αυτό. Είναι αυτό που λέει ο Σαββόπουλος στους “Αχαρνής”: «Ζει τα ωραία πράγματα με αίμα και με θυσίες, για το συμφέρον όλων μας και το κοινό καλό». Αυτό είναι ο καλλιτέχνης. Ένας άνθρωπος ο οποίος προτείνει ένα είδος ομορφιάς, ελεύθερης ζωής, ζωής συνυφασμένης με το πνεύμα, για το κοινό συμφέρον. Κι αυτό το κάνει με αίμα και με θυσίες. Εννοείται ότι ένας ηθοποιός δεν θα ζήσει ποτέ όπως ένας υπουργός. Κάνει πρόβες έξι μήνες για μια παράσταση που θα παιχτεί 10-15 μέρες. Αλλά εάν επιτύχει στη δουλειά του, κάνει πάρα πολύ καλό στις κοινωνίες μακροπρόθεσμα. Πόσες ταινίες και πόσα τραγούδια δεν μας έχουν κάνει καλύτερους ανθρώπους; Και από αυτό επωφελούνται όλοι, και η κοινωνία και η πολιτική. Δυστυχώς, όμως οι πολιτικοί δεν το σέβονται αυτό, δεν μπορούν να το κατανοήσουν, δεν μπορούν να το καταλάβουν. Καλά, αυτή η κυβέρνηση είναι εξώφθαλμα επιθετική απέναντι σε αυτό συνήθως, αλλά και με τις άλλες συνέβαινε.
Είμαι σίγουρος ότι και την ώρα που η Ελλάδα “γεννούσε” τον πολιτισμό, η εξουσία απέναντι ήταν.
Δεν είναι οξύμωρο, δεδομένου ότι ζούμε στη χώρα που “γέννησε” τον πολιτισμό;
Είμαι σίγουρος ότι και την ώρα που τον “γεννούσε” τον πολιτισμό, η εξουσία απέναντι ήταν. Δεν ήταν πάντα σε θέση να το καταλάβει. Και τώρα, αν πάρεις τον 20ό αιώνα και ψάξεις να βρεις τους πολιτικούς που είχαν αληθινή αγωνία για αυτό που λέμε πολιτισμός και καταλάβαιναν πόσο σημαντικός είναι για να προχωρήσει μια χώρα, είναι ελάχιστοι. Ακόμα και υπουργοί πολιτισμού, θα βρεις μόνο δυο – τρία πρόσωπα που είχαν φως και λάμψη και που άφησαν και κάτι πίσω τους. Μετά, θα δεις καταστροφείς κανονικούς, μυρμήγκια που τρώνε το ξύλο.
Πάντως, σε βλέπουμε πολύ συχνά να βοηθάς τα νέα παιδιά που κάνουν τα πρώτα τους βήματα στον χώρο. Πώς βλέπεις αυτή τη γενιά;
Πρώτα απ’ όλα, ως προς τη βοήθεια, κι εγώ με βοήθεια έκανα τα πρώτα μου βήματα, και όλοι μας. Πήγα βρήκα τον Μάνο Χατζιδάκι, αλλά και όλους όσους θαύμαζα και αγαπούσα, ήθελα να με ακούσουν, να δω τι θα μου πουν. Δεδομένου ότι και το τραγούδι δεν είναι σαν το θέατρο, δεν πας σε μια σχολή και σε διδάσκουν, είναι πιο ελεύθερο. Αν μου φέρει κάτι ένα νέο παιδί, εννοείται, με όση δύναμη και φαντασία έχω, θα του πω 10 πράγματα που έχω καταλάβει, θα τον βοηθήσω πρακτικά αν γίνεται, είναι μέσα στη φυσική ροή της τέχνης.
Πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή τα παιδιά, έχουν ένα μεγάλο συν και ένα μεγάλο πλην. Το συν είναι ότι μπορούν, κατά κάποιο τρόπο, οι ίδιοι να οριοθετήσουν και να προχωρήσουν αυτό που κάνουν. Το έχουμε δει σε πολλές περιπτώσεις, οι εταιρείες να πηγαίνουν καταϊδρωμένες από πίσω από παιδιά όπως οι Χατζηφραγκέτα, η Μαρίνα Σάττι, η Νατάσσα Μποφίλιου, ο Χαρούλης. Έκαναν μόνοι τους τα πρώτα βήματα, έγιναν γνωστοί από δική τους επιμονή. Παλιά έπρεπε να βρεις κάποιες μεγάλες εταιρείες. Το καλό εκείνης της εποχής είναι ότι είχες έναν έτοιμο μηχανισμό, με πείρα, με έμπειρους ανθρώπους, πολλοί εκ των οποίων ήταν εξαιρετικοί. Δεν υπήρχε και η τωρινή μεγάλη οικονομική δυσκολία να στήσεις τη δική του μουσική βιοτεχνία.
“Μη φοβάσαι, άντρα μου, άλλο μη φοβάσαι / Ο κόσμος πάει μπροστά, ενώ εσύ κοιμάσαι” λες στο τραγούδι σου “Λωτοφάγος”. Πώς βλέπεις τα πράγματα στην εξάλειψη της πατριαρχίας και του σεξισμού; Γίνονται βήματα προς τα εμπρός;
Αισθάνομαι ότι αυτή τη στιγμή, υπάρχουν ορισμένες χιλιάδες ανδρών με ραγισμένες καρδιές, που κάποιος φίλος τους με ανοιχτό μυαλό ή κάποιο κορίτσι με ανοιχτό μυαλό, τους λέει “μη φοβάσαι άλλο, δεν πειράζει, δεν χρειάζεται να είσαι ο κυρίαρχος του κόσμου”. Κανένας δεν μπορεί να ζήσει σαν αυτό το κτήνος στη Λάρισα. Αυτό δεν είναι ούτε αγάπη, ούτε ελευθερία, ούτε καν εξουσία. Είναι ένα φρικτό πράγμα που βασανίζει το πλάσμα που λες ότι αγαπάς και βασανίζει και εσένα. Δεν είναι εύκολο να αλλάξει, είναι ένα πανάρχαιο παιχνίδι, έχει να κάνει με ψυχολογικά συμπλέγματα, με ιστορικά κατάλοιπα πάρα πολύ βαθιά, αλλά αξίζει τον κόπο να προσπαθήσουμε, είτε κινηματικά είτε προσωπικά, στις σχέσεις μας. Τα λέω κι εγώ, γιατί κι εγώ, όπως κάθε αγοράκι, τα κουβαλούσα όλα αυτά μέσα μου και τα εκμεταλλευόμουν όσο μπορούσα.
Μα νομίζω πως οι άνδρες που εναντιώνονται στον φεμινισμό, πιστεύοντας ότι είναι απλά γυναίκες που φωνάζουν, δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι η πατριαρχία καταπιέζει και τους ίδιους, και τα δύο φύλα.
Ακριβώς. Μα ο λεγόμενος ευνουχισμός είναι η συνέπεια αυτού του πράγματος που λέμε πατριαρχία. Είναι μια πολύπλοκη συζήτηση, η οποία, όμως, προχωράει. Είμαστε εκεί, για να πούμε σε κάθε άνθρωπο που έχει φτάσει στο τέρμα αυτού του εφιάλτη, ότι “φίλε μου, ο κόσμος ήταν λάθος όπως τον θυμόσουν, πήγαινε να φτιάξεις κάτι καινούργιο”.
Αισθάνομαι αδιαφιλονίκητα ευαίσθητος, αλλά και πολύ δυνατός. Δεν θα με ρίξει εύκολα καμία απάνθρωπη και κυνική θεωρία.
Είσαι ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, φαίνεται άλλωστε και στα τραγούδια σου. Αισθάνεσαι ότι η άγρια πραγματικότητα γύρω σου απειλεί αυτή την ευαισθησία, ότι πρέπει να την διαφυλάξεις;
Φυσικά. Κάθε στιγμή, από τη μέρα που γεννήθηκα. Κάθε μέρα που βγαίνω από την πόρτα, γίνεται αυτό. Πιστεύω όλοι οι άνθρωποι, όχι μόνο εγώ, απλώς κάποιοι ίσως να είναι πιο “χοντρόπετσοι”. Εγώ αισθάνομαι αδιαφιλονίκητα ευαίσθητος, αλλά και πολύ δυνατός. Θα βγω έξω και θα παλέψω για αυτό, με τσαμπουκά. Δεν θα με ρίξει εύκολα καμία απάνθρωπη και κυνική θεωρία. Θα βρω τον τρόπο, το μυαλό μου να πάει ένα βήμα παραπάνω και να την καταρρίψει.
Στις 11 Σεπτεμβρίου θα σε δούμε και θα σε ακούσουμε σε μια μοναδική συναυλία στο Θέατρο “Βράχων”. Στο πλάι σου θα είναι η Νεφέλη Φασουλή, ο “έτερος εγώ” σου. Είναι αλήθεια ότι έχετε μια πολύ δυνατή σχέση. Συνεχίζετε τη συνεργασία σας;
Μόλις την άκουσα και όταν είδα το πώς ταίριαξαν οι φωνές μας, πραγματικά δεν μπορούσα να φανταστώ καλύτερο “καθρέφτη”. Αυτό το πράγμα πιστεύω το πετύχαμε καλλιτεχνικά εγώ και η Νεφέλη, και στις συναυλίες και στα τραγούδια που έγραψα για εκείνην. Ωστόσο, τώρα, πιστεύω ότι θα είναι η τελευταία μας μεγάλη συναυλία μαζί, γιατί θεωρώ ότι πλέον είναι αρκετά ώριμη και έτοιμη να ακολουθήσει τη δική της πορεία. Και πρέπει να το κάνει, εγώ την σπρώχνω προς τα εκεί. Αποκλείεται να πάψουμε να δημιουργούμε μαζί, αλλά θα το κάνουμε λίγο σπανιότερα.
Τι να περιμένουμε στη συναυλία; Τι θα ακούσουμε;
Θα υπάρχουν τραγούδια από όλες τις δουλειές, θα παίξω και δύο καινούργια τραγούδια, τα οποία δεν είναι ακριβώς καινούργια. Το ένα είναι από τις «Σέρρες» του Γιώργου Καπουτζίδη, που το αγαπάω πάρα πολύ. Το άλλο είναι ένα τραγούδι που μιλά για τον ομόφυλο γάμο, το οποίο μου ζητήθηκε κινηματικά και το αγαπάω, επίσης, πολύ. Μπορεί να έχω γράψει και τίποτα καινούργιο μέχρι τότε.
Ο ερωτισμός του καθενός είναι κάτι που ποτέ δεν θα εξηγηθεί. Άρα, τι πιο φυσιολογικό να θέλεις να ενωθείς με αυτόν, στον οποίον σε οδηγεί το κύτταρό σου;
Τι μπορείς να μας πεις για αυτό, το δεύτερο τραγούδι;
Λέγεται «Σημασία έχει να αγαπάς». Ο τίτλος είναι παρμένος από ένα σύνθημα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, που μου ζήτησε να γράψω, και εμπνευσμένος από την ταινία του ‘70 του Αντρέι Ζουλάφσκι. Αυτό που βρήκα σκάβοντας μέσα στο τραγούδι αυτό είναι ότι το κρεβάτι που μας έφερε στον κόσμο, δεν μπορούμε να το φτιάξουμε εμείς. Επίσης, το ότι εγώ κοιτάω εσένα και θέλω να ανταποκριθώ κάπως και εσύ αντίστοιχα, δεν εξηγείται από καμία λογική. Δηλαδή, ο ερωτισμός του καθενός, ο τρόπος που αγαπάει, αλλά και ο τρόπος που δημιουργείται ως άνθρωπος, είναι κάτι που ποτέ κανείς δεν εξήγησε και σε κανένα πλανητικό σύστημα δεν θα εξηγηθεί. Άρα, τι πιο φυσιολογικό να θέλεις να ενωθείς με αυτόν, στον οποίον σε οδηγεί το κύτταρό σου; Αυτό, φυσικά, το κάνω με τον τρόπο του τραγουδιού, της ποιητικής εικόνας και της μελωδίας. Τα πολλά λόγια που λέω εδώ εξηγώντας το είναι φτώχεια.
Τι σηματοδοτεί για σένα η επερχόμενη συναυλία; Θα σε δούμε σε νέες εμφανίσεις τον χειμώνα;
Αυτή η συναυλία είναι το τέλος μιας καλλιτεχνικής παραγράφου. Αυτό που έκανα με το «ΑΝΙΜΕ» και με τον δίσκο της Νεφέλης, ολοκληρώνεται με έναν ωραίο, πανηγυρικό τρόπο, με τη συναυλία στο Θέατρο «Βράχων». Μετά, θα αρχίσουμε τη δουλειά στον καινούργιο δίσκο. Από το 2019, που έπαιξα το «Μόνο Ψέματα» στο Κύτταρο, μέχρι και τη συναυλία στο «Βράχων», όλο αυτό είναι ένας μεγάλος κύκλος. Θέλω να έρθετε όλοι, για να το γιορτάσουμε όπως του αξίζει. Από τον Γενάρη και μετά θα είμαι στο Κύτταρο, αλλά στόχος μου είναι οι συναυλίες εκείνες να σηματοδοτούν κάτι καινούργιο, να ανοίξουν ένα νέο κύκλο.