Η “ΘΕΩΡΙΑ” ΤΩΝ ΧΟΥΛΙΓΚΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΠΙΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Χούλιγκαν υπάρχουν παντού. Επικεντρώσαμε στην Ευρώπη και προσπαθήσαμε να βρούμε τις πέντε πιο τρομακτικές και επικίνδυνες περιπτώσεις, βάσει αξιολογήσεων που έχουν κάνει οι ίδιοι.
Μολονότι δηλώνω ‘κάτοικος YouTube‘ δεν είχα εικόνα του τι υπάρχει εκεί μέσα σε επίπεδο ultras και χούλιγκαν. Ομολογώ πως μια έκπληξη την αισθάνθηκα, δεδομένων των εικόνων που είδαν τα μάτια μου.
Αλλά δεν είναι ώρα να ερευνήσουμε τα ‘φίλτρα’ της πλατφόρμας και τη γενικότερη πολιτική της για το τι μπορεί να αναρτά ο καθένας -σε συνάρτηση με την ανθρώπινη ζωή.
Είναι η στιγμή να δούμε πότε εμφανίστηκαν οι ultras και οι χούλιγκαν στη ζωή μας (δεν είναι το ίδιο -ultra σημαίνει ακραίο και hooligan ο βίαιος νεαρός ταραχοποιός, συνήθως μέλος μιας συμμορίας) και ποιοι είναι οι πιο επικίνδυνοι, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι ξημερώνει στη χώρα που ζούμε.
Η ευχή μας βέβαια, είναι να μη χάσει άλλος άνθρωπος τη ζωή του. Βέβαια, το πιθανότερο είναι να ζούσε σήμερα ο 29χρονος Μιχάλης, αν είχε κουνηθεί μια από τις σχεδόν 20 υπηρεσίες που ενημερώθηκαν για το ταξίδι των Blue Bad Boys της Ντίναμο Ζάγκρεμπ στην Αθήνα.
Δεν είναι πολύ ξεκάθαρο πότε αναγνωρίστηκαν οι ultras από τη διεθνή κοινότητα. Οι περισσότεροι μελετητές ‘δείχνουν’ προς τη μεριά των Torcida Split, των οπαδών του κροατικού συλλόγου Hajduk Split ως των πρώτων οργανωμένων.
Η ιδέα αυτή λατρεύτηκε από τους Ιταλούς στα τέλη του ’60. Από εκεί πέρασε παντού.
Ήταν το εργατικό δυναμικό που έκανε συνδικαλιστικούς αγώνες (με απεργίες), πριν μπουν στη μέση και οι ριζοσπαστικοί φοιτητές και επηρεαστούν όλοι οι τομείς, συμπεριλαμβανομένου του ποδοσφαίρου. Άρχισαν να κοιτούν προς ακραίες συνθήκες, γιατί τότε ήταν αυτές στο φόρτε της.
Οι χούλιγκανς τώρα, έχουν ως προτεραιότητα τη βία.
Στις απαρχές βέβαια, δεν υπήρχε υποψία της οργάνωσης, της συνοχής και του ιδεολογικού βιτριολιού, στοιχεία που πια είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με τους χούλιγκαν, όπως αναφέρει μελέτη του Harvard που χρησιμοποιεί τη λέξη ultras, υπό την έννοια του ακραίου φαινομένου.
“Στις αρχές του ‘70, η κινητοποίηση της νεολαίας στην Ιταλία πυροδότησε μεγαλύτερο συντονισμό για τους εκκολαπτόμενους Ultras, καθώς μεγάλα τμήματα της ιταλικής κοινωνίας άρχισαν να εκφράζουν κοινωνικοπολιτική ανυπακοή.
Οι Ultras πραγματοποίησαν τις διεστραμμένες εχθροπραξίες τους ενάντια στην κάθε μορφής εξουσία, με τις εξέδρες ποδοσφαίρου να γίνονται η προτιμώμενη αρένα για αυτήν την εκρηκτική αυτοέκφραση.
Φοιτητικές διαμαρτυρίες ξεπήδησαν ομοίως σε όλη τη χώρα, καθώς η ριζοσπαστικοποιημένη νεολαία αμφισβήτησε την εκκλησία, το Κομμουνιστικό Κόμμα και την παραδοσιακή οικογενειακή δομή στην Ιταλία, συγκεντρώνοντας την κραυγή «Θέλω να είμαι ορφανό».
Η δεξιά τρομοκρατία απέκτησε επίσης έδαφος, συγκλίνοντας γύρω από μια «στρατηγική έντασης» που προσπάθησε να υπονομεύσει την πρόοδο της εργασίας των προηγούμενων ετών και να ενθαρρύνει ένα φασιστικό πραξικόπημα.
Η βία και η πολιτική κατακραυγή των σκληροπυρηνικών οπαδών του ποδοσφαίρου έφθασαν στο απόγειο στις αρχές της δεκαετίας του 1980, εν μέρει από τη συνεχιζόμενη προσκόλληση των ομάδων σε μια λατρεία αντρικής επιθετικότητας και τραμπουκισμού, την οιονεί στρατιωτική οργάνωση και την αυξανόμενη εμμονή με τα νεοφασιστικά δόγματα”.
Διευκρινίζεται πως δεν είναι όλοι οι ultras προπύργια του φασισμού.
Υπάρχουν και αυτοί που λειτουργούν ως αντίσταση στις ρατσιστικές τάσεις και άλλοι που προσφέρουν “χωρίς δομή ελευθερία και συντροφικότητα στους πολίτες, ώστε να υψώσουν τη συλλογική, ενωμένη φωνή τους ενάντια στην αδικία με τρόπο απλησίαστο, έξω από τα γήπεδα.
{…} Ο φανατισμός των παγκόσμιων συμμετεχόντων του κινήματος Ultra ξεπερνά τα μονοδιάστατα όρια της απλής ομαδικής υποστήριξης και αντιπαλότητας. Αν και πολλές ομάδες χρωστούν την υπεροχή τους σε απαράδεκτες εκδηλώσεις ρατσισμού και φασισμού, η πλειοψηφία φαίνεται να αψηφά τις συμβάσεις κοινωνικής κινητοποίησης, ελεύθερης έκφρασης και συνοχής σε τεράστιες ιδεολογικές και ριζοσπαστικές διαφορές
Επιπλέον, η θεώρηση των Ultras ως κοινωνικού κινήματος επιτρέπει σε κάποιον να ξανασκεφτεί την οικοδόμηση της ταυτότητας και του αποκλεισμού, μέσω μη παραδοσιακών μηχανισμών. Δηλαδή, εξετάζοντας πώς και γιατί οι άνθρωποι σχηματίζουν πολιτικές ταυτότητες, έξω από εγκεκριμένα κόμματα και ενώσεις.
Η κατανόηση του πολύπλευρου κινήματος των Ultras, από τη γέννησή του έως τις σημερινές εκδηλώσεις, μπορεί να δώσει μια εικόνα για το πώς τα αθλητικά γήπεδα έχουν χρησιμεύσει ως φόρουμ για συζητήσεις, σχετικά με την εξουσία και την υπό δεσποτισμού βία, τις αναδυόμενες αρένες κοινωνικής αλληλεγγύης και την αναβίωση του ακροδεξιού νατιβισμού (πολιτική εύνοια των γηγενών κατοίκων έναντι των μεταναστών) και ξενοφοβίας σε όλο τον κόσμο”.
Έως τότε, ας δούμε πέντε περιπτώσεις εκ των πιο εκφοβιστικών ultras, όπως παρουσιάζονται σε διάφορες αξιολογήσεις των ιδίων. Δεν ‘βγαίνω’ εκτός Ευρώπης, γιατί θα διαβάζεις έως αύριο.
Lazio
Oι Irriducibilι πρέπει να είναι ό,τι πιο γνωστό υπάρχει σε φασίστες χούλιγκαν. Η ομάδα τους (Λάτσιο) εδρεύει στη Ρώμη που υπήρξε ιστορικά συνδεδεμένη με τον Μουσολίνι.
Ο βραβευμένος δημοσιογράφος και συγγραφέας James Montague θέλησε να κατανοήσει το φαινόμενο, ώστε να γράψει ένα βιβλίο. Μεταξύ όσων συνάντησε ήταν και ο θρυλικός αρχηγός του club, Fabrizio Piscitelli. Είναι ευρύτερα γνωστός ως Diabolik.
Για αυτόν η άνοδος των Irriducibili δεν είναι ιστορία απληστίας και εξουσίας. Είναι η κυριαρχία επί του διεφθαρμένου συστήματος “που το νικήσαμε στο παιχνίδι του”. Λάτρεψε τη Λάτσιο, αλλά οι Irriducibili ήταν πάνω από όλους και όλα.
Ο μόνος θεσμός που εμπιστευόταν ή στον οποίον πίστευε ήταν οι ultras toy.
«Η ομάδα των νεο-ναζί ultras της Λάτσιο προέκυψαν στα Μολυβένια Χρόνια της Ιταλίας (τέλη ‘60 με ‘80, όταν η χώρα έζησε σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων που έκαναν ακροαριστεροί και ακροδεξιοί, στις οποίες έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από 100 άνθρωποι).
Σε μια ποδοσφαιρική κουλτούρα όπου η επιρροή οργανωμένων, ημι-μαχητικών ομάδων οπαδών μπορούσε να έχει σχεδόν το ίδιο βάρος με τις αποφάσεις των ιδιοκτητών και των διευθυντών συλλόγων, ο έλεγχος που ασκεί ο Diabolik είναι εξαιρετικά σημαντικός. Μολονότι είχε τιμωρηθεί -από την κυβέρνηση- με αποκλεισμό από όλα τα γήπεδα της χώρας».
Η συνάντηση έγινε στο γραφείο του (όπου υπήρχε πορτρέτο του Μουσολίνι), τρεις μήνες πριν τον πυροβολήσουν και τον σκοτώσουν (τη δουλειά ανέλαβε πληρωμένος δολοφόνος της μαφίας) σε πάρκο της Ρώμης.
Είχε περάσει τα τρία προηγούμενα χρόνια στη φυλακή, για διακίνηση ναρκωτικών (η αστυνομία είχε κατασχέσει περισσότερα από 2.000.000 ευρώ σε μετρητά και άλλα περιουσιακά στοιχεία). Εμφανίστηκε με έναν σωματοφύλακα. Δυο μέλη των Irriducibili του απηύθυναν ρωμαϊκό χαιρετισμό όταν τον είδαν.
«“Θες απλά να μάθεις για τη βία;” με ρώτησε. Απάντησα πως όχι, αν και δεν ήταν αυτή η απόλυτη αλήθεια. Ήθελα όμως, να μάθω και πώς ξεκίνησαν οι Irriducibile.
Όλα άρχισαν το 1987, όταν ο Fabrizio ήταν 21 ετών. Πήγαινε στο γήπεδο από τα 13 του. “Μεγάλωσα σε μια αριστερή γειτονιά. Ακριβώς απέναντι μου ήταν ο επικεφαλής των ultras της Ρόμα, Fedayn -επίσης, εκ των πιο διαβόητων ultras της Ευρώπης. Ήταν ένας ακροαριστερός ακτιβιστής. Eγώ ήμουν το αντίθετο: ακροδεξιός οπαδός της Λάτσιο”.
Πίστευε πως η κυβέρνηση είχε αποφάσισε να διώξει την πολιτική βία από την πλατεία και στο ποδόσφαιρο, αντί να την ελέγξει. Με τα χρόνια έγινε ηγέτης των ultras της Λάτσιο. Τη δεκαετία του ‘90 οι Irriducibili έγιναν διαβόητοι για τις μάχες, τις πνευματώδεις απαντήσεις -ανανεώνουν συχνά κομμάτια της κλασικής λογοτεχνίας- και τα ρατσιστικά και αντισημιτικά πανό και συνθήματα.
Επί δεκαετίες χλευάζουν με το ίδιο πάθος και την ίδια ένταση τους οπαδούς της Ρόμα (υποστηρίζουν ότι είναι Εβραίοι, λόγω του γεγονότος ότι οι Εβραίοι της Ρώμης προέρχονταν σε μεγάλο βαθμό από το κέντρο της πόλης και γράφουν σε πανό φράσεις όπως “Το Άουσβιτς είναι η χώρα σου, οι θάλαμοι αερίων είναι το σπίτι σου”), κάνουν ήχους μαϊμούδων σε μαύρους παίκτες, ενώ μετά τη δολοφονία του Σέρβου εγκληματία πολέμου, Ζέλικο Ραζνάτοβιτς είχαν υψώσει πανό που έγραφε ”Τιμή στην Τίγρη, Αρκάν”.
“Βασικά είμαστε ένα σωρό μπάσταρδοι”
Όταν η Λάτσιο αποφάσισε να μην κρατήσει τον Beppe Signore το ‘95 (“τον τελευταίο παίκτη που αισθανθήκαμε ως δικό μας), χιλιάδες Irriducibili βγήκαν στο δρόμο και διαμαρτυρήθηκαν βίαια. Η μεταγραφή σταμάτησε.
Οι Irriducibili διαμαρτύρονται και όταν δεν παίζει καλά η ομάδα τους. Σε μια από αυτές τις επισκέψεις στις προπονήσεις, ο Alessandro Nesta είχε ζητήσει να δει τον Diabolik. Στη συνάντηση συμφωνήθηκε η εκεχειρία.
Όταν ο Γάλλος διεθνής Lilian Thuram αρνήθηκε να υπογράψει στη Lazio -λόγω των ρατσιστικών συνθημάτων των Irriducibili- ο Diabolik βρήκε τρόπο να τον συναντήσει και να τον πείσει. Δεν τα κατάφερε, αλλά ο Thuram εξεπλάγη με τη δυναμική του οπαδού.
Είχε εκφράσει την απογοήτευση του για την απροθυμία που έδειχναν οι νεαρότεροι ultras ως προς το να χρησιμοποιούν βία ή να διαπράξουν βανδαλισμούς. Είχε πει και ότι η τεχνολογία κατέστρεψε τα πάντα.
“Όταν ποστάρεις όσα κάνεις, δεν υπάρχει ανωνυμία. Ακόμα και αν καταφέρεις να κρύψεις την ταυτότητα σου, αποκαλύπτεις τις κινήσεις σου. Επίσης, η νεολαία δεν δείχνει την ίδια αφοσίωση. Η στιγμή που ένα παιδί σκέφτεται αν πρέπει να γράψει κάτι στον τοίχο, είναι μια χαμένη στιγμή.
Για χρόνια οι φαν ήταν βολικοί για τους συλλόγους. Τους βγάζαμε όλα τα λεφτά τους, ήμασταν ο λόγος που πήγαιναν όλοι στο γήπεδο γιατί το γεμίζαμε, κάναμε εντυπωσιακά κορεό, βοηθούσαμε να ξεφορτωθούν παίκτες που δεν ήθελαν. Και μια μέρα αποφάσισαν να ‘καθαρίσουν’ το ποδόσφαιρο. Λες και ήμασταν εμείς οι βρώμικοι που υπήρχαν σε αυτό, ενώ άλλοι έστηναν κάθε παιχνίδι και οι μισοί πρόεδροι ήταν διεφθαρμένοι”».
Το όνειρο του ήταν πως μια μέρα ότι όλοι οι ultras θα ενώνονταν για να πολεμήσουν τον πραγματικό -κατά τους Irriducibili- εχθρό: “Τους οπαδούς της παγκοσμιοποίησης, ενάντια στο γεγονός ότι η ΕΕ έχει αφαιρέσει το δικαίωμα των ανθρώπων στην εργασία, ότι επιτρέπει στους Σιωνιστές να ελέγχουν όλες τις οικονομίες του κόσμου.
Ζούμε κάτω από έναν δικτάτορα, την Ευρωπαϊκή Ένωση που μάς ελέγχει όλους.
Δεν ζούμε σε δημοκρατία. Θέλω να μαζευτούμε όλοι και αντί να βρεθούμε έξω από το γήπεδο για να τσακωθούμε, να βρεθούμε έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση έτοιμοι να πεθάνουμε”.
Dinamo Zagreb
Οι Bad Blue Boys εμπνεύστηκαν το όνομα τους από την ταινία Βad Boys με πρωταγωνιστή τον Σον Πεν. Δημιουργήθηκαν στις 17 Μαρτίου του 1986, από μέλη διαφόρων περιοχών της πόλης που ήθελαν να ακολουθήσουν το πρότυπο οπαδικών ομάδων που υπήρχαν σε πόλεις του εξωτερικού.
Όλα τα μέλη δήλωναν ευθύς εξ αρχής έτοιμα να κάνουν τα πάντα για την αγάπη τους για το σύλλογο -για να τον προστατεύσουν.
Για να γίνεις μέλος, έπρεπε η Ντίναμο να είναι η ζωή σου. Από την αρχή έκαναν ταξίδια στη χώρα που λεγόταν Γιουγκοσλαβία και “αναπόφευκτα” όπως αναφέρουν στο site τους, έμπαιναν σε μάχες.
Στις 13 Μαΐου 1990, όταν η Ντίναμο υποδέχθηκε τον Ερυθρό Αστέρα στο γήπεδο Maximir, εμφανίστηκαν στην πόλη οι Delije, για να ‘διδάξουν’ την τέχνη του χουλιγκανισμού. Η συνέχεια αφορούσε την έκρηξη των BBB που κατεδάφισαν ό,τι υπήρχε μεταξύ αυτών και των Delije.
Τραυματίστηκαν 79 αστυνομικοί και 59 οπαδοί. Μεταξύ τους αναφέρεται πως ήταν ο Αρκάν, αλλά και πολλοί ΒΒΒ, που ξυλοκοπήθηκαν από την αστυνομία και στιγματίστηκαν. Η συνέπεια ήταν να γίνουν ακόμα πιο ακραίοι. Όσα έγιναν εκείνη την ημέρα, έχουν περιγραφεί ως “η αρχή του εμφυλίου Σερβίας και Κροατίας”.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, πολλοί οπαδοί ήταν στρατιώτες του κροατικού στρατού “στον πόλεμο όπου υπερασπίζονταν την πατρίδα τους”, ως μέλη είτε των αστυνομικών δυνάμεων, είτε άλλων σωμάτων.
Μαζί με τους οπαδούς άλλων κροατικών συλλόγων πολέμησαν στα πεδία των μαχών από την Πρέβλακα μέχρι το Βούκοβαρ. Πολλοί δεν επέστρεψαν σπίτι τους. Στη μνήμη τους δημιουργήθηκε μνημείο με το όνομα “Ναός των Κροατών Ιπποτών”. Βρίσκεται κάτω από τη δυτική κερκίδα του Maximir.
Τα ‘μπλε παιδιά’ έχουν περιγραφεί ως “αφοσιωμένα σε μια κροατική εθνικιστική πλατφόρμα”. Ήταν στην πρώτη γραμμή του εθνικιστικού κινήματος στη χώρα το 1990 και ότι είχαν προσφέρει την υποστήριξή τους στον Φράνιο Τούτζμαν (βλ. πρώτος πρόεδρος της Κροατίας, μετά τις πρώτες εκλογές της ανεξάρτητης χώρας).
Το 1991 η κυβέρνηση Τούτζμαν αποφάσισε να αλλάξει το όνομα της ομάδας τους -για να εξαφανιστεί κάθε σύνδεση με το κομμουνιστικό παρελθόν. Εκείνοι αντιτάχθηκαν της κυβέρνησης που είχαν ψηφίσει. Δήλωσαν ότι στο εξής θα είναι εχθροί. Ένα χρόνο μετά, πήραν ό,τι ήθελαν (το Κροατία ξαναέγινε Ντίναμο). Μεταξύ όσων έκαναν ήταν και να βάλουν φωτιά στην αίθουσα των VIP του γηπέδου. Φίλοι ωστόσο, με τις αρχές δεν ξαναέγιναν.
Ο Saša Podgorelec, σκηνοθέτης που έκανε ένα ντοκιμαντέρ για τους Bad Blue Boys, είχε εξηγήσει ότι “ξέρουν την ταυτότητα τους και είναι αρκετά γενναίοι για να εκφράσουν τις επιθυμίες τους για την ανεξαρτησία της Κροατίας, όταν άλλοι φοβούνται να εκφραστούν”.
Αυτό είχε ως συνέπεια να κινούνται μέσα σε κλοιό χιλιάδων αστυνομικών που επιστράτευαν όλες οι πόλεις για αυτούς στις εντός των συνόρων μετακινήσεις. “Μισούν την ύπαρξη μας” έλεγαν οι οπαδοί, “τους στραβοκοιτάμε και μας χαστουκίζουν. Ανάβουμε πυρσό, μας ξεντύνουν και μας χτυπούν”.
Ώσπου αποφάσισαν πως δεν θα ζουν άλλο έτσι και έγιναν στόχος όλων των πολιτικών. “Αν πιστεύουν πως 40.000 άνθρωποι είμαστε χούλιγκαν, τότε όλα καλά” είχαν πει, πριν εμπλακούν με την πολιτική.
Το 2018, σε έφοδο της αστυνομίας στα αρχηγεία τους είχαν βρεθεί όπλα, γκλομπ, μπαλακλάβες και πυρομαχικά. Στους τοίχους υπήρχαν γκράφιτι του Αδόλφου Χίλτερ και του Άντε Πάβελιτς (βλ. ιδρυτής του κροατικού ακραίου εθνικιστικού-τρομοκρατικού κινήματος, με το όνομα Ουστάσι). Την ίδια χρονιά, τέσσερα μέλη κατηγορήθηκαν στο Σάλτσμπουργκ για ‘δοξολογία’ του φασιστικού καθεστώτος Ουστάσε του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και για ναζιστικούς χαιρετισμούς.
Αυτούς έκαναν και σε διάφορες εισβολές στο Μιλάνο, όπου πήγαν το Σεπτέμβριο του 2022 με μαχαίρια, λοστούς και καπνογόνα, προκαλώντας χάος.
Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, η BBB έγινε από τα πρώτα clubs οπαδών που έδειξαν δημόσια την υποστήριξή τους στην Ουκρανία στο πλαίσιο της ρωσικής εισβολής που είχε ξεκινήσει εκείνη την ημέρα. Εάν δεν διάβασες για τη σύγχυση που συνήθως παθαίνουν οι Ultras σε ό,τι αφορά την ταυτότητα τους και το τι γίνεται όταν υπάρχει ‘σύζευξη’ της εθνικής και της ποδοσφαιρικής, να η ευκαιρία.
KK Crvena zvezda
O Ερυθρός Αστέρας ιδρύθηκε το 1945, ως Εταιρεία Νεανικής Φυσικής Κουλτούρας από μέλη της Αντιφασιστικής Ένωσης Νέων. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν σε εξέλιξη και το αθλητικό κλαμπ ήταν μια από τις εκφράσεις αντίθεσης στο κομμουνιστικό καθεστώς του στρατάρχη Josip Tito.
Ο φτωχός σύλλογος σύλλογος έγινε η ομάδα του λαού.
To όνομα των οπαδών είναι Delije. Που σημαίνει ήρωας και γενναίος (ας πούμε δυνατά παιδιά). Περιττό να αναφερθεί πως ο μεγαλύτερος εχθρός είναι οι grobari (νεκροθάφτες -ένεκα του νεκροταφείου που βρίσκεται πλησίον του γηπέδου) της Παρτίζαν (που δημιουργήθηκε ως σύλλογος τους στρατού -πήρα το όνομα από τις αντάρτικες δυνάμεις του Τίτο που απελευθέρωναν τα εδάφη από τους Γερμανούς).
Στην ιστορία των επτά δεκαετιών έχουν σημειωθεί χιλιάδες συλλήψεις και δεκάδες συγκρούσεις.
Το Delije πρωτοχρησιμοποιήθηκε από ‘σκληροπυρηνικούς υποστηρικτές’ της ομάδας στα τέλη του ‘80, πριν το επισημοποιήσουν στις 7/1 του 1989. Έτσι μάζεψαν υπό την ίδια σκέπη τα οκτώ γκρουπ που μοιράζονταν τη βόρεια εξέδρα στο Rajko Mitić Stadium. Εκεί όπου το ‘90 οι διοικούντες την ομάδα ζωγράφισαν τη λέξη με κεφαλαία γράμματα.
Η Σερβία έζησε το τεράστιο μερίδιο της σε πολέμους, πριν έλθει η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και οι βομβαρδισμοί από το ΝΑΤΟ, γεγονότα που δοκίμαζαν σε κάθε επίπεδο τους κατοίκους της. Αν έμαθαν ήταν είναι να μη σταματούν να μάχονται για την επιβίωση τους.
Λόγοι που το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο μια μορφή απόδρασης στη χώρα. Είναι τρόπος ζωής. Για τους ίδιους λόγους οι Delije είναι εκ των πιο σκληρών ultras της Ευρώπης.
Tο τέλος της δεκαετίας του ’80 συνοδεύτηκε με έντονο εθνικισμό και οι υποστηρικτές του Ερυθρού Αστέρα, στο πνεύμα της παράδοσής τους, δήλωναν “ακραίοι Σέρβοι εθνικιστές”, πριν τονίσουν πως η ομάδα ήταν ό,τι πιο σημαντικό υπήρχε στον κόσμο. Πολύ πιο ισχυρό από όλους τους πολιτικούς διαχωρισμούς.
Μέχρι που οι εν λόγω συγκάλεσαν συνάντηση όλων των γκρουπ, για να γίνει ξεκάθαρο πως ο στόχος ήταν να μην ακούγεται στους αγώνες κανένα άλλο όνομα στους αγώνες εκτός από τον Ερυθρό Αστέρα, το Βελιγράδι και τη Σερβία. Αυτός ο κανόνας είναι υποχρεωτικός ακόμη και σήμερα -αν και κάποιοι οπαδοί εκφράζονται και πολιτικά.
Το Four Four Two έχει γράψει πως “οι Delije παίρνουν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους. Από την άλλη, μέσα σε μια ντουζίνα χρόνια έριξαν μια κυβέρνηση και ξεκίνησαν την πιο αιματηρή ευρωπαϊκή σύγκρουση, μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο”.
Ήταν η μάχη με τους Bad Blue Boys που διάβασες παραπάνω, με τον Αρκάν να συλλαμβάνεται. Ήταν ο επίτιμος καλεσμένος στους εορτασμούς που έγιναν στο Marakana για την κατάκτηση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Συλλόγων. Η ημέρα αυτή μετατράπηκε σε σερβικό εθνικιστικό συλλαλητήριο.
Σε εκείνο το στάδιο οι Delije ήταν υπέρ του Μιλόσεβιτς, πρόθυμοι να σπρώξουν τα σύνορα της μεγάλης Σερβίας. Μέχρι το 2000, μετά τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ, η τάση είχε αλλάξει. Σε αγώνα για το UEFA Champions League με την Τορπέντο Κουτάισι οι delije σήκωσαν πανό που έγραφε “Κάνε τη χάρη στη Σερβία, Σλόμπονταν και αυτοκτόνησε”.
Κάθε επόμενο ματς ήταν διαδήλωση διαμαρτυρίας για τον ηγέτη που έχασε το 2000 στις εκλογές, με τους Ultras να μετέχουν στις διαδηλώσεις φοιτητών που έληξαν για πάντα την κυριαρχία του Μιλόσεβιτς. Μαθημένοι στις μάχες, δεν ένιωσαν από τα δακρυγόνα ή τις μάχες με την αστυνομία και βοήθησαν στο τέλος της ‘διαδρομής’.
Έκτοτε λειτουργούν και ως είδωλα για τη νέα γενιά, εξ ου και τα μέλη τους δεν μειώνονται ποτέ.
Metalist Kharkiv
Οι οπαδοί αυτής της ομάδας είναι μέλη του Τάγματος του Αζόφ, για το οποίο είχε διαβάσει τα πάντα στην εκκίνηση του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία (παρεμπιπτόντως, συνεχίζεται).
Στις 19 Ιανουαρίου του 2014 Ουκρανοί ultras πολλών ομάδων (Ντιναμό Κιέβου, Σκαχτάρ Ντόνετσκ, Ντνίπρο και Μέταλιστ Χάρκοβο) άφησαν στην άκρη τα μεταξύ τους και ενώθηκαν για να διαδηλώσουν ειρηνικά στο Μαϊντάν εναντίον της κυβέρνησης -για το λουκέτο στο στάδιο της Ντινάμο (στο Κίεβο). Το γήπεδο προστατευόταν από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις.
Σύντομα ξέσπασαν βίαιες συγκρούσεις, με την αστυνομία να καταφεύγει στα πλέον ακραία μέτρα.
Το Φεβρουάριο του 2014 ξέσπασε στην Ουκρανία η Επανάσταση της Αξιοπρέπειας. Στόχος ήταν ο πρόεδρος της χώρας, Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ο οποίος αρνείτο να ολοκληρώσει την ένταξη της χώρας -που χαρακτηριζόταν από το έγκλημα και τη διαφθορά- στην Ευρωπαϊκή Ένωση (λόγω Ρωσίας).
Οι πολλές βίες συγκρούσεις, με την αστυνομία να διαλύει από την αρχή όλα τα όρια (είχε ελεύθερους σκοπευτές να σημαδεύουν και να σκοτώνουν διαδηλωτές) είχαν ως αποτέλεσμα την αποπομπή του Γιανουκόβιτς.
Τον Μάρτιο προέκυψε ο σύνδεσμος φανατικών οπαδών της FC Metalist Kharkiv, Sect 82 -με το 82 να είναι το έτος ίδρυσης του συνδέσμου. Έως το Σεπτέμβριο του 2013 αυτό ήταν το όνομα του συνδέσμου οργανωμένων οπαδών της Σπαρτάκ Μόσχας.
Οι δυο τους προφανώς και είχαν συμφωνήσει να μοιραστούν το όνομα, αφού είχαν συμφωνήσει να γίνουν ‘συνεργάτες’. Για την ακρίβεια, το ‘τμήμα’ του Kharkiv συνεργάστηκε με την πιο ριζοσπαστική ομάδα αυτού στη Μόσχα, τους Shkola. Στους καβγάδες ήταν πάντα ενωμένοι -έναντι άλλων οργανωμένων οπαδών.
Στα τέλη του Φεβρουαρίου του 2014, όταν εμφανίστηκε το αυτονομιστικό κίνημα στο Χάρκοβο, το Sect 82 κατέλαβε το κτίριο της περιφερειακής διοίκησης και το έκανε αρχηγείο της τοπικής αυτοάμυνας. Μέλη του συνδέσμου επιστρατεύτηκαν για τη δημιουργία του Ανατολικού Στρατιωτικού Σώματος, το οποίο πολύ γρήγορα έγινε μέρος του Υπουργείο Εσωτερικών.
Ανέλαβε να προστατεύσει το Kharkiv, σε περίπτωση πολέμου.
Η εθελοντική πολιτοφυλακή έγινε μέλος της Εθνικής Φρουράς το Νοέμβριο του 2014.
Ο υπουργός Εσωτερικών, Arsen Avakov είχε αποκαλέσει τα αρχηγεία “τις μαύρες εκατονταρχίες του Kharkiv”. Ο πόλεμος δεν έγινε και το σώμα μετακινήθηκε στο Ντονμπάς, με εθελοντές του να παίρνουν μέρος στην απελευθέρωση της Μαριούπολης -τον Ιούνιο του 2014- και τις μάχες για το Ιllovaisk και το Shirokino, πριν γίνουν το Τάγμα του Αζόφ, τον Αύγουστο το 2015.
H έδρα μετακινήθηκε στη Μαριούπολη και η δράση συνεχίστηκε και μέσω της πολιτικής σκηνής, καθώς οι SPC (χούλιγκαν της Μέταλιστ) είναι και μέλη της κυβέρνησης.
Zenit Saint Petersburg
Το Τhese Football Times εξήγησε πως η σχέση των Ρώσων ultras με τους ξένους παίκτες “θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως η σχέση τους με τον έξω κόσμο είναι η μικρογραφία της παγκόσμιας προοπτικής της Ρωσίας”.
Η Σοβιετική Ένωση ήταν μια κλειστή χώρα για περισσότερα από 70 χρόνια. Για αυτό το διάστημα, δεν υπήρχε ελευθερία του λόγου ή προσλαμβάνουσες (απαγορεύονταν επί της ουσίας τα ταξίδια και ό,τι ‘δυτικό). Άρα ήξεραν μόνο ό,τι έβλεπαν. Όλα τα άλλα, κυριολεκτικά δεν υπήρχαν για εκείνους, αφού δεν τα έβλεπαν πουθενά για δεκαετίες.
Στα χίλια χρόνια ύπαρξης της χώρας, όλο και κάποιος ξένος ξαπολούσε επιθέσεις (Τζένγκις Χαν, Ναπολέων, Αδόλφος Χίτλερ), γεγονός που ‘έχτισε’ την επιφυλακτικότητα των Σοβιετικών προς τους ξένους (τη λες και ξενοφοβία), ως μέρος της νοοτροπίας τους.
Η Ζενίτ εδρεύει σε πόλη που φημίζεται για την ομορφιά της (“Βενετία του Βορρά”) και την πολιτιστικής της κληρονομιά. Όλα ξεκίνησαν πριν επτά αιώνες, όταν οι ρωσικές δυνάμεις κατέστρεψαν έναν σουηδικό οικισμό που ονομάζεται Landskrona, κοντά στην τοποθεσία της σημερινής Αγίας Πετρούπολης.
Από εκεί έχουν πάρει το όνομα τους οι ultras (αντιπροσωπεύει την υπερήφανη υπεράσπιση της γης τους, ενάντια σε μια μεγάλη δύναμη της τότε ευρωπαϊκής σκηνής), στους οποίους απευθύνθηκε ο Βλαδίμιρ Πούτιν για να βρει στρατιώτες για τον πόλεμο.
Το Landcsrona μεταφράζεται ως “στέμμα της χώρας”. Δείχνει δηλαδή, μια υπεροχή.
Η ταυτότητα τους έχει οικοδομηθεί πάνω στην περιφρόνηση των άλλων, καθώς τυγχάνουν πολίτες της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ρωσίας. Η Αγία Πετρούπολη ωστόσο, δημιουργήθηκε ως ‘παράθυρο προς την Ευρώπη’ που οι Landscrona έχουν κλείσει, τοποθετώντας καρφιά και λουκέτα στα κουφώματα.
Όταν επισκέπτονται την πόλη ομάδες από τη Μόσχα, οι ultras της Ζενίτ τους καλούν σε οδομαχίες (που ξεσπούν από τη μια στιγμή στην άλλη, δίπλα στους αθώους περαστικούς). Αν κρίνουν πως υπάρχει λόγος να ταξιδέψουν, κάνουν και 2.500 χιλιόμετρα για να βάλουν φωτιές, κυριολεκτικά. Το είχαν κάνει σε ματς κυπέλλου με ομάδα τρίτης κατηγορίας, από την οποία έχασε η Ζενίτ.
Υπάρχουν από το 2004, όταν ενώθηκαν υπό μια ομπρέλα οπαδοί διαφόρων ομάδων. Εδώ και τουλάχιστον μια δεκαετία απαιτούν με όλους τους πιθανούς τρόπους (με συνθήματα, αλλά και ανοιχτή επιστολή προς τη διοίκηση της ομάδας) μια all white and all straight team. Όπως τονίζουν, όλοι οι άλλοι υπονομεύουν την παραδοσιακή ταυτότητα της ομάδας. Όπως λένε “οι παίκτες ενός συλλόγου πρέπει να εκπροσωπούν την πόλη, την περιοχή και τη χώρα”.
Όταν η διοίκηση πήρε πρωτοβουλίες, εκείνοι έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να ωθήσουν τους παίκτες σε φυγή. Συμπεριλαμβανομένου του να φορούν κουκούλες της Ku Klux Klan και να αναπαράγουν ήχους μαϊμούδων.
Επιμένουν πως “δεν είμαστε ρατσιστές”.
Και τι είναι;
“Για εμάς η έλλειψη μαύρων παικτών στη Ζενίτ είναι μόνο μια σημαντική παράδοση, που τονίζει την ταυτότητα του συλλόγου και τίποτα περισσότερο”. Την ίδια ώρα, η ‘καταλληλότητα’ ενός παίκτη να γίνει μέλος του ρόστερ, κρίνεται από το χρώμα του δέρματος του.
Ο Alexey Rumyantsev, επικεφαλής των Landscrona αρνήθηκε πως ηγείται ρατσιστικής οργάνωσης, λέγοντας το εξής:
“Αυτό που με δίδαξαν στο σχολείο είναι πως οι μαύροι πρέπει να ζουν στην Αφρική, οι Ινδιάνοι –αν υπάρχουν κάποιοι ακόμα- στην Αμερική, οι Κινέζοι στην Ασία. Μπορούν όλοι να επισκέπτονται ο ένας τον άλλον, αλλά όχι για να μείνουν για πάντα και να φέρουν μαζί τους τις συνήθειες και τους νόμους τους”.
Στον πρώτο αγώνα μετά την αυστηροποίηση των νόμων για τους οπαδούς, οι Landscrona σήκωσαν πανό στα οποία είχαν γράψει “πριν το νόμο” και συνέχισαν να κάνουν τα δικά τους έως το ημίχρονο. Τότε αποχώρησαν μαζικά, αφήνοντας πίσω πανό που έγραφε “μετά το νόμο”.
Τη συνέχεια τη φαντάζεσαι.