ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΓΓΟΣ: “ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΔΕ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΣΤΑΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΝΟΥΣ”
Η συγκάλυψη, η ΕΔΕ και οι προσχηματικές διώξεις στη υπόθεση του Βασίλη Μάγγου. Μας μίλησε ο πατέρας του.
«Και τα δύσκολα τώρα αρχίζουν…
2-3 μήνες αποθεραπεία και ποιός ξέρει πόσα χρόνια και αν θα βρω το δίκιο μου…
…Όμως… Χαμογέλα, ρε… Τί σου ζητάνε;»
Πέρασαν πάνω από δύο χρόνια απ’ όταν ο Βασίλης Μάγγος έγραφε αυτή την ανάρτηση στο προσωπικό του προφίλ στο facebook. Είχε επιστρέψει σπίτι του, έχοντας νοσηλευτεί κάποιες μέρες στο νοσοκομείο ύστερα από τον βασανισμό του από την αστυνομία. Οι γιατροί μέτρησαν κάμποσα τραύματα στο κορμί του αλλά αυτά που δε φαίνονταν ήταν εξίσου σοβαρά και αποδείχθηκαν καθοριστικά. Ο Βασίλης πέθανε σε ηλικία μόλις 26 ετών. Το έργο της δικαίωσης της μνήμης του ανέλαβαν η οικογένεια του, οι φίλοι/ες του και χιλιάδες αλληλέγγυα άτομα που αρνούνται να συμβιβαστούν με τη δυστοπική μα δυστυχώς υπαρκτή προοπτική της ατιμώρητης και γιγαντωμένης αστυνομικής βίας. Δεν είναι, όμως, καθόλου εύκολο διότι ο δρόμος της συγκάλυψης είναι σπαρμένος με ΕΔΕ και προσχηματικές διώξεις.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
Θα παραθέσω συνοπτικά τα γεγονότα, όχι γιατί δεν είναι γνωστά αλλά γιατί η καθυστέρηση και η γραφειοκρατική αδράνεια, μεταξύ άλλων, εξασθενούν τη μνήμη που είναι πολύτιμη για τέτοιες υποθέσεις.
Στις 14 Ιουνίου του 2020, ο Βασίλης Μάγγος, που ήταν ένας πολιτικοποιημένος και ενεργός στα κοινωνικά κινήματα νέος άνθρωπος, περνούσε έξω από το δικαστικό μέγαρο του Βόλου. Στο σημείο υπήρχαν συγκεντρωμένα άτομα, καθώς είχαν πραγματοποιηθεί συλλήψεις την προηγούμενη μέρα κατά τη διάρκεια διαμαρτυρίας ενάντια στην καύση σκουπιδιών από την εταιρεία Lafarge. Ο Βασίλης ήθελε να ενωθεί μαζί τους αλλά δεν πρόλαβε, αφού καθ’ υπόδειξη ενός άνδρα της ασφάλειας, μια διμοιρία των ΜΑΤ και τρεις αστυνομικοί της ΟΠΚΕ τρέχοντας έπεσαν πάνω του κι άρχισαν να τον ξυλοκοπούν. Τον χτυπούσαν με γκλοπ και με κλωτσιές.
Ο Βασίλης τους φώναζε ότι πονάει και δε μπορεί να αναπνεύσει, εντούτοις του πέρασαν χειροπέδες και τον έβαλαν μέσα σ’ ένα αμάξι, όπου συνέχισαν να τον χτυπούν, να τον καθυβρίζουν και να τον απειλούν. Τον μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί, σύμφωνα με τις διηγήσεις του ίδιου του Βασίλη, το μαρτύριο κάθε άλλο παρά σταμάτησε. Ένας αστυνομικός με πολιτικά τον χτυπούσε στα ήδη τραυματισμένα του πλευρά, ενώ οι άνδρες της ΟΠΚΕ τον κρατούσαν ακινητοποιημένο. Ο Βασίλης σφάδαζε από τον πόνο και ζητούσε επανειλημμένα να τον πάνε στο νοσοκομείο. Εκείνοι απαντούσαν με ειρωνείες και χλευασμό. Ακόμα κι όταν ζήτησε λίγο νερό, τον οδήγησαν σ’ έναν χαλασμένο ψύκτη και τον κορόιδευαν. Μόνο αφότου εκτόνωσαν αρκετά τα βάναυσα ένστικτα τους από τη θέση εξουσίας που κατείχαν έναντι του θύματος και διαπιστώνοντας ότι ο Βασίλης είχε τραυματιστεί αρκετά, απλά τον πέταξαν έξω από το αστυνομικό τμήμα.
Ούτε κατηγορίες του απέδωσαν – έστω έωλες όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, ούτε στο νοσοκομείο τον πήγαν, όπως επέτασσε η κατάσταση του. Απλά τον πέταξαν στο δρόμο για να μην χρεωθούν την ευθύνη. Τον εντόπισαν περαστικοί σε καταφανή αδυναμία, τον πήγαν στο σπίτι της θείας του κι από εκεί με ασθενοφόρο κατέληξε στο νοσοκομείο. Τα ιατρικά ευρήματα ήταν πολλαπλά κατάγματα έξι πλευρών, πλήξη του ήπατος και της χοληδόχου κύστης. Νοσηλεύτηκε για τέσσερις μέρες. Επέστρεψε σπίτι του και στις 13 Ιουλίου του 2020 πέθανε. Σύμφωνα με τη νεκροψία, ο θάνατος του επήλθε συνέπεια πνευμονικού οιδήματος, το οποίο προκλήθηκε εξαιτίας της ενδοφλέβιας χρήσης οπιούχων ουσιών.
Η ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΗ
Όπως σημειώνει στη γνωμοδότηση του ο ιατροδικαστής Δημήτριος Γαλεντέρης: «Οργανικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του θανάτου του Μάγγου Βασίλειου και της σωματικής επίθεσης και των κακώσεων που προκλήθηκαν στις 14/06/2020, δεν δύναται να αναγνωριστεί. Αντίθετα τυχόν ψυχικός σύνδεσμος , με δεδομένο πάντα ότι σύμφωνα με τις περιγραφές των οικείων του, την χρονική επίθεση που δέχτηκε την σωματική επίθεση, απείχε κι έκανε προσπάθεια να κόψει τη χρήση τοξικών ουσιών, δε δύναται να αποκλειστεί και κρίνεται ότι χρήζει περαιτέρω διερεύνησης».
Όχι μόνο δε διερευνήθηκε το ψυχικό πλήγμα ως απότοκο της αστυνομικής βαναυσότητας και η ανατροπή που επέφερε στη ζωή του Βασίλη Μάγγου αλλά δεν αξιολογήθηκε καν σωστά ο βασανισμός του που στο πρώτο του σκέλος έξω από τα δικαστήρια είναι καταγεγραμμένος με βίντεο. Το αποτέλεσμα είναι να παραπέμπονται σε δίκη μόλις τρεις αστυνομικοί κι όχι όλοι όσοι συνέπραξαν στη βία εις βάρος του θύματος, με την ηπιότερη δυνατή κατηγορία, αυτή της επικίνδυνης σωματικής βλάβης που σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχεί στο αποδεικτικό υλικό της υπόθεσης, ούτε συνάδει με όσα ορίζονται από την ευρωπαϊκή και εγχώρια νομολογία.
Από τότε ο πατέρας του θύματος, Γιάννης Μάγγος, ακούραστος και συγκινητικός μέσα στην απαράμιλλη ευγένεια και την επιμονή του, δεν έπαψε λεπτό να μιλάει για τον γιο του, να μην αφήνει τη λήθη να σκεπάσει την αλήθεια, να διεκδικεί δικαιοσύνη:
«Βρισκόμουν στο χωριό μου που απέχει 80 χιλιόμετρα από τον Βόλο όταν πληροφορήθηκα τι είχε συμβεί. Τα παράτησα όλα και σε λιγότερο από μια ώρα γύρισα στο Βόλο. Μέσα στο σπίτι βρήκα ένα ανθρώπινο κουβάρι. Το παιδί μου δε μπορούσε να σταθεί από τους πόνους. Έκλαιγε γιατί πονούσε αφόρητα. Η πρώτη κουβέντα που μου είπε ήταν «πατέρα να ξέρεις ότι εκεί μέσα, δεν έβγαλα ούτε ένα δάκρυ για να μην το χαρίσω στους φασίστες βασανιστές μου». Δεν πρόκειται ποτέ να το ξεχάσω. Αμέσως τον αγκαλιάσαμε και καλέσαμε ασθενοφόρο. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο παρατηρήσαμε πως είχε αλλάξει η συμπεριφορά του. Δε μπορούσε να κοιμηθεί, είχε έντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις, ήταν νευρικός. Επισκεφτήκαμε το Κέντρο Ψυχικής Υγείας για να ζητήσουμε βοήθεια. Ο ίδιος ο διευθυντής μίλησε για ψυχολογική κατάρρευση εξαιτίας της βίας που είχε υποστεί και του χορήγησε αντικαταθλιπτικά. Ο Βασίλειος είναι γνωστό πως άνηκε σε ευάλωτη κοινωνική ομάδα, ήταν χρήστης ουσιών αλλά είχε κάνει τεράστιο αγώνα να απελευθερωθεί από αυτό το πράγμα. Δυστυχώς εξαιτίας της εγκληματικής συμπεριφοράς των αστυνομικών, προσέφυγε εκεί που θεωρούσε ότι θα βρει ανακούφιση για τους σωματικούς και ψυχικούς πόνους και πέθανε.
Η ΕΔΕ
Μόλις γνωστοποιήθηκε ο θάνατος του κι επειδή πήραν έκταση όσα προηγήθηκαν, διατάχθηκε ΕΔΕ. Εμείς νομίζαμε τότε ότι η ΕΔΕ είναι κάτι σημαντικό, ότι θα αποδόσει ευθύνες και θα τιμωρηθούν οι ένοχοι. Όσο περνούσε ο καιρός συνειδητοποιούσαμε ότι πρόκειται για παρωδία. Επειδή καθυστερούσε το πόρισμα της ΕΔΕ καταθέσαμε μήνυση κατά δύο αστυνομικών ονομαστικά και κατά παντός υπευθύνου. Ύστερα υποβάλλαμε συμπληρωματική μήνυση. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ένας εισαγγελέας Πρωτοδικών Βόλου άσκησε δίωξη κατά τριών αστυνομικών με την κατηγορία της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, παραπέμποντας την εκδίκαση στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Βόλου στις 21 Οκτώβρη. Τη στραγγάλισε την υπόθεση, γι’ αυτό εγώ πήρα το πλακάτ στον ώμο και βγήκα στους δρόμους.»
Παρά το γεγονός ότι ο τότε Υπουργός Μιχάλης Χρυσοχοΐδης και υπό το βάρος της κοινωνικής δυσαρέσκειας, είχε δεσμευτεί δημόσια πως «δε θα μείνει έτσι ο ξυλοδαρμός του Βασίλη Μάγγου», η μεθόδευση της συγκάλυψης και της σχετικοποίησης αποτυπώθηκε ήδη από το πόρισμα της ΕΔΕ. Γι’ αυτό άλλωστε ο Συνήγορος του Πολίτη με μια πολυσέλιδη και εμπεριστατωμένη έκθεση, επισημαίνει τα προβλήματα και τις αβλεψίες.
Ο Συνήγορος τονίζει ότι η πειθαρχική έρευνα θα έπρεπε να γίνει πολύ νωρίτερα, μετά την καταγγελία του θύματος και τη δημοσίευση των οπτικών ντοκουμέντων κι όχι μετά τον θάνατο του, ότι «δεν αποσαφηνίζεται το σκεπτικό, που αυτές συνάδουν περισσότερο με τη βάναυση συμπεριφορά της ως άνω διάταξης του Π.Δ. 120/2008 και δεν εμπίπτουν στην περίπτωση των βασανιστηρίων ή άλλων προσβολών κατά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας του άρ. 10 παρ. 1 περ. γ΄ όταν, μάλιστα, το ΕΔΔΑ έχει πολλαπλώς αποφανθεί, ότι οι περιπτώσεις καταγγελιών σοβαρής κακομεταχείρισης προσώπου, ενόσω βρίσκεται υπό κράτηση είτε υπό το γενικότερο αστυνομικό έλεγχο, παράγουν ισχυρό τεκμήριο παραβίασης του άρ. 3 της ΕΣΔΑ, το οποίο θεμελιώνεται στην εκ των πραγμάτων εξουσιαστική σχέση που σχηματίζεται», ότι υπήρξαν σοβαρές πλημμέλειες στη συλλογή του αποδεικτικού υλικού καθώς δεν κλήθηκαν αυτόπτες και άλλοι σημαντικοί μάρτυρες, ότι δεν αναζητήθηκε βιντεοληπτικό υλικό από το σύστημα βιντεοεπιτήρησης του αστυνομικού τμήματος, ότι οι καταθέσεις των εμπλεκόμενων αστυνομικών είναι πανομοιότυπες – κάτι που υποσκάπτει την αξιοπιστία της πειθαρχικής διαδικασίας και κατέληξε ζητώντας τη συμπλήρωση της με βάση τις παρατηρήσεις που σημείωσε.
Είναι μια περίτρανη απόδειξη της απροθυμίας της αστυνομίας για ουσιαστική διερεύνηση και της αναποτελεσματικότητας των ΕΔΕ, οι οποίες χωρίς να πληρούν τα εχέγγυα της ανεξαρτησίας, καταλήγουν συνήθως απλώς να προσδίδουν θεσμικό επιστέγασμα στο κουκούλωμα. Το πρόβλημα είναι ότι πέρα από το πλέγμα αλληλοπροστασίας στην αυθαιρεσία μεταξύ των ίδιων των αστυνομικών, και οι δικαστικές αρχές εμφανίζονται εξαιρετικά επιεικείς και μαλθακές όταν έχουν απέναντι τους άνδρες με αστυνομική στολή.
«Ενώ υπήρχε δική μας μήνυση και συμπληρωματική μήνυση για κακουργήματα, δηλαδή για βασανιστήρια και βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη, ο εισαγγελέας άσκησε δίωξη μόνο εναντίον τριών αστυνομικών για το αδίκημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Πρόκειται για ένα πλημμέλημα που επιφέρει ποινή έως τρία έτη και σίγουρα είναι εντελώς υποβαθμισμένο σε σχέση με τα αδικήματα που έλαβαν χώρα. Πρόκειται ξεκάθαρα για μια απόπειρα να προφυλαχθούν οι αστυνομικοί από βαρύτερες διώξεις και να αποκλειστούν οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί, των οποίων τα στοιχεία είναι γνωστά στις αρχές. Είναι δηλαδή μια δίωξη σωσίβιο. Επικίνδυνη σωματική βλάβη, σύμφωνα με το νόμο, είναι οποιαδήποτε σωματική βλάβη έχει τελεστεί με επικίνδυνο τρόπο και θα μπορούσε να προκαλέσει μόνιμη βλάβη στην υγεία ή στον οργανισμό. Στην περίπτωση του Βασίλη δεν υπήρχε απλά κίνδυνος, η σωματική βλάβη προκλήθηκε και ήταν βαριά . Μιλάμε για έξι σπασμένα πλευρά και πλήξη ζωτικών οργάνων που με βάση τη νομολογία συνιστούν βαριά σωματική βλάβη. Τα βασανιστήρια προκύπτουν τόσο από την καταγγελία του Βασίλη, όσο και από τις καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων που τον βρήκαν μετά.
Είναι προφανές ότι ήταν στοχοποιημένος, αυτό φαίνεται και στο δελτίο συμβάντων που γράφουν ότι ο Βασίλης Μάγγος είναι γνωστός για τη δράση του σε διάφορες συλλογικότητες και για τη γενικότερη παραβατική του συμπεριφορά. Όλο το περιστατικό ήταν παράνομο. Τον προσήγαγαν χωρίς νόμιμο λόγο, τον τιμώρησαν χωρίς να έχει κάνει κάτι, τον δέσμευσαν χωρίς να υπάρχει κάποιος κίνδυνος. Υπέφερε. Πέρα από τον σωματικό πόνο, πρέπει να συνυπολογίσουμε και τον ψυχικό που αποδιοργάνωσε τη ζωή του. Είχε διανύσει μια περίοδο που ήταν καλά, δούλευε, ήταν κοινωνικά δραστήριος. Μετά όλα αυτά χάθηκαν. Τα υπόλοιπα είναι αντιστροφή της πραγματικότητας. Οι απολογίες των αστυνομικών είναι στα ίδια πλαίσια με αυτά που έχουμε δει πολλές φορές, η εξήγηση των τραυμάτων που δίνουν ανήκει στο επίπεδο της παραδοξολογίας. Είναι ανησυχητικό, όμως, ότι την άμυνα της αστυνομίας απέναντι στις καταγγελίες των πολιτών την υιοθετεί η δικαιοσύνη, ενώ η αλήθεια είναι μπροστά μας » υπογραμμίζει η Αννυ Παπαρρούσου, δικηγόρος της οικογένειας Μάγγου.
Αρκεί μια ματιά στον Ποινικό Κώδικα για να γίνει κατανοητό ότι οι κατηγορίες με τις οποίες παραπέμπονται οι τρεις αστυνομικοί σε δίκη είναι απροκάλυπτα υποτιμημένες και ανισοβαρείς σε σχέση με τη βία που υπέστη ο Βασίλης Μάγγος. Επιπλέον, δεν αφορούν καν σε όλους τους αστυνομικούς και δεν εμπεριέχουν τη βία και την ταλαιπωρία μέσα στο αυτοκίνητο και μέσα στο αστυνομικό κτίριο, παρά μόνο τον ξυλοδαρμό έξω από τα δικαστήρια που καταγράφηκε από τα κινητά των πολιτών. Αν δηλαδή, δεν υπήρχε κι αυτό το υλικό, αν ο Βασίλης Μάγγος είχε χτυπηθεί χωρίς να υπάρχει κάμερα ή κινητό τριγύρω, το λαβωμένο του σώμα δεν θα αρκούσε για να ενεργοποιηθούν πειθαρχικές και ποινικές διαδικασίες. Ακόμα κι αυτές, βέβαια, πυροδοτήθηκαν μετά το θάνατο του κι όχι όσο ήταν ζωντανός.
Επαναλαμβάνεται, λοιπόν, κι εδώ η αποκαρδιωτική μεθοδολογία της κάλυψης ή της ελάχιστης δίωξης «για τα μάτια του κόσμου» που έχει παρατηρηθεί σε πολλές περιπτώσεις αστυνομικής βίας, έχει επικριθεί από εγχώριους και διεθνείς οργανισμούς, έχει ξεγυμνωθεί σε αρκετές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αφήνοντας στους πολίτες μια επίγευση πίκρας και ματαίωσης. Γιατί είναι σκληρό να βρίσκεσαι στον κύκλο του άλγους που επιφέρει η αστυνομική βία και παράλληλα να νιώθεις ανήμπορος και τόσο μόνος στη διεκδίκηση δικαιοσύνης, τουλάχιστον αυτής που απονέμεται στα δικαστήρια γιατί η συνείδηση της κοινωνίας ολοένα και σπανιότερα συμβαδίζει με τις αποφάσεις των δικαστηρίων.
Οι μηνυσεις της οικογενειας
Οι μηνύσεις που κατέθεσε η οικογένεια Μάγγου απορρίφθηκαν από την εισαγγελέα Βόλου. Το έμαθαν από τις τοπικές εφημερίδες. Τι απαξίωση κι αυτή απέναντι σε ανθρώπους που θρηνούν το παιδί τους! Έκαναν προσφυγή στον εισαγγελέα Εφετών στη Λάρισα και περιμένουν.
«Έστειλα επιστολές παντού, από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον εισαγγελέα Εφετών Λάρισας, την εισαγγελέα Πρωτοδικών Βόλου. Ζητώ ισονομία και δίκαιη δίκη, να μας δοθεί το δικαίωμα να υποστηρίξουμε στο ακροατήριο τη θέση μας για το παιδί μας που βασανίστηκε, εξοντώθηκε ψυχολογικά και πέθανε. Για εμάς δεν τίθεται ζήτημα μόνο να καταδικαστούν ορισμένοι αστυνομικοί αλλά να λειτουργήσουν οι θεσμοί. Όταν ο πολίτης αισθάνεται ότι δεν υπάρχει νόμος να τον στηρίξει, η δημοκρατία χωλαίνει. Θα διεκδικήσουμε το δίκιο μας με όλα τα ένδικα μέσα. Μου δίνει κουράγιο ότι ο κόσμος μας καταλαβαίνει και μας συμπαραστέκεται» λέει ο Γιάννης Μάγγος.
Καθόμασταν στη Γεωπονική Σχολή ενόψει μιας εκδήλωσης. Εκεί που μιλούσαμε, έφτασε ο Γιάννης Σαμπάνης, πατέρας του εκτελεσμένου από αστυνομικούς Νίκου Σαμπάνη. Χρειάστηκε μόνο ένα συναπάντημα βλεμμάτων για δύο πατεράδες που δε γνωρίζονταν μεταξύ τους, για να ανοίξουν τα χέρια τους και να αγκαλιαστούν εγκάρδια και σπαρακτικά μαζί. Ήταν μια αυθόρμητη και πηγαία ροή συναισθήματος που ξεκινούσε από την ίδια μήτρα οδύνης για να καταλήξει στο παρηγορητικό και αλληλέγγυο άγγιγμα δύο ανθρώπων τσακισμένων από την κρατική αναλγησία που δεν τους δίνει καν το χώρο και το χρόνο να επεξεργαστούν το πένθος τους.
«Η απώλεια του παιδιού σου ή του αδερφού σου είναι κάτι τρομακτικό και αμετάκλητο. Δε θα ξαναδούμε τον Βασίλειο και δεν μπορώ να φανταστώ πέρα από εμάς, τι ψυχικό κόστος κουβαλάει ο μικρός του αδερφός ή η μεγάλη του αδερφή. Προσπαθούμε να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον και αναζητήσαμε συνδρομή από επιστήμονα ψυχικής υγείας. Όσο αντέχω δεν θα το αφήσω έτσι, θα κρατάω ψηλά το θέμα που πιστεύω ότι είναι βαθιά πολιτικό.
Μπορεί να είναι και μια διέξοδος για μένα. Από την άλλη, είναι και κάτι που μεταθέτει μια κατάσταση μελλοντικά, εννοώ ότι δεν πρόλαβα να πενθήσω, να κλάψω όσο θα ήθελα γιατί το μυαλό μου συνέχεια στριφογυρίζει εκεί. Το πένθος, όμως, δεν πρέπει να εγκλωβίζεται. Στην αρχή νόμιζα ότι κάπου πήγε και θα γυρίσει. Με τον καιρό συνειδητοποιούσα ότι δεν θα έρθει πίσω και διάφορα μικρά πράγματα απέκτησαν ξαφνικά μια μεγάλη αξία για μένα. Τα ρούχα του, τα ποιήματα του, γίνονται ένα νήμα, με συνδέουν με εκείνον. Είχε ένα μηχανάκι ο Βασίλειος που τώρα το χρησιμοποιώ εγώ, στα κλειδιά του είχε δεμένο ένα σπαγγάκι. Έλεγα θα το πετάξω, μα όταν κατάλαβα ότι η απώλεια είναι ανεπίστρεπτη, το σπαγγάκι έγινε κάτι ιερό. Κρατάω κάτι που κρατούσε με τα χέρια του ο γιος μου». Έτσι ολοκληρώθηκε η κουβέντα μας με τον Γιάννη Μάγγο και με εκείνη την ρομαντική και εμπνευστική συνάμα φράση του Βασίλη που έγινε σύνθημα των καταπιεσμένων: «Κι ας μη νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα»