ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ;
Τη στιγμή που οι προσπάθειες εξασφάλισης ίσων δικαιωμάτων μεταξύ ανδρών και γυναικών συνεχίζονται αμείωτες, ορισμένες διακρίσεις "δίνουν" ακόμη το παρών με τον πιο ηχηρό τρόπο. Βουλεύτριες και αναλυτές μιλούν στο Magazine για την υποεκπροσώπηση των γυναικών στην πολιτική.
Η Χίλαρι Κλίντον, στο συνέδριο των Ηνωμένων Εθνών στο Πεκίνο το 1995, είχε πει τα εξής: “Ταανθρώπιναδικαιώματαείναιγυναικείαδικαιώματακαιταγυναικείαδικαιώματαείναιανθρώπιναδικαιώματα”.
Οι αγώνες των γυναικών για την κατάκτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων τους μετρούν χρόνια και συνεχίζονται. Μέχρι και σήμερα, δίνονται “μάχες” για τα αυτονόητα, με τις έμφυλες ανισότητες, ακόμη και σε μικρότερο βαθμό πλέον, να εντοπίζονται -αν όχι σε όλους- στους περισσότερους τομείς. Μεταξύ αυτών και στην πολιτική.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, δεδομένου ότι το 51% του πληθυσμού είναι γυναίκες, είναι απορίας άξιο, γιατί αυτό δεν αντικατοπτρίζεται στην πολιτική ζωή. Και οι απαντήσεις προέρχονται από δεκαετίες πριν, όταν ακόμη η ενασχόληση των γυναικών με τα κοινά φάνταζε ως ένα όνειρο.
Υπάρχει μια μεγάλη ιστορία πίσω από τα πολιτικά δικαιώματα που δόθηκαν στις γυναίκες. Μέχρι μερικές δεκαετίες πριν, σε ευρωπαϊκές χώρες -όπως και στην Ελλάδα- οι γυναίκες δεν κατείχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, με κυριότερο αυτό της ψήφου.
Το ιστορικό υπόβαθρο στην Ελλάδα
Η κατοχύρωση του δικαιώματος ψήφου των γυναικών στην Ελλάδα ξεκίνησε σταδιακά, το μακρινό 1930. Ορισμένες μόνο γυναίκες είχαν το δικαίωμα του εκλέγειν και όχι του εκλέγεσθαι.
“Με προεδρικό διάταγμα το 1930 μπορούσαν να ψηφίζουν οι γυναίκες μόνο σε δημοτικές και κοινοτικές εκλογές. Αποκλείονταν εκείνες που δεν είχαν τελειώσει το δημοτικό και όσες ήταν κάτω των 30 ετών. Επομένως, περιόριζε το δικαίωμα ψήφου ένα πολύ μικρό ποσοστό του ενηλίκου γυναικείου πληθυσμού”, λέει στο Magazine η Μανίνα Κακεπάκη, κύρια ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Πολιτικών Ερευνών του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών.
Παράλληλα, περισσότεροι οργανισμοί και φεμινιστικά κινήματα, με διαμαρτυρίες και αναρίθμητους αγώνες, έκαναν όλο και πιο αισθητή την “παρουσία” τους και τις γυναίκες να βρίσκονται πιο κοντά στην επίτευξη ενός εκ των στόχων τους.
Η Καλλιρρόη Παρρέν, εκδότρια του περιοδικού “Εφημερίς των Κυριών”, σε ρόλο πρωτεργάτη φεμινιστικών κινημάτων, ήταν από τις πιο ηχηρές φωνές έκφρασης των διεκδικήσεων αυτών.
Ύστερα από τουλάχιστον δύο δεκαετίες, το 1952, ψηφίστηκε ο νόμος για την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων, έτσι και δόθηκαν σε όλες τις Ελληνίδες τα πλήρη πολιτικά τους δικαιώματα, χωρίς όμως να συμμετάσχουν στις εκλογές του Νοεμβρίου, καθώς δεν είχαν ενημερωθεί οι εκλογικοί κατάλογοι.
Σε βουλευτικές εκλογές, οι Ελληνίδες ψήφισαν και ψηφίστηκαν για πρώτη φορά τον Φεβρουάριο του 1956. Ωστόσο, μόνο δύο γυναίκες κατάφεραν να μπουν στη Βουλή, αν και οι υποψήφιες ήταν πολύ περισσότερες, με τους ψηφοφόρους να εμφανίζονται ακόμη διστακτικοί να τις υποστηρίξουν.
Πέραν τούτου, ιστορικά αποδεικνύεται ότι από τότε είχε “ριζώσει” στο πολιτικό προσκήνιο η οικογενειοκρατία.
“Μπαίνουν πολύ λίγες, πολύ διστακτικά και συγκεκριμένα ονόματα, δηλαδή οι περισσότερες την περίοδο του ’50 και του ’60 είχαν συγγένεια, ήταν χήρες πολιτικών, δηλαδή είχαν μια προσωπική πολιτική παράδοση που τους επέτρεψε να εκλεγούν στο κοινοβούλιο. Ήταν ανδροκρατούμενη η πολιτική, επομένως όσες γυναίκες κατάφερναν να τη διαπεράσουν έπρεπε να έχουν, αν θέλετε, μια παρουσία ανδρική, να έχουν αυτό το πολιτικό κεφάλαιο που προέρχονταν από τον σύζυγο ή την οικογένεια”, λέει η Μανίνα Κακεπάκη.
Οι πρώτες γυναίκες υπουργοί σε… “εύκολα πόστα”
Μια επιπλέον αντίληψη που ενίσχυε την έμφυλη ανισότητα (και) στην πολιτική, ήταν ότι οι γυναίκες έπρεπε να αναλαμβάνουν πιο “εύκολα και απλά πόστα”, πιο κοντά στο περιβάλλον του σπιτιού.
Ενδεικτικά, το 1956 επί κυβερνήσεως Καραμανλή, η Λίνα Τσαλδάρη γίνεται η πρώτη γυναίκα που αναλαμβάνει υπουργικά καθήκοντα, όταν και διορίστηκε υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας, θέση την οποία διατήρησε μέχρι τον Μάρτιο του 1958.
Το αμέσως επόμενο υπουργείο που ανέλαβε γυναίκα έρχεται 25 χρόνια μετά, το 1981, με τη Μελίνα Μερκούρη να ηγείται του υπουργείου Πολιτισμού επί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου.
“Οι γυναίκες όταν αναλαμβάνουν υπουργεία -που είναι ελάχιστες αναλογικά- αναλαμβάνουν πεδία υπουργικά που έχουν να κάνουν με την πρόνοια, τη φροντίδα, τα παιδιά που θεωρούνται πιο στερεοτυπικά “γυναικεία”, προσθέτει η κ. Κακεπάκη.
Πολύ αργότερα οι γυναίκες αναλαμβάνουν τα πιο “σκληρά” υπουργεία, Οικονομικών, Άμυνας, που θεωρούνται ακόμα πολύ πιο ανδροκρατούμενοι χώροι.
Σε ό,τι αφορά τις πρώτες γυναίκες που ανέλαβαν τα ηνία ενός ελληνικού κόμματος, η Μαρία Δαμανάκη και η Αλέκα Παπαρήγα ήταν εκείνες που άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο στην εγχώρια πολιτική. Η Μαρία Δαμανάκη εκλέγεται πρόεδρος του Συνασπισμού και ηγείται του κόμματος από το 1991 έως το 1993.
Αντίστοιχα, την ίδια χρονιά, η Αλέκα Παπαρήγα, επιλέγεται Γενική Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας μέχρι τον Απρίλιο του 2013, όταν και ανέλαβε την ηγετική θέση του κόμματος ο Δημήτρης Κουτσούμπας.
Είναι άξιο αναφοράς ότι στις σελίδες και των δύο γυναικών στην ελληνική Wikipedia, περιλαμβάνονται οι φράσεις “ήταν η πρώτη γυναίκα αρχηγός κόμματος στην Ελλάδα”.
Οι έμφυλες διακρίσεις στην πολιτική παγκοσμίως και η θλιβερή θέση της Ελλάδας
Η υποεκπροσώπηση των γυναικών στην πολιτική αποτελεί φαινόμενο και “εκτός συνόρων”, αν και σε πολλές χώρες πλέον συναντάται μια κάποια ισότητα μεταξύ των δύο φύλων στην πολιτική.
Έρευνα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ που διεξήχθη το 2021, με στοιχεία από 156 χώρες, έδειξε ότι οι γυναίκες βρίσκονται στο 26,1% σε επίπεδο βουλευτικής εκπροσώπησης, ενώ το 22,6% των γυναικών πολιτικών αναλαμβάνουν υπουργικά καθήκοντα.
Η χώρα μας βρίσκεται στην τελευταία θέση της κατάταξης των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον Δείκτη Ισότητας των Φύλων του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων (EIGE), με τις μεγαλύτερες ανισότητες να εντοπίζονται στον τομέα της εξουσίας.
Στις χώρες της ΕΕ, τα στοιχεία δείχνουν για τις γυναίκες ότι εξακολουθούν να υποεκπροσωπούνται στην πολιτική και στα κοινά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στα εθνικά κοινοβούλια και κυβερνήσεις και στις τοπικές συνελεύσεις.
Γυναίκα Πρωθυπουργός στην Ελλάδα: Πόσο πιθανό θα ήταν αυτό το σενάριο;
Η επιλογή γυναίκας Προέδρου της Δημοκρατίας αποτέλεσε ένα μεγάλο και προοδευτικό γεγονός για την πολιτική ιστορία του τόπου. Ενδεχομένως αυτή η “έλευση” να δημιούργησε εύλογα ερωτήματα για το αν η χώρα μας θα ήταν έτοιμη να κάνει ακόμη ένα βήμα και να “αγκαλιάσει” γυναίκα Πρωθυπουργό.
“Θα μπορούσε να υπάρξει γυναίκα Πρωθυπουργός. Έχουμε δει και γυναικείες εκπροσωπήσεις και σε χώρες αρκετά συντηρητικές, δηλαδή δεν σημαίνει απαραίτητα κάτι, μια κεφαλή κάπου, και όλη η υπόλοιπη βουλή, για παράδειγμα, να κυριαρχείται από άνδρες. Για να δούμε μια πραγματική αλλαγή στάσεων και αντιλήψεων, θα πρέπει πρώτα να δούμε μια Βουλή η οποία να έχει μια πολύ πιο ισόρροπη παρουσία γυναικών και ανδρών”, εκτιμά η Μανίνα Κακεπάκη.
Στην “αντίπερα όχθη” βρίσκονται οι εκτιμήσεις του Κωστή Πιερίδη, Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.
“Τα ίδια τα πολιτικά κόμματα έχουν εξαιρετικά πατριαρχικούς μηχανισμούς μέσα. Το θεωρώ απίθανο να προκύψει. Μόνο η Ντόρα Μπακογιάννη προσπάθησε να το ανατρέψει αυτό κι εν τέλει, έχασε τις εσωκομματικές εκλογές και έκανε δικό της κόμμα. Αυτή είναι μια διαδρομή που μπορούμε να δούμε στην Ελλάδα. Το βρίσκω εξαιρετικά δύσκολο.
Νομίζω ότι σαν χώρα είμαστε αρκετά συντηρητική ως προς αυτό και περισσότερο, βλέπω ένα τρεντ να προκύψει νέος κομματικός σχηματισμός από γυναίκα, παρά να πάμε στα παραδοσιακά κόμματα, μέσα στα επόμενα χρόνια. Σε 10 χρόνια μπορεί να είμαστε πιο ώριμοι και να συμβεί”, καταλήγει.
“Κανείς σήμερα δεν ρωτάει αν η χώρα είναι έτοιμη να έχει πρωθυπουργό κάποιον από τα Γιάννενα ή την Αλεξανδρούπολη για παράδειγμα. Θεωρούμε ότι είναι απόλυτα φυσικό σε μια κοινωνία με ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους πολίτες της. Αυτό το απόλυτα φυσικό θα πρέπει να κατακτήσουμε και για τις γυναίκες”, λέει στο Magazine η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, Σία Αναγνωστοπούλου.
Γυναίκα Πρωθυπουργός: Θα ήταν αρκετό;
Τη σημασία η χώρα μας να “δει” μια προοδευτική κυβέρνηση, ανεξάρτητου φύλου, επισημαίνει ο Κωστής Πιερίδης.
“Αυτό που είναι πολύ σημαντικό, επειδή βλέπουμε και την Πρωθυπουργό στη Νέα Ζηλανδία ή στη Φινλανδία, όταν θα συμβεί, θα ήταν πολύ σημαντικό να δούμε και μια προοδευτική διακυβέρνηση, γιατί πολλές φορές, επειδή το έχουμε δει να συμβαίνει σε χώρες πολύ πιο συντηρητικές από την ελληνική κοινωνία, μπορεί αυτό μετά να δημιουργήσει τεράστιο πρόβλημα στις έμφυλες σχέσεις και διαιρέσεις.
Θυμίζω ότι στα 90s είχαμε Τούρκο πρόεδρο γυναίκα, την Τανσού Τσιλέρ, η οποία είχε μια εξαιρετικά συντηρητική και οπισθοδρομική διακυβέρνηση. Στην πιο σκοτεινή και πιο άγρια οικονομικά περίοδο της Μεγάλης Βρετανίας, Πρωθυπουργός υπήρξε η Μάργκαρετ Θάτσερ. Άρα δεν ξέρω αν ο στόχος θα ήταν απλά το φύλο, περισσότερο θα ήταν μια προοδευτική γυναίκα”.
Γυναίκες σε ανδροκρατούμενο περιβάλλον
Η παρουσία μιας γυναίκας σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον πολλές φορές ήταν -και είναι- ζήτημα “επιβίωσης”. Γυναίκες έχουν αποκαλύψει, ακόμη και καταγγείλει, σεξιστικές συμπεριφορές, λεκτική κακοποίηση και αντιμετώπιση που μόνο ίση με ενός άνδρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Τα βιώματα μέσα από την ενασχόλησή της με την πολιτική, μάς περιγράφει η Σία Αναγνωστοπούλου, εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη της για τις νεότερες γυναίκες που πλέον βρίσκονται σε ένα πιο φιλικό για εκείνες περιβάλλον και μπορούν να μιλήσουν.
“Υποτίθεται υπήρξα προνομιούχος. Δούλεψα στον ακαδημαϊκό χώρο και τα τελευταία χρόνια έχω μετακομίσει -με τα ιστορικά μου μπαγκάζια- στην πολιτική. Αντιμετώπισα ωστόσο σεξιστικές επιθέσεις, κακοποιητικό λόγο, υπαινιγμούς και κυρίως το συγκαταβατικό ύφος μίας ανδροκρατούμενης κοινωνίας.
Βίωσα και βιώνω εν ολίγοις πολλά από αυτά που βιώνει μια γυναίκα, τόσο σε νεαρή όσο και σε μεγαλύτερη ηλικία, εννοείται βέβαια με διαφορετικό τρόπο. Το αναφέρω αυτό για να τονίσω το αυτονόητο: αν σε χώρους που θεωρητικά υπάρχει το θεσμικό και πολιτισμικό πλαίσιο αυτή είναι η πραγματικότητα, τότε καταλαβαίνει κανείς τι συμβαίνει εκεί που δεν υπάρχουν τα φώτα της δημοσιότητας ή οι συμβάσεις ενός δήθεν καθωσπρεπισμού ή ακόμα και οι δεσμεύσεις ενός αριστερού κόμματος.
Οι γυναίκες ξέρουμε τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Όχι όλες με τον ίδιο τρόπο και τον ίδιο βαθμό. Αλλά ξέρουμε γιατί είναι μία βιωμένη εμπειρία: να πρέπει διαρκώς να αποδεικνύεις ότι είσαι άξια να βρίσκεσαι εκεί που βρίσκεσαι, να οχυρώνεσαι απέναντι στη χυδαιότητα της καθημερινότητας, να συγκρούεσαι με το «αυτονόητο» της ανισοτιμίας.
Οι νοοτροπίες αλλάζουν πολύ δύσκολα και η πατριαρχική νοοτροπία –ιστορικά και θεσμικά ριζωμένη- είναι ισχυρή και διαπερνά οριζόντια κοινωνικά και πολιτικά περιβάλλοντα. Για αυτό άλλωστε είμαι ευγνώμων που οι νεότερες γυναίκες σήμερα, πιάνοντας το νήμα από το φεμινιστικό κίνημα στο οποίο εμείς οι μεγαλύτερες συμμετείχαμε, το αναπροσανατολίζουν. Μιλάνε, κάνουν το προσωπικό τους βίωμα πρόβλημα όλων μας”.
Η βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Φωτεινή Πιπιλή, έχοντας περάσει και από το δύσκολο “πόστο” της δημοσιογραφίας, όπως περιγράφει, κατάφερε εξ αρχής να θέσει τους δικούς της όρους που, σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες, κατέστησαν πιο ομαλή την ένταξή της στο πολιτική προσκήνιο της χώρας.
“Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε ανδροκρατούμενο περιβάλλον. Όταν έγινα ρεπόρτερ ήμουν η πρώτη στην Ελλάδα με 40 άνδρες γύρω μου. Όταν πήγαινα σε εφημερίδες και δούλευα, ήμουν το κοριτσάκι με 55 άνδρες γύρω μου. Ήμασταν ελάχιστες, δακτυλοδεικτούμενες κιόλας! Όσες όμως μπήκαμε στο χώρο της δημοσιογραφίας σε δύσκολες εποχές, επιζήσαμε για πάρα πολλά χρόνια, δεν είναι τυχαίο.
Είχαμε χαρακτήρα πολύ δυναμικό και αποκτήσαμε από πολύ νωρίς αυτοπεποίθηση. Και παλιά δεν είχαμε τις ιδιότητες που ακούμε τα τελευταία χρόνια, για διακρίσεις, για παρενοχλήσεις βίαιες, υπήρχε ένας σεβασμός στη γυναίκα. Περιστατικά θα υπήρχαν, αλλά δεν ήταν κάτι το οποίο να ήταν εμφανές ή να δημιουργούσε τραγωδίες στις κοπέλες, όπως συμβαίνει τώρα. Ήταν και άλλη κοινωνία, τελείως διαφορετική.
Και στην πολιτική, όσες κατάφεραν από την αρχή να βγουν βουλεύτριες, δεν είχαν τέτοιου είδους διακρίσεις, γιατί καταλαβαίνετε τι κότσια είχαν, σε παλιές εποχές να βγουν βουλεύτριες. Είχαν και προσωπικότητα. Και τι να της έλεγε ο άνδρας βουλευτής; Αν της έλεγε οτιδήποτε θα είχε φάει τσάντα μέσα στη Βουλή”.
Τελικά, ποιος “ευθύνεται” για την υποεκπροσώπηση των γυναικών στην πολιτική;
Χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη ανάλυση, ο νους μπορεί να “πάει” σε αρκετούς παράγοντες που ενδεχομένως φέρουν μερίδιο ευθύνης για την υποεκπροσώπηση των γυναικών στην πολιτική. Κι αν αναλογιστούμε με βάση τα δεδομένα της χώρας μας, ίσως μπορέσουμε να σκεφτούμε και κάτι παραπάνω.
Η Σία Αναγνωστοπούλου, χαρακτηρίζει το ζήτημα ως “μια ψηφίδα ενός ευρύτερου προβλήματος”, με το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης να επιρρίπτεται στην πατριαρχία και την ανισότητα.
“Ας σκεφτούμε για παράδειγμα τη σύνθεση στα διοικητικά συμβούλια επιχειρήσεων ή και συνδικαλιστικών φορέων. Συνήθως στην αίθουσα κυριαρχούν άνδρες και η γυναικεία παρουσία αντιμετωπίζεται στο δημόσιο λόγο ως «ευχάριστη έκπληξη» (όταν δεν αντιμετωπίζεται μέσα από σεξιστικά στερεότυπα).
Το πρόβλημα έχει όνομα: πατριαρχία και ανισότητα. Στην ελληνική κοινωνία παρά τα σημαντικά βήματα που έχουν γίνει, δεν έχουμε κλονίσει το αυτονόητο της εξίσωσης «θέση ευθύνης-ανδρική ταυτότητα»”.
Ωστόσο, η Φωτεινή Πιπιλή, διατύπωσε στο Magazine μια διαφορετική, πολλών παραγόντων, προσέγγιση.
“Οι γυναίκες δεν ψηφίζουν γυναίκες, αυτό μετριέται και σε δημοσκοπήσεις. Τη δυναμική γυναίκα την επιλέγουν οι τσαούσες γυναίκες, εννοώ οι ξύπνιες γυναίκες, οι δραστήριες, ακόμη κι αν είναι κτηνοτρόφοι ή αγρότισσες ή οι γυναίκες της πιάτσας που λέμε, δηλαδή οι δουλευταρούδες, και πολύ λιγότερο το κλασικό πρότυπο που παραμένει της γυναίκας. Προτιμάνε άνδρες.
Τα ψηφοδέλτια πλέον έχουν πολλές γυναίκες, δεν είναι ότι οι αρχηγοί των κομμάτων, εκτός ελαχίστων ακραίων που θεωρούν για πέταμα τη γυναίκα, ότι στερούν το δικαίωμα στη γυναίκα να κατέβει στην πολιτική.
Εμένα με απασχολεί το, μάλλον ξεπερασμένο και χωρίς βάση, επιχείρημα το κλασικό το φεμινιστικό, ότι οι γυναίκες τα καταφέρνουμε καλύτερα. Δεν είναι έτσι. Τα καταφέρνουν καλύτερα οι ικανοί άνθρωποι. Πολλές φορές γυναίκες μάς έχουν απογοητεύσει, όπως μάς έχουν απογοητεύσει και άνδρες. Αυτό δεν πρέπει να το χρησιμοποιούμε”.
Ορθώς επισημαίνει ότι, συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η πολιτική στην Ελλάδα είναι πολύ πιο πρόσφατη. Επιρρίπτει, ωστόσο, ευθύνες και στις ταραγμένες περιόδους της χώρας, πριν την αποκατάσταση της δημοκρατίας, αναφέροντας γι’ αυτά τα σκληρά γεγονότα (της χούντας) ότι “δεν δημιούργησαν ένα ήρεμο περιβάλλον για τη δυναμική εμφάνιση των γυναικών στην πολιτική”.
“Ακριβώς επειδή περάσαμε ταραγμένες περιόδους, ακόμη και το φεμινιστικό κίνημα ήταν κολοβό στην Ελλάδα και πολύ λίγες γυναίκες είχαν ασχοληθεί, μετρημένες στα δάχτυλα. Οπότε, δεν δημιουργήθηκε στη μέση γυναίκα η αντίληψη και η πεποίθηση ότι μπορεί να συμμετάσχει στην πολιτική. Με την έλευση της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου ξεκίνησε η πιο μαζική παρουσία”.
Και από την προσωπική της εμπειρία με την πολιτική, θέτει το μείζον ζήτημα της ισορροπίας μεταξύ καριέρας και οικογένειας.
“Ως πρότινος, η γυναίκα που αποφάσιζε να κάνει οικογένεια και παιδιά δεν είχε καμία ευνοϊκή συνθήκη ταυτόχρονα να μπει στην πολιτική και το ίδιο αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν και οι γυναίκες επαγγελματίες, επιχειρηματίες και επιστήμονες στη σημερινή εποχή. Είναι τόσο βαρύς και μεγάλος ο φόρτος ταυτόχρονης δημιουργίας οικογένειας-καριέρας, που μένει ένα μικρό κομμάτι μετά για να ασχοληθεί με την πολιτική. Πολλές φορές, αν είσαι πολιτικός, οφείλεις να βάλεις την πολιτική πάνω από οτιδήποτε άλλο”.
Το ζήτημα που προκύπτει είναι έως πότε οι γυναίκες θα αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους, όχι αποκλειστικά στην πολιτική, αλλά σε ευρύτερο πλαίσιο. Δεν ζητούν να υπερισχύουν των ανδρών, ζητούν ίδια αντιμετώπιση. Και θα παλεύουν μέχρι να το κατακτήσουν.