Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΕΞΙ ΘΥΜΑΤΩΝ ΒΙΑΣΜΟΥ ΑΠΟ ΙΕΡΕΑ
Το νέο ντοκιμαντέρ του Netflix, Procession, είναι μια λυτρωτική διαδικασία έτσι όπως δεν την έχουμε ξαναδεί.
Η διαδικασία του να αναζητάς σωτηρία, λύτρωση είναι κάτι το αφόρητα προσωπικό. Κάθε διαδρομή είναι διαφορετική, κάθε άτομο κρύβει μέσα του ένα διαφορετικό φάντασμα, τίποτα δεν είναι ίδιο ή προδιαγεγραμμένο ή τακτικό. Όχι όταν άνθρωποι κοιτούν κατάματα τις πληγές τους.
Συχνά συναντάμε στο σινεμά, ακόμα κι αυτό με τις καλύτερες προθέσεις, αυτή την αδυναμία κατανόησης. Οι ανοιχτές πληγές αποτυπώνονται (αν όχι αντιμετωπίζονται) σα να επρόκειτο για συνταγή. Μα πώς μπορείς όμως να απεικονίσεις κάτι τόσο αταξινόμητο, τόσο ακατηγοριοποίητο και φευγαλέο όσο το τραύμα, τόσο μοναδικό όσο η απολύτως προσωπική διαδικασία του κάθε ανθρώπου απέναντί του;
Στο νέο, σοκαριστικό ντοκιμαντέρ του Netflix, ο σκηνοθέτης Ρόμπερτ Γκριν έχει να προτείνει κάτι διαφορετικό. Κάνοντας το ίδιο του το έργο, όπλο στα χέρια των επιζώντων.
Το Procession δεν είναι το ντοκιμαντέρ που έχεις συνηθίσει. Ξεκινάει ως κάτι που νομίζεις πως έχεις ξαναδεί ή μάλλον, για την ακρίβεια, ξεκινάει εκεί που συχνά αντίστοιχα ντοκιμαντέρ συνήθως μας εγκαταλείπουν. Ξεκινά με μια συνέντευξη τύπου, με εικόνες αντρών που μιλούν για την κακοποίηση που υπέστησαν στα χέρια καθολικών ιερέων όταν ήταν μικρά αγόρια, πίσω μέχρι και τις αρχές των ‘70s.
Αυτό όμως που ακολουθεί μετά, δεν είναι μια έρευνα. Δεν είναι κάποια συρραφή εξιστορήσεων ή κάποιο παζλ στοιχείων, που παρατίθενται προς αφομοίωση ενός κοινού που έχει συνηθίσει στην φρίκη ως entertainment. Υπό μία έννοια, το Procession είναι το αντί-true crime ντοκιμαντέρ, γιατί προσεγγίζει το παρελθόν αποκλειστικά και μόνο μέσα από την προσπάθεια των αντρών να το κοιτάξουν κατάματα. Δεν είναι δημοσιογραφική έρευνα: Είναι το παρελθόν ως ψυχανάλυση.
Το 2018, ο ντοκιμαντερίστας Ρόμπερτ Γκριν προσέγγισε τους άντρες μέσω της δικηγόρου τους Ρεμπέκα Ραντλς, προτείνοντας μια μορφή ομαδικής θεραπείας μέσω του φιλμ. Έξι άντρες συμφώνησαν να συμμετάσχουν στο πρότζεκτ, ζώντας ξανά τους χειρότερους εφιάλτες τους αλλά αυτή τη φορά έχοντας απόλυτο έλεγχο της αφήγησης. Κυριολεκτικά: Το πείραμα του Γκριν είχε ως στόχο καθένας από αυτούς να γράψει ένα μικρού μήκους φιλμ βασισμένο σε αυτή τους την φρικτή εμπειρία, με όλους να παίζουν ρόλους στα φιλμάκια των άλλων. Μέσα από αυτή τη συλλογική διαδικασία, θα ανάσταιναν εφιάλτες που τους καθορίζουν για μια ζωή, για να μπορέσουν να τους κοιτάξουν κατάματα- υπό μία έννοια.
ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΣΤΟ ΟΡΙΟ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Είναι μια τολμηρή πρόταση, αλλά απολύτως συνεπής με το έργο του σκηνοθέτη. Ο Γκριν, από τους πιο ενδιαφέροντες δημιουργούς ντοκιμαντέρ στην Αμερική εδώ και χρόνια, έχει σκηνοθετήσει έργα σαν το “Η Κέιτ Παίζει την Κριστίν” (διαθέσιμο στο Cinobo) και το Bisbee’ 17, αμφότερα ντοκιμαντέρ που παίζουν με τα όρια της αλήθειας και της μυθοπλασίας, και τα οποία διερωτώνται πολύ φωναχτά για τον ίδιο τους το ρόλο στην «αλήθεια» που υποτίθεται πως παρουσιάζουν. Είναι γνωστό εξάλλου πως η ίδια η πράξη της παρατήρησης επηρεάζει αυτό που παρατηρείται κι ως εκ τούτου, το να διατείνεται κανείς πως μέσα από ένα ντοκιμαντέρ παρουσιάζει μια αμόλυντη αλήθεια είναι εκ των πραγμάτων ψευδές, αν όχι ανήθικο.
Στο “Η Κέιτ Παίζει την Κριστίν”, ο Γκριν καθηλώνεται από την σοκαριστική ιστορία της παρουσιάστριας και δημοσιογράφου Κριστίν Τσάμπακ η οποία αυτοκτόνησε στον αέρα τηλεοπτικού δικτύου το 1974. Αντί να παρουσιάσει το πορτρέτο μιας εν πολλοίς άγνωστης περσόνας σα να ήταν κάποιος παντογνώστης θεός, ο Γκριν ζητά από την ηθοποιό Κέιτ Λιν Σιλ να μπει στον ρόλο της Κριστίν και να προσποιηθεί πως ετοιμάζεται να την ερμηνεύσει. Έτσι, το ντοκιμαντέρ δημιουργεί το πορτρέτο της Κριστίν μέσα από την ίδια την προσπάθεια μιας ηθοποιού να μπει στον «ρόλο». Όταν κάποια στιγμή στη διάρκεια της ταινίας η Κέιτ Λιν Σιλ βρίζει οργισμένη προς την κάμερα, δεν έχουμε πια ιδέα αν το κάνει ως Κριστίν ή ως Κέιτ.
Ο Γκριν πιστεύει πως έτσι κι αλλιώς ως ανθρώπινα όντα διαρκώς κάτι ερμηνεύουμε, πόσο μάλλον όταν γινόμαστε αντικείμενα παρατήρησης. Οπότε η μέθοδός του αντί να αρνείται ή να κάνει πως αγνοεί ένα τόσο στοιχειώδες κομμάτι της συμπεριφοράς μας, το ενσωματώνει. Στο Bisbee ‘17 ταξιδεύει σε μια παλιά πόλη με ορυχεία στα σύνορα Αριζόνας-Μεξικού, στην πιο σκοτεινή της επέτειο. 100 χρόνια μετά την απέλαση εκατοντάδων μεταναστών μεταλλωρύχων, συνεργάζεται με ντόπιους σε μια αναπαράσταση της εποχής- και της πράξης. Ζωντανεύοντας το παρελθόν με ανατριχιαστικό τρόπο στα σώματα των σημερινών κατοίκων μιας πόλης, ακόμα, στοιχειωμένης.
Το Procession είναι, υπό αυτή την έννοια, φυσική επέκταση αυτών των τεχνικών αλλά και προβληματισμών. Πλέον, δε ζητά από μια ηθοποιό να ερμηνεύσει μια ασχημάτιστη αλήθεια, αλλά ζητά από έξι άντρες να δημιουργήσουν πλαστές αναπαραστάσεις της αλήθειας τους, με την ελπίδα πως αυτό θα είναι που θα ξορκίσει το κακό. Η διαδικασία είναι συγκλονιστική, κυρίως χάρη στον τρόπο με τον οποίο παρατηρούμε τη διαφορετική επεξεργασία του καθενός.
ΕΞΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΛΥΤΡΩΣΗ
Σε μια περίπτωση, το φιλμάκι που δημιουργείται είναι μια τεταμένης απεικόνισης μεταφορά του ίδιου του ανείπωτου γεγονότος- σκηνοθετημένο με στοιχεία κάποιου b-movie εφιάλτη. Άλλοι από τους επιζώντες δεν επιθυμούν να επισκεφθούν ξανά το ίδιο το γεγονός της κακοποίησής τους, εντοπίζοντας άλλα, παράπλευρα στοιχεία διαρκούς πόνου και ενοχής. Άλλος δε μπορεί να μπει ξανά σε συγκεκριμένα κτίρια. Άλλος βλέπει κάθε βράδυ εφιάλτες. Αυτό μεταφράζεται σε διαφορετικές προσεγγίσεις: Κάποια από τα φιλμάκια εστιάζουν στο τότε, άλλα στο μετά. Ένας από τους άντρες, ο πιο εμφανώς θυμωμένος από όλους, τα έχει με την εκκλησία και με τα ψεύδη που εκτοξεύτηκαν εναντίον του κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας, όταν και προσπάθησαν να υποσκάψουν την εγκυρότητά του ως μάρτυρα. Το δικό του φιλμάκι αφορά σχεδόν ολοκληρωτικά τη διαδικασία αποκάλυψης της αλήθειας.
Όποια όμως κι αν είναι η διαδικασία του καθενός, μέσα από τις προσπάθειές τους βλέπουμε αυτούς τους άντρες (που πλέον σταδιακά αποκτούν για στήριξη ο ένας τον άλλον μέσα από όλη αυτή τη δημιουργική διαδρομή) να φτάνουν κάπου, που προηγουμένως δεν τα κατάφερναν.
Σε μια από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της ταινίας, ο Τζο, ένας από τους έξι άντρες, προσπαθεί να σκηνοθετήσει την ερμηνεία των ηθοποιών στο δικό του φιλμάκι, μια σκηνή εξομολόγησης και ενοχής, από τις παιδικές του αναμνήσεις. Δυσκολεύεται ακόμα και να παρακολουθήσει από το μόνιτορ που έχει μπροστά του. Με πόνο ψυχής καταφέρνει ως note να δώσει μια συγκεκριμένη ατάκα που πρέπει να ειπωθεί από τον «ιερέα». Γράφει την ατάκα σε ένα χαρτί. Ο Μάικλ που είναι δίπλα του, τον ρωτάει «θες να την πεις εσύ;» κι ο Τζο δεν καταφέρνει να απαντήσει καν. Ο Μάικλ αναλαμβάνει- μεταφέρει την ατάκα όπως είναι γραμμένη. Όταν ο Τζο ακούει αυτή την εμφανώς τραυματική ατάκα από το στόμα του ηθοποιού-ιερέα προς τον νεαρό ηθοποιό που παίζει τον νεότερο εαυτό του, κάτι συμβαίνει μέσα του. Δεν είναι ακριβώς ελεύθερος, όμως είναι σαν επιτέλους να κατάφερε να ξεφύγει από κάτι- ένα πράγμα, όσο μικρό κι αν ενδεχομένως είναι αυτό.
Αυτό ακριβώς επιχειρεί το Procession: Δεν διατείνεται πως έχει στα χέρια του ή στην εικόνα του μια κάποια πλήρη αλήθεια. Δεν ενώνει στοιχεία, δεν μοστράρει μαρτυρίες. Παρά αμφισβητεί διαρκώς τον εαυτό του (ως εικόνα, ως παρατήρηση), προσφέροντας άπλετο δημιουργικό χώρο στα θύματα ώστε μέσα από μια δεδομένα πλαστή και κατασκευασμένη διαδικασία, να αναζητήσουν ένα κομμάτι της δικής τους, ανείπωτης, επίπονης αλήθειας. Με εμάς απέναντι, ή δίπλα τους, σαν θεατές, να γινόμαστε δέκτες κάτι αφόρητα ειλικρινούς και ωμού – φτιαγμένο με τα πιο τεχνητά υλικά. Τελικά, τι άλλο είναι το σινεμά, αν όχι ακριβώς αυτό;