ΦΩΤΙΕΣ: ΓΙΑΤΙ ΤΕΛΙΚΑ Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΗ; Ο ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΥΣ ΕΙΔΙΚΟΥΣ
Ο πύρινος όλεθρος του φετινού καλοκαιριού δεν αποτελεί έκπληξη για τους ερευνητές του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, αφού όπως λένε στο Magazine, είχαν προειδοποιήσει. Ποιος τους άκουσε;
Η φωτιά που μαίνεται για 12η συνεχόμενη μέρα στον Έβρο, από τις 19 Αυγούστου όταν και εκδηλώθηκε στην περιοχή, είναι και επισήμως η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα και με την ανακοίνωση της Κομισιόν, “είναι η μεγαλύτερη από το 2000, όταν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών Δασικών Πυρών (EFFIS) άρχισε να καταγράφει δεδομένα”. Για την ιστορία, το EFFIS είναι ένα ένα διαδικτυακό σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών, το οποίο παρέχει πληροφορίες σε σχεδόν πραγματικό χρόνο και ιστορικά στοιχεία σχετικά με δασικές πυρκαγιές σε περιφέρειες της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με την Υπηρεσία Ταχείας Χαρτογράφησης Copernicus της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η συνολική έκταση που έχει καεί από τη δασική πυρκαγιά του Έβρου, σε Αλεξανδρούπολη και Δαδιά, ξεπερνά τα 808.000 στρέμματα. Τα δεδομένα αυτά αφορούν έως τη Δευτέρα (28/8).
Τις μέρες που προηγήθηκαν, μέχρι τη χθεσινή, όταν δηλαδή το μέγεθος της καταστροφής επιβεβαιώθηκε και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκτυλίχθηκε κάτι σαν “ψυχρός πόλεμος” ανάμεσα σε κυβέρνηση και επιστήμη. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει….
Από τα επίσημα χείλη του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, είδαμε να αμφισβητούνται δορυφορικά στοιχεία που αποτιμούσαν τις καμένες εκτάσεις από τις φωτιές στη χώρα και δη στον Έβρο, εκεί όπου οι συγκρίσεις και οι εκτιμήσεις είναι δραματικές, αν σκεφτεί κανείς ότι η μέχρι στιγμής καμένη γη του Έβρου ισούται με την έκταση της Νέας Υόρκης.
Άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, το Δάσος της Δαδιάς “δεν θα το ξαναδούμε όπως το ξέραμε”, περιουσίες χάθηκαν, ωστόσο το Υπουργείο έσπευσε να στρέψει την κουβέντα στα… μαθηματικά. Η ανακοίνωση-διάψευση των επιστημονικών εκτιμήσεων αφορούσε στην ακρίβεια των καμένων εκτάσεων, σημειώνοντας πως “η αποτίμηση δεν μπορεί να γίνει μόνο από δορυφορικές εικόνες”, αφού “λόγω χαμηλής ευκρίνειας εμπεριέχουν, αναπόφευκτα, σημαντικό περιθώριο λάθους”.
Το ίδιο διάστημα, η Πυρομετεωρολογική Ομάδα FLAME της μονάδας ΜΕΤΕΟ του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), παρέθετε (και εξακολουθεί να το κάνει) δορυφορικά δεδομένα που διατίθενται από την Υπηρεσία Copernicus . Μεταξύ των στοιχείων, όσον αφορά στη φωτιά του Έβρου, γινόταν λόγος για τη χειρότερη φωτιά των τελευταίων πολλών ετών στην Ευρώπη και την πιο εκτεταμένη των τελευταίων 21 ετών στην Ελλάδα, ενώ συνολικά το φετινό καλοκαίρι χαρακτηρίστηκε ως το δεύτερο χειρότερο μετά από εκείνο του 2007.
Να σημειωθεί πως, μόλις λίγα 24ωρα νωρίτερα, στις 20 Αυγούστου, μία μέρα δηλαδή μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς στην Αλεξανδρούπολη, είχε ενεργοποιηθεί η υπηρεσία Copernicus/Emergency Management Service – Mapping, έπειτα από εντολή του Γενικού Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας με στόχο την παραγωγή χαρτών και δεδομένων για περιοχές του Δήμου Αλεξανδρούπολης. Την υπηρεσία δηλαδή την οποία χρησιμοποίησε το Meteo για να παραθέσει τα δορυφορικά δεδομένα.
Μία άλλη εκτίμηση της ίδιας ερευνητικής ομάδας, ανέφερε πως, η καμένη έκταση στην Ελλάδα, από την αρχή του έτους έως και την Πέμπτη 24 Αυγούστου, καταγράφει αύξηση +195% σε σύγκριση με την έκταση που κατά μέσο όρο (2002 – 2022) καίγεται ετησίως στη χώρα μας, για να αντιπαραβάλλει ότι ο αθροιστικός αριθμός των μεγάλων δασικών πυρκαγιών (>300 στρέμματα) στην Ελλάδα, από την αρχή του έτους έως και την Πέμπτη 24.08.2023, καταγράφει μείωση -52% σε σύγκριση με τον αριθμό μεγάλων δασικών πυρκαγιών που κατά μέσο όρο (2002 – 2022). Τα συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία δημοσιεύτηκαν -και- για να καταδείξουν τη σφοδρότητα των φαινομένων, αμφισβητήθηκαν εκ νέου από κυβερνητικό στέλεχος, σύμφωνα με το οποίο είναι προϊόν “προπαγάνδας των αριθμών”.
Την ίδια μέρα ήρθε και η επίσημη τοποθέτηση από την “αντίπερα όχθη”, με την ανακοίνωση του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, που απάντησε αφήνοντας αιχμές στην κυβέρνηση.
Οξύμωρο να αμφισβητούμε την υπηρεσία που εμείς ενεργοποιήσαμε
Σύμφωνα με όσα είπε στο Magazine του NEWS 24/7 ο Πυρομετεωρολόγος και Ερευνητής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών – Meteo, Θοδωρής Γιάνναρος, τα δεδομένα που δημοσιεύονται στο Meteo δεν παράγονται από το ίδιο, ούτε από το Αστεροσκοπείο. Πρόκειται για δεδομένα που είναι ελεύθερα διαθέσιμα και υπεύθυνος για την παραγωγή τους είναι το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο.
“Εμείς, αφού πάρουμε τα στοιχεία του, τα επεξεργαζόμαστε ώστε να έχουμε μία στατιστική πληροφορία για να κάνουμε μια αποτίμηση ως προς το πώς πηγαίνει η αντιπυρική περίοδος στη χώρα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, γιατί θεωρούμε ότι αυτό μπορεί να βοηθήσει στην εξαγωγή συμπερασμάτων”, λέει ο κ. Γιάνναρος ο οποίος στη συνέχεια σχολιάζει:
“Αμφισβητούνται ευρωπαϊκά δεδομένα, δορυφορικά δεδομένα που είναι τελευταίας γενιάς, μέθοδοι που έχουν πιστοποιηθεί πολλαπλές φορές και δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά. Νομίζω ότι δεν θα έπρεπε να θέτουμε ερώτημα αν τα δεδομένα του ευρωπαϊκού παρατηρητηρίου δασικών πυρκαγιών είναι αξιόπιστα ή ακόμα περισσότερο αν τα δεδομένα του Copernicus είναι αξιόπιστα. Είναι λίγο οξύμωρο να ενεργοποιούμε ως χώρα την υπηρεσία αυτή και ταυτόχρονα να την αμφισβητούμε.
Όταν έγινε αυτή η ανακοίνωση, αν δεν κάνω λάθος, η δορυφορική εικόνα που είχε χρησιμοποιηθεί τότε για την αποτίμηση της έκτασης που είχε καεί μέχρι εκείνη τη μέρα στον Έβρο ήταν από ιδιωτικό δορυφόρο πάρα πολύ υψηλής ευκρίνειας. Δορυφόρους δηλαδή στους οποίους εμείς ως ερευνητές δεν έχουμε πρόσβαση. Οι υπηρεσίες του Copernicus χρησιμοποιούν και αυτούς τους δορυφόρους, όπως της Maxar, που χρησιμοποιήθηκαν και στον πόλεμο στην Ουκρανία, με εικόνες πολύ υψηλής ανάλυσης και είναι πολύ σύγχρονοι δορυφόροι, ό,τι πιο σύγχρονο υπάρχει στον τομέα της δορυφορικής τηλεπισκόπησης. Είναι, λοιπόν, οξύμωρο γιατί η υπηρεσία Copernicus ενεργοποιείται από τα κράτη-μέλη. Το κράτος δηλαδή καλεί την υπηρεσία να προχωρήσει σε χαρτογράφηση.
Εγώ ως ερευνητής θα πω μόνο ότι συμφωνώ απόλυτα με την ανακοίνωση που εξέδωσε το διοικητικό συμβούλιο του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, είμαι περήφανος που είμαι μέλος αυτού του μεγάλου ερευνητικού κέντρου και θα συμπληρώσω μόνο ότι η επιστήμη έχει μόνο ως σκοπό να υπηρετεί την κοινωνία. Κανένα άλλο σκοπό”.
Αναμενόμενο ότι θα οδηγούμασταν σε αυτό το αποτέλεσμα
Όπως σημειώνει ο κ. Γιάνναρος, τίποτα από αυτά που συνέβησαν δεν τον εξέπληξε, αφού “όση διαχείριση και να κάνουμε, είναι δεδομένο ότι θα έχουμε κάποιες μεγάλες και δύσκολα διαχειρίσιμες πυρκαγιές. Χρειάζεται, λοιπόν, και η συνδρομή της πυρομετεωρολογίας και να επιτηρούμε τις πυρομετεωρολογικές συνθήκες καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Όλες αυτές οι συνθήκες διαμορφώνονται σε βάθος χρόνου. Και το 2021 είχαμε κάνει ανάλυση η οποία έδειξε ότι το πού πηγαίναμε φαινόταν περίπου ένα μήνα πριν. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα, γιατί η περιοχή του Έβρου αντιμετώπιζε πολύ έντονο πρόβλημα ξηρασίας. Αυστηρά πυρομετεωρολογικά μιλώντας, λοιπόν, ήταν αναμενόμενο ότι από τη στιγμή που θα έπαιρνε φωτιά μία περιοχή θα οδηγούμασταν σε αυτό το αποτέλεσμα. Δεν με εκπλήσσει δηλαδή η ένταση και η έκταση που έλαβαν οι φωτιές με δεδομένο φυσικά ότι δεν κάνουμε καμία διαχείριση στα δάση μας. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την πρόληψη. Κατά την προσωπική μου άποψη, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι θα πρέπει όλοι να συνδράμουμε”.
Οι προειδοποιήσεις ενός άνυδρου χειμώνα
Μία άλλη ερευνητική μονάδα, με πολυετή και σημαντική δράση στον τομέα της πρόβλεψης, της διαχείρισης και της αποτίμησης φυσικών καταστροφών, μεταξύ αυτών και των πυρκαγιών, είναι η Επιχειρησιακή Μονάδα BEYOND, Κέντρο Παρατήρησης της Γης και Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών.
Πρόκειται για μία επιστημονική ομάδα, για έναν πιστοποιημένο φορέα του προγράμματος Copernicus, που αξιοποιεί μεγάλα δεδομένα και δορυφορικές παρατηρήσεις, σε συνδυασμό με κλιματικά στοιχεία, στοιχεία περιβάλλοντος κ.α, ώστε να συνδράμει στην πρόληψη, την προετοιμασία, την υποστήριξη σε πραγματικό χρόνο, την ενημέρωση και την καταγραφή των καμένων εκτάσεων.
“Έχουμε ειδικά συστήματα που αξιοποιούν την ιστορία των πυρκαγιών στη χώρα ώστε να μπορούμε να εκτιμήσουμε τον κίνδυνο της πυρκαγιάς την επόμενη μέρα σε πολύ υψηλή ανάλυση και να φτιάχνουμε σχέδια κινδύνου που διατίθενται στις Περιφέρειες, στις δημοτικές αρχές και στις κοινότητες, όπου ενημερώνουμε για ενδεχόμενες πυρκαγιές, για το σημείο από το οποίο μπορούν να ξεκινήσουν, για την ενδεχόμενη ταχύτητα εξάπλωσής τους. Είναι μία δουλειά που γίνεται σε μεγάλη κλίμακα, για όλη την Περιφέρεια Αττικής, για πολλούς δήμους, στην ανάλυση του χωριού, της γειτονιάς, για τις υπηρεσίες Πολιτικής Προστασίας, για τις Τοπικές Αυτοδιοικήσεις κλπ”, λέει στο Magazine ο Χαρης Κοντοές, Διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και επιστημονικός υπεύθυνος της BEYOND.
Σύμφωνα με τον ίδιο, για τη δραματική κατάσταση που βιώνει ο Έβρος και γενικότερα η χώρα, είχαν προϊδεάσει τόσο οι φωτιές του Ιουλίου, μα ακόμα περισσότερο οι πρότερες κλιματικές συνθήκες:
“Για αυτό το καλοκαίρι περιμέναμε αυτά που είχαμε από νωρίς προβλέψει, γιατί διαδέχτηκε έναν άνυδρο χειμώνα. Δεν είχαμε πολλές βροχές φέτος, ήταν ένα περίεργο φαινόμενο, αλλά όλος ο χειμώνας ήταν άνυδρος και περιμέναμε ότι αυτή η ξηρασία θα δημιουργούσε μεγάλα φαινόμενα πυρκαγιών. Το είχαμε πει, το είχαμε ανακοινώσει και μάλιστα είχαμε κάνει συγκεκριμένες ημερίδες αρκετά νωρίς. Είχαμε δει πως τις μεγαλύτερες πυρκαγιές στη χώρα τις έχουμε όταν προηγούνται ξηροί χειμώνες. Δεν είναι μόνο οι έντονοι άνεμοι ή οι υψηλές θερμοκρασίες, αλλά και αν θα βρει ένα ξηρό έδαφος η πυρκαγιά όταν θα έρθει. Ξέραμε, λοιπόν, ότι θα είναι τόσο μεγάλες. Ήδη από τον Ιούλιο το λέγαμε. Οι πυρκαγιές που είχαμε φέτος τον Ιούλιο σε έκταση ήταν τριπλάσιες και τετραπλάσιες από οποιοδήποτε άλλο Ιούλιο τα τελευταία 12-13 χρόνια. Τα είχαμε δει λοιπόν από τις φωτιές του Ιουλίου και άρα περιμέναμε ότι θα έχουμε κάτι ανάλογο και τον Αύγουστο. Δεν πέσαμε από τα σύννεφα”.
Αμφισβητείται η επιστήμη;
Δεν χωρά αμφιβολία πως στον Έβρο έχει σημειωθεί μία οικολογική τραγωδία, στην οποία φτάσαμε χωρίς να έχουμε διδαχτεί από τις καταστροφές των προηγούμενων ετών, τη στιγμή που η πρόληψη εξακολουθεί να παραμένει αγκυλωμένη στην αδράνεια και στις διαχρονικές παθογένειες της χώρας. Τίποτα από αυτά δεν αμφισβητείται. Η επιστήμη όμως;
“Η επιστήμη δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, με την έννοια ότι η επιστήμη είναι αντικειμενική. Γι’ αυτό μιλάμε και για επιστήμη. Αν δεν είναι αντικειμενική δεν είναι επιστήμη. Η επιστημονική μεθοδολογία είναι κάτι που έχει δοκιμαστεί”, λέει ο κ. Κοντοές και προσθέτει: “Εμείς ήμασταν από τους πρώτους που λειτουργήσαμε και εδραιώσαμε το πρόγραμμα Copernicus. Το πρόγραμμα αυτό τώρα το λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία πολλές φορές ανατρέχει σε εμάς. Αν αποδεχτούμε ότι το πρόγραμμα Copernicus και η επιστήμη είναι αντικειμενική, από την άποψη ότι έχει μεθοδολογία και διαπιστωμένες ακρίβειες και μέσα από αυτές στην ουσία δρομολογούνται στα διαστημικά συστήματα, στις ακρίβειες που δίνουν και στη μεθοδολογία, αντιλαμβανόμαστε γιατί δίνονται τόσα δισεκατομμύρια ευρώ σε επενδύσεις και ότι δεν θα δίνονταν αν ήταν κάτι αναξιόπιστο”.
Την ώρα που η φωτιά στον Έβρο αφανίζει δάση, η κυβέρνηση αποφάσισε να στρέψει την κουβέντα στα… εκτάρια, κάνοντας την τρίχα τριχιά για τον ακριβή αριθμό τους. Όλα αυτά, ενώ οι εκτιμήσεις, παρά τις ελάχιστες διαφορές τους, συνέκλιναν, μαρτυρώντας το μέγεθος της καταστροφής και “φωνάζοντας” για την απουσία της πρόληψης.
Για ακόμα μία φορά, η επιστημονική κοινότητα, έστω και μέρος αυτής, πήρε τον ρόλο του κομπάρσου αντί να (εισ)ακουστούν οι εκτιμήσεις, οι προβλέψεις και οι εκκλήσεις της για τις απαραίτητες προληπτικές ενέργειες ώστε να αποφευχθεί μία τέτοια καταστροφή. Και στοχοποιήθηκε, παρά τα εργαλεία και τη γνώση που διαθέτει και προσφέρει απλόχερα στον κρατικό μηχανισμό.
“Θα πρέπει να συμφωνήσουμε ως πολίτες και μεταξύ μας ως επιστημονική κοινότητα με το κράτος, ότι οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν καταρχήν ένα πολύ υψηλό διεπιστημονικό πρόβλημα. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να συνδράμουμε επιστήμονες διαφορετικών ειδικοτήτων. Χρειάζεται ολικός επανασχεδιασμός του τρόπου με τον οποίο διαχειριζόμαστε τις δασικές πυρκαγιές και φυσικά ξεκινάμε από την πρόληψη. Πρόληψη σημαίνει να διαχειριζόμαστε τα δάση μας, γιατί από τους τρεις παράγοντες που καθορίζουν το πώς θα εξαπλωθεί και θα συμπεριφερθεί μία δασική πυρκαγιά είναι ο καιρός, η τοπογραφία και τι καίγεται. Καταλαβαίνετε ότι το μόνο που μπορούμε ως άνθρωποι να διαχειριστούμε και να επέμβουμε είναι το τι καίγεται, τα δασικά καύσιμα”, λέει ο Πυρομετεωρολόγος Θοδωρής Γιάνναρος.
“Πρέπει αυτή η γνώση μαζί με τα επιχειρησιακά συστήματα και την πληροφόρηση που αυτά δίνουν για την πρόληψη, την πρόβλεψη, τα σχέδια κινδύνου, όλα αυτά θα πρέπει να γίνουν κτήμα όλων όσων θα επιχειρήσουν το επερχόμενο καλοκαίρι, τις αρχές, τις υπηρεσίες, τους πυροσβέστες, την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Εγώ νομίζω ότι αυτή η γνώση είναι που δεν διαχέεται. Αυτό πρέπει να γίνει, να δοθεί από νωρίς σε όλα τα επίπεδα, υποστηρίζει από την πλευρά του ο κ. Κοντοές.
Η επιστημονική κοινότητα είναι σύμμαχος, όχι αντίπαλος
Αντί επιλόγου, το σχόλιο της Αλεξάνδρας Μεσσαρέ, διευθύντριας Προγράμματος του ελληνικού γραφείου της Greenpeace:
“Είναι μεγάλη η καταστροφή στη Δαδιά, την Πάρνηθα και πολλές ακόμα περιοχές. Ενώ δεν έχουν σβήσει καν όλες οι εστίες, είναι δύσκολο να γίνει τελική αποτίμηση, όμως μπορούμε ήδη να πούμε με σαφήνεια το εξής: ακόμα και στο πολύ καλό σενάριο που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αποκατάσταση, κάτι το οποίο δεν μοιάζει καν να είναι εφικτό σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτή η διαδικασία χρειάζεται δεκαετίες. Κατά την διάρκειά τους δεν πρέπει να ξανακαεί το δάσος. Άρα, δεν νοείται αποκατάσταση χωρίς ταυτόχρονη, σοβαρή επένδυση στην πρόληψη. Αυτή την στιγμή δεν έχουμε την παραμικρή ένδειξη πως ο κρατικός μηχανισμός ενδιαφέρεται για την πρόληψη, γι’ αυτό και ανησυχούμε πάρα πολύ.
Όσο για την αμφισβήτηση των επιστημονικών πορισμάτων από το ΥΠΕΝ, να τονίσουμε πως πρόκειται για εξαιρετικά επικίνδυνη πρακτική. Κάθε φορά που πολιτικοί και υπηρεσίες αμφισβητούν τα στοιχεία των ειδικών, ο λόγος είναι πως δεν θέλουν να κάνουν την δουλειά για την οποία πληρώνονται. Έχουμε δει αυτή την συμπεριφορά για δεκαετίες στο θέμα της κλιματικής κρίσης. Φτάνει. Όποιος έχει απορίες για τα μέχρι στιγμής συμπεράσματα, μπορεί να επικοινωνήσει απευθείας με τους ειδικούς, ζητώντας διευκρινίσεις. Η επιστημονική κοινότητα είναι σύμμαχος, όχι αντίπαλος. Αν, φυσικά, υποθέσουμε πως οι αρμόδιοι φορείς ενδιαφέρονται για την προστασία φύσης και ανθρώπων.”