Ο Γιάννης Τσαρούχης (Από το ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ "Μονόγραμμα: Γιάννης Τσαρούχης" σε σκηνοθεσία Νίκου Τριανταφυλλίδη). ΕΡΤ "Μονόγραμμα: Γιάννης Τσαρούχης".

Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟΝ ΚΑΜΒΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ

113 χρόνια μετά τη γέννησή του (13/1/1910), το Magazine παρουσιάζει ένα μικρό πορτραίτο του Γιάννη Τσαρούχη. Ο Πειραιάς και τα νεοκλασικά, ο Κόντογλου και το Βυζάντιο, ο Ματίς και τα χρώματα, ο σουρεαλισμός και η γενιά του '30, η σκηνογραφία και το θέατρο, ο θάνατος και η παρακαταθήκη.

Είχε πει ο Οδυσσέας Ελύτης: “Ένας επαναστάτης δεν γίνεται νάναι συνάμα και κλασικός. Αλλά με τον Τσαρούχη γίνεται. Την ημέρα που ο ζωγράφος αυτός τόλμησε να αναζητήσει τον Ερμή όχι στο όρος Όλυμπος αλλά στο «καφενείον ο Όλυμπος», ένας μύθος κατέβηκε από τα βιβλία στη ζωή, ενώ το μάτι του καλλιτέχνη υποχρεωθηκε να ατενίσει αλλιώς τον κόσμο. Στο μέτρο που ο Τσαρούχης φάνηκε άξιος να καθαρίσει το εικόνισμα του Ελληνισμού από τα περίσσια μαλάματα, είναι ένας επαναστάτης που δεν πήγε να καταλύσει αλλά να ανακαλύψει μια παράδοση. Στο μέτρο όμως που πέτυχε να αξιοποιήσει τα κρυφά της διδάγματα, είναι ένας κλασικός”.

Και είναι αλήθεια, ότι ο Γιάννης Τσαρούχης, αυτοαναλύθηκε κριτικά, χρησιμοποιώντας τα δικά του μέσα, εκφράστηκε με αλληγορίες, αλλά και ρεαλισμό. Συναντήθηκε με το ορατό, αναζήτησε μια τέχνη που απέρριψε τη μίμηση, αντικαθιστώντας την με την ένταση, για να χτίσει έτσι τη ζωγραφική της δικής του, ατίθασης ιδιαιτερότητας. Η ερμηνευτική του δυναμική, μέσα από μια εξέλιξη που συνδύασε την παράδοση με τη νεωτερικότητα, αποσαφήνισε την καθαρή έκφραση του προσωπικού του οράματος.

Σήμερα, 113 χρόνια μετά τη γέννησή του (13/1/1910), το Magazine επιχειρεί να ακολουθήσει τη διαδρομή του μεγάλου μας ζωγράφου, με τη συνοδεία των επινοήσεών του, που ακολούθησαν διαφορετικές προσεγγίσεις, για να ξεπεράσουν τους όποιους διαχωρισμούς και να ακτινοβολήσουν τελικά φως μέσα στο εικαστικό “περιβάλλον” που ο ίδιος δημιούργησε είτε πάνω στον καμβά, είτε στα θεατρικά σκηνικά, βγάζοντας πάντοτε την παλέτα μέσα από τα βάθη της ψυχής του, εν είδει αυθόρμητης, ενστικτώδους εξέγερσης.

Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΑ ΤΟΥ

Έργα του Γιάννη Τσαρούχη (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη). EUROKINISSI

Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε στον Πειραιά και εκεί πέρασε τα παιδικά του χρόνια, κρατώντας μέσα του τις πρώτες εικόνες που αργότερα διαμόρφωσαν την αισθητική του: τα νεοκλασικά κτίρια και το θέατρο σκιών του Καραγκιόζη. Σύμφωνα με τα δικά του λόγια: “Γεννήθηκα στο τελευταίο πάτωμα ενός σπιτιού τρίπατου στην οδό Λουκά Ράλλη και βασιλέως Γεωργίου, στον Πειραιά. Όπως τα περισσότερα σπίτια στον Πειραιά, ήταν νεοκλασικό. Το να βγεις περίπατο στον Πειραιά εκείνη την εποχή, ήταν σαν να σεργιανίζεις σε μια γιγαντιαία σκηνογραφία με βράχια και ωραία σπίτια με αγάλματα και αετώματα”.

Ο πατέρας του ήταν έμπορος με καταγωγή από την Αρκαδία, ενώ η μητέρα του καταγόταν από τα Ψαρά. Η οικογένεια Τσαρούχη μετακόμισε το 1927 στην Αθήνα, όμως ο Πειραιάς έμεινε για πάντα βαθιά ριζωμένος μέσα στην ψυχή του καλλιτέχνη, συνδυάζοντας το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, αλλά και τις φτωχές συνοικίες, τις οποίες επισκεπτόταν από μικρός. Ήδη από την εφηβεία του, ο Τσαρούχης άρχισε να ζωγραφίζει τοπία, νεκρές φύσεις και προσωπογραφίες, ενώ πειραματίστηκε πάνω στην μετακυβιστική τεχνοτροπία.

ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

"Σπουδή για το μήνα Μάιο" (1966), έργο του Γιάννη Τσαρούχη (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη). EUROKINISSI

Το 1929, σε ηλικία 19 ετών, παρουσίασε ακουαρέλες του σε ομαδική έκθεση με τίτλο “Τα σπίτια της παλιάς Αθήνας” που φιλοξενήθηκε στο “Άσυλο Τέχνης”, το σπίτι του Νίκου Βέλμου, γνωστού λογοτέχνη και ζωγράφου της εποχής. Επισκεπτόμενος συνεχώς μουσεία, μετέφερε πολλά μοτίβα της λαϊκής παράδοσης στα έργα του, όπως κεντήματα, αυλές σπιτιών και εσωτερικούς διακοσμημένους χώρους. Στο μεταξύ, το 1928 ανέλαβε την πρώτη επαγγελματική του δουλειά στο θέατρο, δημιουργώντας τα σκηνικά και τα κοστούμια για την παράσταση “Πριγκίπισσα Μαλένα” της σχολής του Εθνικού Θεάτρου.

Σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, παράλληλα με τη ζωγραφική, εργάστηκε στο θέατρο ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος: “Η θητεία μου ως σκηνογράφου, μου έδωσε την ευκαιρία να μελετήσω το θέατρο από πολύ μεγάλους ηθοποιούς και ενδιαφέροντες σκηνοθέτες. Έχω κάνει πολλά έργα με τον Κουν, τον Μινωτή και δούλεψα με την Κοτοπούλη, τον Βεάκη, την Παξινού, την Μελίνα, την Λαμπέτη, τη Μαρία Κάλλας, την Τσίγκου και πολλούς άλλους εξαίρετους ηθοποιούς ή λιγότερο γνωστούς, αλλά όχι λιγότερο καλούς”.

ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

Φωτογραφικό πορτραίτο του Γιάννη Τσαρούχη (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη). EUROKINISSI

Από το 1928 μέχρι το 1933 σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους, μεταξύ άλλων, τους Γεώργιο Ιακωβίδη, Κωνσταντίνο Παρθένη, Σπύρο Βικάτο, Θωμά Θωμόπουλο και Γιάννη Κεφαλληνό. Τα δυο τελευταία χρόνια στη σχολή, μετά από προτροπή του αρχιτέκτονα και ζωγράφου Δημήτρη Πικιώνη, μαθήτευσε στο εργαστήρι του Παρθένη, από όπου αποφοίτησε με άριστα. Παράλληλα, από το 1930 μέχρι το 1934, μαθήτευσε δίπλα στον Φώτη Κόντογλου και ως βοηθός του μυήθηκε στη βυζαντινή αγιογραφία.

Θυμάται ο ίδιος: “Από το 1930 έως το 1934 γίνομαι μαθητής και βοηθός του Κόντογλου, για να μάθω όσα μπορώ περισσότερα για τη βυζαντινή ζωγραφική. Για εκείνη την εποχή, είναι η μόνη λύση, αφού θέλω να συνδυάσω το προαιώνιο ελληνικό σχέδιο με το καθαρό χρώμα, την γρήγορη ελεύθερη εκτέλεση, την φωτοσκίαση, που ξεκινά από την ελληνιστική παράδοση και ξαναενσαρκώνεται με την ζωγραφική της Αναγεννήσεως”. Τελικά ο Τσαρούχης αποχώρησε από το εργαστήρι του Κόντογλου, όταν συνειδητοποίησε ότι ο δάσκαλός του θέλησε να παραμείνει ένας σκαπανέας βυζαντινών ονείρων με τη στενή έννοια.

Η ΠΑΡΕΑ ΤΟΥ ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ ΤΗΣ ΔΕΞΑΜΕΝΗΣ

"Σπουδή σε χωροφύλακα", Γιάννης Τσαρούχης, 1950. Στη φωτογραφία, το έργο σε δημοπρασία στον Οίκο Δημοπρασιών Bonhams τον Απρίλιο του 2019 στο Λονδίνο. KEITH LARBY/ALAMY/VISUALHELLAS.GR

Η εμμονή του Κόντογλου για επιστροφή στο Βυζάντιο, προσέδωσε φανατισμό και βιαιότητα στα κηρύγματά του, αυτό τουλάχιστον πίστευε ο Τσαρούχης, που υποστήριζε ότι “πριν από κάθε αντιδικία μας με τους Τούρκους ή τους καθολικούς, πρέπει πρώτα να σκοτώσουμε τον καθολικό ή τον Τούρκο που εμείς οι ίδιοι έχουμε μέσα μας”. Πάντως, ως το τέλος της ζωής του, διατήρησε τρυφερότητα, αγάπη και θαυμασμό για τον δάσκαλό του, το έργο του οποίου, όπως συνήθιζε να λέει, ήταν μεγάλο και πέρα από κάθε ψόγο και έπαινο.

Ο Τσαρούχης ανακαλούσε συχνά στη μνήμη του, εκδρομές, συζητήσεις, παρέες γύρω από τον Κόντογλου, πρόσωπα που τον οδήγησαν σε μια ευρύτητα οπτικής και έκφρασης, όπως ο Πικιώνης, ο Βέλμος, ο Σικελιανός, ο Καζαντζάκης και η σύζυγός του, Γαλάτεια, ο Πελεκάσης, ο Βάρναλης, όλοι τους θαμώνες του ιστορικού καφενείου της Δεξαμενής. Εκεί, όπου όπως διηγείται ο ίδιος ο ζωγράφος, μια μέρα του Απριλίου του 1932, είδε έναν ηλικιωμένο κύριο να έρχεται προς το μέρος τους και τον Κόντογλου να λέει στους υπόλοιπους, “αυτός ο γέρος είναι ο Καβάφης από την Αλεξάνδρεια”.

ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

"Ο ναύτης που διαβάζει" (1981), έργο του Γιάννη Τσαρούχη (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη). EUROKINISSI

Τελικά, ο Φώτης Κόντογλου, από τις σημαντικότερες μορφές στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Γιάννη Τσαρούχη, πέθανε τον Ιούλιο του 1965. Ο αγαπημένος άλλοτε μαθητής του, βρισκόταν στη Μυτιλήνη και όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του, ζωγράφιζε κατά τύχη έναν άγγελο. Επιστρέφουμε στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’30, με τον Τσαρούχη να βρίσκεται σε δημιουργικό οργασμό. Έφτιαχνε σχέδια για υφάσματα, κεραμικά, έπιπλα κλπ με στόχο την ενίσχυση της λαϊκής βιοτεχνίας, εντρύφησε στις λαϊκές φορεσιές, έμαθε να ψέλνει και αντέγραψε πορτραίτα Φαγιούμ (προσωπογραφίες από την ύστερη ελληνιστική παράδοση της Αλεξανδρινής Σχολής) στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Από την Εύα Σικελιανού έμαθε να υφαίνει σε αργαλειό, ενώ το 1934 ίδρυσε μαζί με τον Κάρολο Κουν τη “Λαϊκή Σκηνή” που διαλύθηκε δυο χρόνια μετά. Στο ανέβασμα της “Ερωφίλης” του Χορτάτση, συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον Κουν, κάνοντας τα κοστούμια και τα σκηνικά. Την τριετία 1934-37 ασχολήθηκε με τη συγγραφή σουρεαλιστικών ποημάτων, επηρεασμένος από την περίφημη διάλεξη “περί συρρεαλισμού” του Ανδρέα Εμπειρίκου, αλλά και από τα πρώτα έργα του συμμαθητή του στο εργαστήρι του Κόντογλου, Νίκου Εγγονόπουλου.

Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟ

Λεπτομέρεια από σπουδή πορτραίτου, έργο του Γιάννη Τσαρούχη (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη). EUROKINISSI

Μελετώντας τον ντανταϊσμό από τις μεταφράσεις του Εγγονόπουλου στα ποιήματα του Τριστάν Τζαρά, αλλά και τον υπερρεαλισμό, ο οποίος είχε γοητεύσει πολύ περισσότερο την επονομαζόμενη “γενιά του ’30” στην Ελλάδα (μέλος της οποίας ήταν και ο ίδιος ο Τσαρούχης), πήρε αρκετά στοιχεία, αλλά κράτησε και τις αποστάσεις του: “Πολύ γρήγορα έπαψα να θεωρώ τιμή ότι συντελώ στην καταστροφή του παλιού κόσμου. Πάντως χρειάστηκε πολύς καιρός για να συνειδητοποιήσω πως ό,τι γκρεμίστηκε, είναι καλώς γκρεμισμένο, αλλά πως θα ‘ταν ανόητο να γενικεύσει κανείς το χάλασμα από ανάγκη ιδεολογικής ενότητας”.

Το 1935, αφού πρώτα επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου παρέμεινε για έναν χρόνο. Στο Λούβρο μελέτησε την Αναγέννηση, τον 19ο αιώνα, τον Μανέ και τους ιμπρεσιονιστές. Γράφτηκε στο εργαστήρι του Hayterre, όπου έμαθε χαλκογραφία, με συμφοιτητές του, τον Μαξ Ερνστ (Γερμανό ζωγράφο και γλύπτη, από τους πρωτοπόρους του Νταντά και του υπερρεαλισμού) και τον Αλμπέρτο Τζακομέτι (Ελβετό ζωγράφο και γλύπτη, που δούλεψε πάνω στον κυβισμό και τον σουρεαλισμό).

Καλαθάκι με σύνεργα ζωγραφικής του Γιάννη Τσαρούχη (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη). EUROKINISSI

Στο Παρίσι, ο Τσαρούχης καταπιάστηκε με σουρεαλιστικά σχέδια, ζωγραφίζοντας τους περίφημους ποδηλάτες του ντυμένους τσολιάδες, ενώ μέσα από τη γνωριμία του με τον Στρατή Ελευθεριάδη (τεχνοκριτικό, εκδότη και συλλέκτη έργων τέχνης, γνωστό με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Tériade), ήρθε σε επαφή με το έργο του Θεόφιλου. Παράλληλα, συνάντησε τον Ανρί Ματίς (ιδρυτή του κινήματος του φωβισμού) και επηρεάστηκε από τη δομική αρμονία που αποκτά ένας πίνακας μέσα από την ακεραιότητα των συστατικών του χρωμάτων.

Και πάλι με τα δικά του λόγια: “Προαισθάνομαι τον σουρεαλισμό που δεν τον έχω ακόμα γνωρίσει. Ένα χρόνο πιο ύστερα βρίσκομαι στο Παρίσι. Προσπαθώ εκεί να γνωρίσω, από την μια μεριά την παλιά τέχνη και από την άλλη τις πιο ακραίες επαναστάσεις. Καταδικάζω μια για πάντα κάθε είδους φτηνή νοσταλγία του παρελθόντος, αλλά και δεν παύω να κρίνω, όσο πιο σωστά μπορώ, τις ριζοσπαστικές λύσεις που με ενδιαφέρουν. Αφού περάσω μια κρίση αντιζωγραφική, ανακαλύπτω στο τέλος τους μεγάλους ζωγράφους του 19ου αιώνος, την ζωγραφική της Πομπηίας και τα ελληνιστικά ρωμαϊκά”.

Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΑΝΡΙ ΜΑΤΙΣ

Ο Γιάννης Τσαρούχης και η Λίλα ντε Νόμπιλι (Ιταλίδα σκηνογράφος, ενδυματολόγος και ζωγράφος) σε φωτογραφία του 1985. Από την έκθεση του Μουσείου Μπενάκη με τίτλο ''Lila de Nobili - Γιάννης Τσαρούχης - Μια Συνάντηση'' (2002). 2002 ΑΠΕ-ΜΠΕ

Τα έργα της περιόδου 1936-39, παραπέμπουν σαφέστατα στον Ματίς, με τα χρώματα να χρησιμοποιούνται στην “πληρότητά” τους, σε μια τέχνη δυναμική και όχι στατική, που σκοπός της είναι να εκφράσει συναίσθημα για τη ζωή και όχι να καταγράψει απλώς φευγαλέα αισθήματα. Ο Τσαρούχης εφάρμοσε τον “κανόνα” του Ματίς και των φωβιστών, ότι “η ακρίβεια δεν είναι η αλήθεια”, αλλά η ουσιαστική αλήθεια είναι εκείνη που κάνει το σχέδιο. Τα χρώματα, δηλαδή, μεταβάλλονται για χάρη της αρμονίας και της γαλήνης, αλλά παραμένουν εκφραστικά και – μαζί με τη συνολική σύνθεση – υποτάσσονται στην “ιδέα”.

Από το 1936 που επέστρεψε στην Ελλάδα, στην παλέτα του κυριάρχησαν τα λαμπερά χρώματα, σε μια “τονική” κλίμακα που ξεκινούσε από τους ευρωπαϊκούς πειραματισμούς των κινημάτων της εποχής και έφτανε μέχρι τη λαϊκή τέχνη στις αφίσες του Καραγκιόζη του Δεδούσαρου και του Χαρίδημου. Αυτό το προσωπικό του ύφος που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται, φάνηκε και στην πρώτη του ατομική έκθεση, το 1938, με έργα της περιόδου 1929-1938, ενώ παράλληλα σκηνογράφησε και την παράσταση της “Στέλλας Βιολάντη” του Ξενόπουλου στο Θέατρο Κοτοπούλη.

ΑΛΒΑΝΙΑ, “ΑΡΜΟΣ”, ΠΑΡΙΣΙ, ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ

Το 1940 πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο όπου είχε αναλάβει τη δημιουργία καμουφλάζ στρατιωτικών εγκαταστάσεων και στολών. Στη διάρκεια της Κατοχής, για βιοποριστικούς λόγους, εργάστηκε ως συντηρητής και διακοσμητής, ενώ ίδρυσε και μια ιδιωτική σχολή ζωγραφικής, όπου φοίτησαν, ανάμεσα σε άλλους, ο Μίνως Αργυράκης, ο Νίκος Γεωργιάδης, ο Κοσμάς Ξενάκης και η Ροζίτα Σώκου. Μετά την απελευθέρωση, σκηνογράφησε τον “Ηλίθιο” του Ντοστογέφσκι στο Εθνικό Θέατρο (1946) και το 1949 υπήρξε συνιδρυτής (μαζί με τους Γιάννη Μόραλη, Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα, Νίκο Νικολάου και Νίκο Εγγονόπουλο) της καλλιτεχνικής ομάδας “Αρμός”, που πραγματοποίησε την πρώτη της έκθεση στο Ζάππειο, όπου ο Τσαρούχης συμμετείχε με οκτώ του έργα.

Το 1951 φιλοξενήθηκε έκθεσή του στο Παρίσι με έργα του από τις περιόδους 1936-39 και 1948-1950 στην Gallerie d’Art du Faubourg, η οποία στη συνέχεια μεταφέρθηκε και στο Λονδίνο, στην Redfern Gallery. Από εκεί και μετά, οι εκθέσεις του διαδέχονταν η μια την άλλη. Το 1953 στην Πανελλήνια Έκθεση του Ζαππείου, μετά στον “Αρμό” και κατόπιν στην Payne Gallery στην Πενσυλβάνια. Την ίδια χρονιά έκλεισε συμβόλαιο με την Γκαλερί του Αλέξανδρου Ιόλα στη Νέα Υόρκη, συμφωνία που του εξασφάλισε σταθερό εισόδημα και του επέτρεψε να ζωγραφίσει μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, όπως τα καφενεία “Νέον”, “Παρθενών” και “Μαυροκέφαλου”, καθώς και την “Ξεχασμένη φρουρά”.

GUGGENHEIM, BIENNALE, ΟΠΕΡΑ

Στο κέντρο, το έργο "Ναύτης στον ήλιο" (Παρίσι 1968-70) του Γιάννη Τσαρούχη. Δεξιά, το εξώφυλλο του δίσκου "Ρεμπέτικο" (Σταύρος Ξαρχάκος - Νίκος Γκάτσος, 1983), που φιλοτέχνησε ο Τσαρούχης (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη). EUROKINISSI

Το 1958, έργα του εκτέθηκαν στο Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Παρισιού και στη συνέχεια στο Μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης, ενώ την ίδια χρονιά συμμετείχε (μαζί με τον Γιάννη Μόραλη και τον γλύπτη Αντώνιο Σώχο) στο ελληνικό περίπτερο στην Biennale της Βενετίας. Με τα δικά του λόγια: “Από το ’48 ως το ’50 συνεχίζονται οι δυο αυτές αναζητήσεις, ζωγραφική απ’ το φυσικό με λάδι και συγχρόνως ένα είδος ανατολίτικου εξπρεσιονισμού που παίρνει το θάρρος να υπάρχει αναμφισβήτητα από τον Ματίς. Από το ’57 ως το ’63 ζωγράφισα πολύ λίγο. Εργάστηκα για το θέατρο στην Αμερική, στο Μιλάνο, στο Λονδίνο. Το ’62 παράτησα κάθε άλλη ασχολία και κάθε άλλη βιοποριστική εργασία και άρχισα να ζωγραφίζω”.

Το 1958, ο Τσαρούχης βρέθηκε στην Civic Opera του Ντάλας, στο Τέξας, όπου φιλοτέχνησε τα κοστούμια και τα σκηνικά για την όπερα “Μήδεια” του Λουίτζι Κερουμπίνι, με πρωταγωνίστρια τη Μαρία Κάλλας και σκηνοθέτη τον Αλέξη Μινωτή (όπερα που στη συνέχεια ανέβηκε στο Covent Garden του Λονδίνου, στην Επίδαυρο και στη Σκάλα του Μιλάνου). Την περίοδο 1958-1962, ασχολήθηκε κυρίως με θεατρικές σκηνογραφίες (“Νόρμα” του Μπελίνι με την Κάλλας στην Επίδαυρο και “Οιδίπους” σε σκηνοθεσία Μινωτή στο θέατρο “Olimpico” της Βιτσέντσα).

ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ & ΕΞΩΦΥΛΛΑ ΔΙΣΚΩΝ

Το εξώφυλλο του δίσκου "Το Άξιον εστί" του Μίκη Θεοδωράκη και του Οδυσσέα Ελύτη, φιλοτεχνημένο το 1964 από τον Γιάννη Τσαρούχη.

Τη διετία 1960-62 εργάστηκε ως καθηγητής σκηνογραφίας στη Σχολή Δοξιάδη, ενώ το 1962 ήταν υπεύθυνος για τα σκηνικά και τα κοστούμια στους “Όρνιθες” του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν στο Θέατρο των Εθνών στο Παρίσι. Μεγάλη είναι η λίστα των θεατρικών έργων στην Ελλάδα, στα οποία υπήρξε σκηνογράφος και ενδυματολόγος. Ενδεικτικά αναφέρουμε: στο Θέατρο Τέχνης του Κουν, “Η μικρή μας πόλη” (1955), ο “Ματωμένος γάμος” (1955), η “Δωδέκατη νύχτα” (1956), “Η αυλή των θαυμάτων” (1958). Στο Εθνικό Θέατρο, “Ο θείος Βάνιας” (1953), η “Κλυταιμνήστρα” (1957), “Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα” (1963).

Το 1964 φιλοτέχνησε το εξώφυλλο για “Το Άξιον Εστί” του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ στη διάρκεια της ζωής του, ζωγράφισε εξώφυλλα και άλλων ιστορικών δίσκων, με πιο χαρακτηριστικά τους “15 εσπερινούς”, τα “Λειτουργικά” και τους “Όρνιθες” του Μάνου Χατζιδάκι, τη “Θεμιστοκλέους 43″, το ‘Ένα μεσημέρι” και το “Ρεμπέτικο” του Σταύρου Ξαρχάκου και τους “Χαιρετισμούς” του Μίκη Θεοδωράκη. Στη δεκαετία του ’60 συνέχισε τις εκθέσεις σε όλο τον κόσμο, ενώ το 1965, η γκαλερί Claude Bernard του Παρισιού, τον κάλεσε να συμμετάσχει με ένα πορτραίτο σε μια ομαδική έκθεση μαζί με τους Φράνσις Μπέικον, Ζωρζ Μπρακ, Μαρκ Σαγκάλ, Αλμπέρτο Τζακομέτι, Αμεντέο Μοντιλιάνι και Πάμπλο Πικάσο.

ΜΟΝΙΜΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ

Ο Γιάννης Τσαρούχης και η Λίλα ντε Νόμπιλι (Ιταλίδα σκηνογράφος, ενδυματολόγος και ζωγράφος) σε φωτογραφία του 1975. Από την έκθεση του Μουσείου Μπενάκη με τίτλο ''Lila de Nobili - Γιάννης Τσαρούχης - Μια Συνάντηση'' (2002). 2002 ΑΠΕ-ΜΠΕ

Το 1967, με την επιβολή της δικτατορίας, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, από όπου επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα το 1983. Από το 1967 μέχρι το 1975 συνεργάστηκε σε λίγες θεατρικές παραστάσεις και την ίδια εποχή, μαζί με την Ιταλίδα σκηνογράφο, ενδυματολόγο και ζωγράφο, Λίλα ντε Νόμπιλι, ίδρυσε ένα είδος ακαδημίας για την εκμάθηση σχεδίου, όπου μαζεύονταν περιστασιακά Έλληνες και Γάλλοι μαθητές, σχεδιάζοντας εκ του φυσικού δωρεάν.

Όπως έλεγε και ο ίδιος: “Στο Παρίσι οργάνωσα πιο πολύ από πριν τις μελέτες μου της τέχνης του 18ου αιώνα. Ο 19ος αιών και το Βυζάντιο είναι για μένα τα σίγουρα μέσα για να βρω μέσα μου (που αλλού;) αυτό το ανθρώπινο νόημα που κατέληξε στην ελληνιστική παράδοση”. Το 1972/73 πραγματοποιήθηκε στην γκαλερί Ζουμπουλάκη μια έκθεση έργων του της περιόδου 1938-1959, προερχόμενα όλα από τη συλλογή του Αλέξανδρου Ιόλα.

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

"Η αντιγραφή του Τιτσιάνο" (1971), έργο του Γιάννη Τσαρούχη (Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη). EUROKINISSI

Το 1975, στο πλαίσιο του Ελληνικού Μήνα στο Λονδίνο, παρουσιάστηκαν έργα του στην Wildenstein Gallery, στην έκθεση “Four Painters of 20th Century Greece” (μαζί με έργα του Θεόφιλου, του Κόντογλου και του Χατζηκυριάκου Γκίκα). Από το 1975 μέχρι το 1983, ο Τσαρούχης έζησε μεταξύ Αθήνας και Παρισιού. Το 1977 ανέβασε ο ίδιος τις “Τρωάδες” του Ευριπίδη σε δική του μετάφραση, διδασκαλία και σκηνογραφία, σε ένα υπαίθριο πάρκινγκ στο κέντρο της Αθήνας.

Το 1981, το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης οργάνωσε τη μοναδική μεγάλη αναδρομική του έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε το Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, που στεγάστηκε στο σπίτι του στο Μαρούσι, με σκοπό τη διάδοση και μελέτη του έργου του. Έναν χρόνο αργότερα, άνοιξε ως Μουσείο Τσαρούχη, οργανώνοντας ετήσιες θεματικές εκθέσεις. Το 1986 φιλοξενήθηκε έκθεση φωτογραφιών από τις σκηνογραφίες του Τσαρούχη στο Théâtre National de Chaillot στο Παρίσι, ενώ την περίοδο 1987/88, πραγματοποιήθηκε μεγάλη έκθεση του σκηνογραφικού του έργου, με μακέτες, στο Μουσείο Γουλανδρή (Κυκλαδικής Τέχνης).

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ

Ο Γιάννης Τσαρούχης τον Απρίλιο του 1989, λίγους μήνες πριν τον θάνατό του. INTIME

Το 1989 και ενώ ετοιμαζόταν να ανεβάσει τον “Ορέστη” του Ευριπίδη σε δική του μετάφραση, σκηνοθεσία, σκηνικά και κοστούμια, χρειάστηκε να νοσηλευτεί στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο, εξαιτίας της χρόνιας ταλαιπωρίας του με το σάκχαρο. Απεβίωσε τελικά στις 20 Ιουλίου από σηπτικό σοκ, σε ηλικία 79 ετών. “Σκοπός είναι να δώσεις μια απάντηση στο θάνατο και όχι να παρατείνεις τη ζωή αναβάλλοντας τον θάνατό σου”, είχε πει σε συνέντευξή του, λίγο καιρό πριν πεθάνει.

Ο Γιάννης Τσαρούχης θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους και ανθρώπους της τέχνης γενικότερα. Σκηνογράφος, ενδυματολόγος, αλλά και σκηνοθέτης, συγγραφέας και μεταφραστής, καταπιάστηκε με την “ελληνικότητα” και την εσωτερικότητά της, συνδυάζοντας την ελληνική παράδοση, τη λαϊκή τέχνη και τη βυζαντινή κληρονομιά με στοιχεία από σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα όπως ο φωβισμός, το Νταντά, ο κυβισμός, ο σουρεαλισμός και ο εξπρεσιονισμός.

“Ρωμιό με ευρωπαϊκή ωριμότητα και νηφαλιότητα” τον είχε χαρακτηρίσει ο Μάριος Πλωρίτης. Δάσκαλος για όσους μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τη σκέψη και την τέχνη του, ο Τσαρούχης δημιούργησε αμέτρητους “συνειρμούς” συναισθημάτων μέσα από όνειρα, φως και χρώματα, συντροφεύοντας τον οίστρο του με μια θαυμαστή ποικιλία εικόνων, σε έναν αέναο μετασχηματισμό της “ποιητικής” αντίληψης σε ζωγραφική, σκηνικά και κοστούμια.

"Ο ροζ ναύτης", Γιάννης Τσαρούχης, 1954 ALAMY/VISUALHELLAS.GR

Η αισθητική του έδωσε μορφή, καθαρότητα και αποχρώσεις σε άπειρα ερεθίσματα, τόσο πάνω στον καμβά, όσο και στα σκηνικά του σύγχρονου και του κλασικού ρεπερτορίου, αλλά και του αρχαίου δράματος. Λιτός, συμβολικός και ακριβής, τεχνίτης όσο λίγοι του περιγράμματος και της φωτεινότητας, ανθρώπινος, ευφυής και δραστήριος, λειτούργησε μέσα σε “αρμονικά” πλαίσια, δίνοντας μέσα σε μια φράση την προσωπική του άποψη για το “μυστήριο” της καλλιτεχνικής δημιουργίας: “Η σιωπή γύρω από το έργο τέχνης, είτε το κάνουμε εμείς, είτε το κάνουν οι άλλοι, είναι η καλύτερη συνοδεία”.

Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30, διαμόρφωσε τη δική του ταυτότητα, “πλάθοντας” μαζί την Αναγέννηση, την ελληνιστική τέχνη, τον Καραγκιόζη, τα νεοκλασικά του Πειραιά, το Βυζάντιο, τον Ματίς και τον Κόντογλου, τον Θεόφιλο και τον Τζακομέτι, τον Κουν και τον Κερουμπίνι, τον Μινωτή και τον Ευριπίδη, τα γυμνά και τις νεκρές φύσεις, τις αλληγορικές σκηνές και τους ναύτες. Κλείνουμε αυτό το μικρό αφιέρωμα στον Γιάννη Τσαρούχη, με τα δικά του λόγια για την τέχνη του: “Δυο είναι οι βασικές αναζητήσεις μου παρ’ όλες τις χίλιες διαφορές που παρουσιάζουν τα έργα μου μεταξύ τους. Η μια είναι νεοκλασική και προσπαθεί να αφομοιώσει το αρχαίο κλασικό ιδεώδες, όπως το εξέφρασε το Μπαρόκ και η Αναγέννηση. Η άλλη μου τάση είναι να εκφράσω όλες μου τις αντιρρήσεις για το ίδιο το ιδανικό μου”.

* Πηγές: tsarouchis.gr, ogdoo.gr, nationalgallery.gr, Επτά Ημέρες – Έλληνες Ζωγράφοι (Η Καθημερινή), Χέρμπερτ Ρηντ – Ιστορία της μοντέρνας ζωγραφικής, wiki

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα