HOUSE OF THE DRAGON: ΕΝΑ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΟΣΟ ΕΞΩΦΡΕΝΙΚΟ, ΠΟΥ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΕΙΡΑ
Χωρίς spoilers, οι πρώτες σκέψεις για το πολυαναμενόμενο πρίκουελ του Game of Thrones, που θα προβάλλεται αποκλειστικά στο Vodafone TV από τη Δευτέρα 22 Αυγούστου.
Απαιτητικό σπορ τα τηλεοπτικά spin-off, και πόσο μάλλον τα πρίκουελ. Αν είναι μία φορά δύσκολο το να μεγαλώσεις το σύμπαν μιας πετυχημένης σειράς αλλά προσφέροντας και κάτι φρέσκο κι ανατρεπτικό, το να κάνεις το ίδιο έχοντας μια σαφή αίσθηση του πώς Όλα Αυτά Θα Καταλήξουν, κάνει την αποστολή ακόμα πιο ζόρικη.
Δε μας διαφεύγει η ειρωνεία της παραπάνω δήλωσης μόλις λίγες μέρες μετά το φινάλε του καλύτερου ίσως πρίκουελ στην τηλεοπτική ιστορία, του Better Call Saul – μια σειρά που πέτυχε επειδή μπόρεσε να εστιάσει σε ένα συγκεκριμένο στοιχείο του Breaking Bad σύμπαντος, να αναπτύξει μια διαφορετικής αισθητικής ιστορία γύρω του, και να κάνει τις όποιες εξωτερικές αναφορές και συνδέσεις, να μοιάζει αναγκαίες ως προς το πρόσωπο ετούτου εδώ του δράματος, κι όχι κάποιου άλλου.
Το House of the Dragon έχει μια αποστολή αρκετά διαφορετική: Το Game of Thrones δεν ήταν ποτέ προσωποκεντρικό σόου, κι επιπλέον η νέα ιστορία διαδραματίζεται αιώνες πριν τα γεγονότα του ορίτζιναλ. Όμως ακόμα κι έτσι, έχει ενδιαφέρον το ότι προσπαθεί να λειτουργήσει ακολουθώντας τους ίδιους παραπάνω κανόνες. Ναι, αυτό που βλέπουμε σε μια γρήγορη ματιά μοιάζει με το Game of Thrones, αλλά δεν κινείται με τον ίδιο τρόπο και έχει τον ίδιο στόχο κατά νου.
Για να το πούμε απλά: To Game of Thrones μετά τα κομβικά γεγονότα του πρώτου επεισοδίου, διασπείρεται, απλώνεται σε όλο τον χάρτη, ακολουθεί μια ιστορία που συμβαίνει ταυτόχρονα παντού και αγγίζει τους πάντες. Είναι ένα εξωστρεφές έπος όπου πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος του ο κόσμους.
Το House of the Dragon, πηγαίνοντάς μας πίσω στο χρόνο, σε μια εποχή όπου οι Ταργκάριεν είναι ακόμα η αδιαφιλονίκητη κυρίαρχη οικογένεια των Εφτά Βασιλείων, λειτουργεί αντίθετα– και καλά κάνει, ως προσέγγιση. Εδώ, τα επίσης κομβικά γεγονότα του πρώτου επεισοδίου έχουν ως αποτέλεσμα η ιστορία να γίνει απολύτως εσωστρεφής, να αφορά ένα σύμπαν ασφυκτικό, κλεισμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου μέσα σε ένα κάστρο, με ανθρώπους για τους οποίους ο έξω κόσμος δε μοιάζει να υπάρχει. Είναι ένα οικογενειακό θρίλερ διαδοχής στο οποίο τα σύνορα είναι στενά κι ο αέρας λίγος. Μια ιστορία αυτοαναφορική και –κυριολεκτικά κιόλας– αιμομικτική.
(Όχι, σοβαρά. Οι θεατές που παρακολουθούσαν το Game of Thrones χαλαρά και δεν έχουν γνώση των όσων συμβαίνουν στο λογοτεχνικό έργο του Τζορτζ Μάρτιν –στους οποίους συγκαταλέγομαι κι εγώ- δεν είναι έτοιμοι για το αιμομικτικό επίπεδο του κομματιού. Ήθελα να ταξιδέψω πίσω στον πιλότο του Game of Thrones και να πω σε όλους εκεί στο cliffhanger του φινάλε να χαλαρώσουν. «Τι, για μια τόση δα αιμομιξιούλα θα χαλάσουμε τις καρδιές μας;»)
Με την ιστορία να διαδραματίζεται 200 χρόνια πριν το Game of Thrones, το Dance of the Dragon ακολουθεί την «αρχή του τέλους» του Οίκου Ταργκάριεν, και τα γεγονότα που οδηγούν στον πόλεμο των Ταργκάριεν, γνωστό και ως Χορό των Δράκων. (Επίσης ο Τζορτζ Μάρτιν στο μπλογκ του αναφέρεται στη σειρά ως «Hot D», το οποίο μας αρέσει και το κρατάμε.) Ως εκ τούτου, το House of the Dragon γίνεται εκ των πραγμάτων μια σειρά κάθε άλλο παρά επεκτακτική: Είναι μια ιστορία για το πώς μια δυναστεία γκρεμίζεται εκ των έσω.
[Στις επόμενες παραγράφους θα συζητηθούν κάποια πολύ βασικά στοιχεία πλοκής της σειράς, δίχως καμία αναφορά σε συγκεκριμένη εξέλιξη πέραν των πρώτων σκηνών.]
Το σκηνικό ανοίγει με το μεγάλο συμβούλιο στο Χάρενχαλ που αποφασίζει τον επόμενο βασιλιά που θα κάτσει στο θρόνο ύστερα μια περίπλοκη κατάσταση διαδοχής. Είναι μια σκηνή που θέτει τον τόνο για την υπόλοιπη σειρά, τόσο θεματικά (τα πάντα εν τέλει είναι ένα παιχνίδι διαδοχής) όσο και στυλιστικά, μιας και το πιο μεγάλο μέρος της δράσης θα είναι σκηνές διαλόγων (πάνω σε αυτά τα παιχνίδια διαδοχής, και τους κανόνες και τις αποφάσεις) μέσα σε σκληρές, σκοτεινές αίθουσες.
Ο σημαντικός καρατερίστας ηθοποιός Πάντι Κόνσινταϊν παίζει τον βασιλιά Βισέρις, που παίρνει το θρόνο στο άνοιγμα της σειράς και κυβερνά με μια κάποια έγνοια καθώς παρουσιάζεται ως ένα τίμιος, ηθικός άντρας. Τονίζω πως δεν έχω καμία γνώση πάνω στις εξελίξεις του βιβλίου, όταν λέω πως: Ξέρουμε από το Game of Thrones πως αυτού του τύπου οι πράοι, λογικοί ηγέτες, δεν βγαίνουν σε καλό.
Ο Κόνσινταϊν είναι από αυτούς τους ηθοποιούς που οι πάντες Κάπου Έχουν Δει– θες λίγο στο Peaky Blinders, θες σε κάποιο στιβαρό δράμα όπως ο Τυραννόσαυρος, θες σε κάποιο βιντεοκλίπ Arctic Monkeys, θες σε κάποιο φεστιβαλικό φιλμ όπως το Last Resort (για το οποίο μάλιστα κέρδισε και βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης); Είναι πάντως ένα πρόσωπο απροσδιόριστα έντιμο και έμπιστο, που δίνει άμεσα στο σόου ένα επίπεδο δραματικής βαρύτητας σε αντίθεση με την οποιαδήποτε κορώνα ή κάποιο εφετζίδικο κάστινγκ κάποιου γνωστότερου, μεγαλύτερου ονόματος που ίσως μας πέταγε εκτός.
Ειδικά στα πρώτα επεισόδια, περιτριγυρίζεται από κάποια νεότερα πρόσωπα (η Μίλι Άλκοκ παίζει την κόρη του Ραενίρα, η Έμιλυ Κάρεϊ παίζει την Άλισεντ Χαϊτάουερ, κόρη του Χεριού του Βασιλιά) καθώς η ιστορία παίρνει το χρόνο της για να συστήσει κάποια βασικά της στοιχεία. Αυτά τα πρώτα επεισόδια δεν είναι απαραιτήτως η πιο συναρπαστική τηλεόραση που έχουμε δει ποτέ: Πρόκειται βασικά για το τηλεοπτικό αντίστοιχο του να κοιτάζεις ένα παλιό γενεαλογικό δέντρο και να ζητάς από κάποιον που τα ξέρει από πρώτο χέρι, να σου εξηγήσει κάθε σύνδεση και κάθε σημαντική δυναμική.
Ένας χαρακτήρας που σίγουρα προσθέτει λίγο απαραίτητο μπαχαρικό στο μίγμα είναι ο πρίγκιπας Ντέιμον Ταργκάριεν, που αν δεν το καταλάβατε από το όνομά του είναι ο διαβολάκος της όλης υπόθεσης. Αδερφός του Βισέρις, είναι εκείνος που θεωρείται δεδομένο πως θα αποτελέσει διάδοχο, όμως η όλη του αύρα ας πούμε πως δεν εμπνέει μεγάλη σιγουριά και σεβασμό. Λένε πως «κάθε φορά που ένας Ταργκάριεν γεννιέται ο θεός στρίβει ένα κέρμα» και μαντέψτε, δεν είχαν στο μυαλό τους τον Βίσέρις όταν φτιάχτηκε αυτή η ρήση. Τον Ντέιμον παίζει ο Ματ Σμιθ του Doctor Who, ένας ηθοποιός που μοιάζει ικανός να πλάσει τον εαυτό του σε οτιδήποτε το αλλόκοτο ή/και απειλητικό, κάτι που εδώ έρχεται να ταιριάξει ιδανικά: Δεν υπάρχει αδιάφορη σκηνή στην οποία εμφανίζεται ο χαρακτήρας του, ένας επίμονος πράκτορας του χάους, μια παρουσία τοξική, τραγική, συναρπαστική.
Ύστερα από ένα σοκαριστικό γεγονός στο πρώτο επεισόδιο, που λειτουργεί κι ως μια άσκηση ηθικής (που είμαι σίγουρος πως εν τέλει κάθε εμπλεκόμενος θα πληρώσει ακριβά), και μπροστά στο ενδεχόμενο να χρειαστεί να περάσει ο θρόνος από τον αναξιόπιστο Ντέιμον, το όλο γραφειοκρατικό σύστημα του παλατιού με μπροστάρη το Χέρι του Βασιλιά, Ότο Χαϊτάουερ (ο Ρις Ίφανς του Notting Hill, μοιάζει με βεβαιότητα έτοιμος να αρχίσει τα αστεία με το που ακουστεί «cut»), πιέζουν τον Βισέρις να ορίσει διάδοχο. Αυτός το κάνει, όμως το γαϊτανάκι δεν σταματάει εκεί– καθόλη τη διάρκεια των επόμενων επεισοδίων (και, εικάζω, της σειράς) η κεντρική δραματική μηχανή συνεχίζει να είναι η ιδέα της διαδοχής και το πώς οι διάφοροι συσχετισμοί δύναμης θα μπορέσουν να ισχυροποιηθούν σε αυτή την τυφλή κούρσα.
Εδώ μπαίνει δυναμικά στο παιχνίδι η Ραενίρα, η οποία από μικρή παρουσιάζεται ως μια ηρωίδα ικανή και αποφασισμένη. Έχει όλα όσα χρειάζεται να έχει ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα: Είναι κορίτσι, και η διαδοχή περνά από άντρα σε άντρα, οπότε καταλαβαίνει κανείς πως δεν θα είναι πολύ ήρεμη αυτή η κούρσα, ούτε για την ίδια ούτε για κανέναν άλλο εμπλεκόμενο. Η αυστραλέζα Μίλι Άλκοκ που παίζει την Ραενίρα στην παιδική της ηλικία είναι τέλειο κάστινγκ, φέρνοντας κάτι το εντελώς παγωμένο στον χαρακτήρα, που μοιάζει να ενσαρκώνει κάθε ιδέα περί του τι σημαίνει Ταργκάριεν.
(Η αγγλίδα Έμμα Ντ’Άρσι θα παίζει τον χαρακτήρα ως ενήλικη, αλλά δεν έχουμε δει αρκετά για να κρίνουμε το πώς ταιριάζει εκείνη στο ρόλο. Η πρώτη της σκηνή είναι πάντως αξιομνημόνευτη.)
Με αυτό το κεντρικό μίγμα ηρώων και σκηνικού, το House of the Dragon ξεκινά με σχετικά χαμηλούς τόνους να στήνει το δικό του αυτόνομο δράμα, μένοντας συνειδητά μακριά από τη συχνά μεγαλειώδη δράση και το εύρος του κόσμου που είχαμε πάντα συνδεδεμένο με το Game of Thrones. Με έμφαση πάντα στο «σχετικά»: Η βία παίζει πάντα τεράστιο ρόλο, ακόμα κι όταν δεν προέρχεται απαραιτήτως από τη δράση μα μοιάζει με δεδομένο στοιχείο της καθημερινότητας αυτού του κόσμου. Είναι, υπό μία έννοια, εξίσου απάνθρωπο, με θανάτους να έρχονται σα να επρόκειτο για το πιο καθημερινό πράγμα του κόσμου.
Είναι μια σωστή απόφαση αυτή η όλη προσέγγιση, όμως μαζί χάνεται και μεγάλο κομμάτι των όσων έκαναν εκείνη την ορίτζιναλ σειρά τόσο διασκεδαστική. Το να βλέπεις χαρακτήρες να συζητούν συμμαχίες, συγγένειες και νομικούς ορισμούς διαδοχής φτάνει μέχρι ένα σημείο ενδιαφέροντος– δεν είναι τυχαίο πως το πρώτο αληθινά συναρπαστικό επεισόδιο της σειράς είναι το τέταρτο, όπου σημαντικό μέρος της δράσης (και της τολμηρής ανάπτυξης χαρακτήρων) μεταφέρεται σε ένα ελαφρώς «κατώτερο» σκηνικό επιτρέποντας στους ήρωες να χαράξουν πιο αυτόνομες διαδρομές. Είναι ένα κομμάτι της ιστορίας για το οποίο ανυπομονούμε να δούμε την συνέχεια.
Δε θέλουμε να το κάνουμε να ακουστεί όλο αυτό σαν κάποιο δράμα δωματίου– είναι εμφανής η πρόθεση των δημιουργών να συστήσουν πολλούς δράκους εξάλλου, μη χάνοντας ευκαιρία να ακολουθήσουν κάποια ελεύθερη πτήση. Και υπενθυμίζοντάς μας διαρκώς, τόσο τη σημασία αυτών των μαγικών πλασμάτων, όσο και αντλώντας συχνά από εικόνες και ιδέες ενός ευρύτερου μεταφυσικού κόσμου και μιας παράδοσης που, χωρίς να έχει ακόμα σβηστεί τελείως (όπως συνέβαινε στην αρχή του Game of Thrones), τοποθετείται σαφώς στο περιθώριο.
Μεγάλο μέρος της επιτυχίας του σόου θα στηριχθεί πάνω σε τέτοιου είδους ισορροπίες, και το κατά πόσο οι θεατές θα μείνουν προσηλωμένοι ακόμα και μέσα από αρκετές ώρες set-up. Το στοίχημα είναι μεγάλο για το ΗΒΟ, που ποντάρει σε ένα μέλλον με πολλές ιστορίες από τον κόσμο του Γουέστερος, και το οποίο έπαιξε το παιχνίδι της υπομονής προτού επιλέξει πώς θα προχωρήσει μετά το Game of Thrones. Νωρίτερα, το δίκτυο είχε διαλέξει ανάμεσα σε διάφορα πιθανά σενάρια και είχε γυρίσει έναν (πανάκριβο) πιλότο για μια πρώτη spin-off σειρά με πρωταγωνίστρια της Ναόμι Γουότς, που θα διαδραματιζόταν χιλιάδες χρόνια πριν το Game of Thrones, και που σύμφωνα με τις λιγοστές σχετικές αναφορές θα άγγιζε ζητήματα όπως την αποικιοκρατία και τον θρησκευτικό εξτρεμισμό, με σκηνικό μια περίοδο για την οποία ο ίδιος ο Μάρτιν δεν είχε ήδη εκτεταμένα κείμενα ως βάση.
Εκείνη η σειρά εν τέλει δεν προχώρησε, και αν και το House of the Dragon πράγματι κινείται με διαφορετικό τρόπο από το Game of Thrones, εν τέλει μπορεί κανείς να καταλάβει το σκεπτικό της απόφασης: Είναι μια σειρά πολύ πιο κοντά στην ευρύτερη αισθητική του ορίτζιναλ σόου, παίζοντας και πάλι ένα παιχνίδι διαδοχής κι έχοντας ως βασικούς χαρακτήρες τον Οίκο του μάλλον δημοφιλέστερου και πιο πολυσυζητημένου χαρακτήρα εκείνης της σειράς.
Είναι μια ενδιαφέρουσα άσκηση ισορροπίας: Πώς κάνεις κάτι αρκετά ίδιο, μα και αρκετά διαφορετικό; Που να διαθέτει όμως ακόμα την ικανότητα να συναρπάσει, αλλά και να σοκάρει; Το House of the Dragon χρησιμοποιεί τη φήμη και το μπλοκμπάστερ στάτους του Game of Thrones ως ενός είδους διαπραγματευτικό χαρτί, και κινείται υπομονετικά προς τον στόχο του, στήνοντας ένα κατά κύριο λόγο αυτόνομο δράμα γνώριμης εικονογραφίας. Δίνει αρκετά στους φανς ώστε να θέλουν να περάσουν χρόνο –και– σε αυτό τον κόσμο, όμως ακόμα, «Hot D» δεν το λες.
Τελικά πάντως, είναι μόνο δίκαιο: Το μέλλον του τηλεοπτικού Γουέστερος, όποιο κι αν είναι αυτό, περνάει μέσα από το ξέμπλεγμα του γενεαλογικού δέντρου των Ταργκάριεν. Ντρακάρις μας.