Len Puttnam/AP Photo

Η ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ Ο “ΓΕΡΟΣ ΠΟΤΗΣ” ΤΣΟΡΤΣΙΛ ΞΥΡΙΣΤΗΚΕ, ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΝΑ ΤΣΑΚΙΣΕΙ ΤΑ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ

Η ιστορία του Τσόρτσιλ μέσα από την πένα του Erik Larson, "δεμένη" με αρχεία και έγγραφα μυστικών υπηρεσιών. Διαβάστε αποκλειστική προδημοσίευση στο Magazine του NEWS 24/7.

Την πρώτη ημέρα της πρωθυπουργίας του Ουίνστον Τσόρτσιλ, ο Χίτλερ εισέβαλε στην Ολλανδία και στο Βέλγιο. Είχαν προηγηθεί η Πολωνία και η Τσεχοσλοβακία. Τους επόμενους δώδεκα μήνες, τα γερμανικά βομβαρδιστικά θα σφυροκοπούσαν τη χώρα ασταμάτητα, σκοτώνοντας 45.000 Βρετανούς και καταστρέφοντας δύο εκατομμύρια σπίτια.

Στο Οι Μέρες που Έχτισαν την Ιστορία που κυκλοφορεί στις 6 Οκτωβρίου, ο Erik Larson ακτινογραφεί τις κινήσεις και τη δράση ενός πολιτικού που για πολλούς, είναι ο ίσως πιο εμβληματικός της Βρετανίας. Ενός ανθρώπου που αν μη τι άλλο κατάφερε να εμπνεύσει τους συμπατριώτες τους για να πέσουν στη μάχη στο πλευρό των Συμμάχων, κόντρα στους ναζί.

Ο Larson αντλεί το υλικό του από ημερολόγια, αρχεία και έγγραφα των μυστικών υπηρεσιών – κάποια από τα οποία αποχαρακτηρίστηκαν πολύ πρόσφατα – και με τη γραφή του μας οδηγεί από τους βομβαρδισμένους δρόμους του Λονδίνου στην πρωθυπουργική κατοικία και στο καταφύγιο του Τσόρτσιλ στην ύπαιθρο, στις προσωπικές του στιγμές με την οικογένειά του και στις συζητήσεις με τους πιο έμπιστους συμβούλους του.

Και συνθέτει με μοναδική ζωντάνια το πορτρέτο ενός αληθινού ηγέτη που, μπροστά στον όλεθρο, μπόρεσε με τη ρητορική, τη στρατηγική του ιδιοφυΐα και το κουράγιο του να κρατήσει ενωμένο έναν λαό – και μια οικογένεια. Το βιβλίο εστιάζει άλλωστε στα έτη 1940 και ’41, κατά το γερμανικό “Blitzkrieg”. Στην ουσία, όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος ο συγγραφέας, αγγίζει τις πτυχές εκείνες μιας ταραγμένης εποχής και των πλευρών του Τσόρτσιλ που δεν έχουν καταγραφεί από την ιστορία. Ο Bill Gates έγραψε πως το βιβλίο καταφέρνει να κάνει τον αναγνώστη να αισθανθεί πώς είναι να ζει περιμένοντας τους βομβαρδισμούς, μέσα από τη σφιχτή και γρήγορη γραφή του Larson που δε θυμίζει κλασικό βιβλίο ιστορίας.

Παρακάτω, διαβάστε αποκλειστικό απόσπασμα από το βιβλίο που εξασφάλισε το Magazine του NEWS 24/7 από τις εκδόσεις Διόπτρα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο διάλογος του Τσόρτσιλ με τον γιο του, αλλά και η περιγραφή της ατμόσφαιρας και της δημόσιας γνώμης στο παράλληλο “σύμπαν” των ΗΠΑ, την ώρα που η Βρετανία αποφάσιζε να πάει σε πόλεμο. Σημειώνεται εδώ πως ανάμεσα στους ενάντιους του Τσόρτσιλ, ήταν ο ίδιος ο Βασιλιάς που τον διόρισε (George VI) αλλά και ο Τζόζεφ Πάτρικ Κένεντι (Joseph P. Kennedy Sr.), πρέσβης των ΗΠΑ στη Μεγάλη Βρετανία που είχε ταχθεί ανοιχτά κατά του πολέμου με τη Γερμανία.

Ο ίδιος επιχειρούσε μέχρι και τις αρχές του 1940 να συναντηθεί με τον Χίτλερ χωρίς προηγούμενη συγκατάθεση της αμερικανικής ηγεσίας. Η στάση του αυτή σε συνδυασμό με δηλώσεις του σε εφημερίδες ότι “ο πόλεμος κατά του φασισμού δεν είναι πόλεμος για την δημοκρατία”, οδήγησε, στις 22 Οκτωβρίου 1940, στην αντικατάστασή του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Λονδίνο και Ουάσιγκτον

Η Αµερική κατείχε µεγάλη θέση στη σκέψη του Τσόρτσιλ σχετικά µε τον πόλεµο και την τελική του έκβαση. Ο Χίτλερ φαινόταν έτοιµος να κυριεύσει την Ευρώπη. Η αεροπορία της Γερµανίας, η Λουφτβάφε, θεωρούνταν πολύ πιο µεγάλη και πιο ισχυρή από τη Βασιλική Αεροπορία της Βρετανίας, ενώ τα υποβρύχια και τα καταδροµικά της εµπόδιζαν σοβαρά τώρα πια τη ροή τροφίµων, όπλων και πρώτων υλών που είχαν ζωτική σηµασία για τον νησιωτικό πληθυσµό. Ο προηγούµενος πόλεµος είχε δείξει πόσο ισχυρές µπορούσαν να είναι οι Ηνωµένες Πολιτείες ως στρατιωτική δύναµη, όταν αποφάσιζαν να δράσουν· τώρα µόνο η χώρα αυτή φαινόταν να έχει τα µέσα να εξισορροπήσει τις πλευρές.

Το πόσο σηµαντική ήταν η Αµερική στη στρατηγική σκέψη του Τσόρτσιλ έγινε φανερό στον γιο του, Ράντολφ, ένα πρωί, λίγες µέρες µετά τον διορισµό του Τσόρτσιλ στην πρωθυπουργία, όταν ο Ράντολφ µπήκε στην κρεβατοκάµαρα του πατέρα του στο Ναυαρχείο και τον βρήκε να στέκεται µπροστά σε µια λεκάνη µε νερό κι έναν καθρέφτη και να ξυρίζεται. Ο Ράντολφ ήταν στο σπίτι µε άδεια από τους Ουσάρους της Βασίλισσας, το παλιό σύνταγµα του Τσόρτσιλ, στο οποίο τώρα εκείνος υπηρετούσε ως αξιωµατικός.

«Κάθισε, αγόρι µου, και διάβασε τις εφηµερίδες µέχρι να τελειώσω το ξύρισµα», του είπε ο Τσόρτσιλ.

Έπειτα από µερικές στιγµές, ο Τσόρτσιλ µισογύρισε προς τον γιο του. «Νοµίζω ότι κατάλαβα τι πρέπει να κάνω», είπε.

Στράφηκε ξανά στον καθρέφτη.

Ο Ράντολφ αντιλήφθηκε ότι ο πατέρας του µιλούσε για τον πόλεµο. Η παρατήρηση τον ξάφνιασε, θυµόταν, γιατί κι ο ίδιος δεν έβλεπε µεγάλες πιθανότητες να νικήσει η Βρετανία. «Εννοείς ότι µπορούµε να αποφύγουµε την ήττα;» ρώτησε ο Ράντολφ. «Ή να νικήσουµε τα καθάρµατα;»

Ακούγοντάς τον, ο Τσόρτσιλ πέταξε το ξυράφι του στη λεκάνη και γύρισε για να κοιτάξει τον γιο του. «Και βέβαια εννοώ ότι µπορούµε να τα νικήσουµε», είπε απότοµα.

«Ε, εγώ θα το ήθελα», είπε ο Ράντολφ, «αλλά δεν καταλαβαίνω πώς µπορείς να το κάνεις».

Ο Τσόρτσιλ σκούπισε το πρόσωπό του. «Θα σύρω τις ΗΠΑ στον πόλεµο».

Ιανουάριος του 1941, φωτογραφία από το βομβαρδισμένο Λονδίνο. AP

Στην Αµερική, ο κόσµος δεν ενδιαφερόταν να συρθεί πουθενά και ακόµα λιγότερο σ’ έναν πόλεµο στην Ευρώπη. Αυτό ήταν µια αλλαγή από την εποχή που είχε αρχίσει η σύρραξη, όταν µια δηµοσκόπηση βρήκε πως το 42% των Αµερικανών ένιωθαν πως αν στους επόµενους µήνες φαινόταν σίγουρο ότι η Γαλλία και η Βρετανία θα κατατροπώνονταν, οι θα έπρεπε να κηρύξουν πόλεµο στη Γερµανία και να στείλουν στρατό· το 48% έλεγε όχι. Αλλά η εισβολή του Χίτλερ στις Κάτω Χώρες άλλαξε δραστικά τη στάση του κοινού. Σε µια δηµοσκόπηση που έγινε τον Μάιο του 1940, βρέθηκε ότι το 93% ήταν αντίθετο σε µια κήρυξη πολέµου, µια στάση γνωστή ως αποµονωτισµός. Παλιότερα το Κογκρέσο είχε κωδικοποιήσει αυτή την αντιπάθεια περνώντας, από το 1935, µια σειρά νόµων, τους Νόµους Ουδετερότητας, που ρύθµιζαν σχολαστικά την εξαγωγή όπλων και πυροµαχικών και απαγόρευαν τη µεταφορά τους µε αµερικανικά πλοία σε οποιοδήποτε εµπόλεµο έθνος. Οι Αµερικανοί αντιµετώπιζαν µε συµπάθεια την Αγγλία, αλλά τώρα είχε τεθεί το ερώτηµα πόσο σταθερή ήταν ακριβώς η Βρετανική Αυτοκρατορία, αφού είχε πετάξει έξω την κυβέρνησή της την ίδια µέρα που ο Χίτλερ είχε εισβάλει στην Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεµβούργο.

Το Σάββατο το πρωί, στις 11 Μαΐου, ο πρόεδρος Ρούζβελτ συγκάλεσε υπουργικό συµβούλιο στον Λευκό Οίκο, στο οποίο ο νέος πρωθυπουργός της Αγγλίας έγινε θέµα συζήτησης. Το κεντρικό ερώτηµα ήταν αν θα µπορούσε να επικρατήσει σε αυτόν τον πόλεµο που µόλις είχε επεκταθεί. Ο Ρούζβελτ είχε ανταλλάξει µηνύµατα µε τον Τσόρτσιλ αρκετές φορές στο παρελθόν, όταν ο Τσόρτσιλ ήταν Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου, αλλά τα είχε κρατήσει κρυφά επειδή φοβόταν ότι θα εξόργιζαν την κοινή γνώµη. Ο γενικός τόνος του υπουργικού συµβουλίου έδειχνε σκεπτικισµό.

Ανάµεσα στους παρισταµένους ήταν ο Χάρολντ Λ. Ίκιζ (Harold L. Ickes), υπουργός Εσωτερικών, ένας σύµβουλος που ασκούσε µεγάλη επιρροή στον Ρούζβελτ και στον οποίο πιστωνόταν η εφαρµογή των κοινωνικών έργων και των οικονοµικών µεταρρυθµίσεων του προέδρου, που ήταν γνωστά ως Νιου Ντιλ (New Deal). «Κατά τα φαινόµενα», είπε ο Ίκιζ, «ο Τσόρτσιλ είναι πολύ αναξιόπιστος υπό την επήρεια του ποτού». Ο Ίκιζ απέρριψε επίσης τον Τσόρτσιλ ως «πολύ ηλικιωµένο». Σύµφωνα µε τη Φράνσες Πέρκινς (Frances Perkins), υπουργό Εργασίας, κατά τη διάρκεια του συµβουλίου αυτού ο Ρούζβελτ φαινόταν «αβέβαιος» για τον Τσόρτσιλ.

Οι αµφιβολίες για τον καινούριο πρωθυπουργό, ωστόσο, ιδιαίτερα σε σχέση µε την κατανάλωση του αλκοόλ, είχαν σπαρθεί πολύ πριν από το συµβούλιο. Τον Φεβρουάριο του 1940, ο Σάµνερ Ουέλες (Sumner Welles), υφυπουργός του αµερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, είχε ξεκινήσει µια διεθνή περιοδεία, την «Αποστολή Ουέλες», για να συναντηθεί µε ηγέτες στο Βερολίνο, το Λονδίνο, τη Ρώµη και το Παρίσι, ώστε να κάνει µια εκτίµηση των πολιτικών συνθηκών στην Ευρώπη. Ανάµεσα σ’ εκείνους που επισκέφτηκε ήταν και ο Τσόρτσιλ, την εποχή εκείνη που ήταν Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου. Ο Ουέλες έγραψε για τη συνάντηση στην αναφορά του που ακολούθησε: «Όταν µε οδήγησαν στο γραφείο του, ο κύριος Τσόρτσιλ καθόταν µπροστά στη φωτιά, καπνίζοντας ένα πούρο 60 πόντων και πίνοντας ένα ουίσκι µε σόδα. Ήταν ολοφάνερο ότι είχε καταναλώσει πολλά ουίσκι πριν φτάσω».

Η κυριότερη πηγή σκεπτικισµού για τον Τσόρτσιλ, ωστόσο, ήταν ο πρέσβης της Αµερικής στη Βρετανία, ο Τζόζεφ Κένεντι (Joseph Kennedy), που αντιπαθούσε τον πρωθυπουργό και έστελνε επανειληµµένως απαισιόδοξες αναφορές για τις προοπτικές της Αγγλίας και τον χαρακτήρα του Τσόρτσιλ. Κάποια στιγµή ο Κένεντι επανέλαβε στον Ρούζβελτ τη γενική ιδέα µιας παρατήρησης που είχε κάνει ο Τσάµπερλεν, ότι ο Τσόρτσιλ «έχει εξελιχθεί σε σοβαρό πότη και η κρίση του ποτέ δεν είχε αποδειχθεί καλή».

Ο Κένεντι, µε τη σειρά του, δεν ήταν αρεστός στο Λονδίνο. Η σύζυγος του υπουργού Εξωτερικών του Τσόρτσιλ, λόρδου Χάλιφαξ, απεχθανόταν τον πρεσβευτή λόγω της απαισιοδοξίας του για τις πιθανότητες επιβίωσης της Βρετανίας και της πρόβλεψής του ότι η θα κατατροπωνόταν γρήγορα.

«Θα τον σκότωνα ευχαρίστως», έγραψε.

Ο Erik Larson Nina Subin

Το who is who του συγγραφέα

Ο Erik Larson σπούδασε ρωσική ιστορία και πολιτισμό στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και πήρε μάστερ στη δημοσιογραφία από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Έχει γράψει οκτώ βιβλία, έξι από τα οποία έγιναν best seller των New York Times. Το βιβλίο Οι Μέρες που Έχτισαν την Ιστορία, όπως και το προηγούμενό του, Dead Wake: The Last Crossing of the Lusitania, έφτασαν στο Νο 1 της λίστας. Το έργο του Ο Διάβολος στη Λευκή Πόλη, που επίσης κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα, ήταν φιναλίστ για το National Book Award, απέσπασε το βραβείο Edgar για βιβλίο έρευνας πραγματικού εγκλήματος, εμφανιζόταν σταθερά στις λίστες των best sellers για μια δεκαετία και πρόκειται να γίνει μίνι σειρά από το Hulu.

Το βιβλίο θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Ο Larson υπήρξε συντάκτης στη Wall Street Journal και στο Time, ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά The New Yorker, The Atlantic Monthly, Harper’s και σε άλλα έντυπα. Έχει διδάξει μη μυθοπλαστική γραφή στο Πολι­τειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο, στα Σεμινάρια Γραφής του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς και στο Πανεπιστήμιο του Όρεγκον. Έχει τιμηθεί από την Αμερικανική Μετεωρολογική Εταιρεία για το έργο του Isaac’s Storm και το 2016 απέσπασε το βραβείο μη μυθοπλαστικού έργου Carl Sandburg του Ιδρύματος της Δημόσιας Βιβλιοθήκης του Σικάγο. Ζει στο Σιάτλ με τη σύζυγό του και τα τρία παιδιά τους.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα