ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΙΝΟΣ: ΕΙΝΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΗΚΩΣΕΙ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΟΣΚΑΡ;
Μιλά στο Sunday Edition του NEWS 24/7 λίγες μέρες αφότου προτάθηκε για το Όσκαρ Μοντάζ για την ταινία ο "Πατέρας".
Ένας από τους σημαντικότερους μοντέρ αυτή τη στιγμή είναι Έλληνας, ζει στο Παρίσι, και μόλις προτάθηκε για Όσκαρ για μια ταινία με πρωταγωνιστή τον Άντονι Χόπκινς.
Αυτή η διάκριση φαινόταν καιρό να έρχεται για τον Γιώργο Λαμπρινό. Τα τελευταία χρόνια είχε κερδίσει βραβείο Καλύτερου Μοντάζ από τα εθνικά κινηματογραφικά βραβεία δύο άλλων χωρών: Το Σεζάρ στη Γαλλία (για το καθηλωτικό οικογενειακό δράμα «Μετά τον Χωρισμό» του Ξαβιέ Λεγκράντ) και τα Ίρις στην Ελλάδα (για την λατρεμένη «Xenia» του Πάνου Κούτρα και το αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ «Obscuro Barroco» της Ευαγγελίας Κρανιώτη).
Φέτος, ετοιμάζεται να προσθέσει στη συλλογή του ένα βρετανικό BAFTA ενώ φτάνει στα Όσκαρ με τον «Πατέρα», μια αληθινά εξεζητημένη δουλειά που υποχρέωσε ακόμα και το Χόλιγουντ να προσέξει το έργο του. Ένα έργο αληθινά πολυεπίπεδο, γεμάτο ταινίες που δεν μοιάζουν η μία στην άλλη, και όπου η εντυπωσιακή τεχνική του είναι εκεί για να υπηρετήσει σε απόλυτο βαθμό τις ιδέες και τις ιστορίες των σκηνοθετών που τον εμπιστεύτηκαν.
Ο «Πατέρας» του Φλοριάν Ζέλερ είναι μια ταινία που, σε αυτή την εξαιρετικά προκλητική και ιδιόμορφη χρονιά, δεν είχε γίνει ευρέως διαθέσιμος σε αντίθεση με άλλα φετινά έργα. Ο Λαμπρινός μας λέει πως για να μπορεί η ταινία να είναι υποψήφια στα Όσκαρ φέτος έπρεπε να παιχτεί σε drive in προβολές. «Έλεγα στον Φλοριάν, φανταζόσουν ότι θα κάνεις πρώτη ταινία με τον Άντονι Χόπκινς και θα έβγαινε σε drive-in;», λέει γελώντας.
Τι είναι όμως η ταινία και γιατί μια θεατρική διασκευή εντυπωσιάζει τόσο πολύ με την κινηματογραφική τεχνική της; Στον «Πατέρα» ο σκηνοθέτης Φλοριάν Ζέλερ χτίζει το πορτρέτο ενός άντρα που νοσεί, ο οποίος σταδιακά χάνει την άγκυρά του στην πραγματικότητα δίχως να είναι βέβαιος για την αλήθεια της κάθε κατάστασης που βιώνει. Γύρω από τις σαρωτική ερμηνεία του Άντονι Χόπκινς χρησιμοποιούνται κάθε λογής τεχνικές ώστε ο θεατής να βιώσει τον αποπροσανατολισμό του άντρα. Η διανομή των ρόλων σπέρνει μια διαρκή αμφιβολία και αγωνία, η διεύθυνση παραγωγής χτίζει μια μεταβαλλόμενη πραγματικότητα γύρω του, μα όλα δένουν απολύτως κινηματογραφικά με τη σπουδαία δουλειά του Λαμπρινού στο μοντάζ.
Η ένταση της εικόνας αυξομειώνεται αναλόγως της συναισθηματικής κατάστασης του ήρωα, με απλές σκηνές διαλόγου να αποκτούν ακόμα και μια χροιά σασπένς θρίλερ, διαλόγους να εξαφανίζονται μπροστά στα μάτια σου, σεκάνς να μην οδηγούν πουθενά ή -ακόμα πιο αποπροσανατολιστικά- και στον ίδιο τους τον εαυτό, όπως σε μια από τις πιο εντυπωσιακές και συγκλονιστικές σεκάνς του έργου. Είναι μια διαρκής άσκηση κινηματογραφικής ισορροπίας και μια απολύτως άξια υποψηφιότητα για μια από τις πιο κρυφά εντυπωσιακές τεχνικές δουλειές της χρονιάς.
Πώς δούλεψε ο Έλληνας μοντέρ ένα υλικό τέτοιων απαιτήσεων; Πώς ενεπλάκη εξαρχής ο Άντονι Χόπκινς με την ταινία; Και πώς είναι να χτίζεις με τα ίδια σου τα χέρια την ταινία που για χρόνια οραματιζόταν ένας άλλος καλλιτέχνης;
Ο Γιώργος Λαμπρινός λίγες μέρες μετά την οσκαρική του υποψηφιότητα μας ξεναγεί στον κόσμο του κινηματογραφικού μοντάζ, εξηγώντας μας πώς είναι το να συνθέτεις μια ταινία από αμέτρητες ώρες υλικού. Και πώς είναι το μπορείς να καθηλώνεις θεατές βάζοντάς τους μες στο μυαλό των ηρώων σου.
Eίναι ενδιαφέρον όταν βλέπεις ταινίες με αργό ρυθμό. Το λέω πολύ συχνά, η ταινία που με έκανε να καταλάβω τι είναι μοντάζ είναι η «Νοσταλγία» του Ταρκόφσκι.
Πώς προσεγγίσατε καθαρά τεχνικά το στόρι με τις δεδομένες απαιτήσεις αυτού του συγκεκριμένου πορτρέτου;
Η ταινία είναι διασκευή πετυχημένου θεατρικού του ίδιου του Φλοριάν, που ήταν το όνειρό του να το κάνει ταινία. Μέσα στο όνειρο αυτό είχε από την αρχή στο μυαλό του τον Άντονι Χόπκινς να παίξει τον ρόλο. Ο ρόλος στη Γαλλία είχε παιχτεί από τον Ρομπέρ Χιρς, έναν μεγάλο Γάλλο ηθοποιό. Ο Φλοριάν προσέγγισε τον κύριο Χόπκινς, κουβέντιασαν, και στο τέλος ο Χόπκινς του είπε «πότε ξεκινάμε;». Το να έχει τον Άντονι Χόπκινς του έλυσε τα χέρια για το πώς θα καταφέρει να χρηματοδοτήσει την ταινία.
Γυρίστηκε στο Λονδίνο σε στούντιο γιατί το σενάριο έχει απαιτήσεις που δε μπορούν να εκπληρωθούν σε ένα πραγματικό σπίτι. Έπρεπε να είναι φτιαγμένο, γιατί ο χώρος αλλάζει καθώς προχωράει η ταινία. Εγώ έκανα το μοντάζ στο Παρίσι όπου ζω πάνω από 20 χρόνια, οπότε ήμασταν στην αρχή σε απόσταση. Μετά το γύρισμα ήρθε ο Φλοριάν στο Παρίσι και κάναμε εκεί όλη την περίοδο του μοντάζ.
Το θεατρικό μιλάει για έναν άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας που έχει dementia, περισσότερο κοντά στην άνοια, και τη σχέση του με την κόρη του και το πολύ κοντινό ανθρώπινο περιβάλλον. Ο στόχος της ταινίας και ο στόχος ο δικός μου στο μοντάζ ήταν να βάλουμε τον θεατή όσο περισσότερο γίνεται μες στο κεφάλι αυτού του ανθρώπου. Είναι το Α και το Ω του λόγου για τον οποίο κάνω αυτή τη δουλειά. Να μπορώ να βάλω τον θεατή μέσα σε μια κατάσταση όπου να μπορεί να νιώσει ακριβώς τα πράγματα που νιώθει ο πρωταγωνιστής της ιστορίας που διηγούμαστε.
Το άλλο εξαιρετικά ενδιαφέρον για μένα είναι ότι εφόσον αυτός ο άνθρωπος έχει αυτή την κατάσταση της υγείας, μπερδεύεται συνέχεια κι ο ίδιος, οπότε πρέπει να μπερδεύεται κι ο θεατής εφόσον ζει την ιστορία μέσα από τα μάτια του. Υπάρχει μια πολύ λεπτή γραμμή για το πόσο θα μπερδέψεις τον θεατή χωρίς να τον χάσεις. Οπότε από αυτή την άποψη το μοντάζ είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Είχα την τύχη να υπάρχει μια βάση, ένα σενάριο εξαιρετικά υψηλού επιπέδου. Την πρώτη φορά που το διάβασα σταμάτησα για να πάρω κάποια ανάσα, κάτι που δε μου συμβαίνει συχνά όταν διαβάζω σενάρια.
Πώς είναι η συνεννόηση με τον σκηνοθέτη σε σχέση με τη διαχείριση του υλικού; Μετά το τέλος των γυρισμάτων περνάει πάνω σας; Το συζητάτε;
Όχι όχι, η συνεργασία ήταν αρκετά στενή, μου αρέσει πάντα να δουλεύω στενά με σκηνοθέτες. Σε χώρες σαν τη Γαλλία ή την Ελλάδα ειδικά, ο σκηνοθέτης συχνά είναι αυτός που γράφει το σενάριο. Δεν είναι σκηνοθέτης που παίρνει το σενάριο κι απλά το γυρίζει, είναι ιδέα δικιά του, το κουβαλά 4 χρόνια μέσα του. Ιδίως για πρώτες ταινίες δε θα του πω «θα με αφήσεις ήσυχο να το κάνω εγώ». [γελάει] Και χρειάζεται να έχω κάποιον δίπλα μου, γιατί ο στόχος μου είναι μπω μες στο κεφάλι του. Θέλω να έχω κοντά μου τον σκηνοθέτη την ώρα που μοντάρω, απλώς μπορεί να κάνει άλλα πράγματα, δε χρειάζεται να μου μιλάει ή να ασχολείται με την ταινία! Αλλά μου αρέσει μου αρέσει η παρουσία του. Μετρά κι η ανθρώπινη σχέση, για μένα είναι σημαντικό.
Το μοντάζ χρειάζεται κι απόσταση από τα πράγματα. Εγώ κοιτάω συνέχεια το υλικό. Υπάρχουν στιγμές που λέω ότι τώρα πρέπει να με αφήσει λίγο μόνο ή να πάει κάποια βόλτα ή να ασχοληθεί με κάτι άλλο, για να ξεχάσει λίγο την ταινία. Κι όταν επιστρέψει να έχει μια πιο φρέσκια ματιά. Εδώ είχα ήδη αρχίσει να μοντάρω κατά το γύρισμα, οπότε όταν τελείωσα υπήρχε ήδη το rough cut. Το οποίο δεν είναι η ταινία ακόμα, αλλά κάτι που μας επιτρέπει να δούμε το υλικό από την αρχή ως το τέλος με ρυθμό, να είναι κάπως στημένο κι όχι μόνο πλάνα το ένα πίσω από το άλλο. Καταλαβαίνεις κατευθείαν τι δουλεύει και τι δε δουλεύει.
Αλλά δεν είναι ακόμα [έτοιμο]. Καμιά φορά όταν οι σκηνοθέτες όταν βλέπουν πρώτο μοντάζ παθαίνουν και λίγο σοκ, το οποίο είναι εξαιρετικά λογικό, γιατί όπως σας είπα έχουν δώσει χρόνο και ενέργεια για αυτό το πράγμα και είναι πολύ ευαίσθητοι όταν έρχονται στο μοντάζ. Οπότε θέλει πολλή προσοχή ο τρόπος που θα τους αντιμετωπίσεις.
Μιλώντας για rough cut, έχει τύχει να αλλάξει ριζικά ο τρόπος που αντιμετωπίζετε μια ταινία στο μοντάζ; Όχι απλά μικρές αλλαγές. Να δείτε ότι κάτι δεν λειτουργεί και να αλλάξετε την ταινία από την αρχή.
Κάθε ταινία είναι εντελώς διαφορετική περιπέτεια. Και τώρα μιλάμε για fiction, στα ντοκιμαντέρ είναι τελείως διαφορετική ιστορία, μεγάλη σχολή για έναν μοντέρ του ντοκιμαντέρ. Απλώς στην συγκεκριμένη ταινία επειδή προέρχεται από θεατρικό που είχε ταξιδέψει αρκετά κι ο Φλοριάν το είχε ζήσει πολλά χρόνια, δε θα πήγαινα να του πω ότι ο χαρακτήρας εκεί δεν είναι σωστός.
Φυσικά όμως υπάρχουν στιγμές στην ταινία. Κάτι που ήταν στιγμή διαλόγου στο τελικό μοντάζ δεν υπάρχει καθόλου διάλογος, υπάρχουν σκηνές που έχουν κουνηθεί από τη θέση που ήταν στην αρχή. Αλλά επειδή είναι συγκεκριμένη η ροή των πραγμάτων δεν είναι μια ταινία που τη φέραμε ανάποδα στο μοντάζ.
Έχει τύχει να δουλέψω πρόσφατα σε μια Γαλλική ταινία, το «Tom» της Φαμπιέν Μπερτό, όπου η σκηνοθέτης δουλεύει πολύ με ένστικτο και ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι στο μοντάζ θα είχαμε τεράστια ελευθερία. Η σκηνή 2 της ταινίας ήταν αρχικά η σκηνή 90! Εξαρτάται από την κάθε ταινία και την ιστορία, το αν έχεις την ελευθερία να αλλάξεις τελείως τη δομή.
Επειδή αναφέρατε τα ντοκιμαντέρ. Έχετε δουλέψει και στο «Obscuro Barroco», μια αληθινά εντυπωσιακή δουλειά. Πώς είναι η σχέση μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ από την πλευρά του τεχνικού του σινεμά;
Από την πλευρά του μοντάζ δεν έχει καμία σχέση να μοντάρεις ντοκιμαντέρ και μυθοπλασία. Εμένα μου αρέσει πολύ να κάνω όσο πιο διαφορετικά πράγματα μπορώ, μου αρέσει πολύ το μικρού μήκους, είναι μια ιδιαίτερη γραφή. Μου αρέσει το βίντεο κλιπ, γιατί ο ρυθμός είναι διαφορετικός, έκανα πρόσφατα το «My High» των Disclosure. Μου αρέσει να κάνω διαφήμιση. Και είναι πολύ σημαντικό γιατί στο μυαλό μου μπορώ να κοιτάω το υλικό με διαφορετικούς τρόπους. Ας πούμε χρησιμοποιώ τον τρόπο που κοιτάω τα πράγματα σε ένα βίντεο κλιπ, ώστε να μπορώ να τα χρησιμοποιήσω σε μια ταινία μεγάλου μήκους ή σε ένα ντοκιμαντέρ.
Τα δύο ντοκιμαντέρ που έκανα με την Ευαγγελία Κρανιώτη, το «Obscuro Barroco» και το «Exotica, Erotica, Etc.» ήταν βασισμένα πολύ στην αίσθηση, οπότε για μένα ήταν τεράστια ελευθερία αυτό. Γιατί δεν έχει να κάνει με το τι πληροφορία προσπαθούμε να περάσουμε αλλά με το τι αίσθηση προσπαθούμε να δημιουργήσουμε στον θεατή.
Το «Exotica, Erotica, Etc.» είχε περάσει η ίδια 8 χρόνια σε καράβια και είχε 400 ώρες υλικό. Την πρώτη βερσιόν έπρεπε να την κάνουμε μέσα σε 2 βδομάδες. Όταν τελειώσαμε εγώ μετά αισθανόμουν ότι μπορούσα να κάνω τα πάντα. Όταν έχεις περάσει 2 βδομάδες να μοντάρεις 400 ώρες, δεν σε τρομάζει τίποτα μετά. Και ως μοντέρ η αυτοπεποίθηση είναι σημαντική γιατί σου δίνει ελευθερία να μπορείς να δοκιμάσεις τα πάντα. Η αυτοπεποίθηση, ενώ την ίδια στιγμή πρέπει να καταπατάς τον εγωισμό σου. Γιατί ουσιαστικά δίνεις αυτό που κάνεις σε μια ιστορία μεγαλύτερη από εσένα. Είναι από τους λόγους που μου αρέσει πάρα πολύ αυτή η τέχνη που είναι το μοντάζ.
Έχω μιλήσει με σκηνοθέτες που μοντάρουν κιόλας και όποτε μιλάνε για το μοντάζ μοιάζουν να ανάβουν τα μάτια τους. Λένε πως ωραία όλα τα άλλα, αλλά εγώ εκεί θέλω να είμαι, να δημιουργώ τις ταινίες εκεί.
Είναι μαγεία τελείως το μοντάζ. Το γύρισμα είναι όμορφο γιατί έχει δυναμική, ένταση, τρέχεις πάνω κάτι, είναι άλλη συνθήκη. Αλλά καταλαβαίνω τους ανθρώπους που αγαπάνε τόσο πολύ το μοντάζ. Γιατί εκεί είσαι μέσα σε ένα δωμάτιο με έναν μόνο άνθρωπο… Το να είσαι μόνος σου εγώ το βρίσκω πολύ δύσκολο, το να είσαι με 3-4 ακόμα πιο δύσκολο [γελάει]. Αλλά γι’αυτό έλεγα και πριν ότι μου αρέσει να είμαι με τον σκηνοθέτη, ιδίως τις πρώτες ταινίες που έχει ένας σκηνοθέτης όλη την ανάγκη και την ενέργεια να βγάλει αυτό το πράγμα που έχει στο κεφάλι του. Μπορεί να βγάλεις το υλικό μιας σκηνής και να σου φαίνεται ψιλομέτριο, και μετά να αρχίσεις να τη χτίζεις και να συμβαίνει κάτι το οποίο είναι καταπληκτικό. Αυτό το συναίσθημα εγώ θέλω να το μοιράζομαι. Δε θέλω να το κρατάω μόνο για μένα!
Τώρα τελευταία είχα την τύχη να δουλέψω στην Ελλάδα, το κυνηγούσα πολύ καιρό. Είχα κάνει και το «Xenia» του Πάνου Κούτρα αλλά την είχα μοντάρει στο Παρίσι. Τώρα δούλεψα την πρώτη ταινία του Χρήστου Μασσαλά, το «Broadway». Ο Χρήστος είναι ένας άνθρωπος που έχει αρκετή αντίληψη του μοντάζ και η συνεργασία μας ήταν πολύ όμορφη. Είχε κι αυτός αυτό τον ενθουσιασμό, ήξερε πολύ καλά τι ήθελε, μου άφηνε την ελευθερία να δοκιμάζουμε πράγματα, και ήταν η χαρά του να βλέπω κάποιον δίπλα μου να βλέπει το όραμά του να γίνεται πραγματικότητα.
Πώς νιώσατε με την υποψηφιότητα; Είναι από τις κατηγορίες που πολύ συχνά στα Όσκαρ μπορεί να επικρατούν ταινίες με το «περισσότερο» μοντάζ, θυμάμαι τη νίκη του «Bohemian Rhapsody» πριν λίγα χρόνια.
Και το «Bohemian Rhapsody» μάλιστα ήταν υποψήφιο την ίδια χρονιά με τον Γιώργο Μαυροψαρίδη για την «Ευνοούμενη», που πίστευα ότι ήταν καλύτερη η δουλειά που έχει κάνει!
Νομίζω πολλοί το πιστεύουμε αυτό… [γελάμε]
Δικαίως νομίζω. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις, για μένα το σημαντικό είναι η υποψηφιότητα, μου έδωσε μεγάλη χαρά γιατί όπως σε όλους τους επαγγελματικούς χώρους αυτό που ψάχνουμε είναι περισσότερες ευκαιρίες και ενδιαφέρουσες συνεργασίες. Οπότε φυσικά μου έδωσε μεγάλη χαρά. Και για τον Φλοριάν χάρη που η ταινία είναι προτεινόμενη, και για τον κύριο Χόπκινς που έχει δώσει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του.
Υπάρχει κάποια δουλειά που φέρνετε στο μυαλό σας ως πολύ αγαπημένη περίπτωση μοντάζ σε ταινία, κάτι που να δείξετε στον κόσμο και να πείτε, «αυτό εδώ σημαίνει φανταστικό μοντάζ»;
Είναι πάρα πολλές και εκπροσωπούν διαφορετικά πράγματα. Για παράδειγμα το «Spring Breakers» του Χάρμονι Κορίν μπορεί μην είναι μια ταινία καταπληκτική, μπορεί να αρέσει ή να μην αρέσει, αλλά έχει έναν τρόπο που είναι μονταρισμένη που είναι ιδιαίτερος, γιατί είναι κυκλικό το μοντάζ τελείως, το οποίο εμένα μου άρεσε πάρα πολύ. Μου άρεσαν πολύ και οι πρώτες του ταινίες ούτως ή άλλως, αλλά από άποψη μοντάζ αυτή είναι πολύ ενδιαφέρουσα.
Επίσης είναι ενδιαφέρον όταν βλέπεις ταινίες με αργό ρυθμό. Το λέω πολύ συχνά, η ταινία που με έκανε να καταλάβω τι είναι μοντάζ είναι η «Νοσταλγία» του Ταρκόφσκι. Εγώ ήμουν από τη γενιά του «Πολέμου των Άστρων», όταν ήμουν μικρός μου άρεσαν οι ταινίες δράσης με πιο γρήγορους ρυθμούς, αλλά όταν είδα τη «Νοσταλγία» κατάλαβα τι μπορεί να κάνει κανείς με το μοντάζ. Γιατί ήταν σωματική όσο και συναισθηματική η εμπειρία, δεν είχε να κάνει μόνο με τον ρυθμό αλλαγής των πλάνων, αλλά με γενικό ρυθμό της ταινίας που με επηρέαζε τελείως διαφορετικά ως θεατή. Σα να δίνει ρυθμό σε εμένα τον ίδιο με ένα οπτικό μετρονόμο.
Και θέλω να πω και ότι ο «Πατέρας», που έχει μια δομή παράξενη, γιατί προσπαθεί να σε βάλει στο κεφάλι ενός ανθρώπου ο οποίος είναι άρρωστος, όλα τα σκηνοθετικά, τα τεχνικά, τα μονταζιακά στοιχεία είναι εκεί μόνο και μόνο για να καταφέρουν αυτό το πράγμα. Δεν είναι εκεί ούτε για να σου δείξουν τι μπορείς να κάνεις με την αφήγηση, ούτε είναι εκεί σαν εφέ. Είναι τεχνικές που έχουν χρησιμοποιηθεί για ένα αποτέλεσμα που είναι η βάση όλης αυτής της ιστορίας, κι αυτό είναι σημαντικό. Καμιά φορά το να κάνεις στυλ μόνο για το στυλ δεν έχει νόημα. Το καλύτερο είναι ότι υπάρχει ισορροπία ανάμεσα σε αυτό που δημιουργεί ένα στυλ και κάτι ξεχωριστό, αλλά το κάνει γιατί θέλει να διηγηθεί μια συγκεκριμένη ιστορία.