ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗΣ: “Η ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ”
Ο πολυσχιδής Ηλίας Γιαννακάκης, μας χάρισε μια θαυμάσια σειρά για τα χρόνια της Αθωότητας του ελληνικού ποδοσφαίρου. Πριν από χρόνια είχε συνυπογράψει το πρώτο ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε για το κολαστήριο της Μακρονήσου. Το Magazine συζήτησε μαζί του για την ιστορία, τον εμφύλιο, το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, το σινεμά και την ΕΡΤ, που εξακολουθεί να υπηρετεί
Η προηγούμενη φορά που ο Ηλίας Γιαννακάκης είχε μιλήσει στο NEWS247 (και στον Ηλία Αναστασιάδη) ήταν το 2013 για την ταινία του “Χαρά” που είχε βραβευτεί στο φεστιβάλ του Εδιμβούργου. Μόλις είχε πέσει και το “μαύρο” στην ΕΡΤ, την οποία ο σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ντοκιμαντερίστας (και συγγραφέας, ερευνητής, ραδιοφωνικός παραγωγός) είχε υπηρετήσει μέσω της εκπομπής “Παρασκήνιο”.
Θυμάστε την περίφημη, σχεδόν τρομακτική, μουσική του σήματος της εκπομπής; Ήταν μια σύνθεση του μακαρίτη πια Βαγγέλη Παπαθανασίου (Apocalypse des animaux – Générique) που … πήγαινε τα παιδιά για ύπνο και οι μεγάλοι μπορούσαν να παρακολουθήσουν 50 λεπτά κανονικής τηλεόρασης για ανθρώπους, κυρίως του πολιτισμού, σε μια “παραγωγή της Cinetic”.
Δημιουργός ακόμη ιστορικών ντοκιμαντέρ για τη Μακρόνησο, το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων, πρόσφατα ολοκλήρωσε ένα ακόμη για τη μεταφορά της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο το νέο κτίριο του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Φανατικός αναγνώστης βιβλίων και εφημερίδων, έχει μια μοναδική ικανότητα να ασχολείται ταυτόχρονα με δεκάδες, φαινομενικά τελείως διαφορετικά, πράγματα.
Μυθοπλασία, ντοκιμαντέρ ιστορικά, για το θέατρο, για τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, αλλά και ένα βιβλίο για το ποδόσφαιρο! Ο κρυφός-φανερός κόσμος του κινείται και γύρω από τον αθλητισμό. Το 2005 έγραψε το “Μυθιστόρημα του ποδοσφαίρου”, το 2009 σκηνοθέτησε τα 15 επεισόδια στο ΣΚΑΪ της σειράς “Για πάντα Πρωταθλητές”, ενώ το 2013-14 υπέγραψε για την ΕΡΤ τον “Πυρετό του Μουντιάλ”.
Φέτος μας χάρισε μια θαυμάσια σειρά που προβλήθηκε από την ΕΡΤ και είχε τίτλο “Τα χρόνια της Αθωότητας” και αφορούσε τα ηρωικά χρόνια του ελληνικού ποδοσφαίρου από το 1920 έως το 1980. Με άξονα το μοναδικό αρχείο της Δημόσιας Τηλεόρασης, αλλά και το προσωπικό του σκηνοθέτη, που δούλεψε τη σειρά για μια πενταετία είδαμε στη μικρή οθόνη σπάνια ντοκουμέντα, όπως στιγμιότυπα από τους ιστορικούς αγώνες Ολυμπιακού-Μίλαν το 1959, ή μια συνέντευξη που είχε πάρει ο Ανδρέας Μπόμης από τον ήρωα του Τάμπερε, Νίκο Πετζαρόπουλο.
Οι μαρτυρίες των πρωταγωνιστών, από τις συνεντεύξεις που πήρε ο ίδιος, συνοδεύουν τις οκτώ ενότητες της σειράς-παρακαταθήκη για την ταυτότητα του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Λίγο νωρίτερα ο Γιαννακάκης με βάση το αρχείο της ΕΡΤ είχε ολοκληρώσει 40 μικρά κλιπ (6-10 λεπτά το καθένα) αφιερωμένα σε μικρές, ή μεγάλες στιγμές του ελληνικού αθλητισμού, όπως τις κατέγραψαν οι κάμερες των κρατικών καναλιών με τις φωνές του Γιάννη Διακογιάννη, του Βαγγέλη Φουντουκίδη, του Σταύρου Τσώχου, του Φίλιππου Συρίγου.
Κάπως έτσι, κάνοντας όπως λέει το κέφι του, έγινε πρωτοπόρος του αθλητικού ντοκιμαντέρ στη χώρα. Να μια αφορμή να ξανασυζητήσει κανείς μαζί του. Και πιστέψτε με, ο Ηλίας Γιαννακάκης είναι εκτός των άλλων και ένας θαυμάσιος συνομιλητής. Ο ίδιος βέβαια συστήνεται διαφορετικά:
“Πρώτα απ’ όλα δεν είμαι δημοσιογράφος, αλλά σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Απλά συνέβη να έχω από παιδί την πετριά του αθλητισμού. Μου άρεσε το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, ο στίβος. Ασχολήθηκα σοβαρά και κάποια στιγμή, μάλιστα, ήθελα να γίνω και αθλητικός συντάκτης, μεγαλώνοντας όμως με τράβηξε ο κινηματογράφος. Ήταν δυο παράλληλες αγάπες, κατάλαβα όμως ότι ο προορισμός μου ήταν το σινεμά.
Όταν έγινα σκηνοθέτης σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να τα μπλέξω και τα δυο. Να κάνω δηλαδή ιστορικά αθλητικά ντοκιμαντέρ, επιστρατεύοντας και τη γνώση μου πάνω στα σπορ. Κατά βάθος με ενδιέφεραν τα πρόσωπα, πίσω από τις ιστορίες.
Κάπως έτσι ήθελα να καλύψω κι ένα κενό που υπάρχει, ως προς την προσέγγιση του φαινομένου των σπορ, τα οποία θα αποφεύγουν πρώτον την επικαιρότητα και δεύτερο την τοξικότητα…”
Που οφείλεται το κενό;
Ο βασικός λόγος είναι εξωαθλητικός. Μιλάω ως ντοκιμαντερίστας, που ασχολείται με τα παλιά, με την καταγραφή της ιστορίας. Υπάρχει ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον από το κοινό και την ίδια στιγμή μια μεγάλη αποστροφή από τους χρηματοδότες.
Κι όμως αν βγούμε από τα στενά ελληνικά σύνορα και πάμε για παράδειγμα στην Αγγλία, θα δούμε μια τελείως διαφορετική κατάσταση, όσον αφορά ας πούμε την αθλητική βιβλιογραφία. Θα δούμε, τουλάχιστον, 700 τίτλους για τα σπορ, είτε βιογραφίες, είτε εξομολογήσεις, αθλητών, προπονητών, παραγόντων, δημοσιογράφων, φιλάθλων…”
Ναι, αλλά μιλάμε για μια τελείως διαφορετική αγορά, αναγνωστική κουλτούρα και ανάπτυξη του αθλητισμού.
Αν δει κανείς τα σχόλια που υπάρχουν στις επίσημες παρουσιάσεις, ή σε κάποια κριτική στο διαδύκτιο θα διαπιστώσει μια υψηλή γνώση και αντίληψη του αντικειμένου. Πολλές φορές, αν δεν τους αρέσουν οι απόψεις και τα γραφόμενα, υπάρχουν δεκάδες διαφορετικές απόψεις, διατυπωμένες μάλιστα σε πολύ σκληρό, αλλά και τεκμηριωμένο ύφος. Αντίστοιχα γίνονται ντοκιμαντέρ, ταινίες κλπ, σε μια άλλη χώρα όπου πράγματι η κουλτούρα είναι διαφορετική.
Στην Ελλάδα, εν τω μεταξύ, υπάρχει ένα παράδοξο. Τέτοιες προσπάθειες αγκαλιάζονται από το κοινό, κάτι που το έχω διαπιστώσει προσωπικά, όμως για να φτάσεις ως εκεί φτύνεις αίμα. Δεν σε βοηθάει κανείς, αμφιβάλλει για την αναγκαιότητα, γενικά αντιμετωπίζεις ένα σωρό εμπόδια, από μικρά έως ανυπέρβλητα…
Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό ενώ η αποδοχή από το κοινό είναι πολύ θετική;
Δεν το πιστεύουν ίσως σαν προϊόν, ενώ είναι. Σκέφτονται τα νούμερα, που εξουσιάζουν τις παραγωγές. Ίσως γι αυτό υπάρχει η ΕΡΤ, που μπορεί να φιλοξενήσει από τη φύση της τέτοια εχειρήματα.
Σίγουρα, όμως, αν εμπλακούν δυναμικά περισσότεροι παραγωγοί, άρα και περισσότεροι άνθρωποι, όλα θα είναι διαφορετικά και καλύτερα. Δε γίνεται να τα κάνει όλα ένας άνθρωπος, όπως συνέβη με μένα. Έρευνα, συνεντεύξεις, σκηνοθεσία, σενάριο, μοντάζ, one man show, το οποίο είναι ωραίο μεν αλλά δε γίνεται να επαναλαμβάνεται διαρκώς…
Οι χιλιάδες ιστορίες του ελληνικού ποδοσφαίρου
Έχει, όμως, το ελληνικό ποδόσφαιρο τόσες πολλές ιστορίες, ώστε να τροφοδοτήσει περισσότερα τέτοια ντοκιμαντέρ.
Βέβαια: 100%. Δεν έχουν τελειωμό, θα έλεγα. Είναι τεράστιο το εύρος που κανείς μπορεί να αντλήσει τέτοιες ιστορίες. Πάντα λέω ότι το ποδόσφαιρο είναι μια μεγάλη θεατρική σκηνή, με προσωποκεντρικές ιστορίες τις οποίες εγώ τις προσεγγίζω -αν το θέλεις- δημοσιογραφικά αλλά και τοποθετώντας τα γεγονότα στο πολιτικό, ιστορικό, κοινωνικό περιβάλλον κάθε εποχής…
Αυτή είναι και η γοητεία του σπορ;
Ναι, ειδικά αν το αποξενώσουμε από το αποξενώσουμε από τους φανατικούς, που αποτελούν βέβαια μια πραγματικότητα, θα δούμε πρωταγωνιστές, δευτερους ρόλους, κομπάρσους, κρυφούς ήρωες, προσωπικές ιστορίες, δράματα, ό,τι μπορεί να συλλάβει ο ανθρώπινος νους.
Μίλησες για τους φανατικούς. Δεν σε ενδιαφέρει, δηλαδή, η οπαδική κουλτούρα; Το οπαδικό κίνημα κατ’ επέκταση;
Μπορώ να το αποδεχθώ, ξέρω ότι υπάρχει, σε ομάδες ας πούμε όπως ο Ζανκτ Πάουλι, όχι όμως στη διαστρέβλωση του με τη δημιουργία στρατών. Αυτό δεν είναι αποδεκτό, σε καμιά περίπτωση. Ποια οπαδική κουλτούρα υπάρχει, όταν στις θύρες των οργανωμένων γυρίζουν όλοι την πλάτη τους στα τεκταινόμενα στο γήπεδο.
Ήταν η λαϊκή διασκέδαση όμως για πολλές γενιές. Όλη η διαδικασία της Κυριακής. Να πάμε στο γήπεδο, να πάρουμε το εισιτήριο…
Κι ακόμη είναι. Μια τελετουργία. Κι ας μην μπορώ εγώ, με τη δική μου λογική και επειδή μεγάλωσα σε άλλη εποχή, να δεθώ με μια ομάδα η οποία έχει έντεκα ξένους. Είναι όμως ό,τι καλύτερο. Ειδικά, αν μετά το ματς συνεχιστεί η κουβέντα με μπύρες, ή την άλλη μέρα στη δουλειά γίνει η καζούρα. Αυτό είναι το ποδόσφαιρο. Ξέρεις είναι πολύ ωραίο να βλέπεις και τους ποδοσφαιριστές-είδωλα στο δρόμο να μεγαλώνουν μαζί σου. Τώρα, βέβαια, δε γίνεται κάτι τέτοιο, παλιότερα όταν ένας παίκτης έμενε σε όλη του την καριέρα στην ίδια ομάδα, “γερνούσε” με τους φιλάθλους. Όπως ο Σαράφης στον ΠΑΟΚ, που σταμάτησε νωρίς μάλιστα την μπάλα, αλλά έπαιζε τόσα πολλά χρόνια με τον Δικέφαλο που νόμιζες ότι είχε περάσει μια ζωή.
Ενας Παναθηναϊκός που λατρεύει τον … Ολυμπιακό
Πότε έπεσε η … πετριά του ποδοσφαίρου; Κάποια ομάδα, που υποστήριζες, ένας παίκτης-είδωλο;
Εγώ είμαι Παναθηναϊκός. Δεν πιστεύω στην … παρθενογέννεση στο ποδόσφαιρο. Όλοι με κάποια ομάδα μεγαλώσαμε, η αγαπήσαμε. Από την άλλη η παναθηναϊκή μου ταυτότητα, μπαίνει στην άκρη όταν πρόκειται να ασχοληθώ με τη δουλειά μου. Άλλωστε, με τον Ολυμπιακό προσωπικά συγκινούμε. Για μένα ο Μουράτης, ο Ρωσσίδης, ο Σιδέρης, ο Γιούτσος, ο Δεληκάρης είναι ήρωες που με έχουν καθηλώσει και ασχολήθηκα μαζί τους επισταμένως. Δε γίνεται, λοιπόν, να ρίξω περισσότερο βάρος στον Παναθηναϊκό, αγνοώντας τον Ολυμπιακό, ή οποιαδήποτε άλλη ομάδα…
Παρόλα αυτά, σαν Παναθηναϊκός, όλο και κάποιον θα θαύμαζες μικρός. Ο Δομάζος, ίσως;
Ναι ο Δομάζος. Τον γνώρισα μωρό, τριών χρονών ήμουν το 1971, όταν ο πατέρας μου είχε πάει εμένα και τον αδερφό μου στην πανελλήνια αγορά για να μας ντύσει στα “πράσινα” ελέω Γουέμπλεϊ. Έγινα παναθηναϊκός, μετά αγάπησα την ΑΕΚ λόγω της καλής πορείας της ομάδας του Μπάρλου, επέστρεψα στο τριφύλλι και πρόλαβα τον Δομάζο και με τους δύο. Και στην ΑΕΚ και στον Παναθηναϊκό, όταν επέστρεψε το 1980. Τι ήταν ο Δομάζος; Τον γνώρισα αργότερα, μέσα από τις δουλειές μου και κει μου φανερώθηκε ένας ξεχωριστός άνθρωπος, σε αυτή την μεταπολεμική Ελλάδα της φτώχειας που τα είχε όλα: Γρήγορος, έξυπνος, με μάτια στην πλάτη, μια πανίσχυρη προσωπικότητα. Μου άρεσε κιόλας, ακόμη και αυτό για το οποίο τον κατηγορούσαν. Ότι ήθελε να ελέγχει τα πάντα στον Παναθηναϊκό. Έτσι, όμως, δεν συμπεριφέρονται οι ηγέτες; Και κάπως έτσι λειτουργούσαν όλοι οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές εκείνης της γενιάς, οι συνοδοιπόροι του Δομάζου.
Μιας και έχεις ασχοληθεί και με την Εθνική ομάδα του 2004 που πήρε το Euro, αν θέλαμε να τη συγκρίνουμε με εκείνη τη μεγάλη ομάδα του 70 που δεν πήγε στο Μεξικό, τι θα λέγαμε
Σε ατομικό επίπεδο εκείνη του 70 ήταν καλύτερη, σαν ομάδα όμως αυτή του 2004 δεν είχε ταίρι. Ήταν και η τελευταία Εθνική της οποίας οι παίκτες ανδρώθηκαν πριν από την εποχή του Μπόσμαν. Μεγάλωσαν ως πρωταγωνιστές, γνωρίζοντας ότι θα έπαιζαν στα κλαμπ που είχαν διαλέξει. Μετά απ’ αυτούς, άλλαξαν όλα, διότι οι λύσεις ήταν για ένα δυο να παίξουν στις μεγάλες ελληνικές ομάδες και σε άλλους να πάνε στην Ευρώπη, ενταγμένοι πλέον σε ένα βιομηχανικό ποδόσφαιρο, εδώ όπου εντάσσεται και το έλλειμμα προσωπικότητας…
Αν η ομάδα του 70 προκρινόταν στο Μουντιάλ;
Θα συμφωνήσω με όσους έλεγαν ότι θα πήγαινε καλά. Θα έπαιρνε τη θέση της Ρουμανίας, άρα θα συμμετείχε στον όμιλο με Βραζιλία, Αγγλία και Τσεχοσλοβακία. Πιστεύω ότι θα νικούσε τους Τσεχοσλοβάκους, όχι γιατί δεν έχω σε υπόληψη τη μεγάλη σχολή τους, αλλά επειδή όπως όλες οι ομάδες της Κεντρικής Ευρώπης είχαν τεράστιο πρόβλημα με τη ζέστη στο Μεξικό. Θα δυσκόλευε, αλλά θα έχανε από τους Άγγλους, όπως βέβαια και από τη Βραζιλία στην οποία ίσως να’ βαζε και ένα γκολ…
Θα άλλαζε το ποδόσφαιρο όμως;
Δεν το ξέρω. Υπήρχε η χούντα, όμως, με όλα τα εγκλήματα που έκανε. Ελέω Ασλανίδη, άλλωστε, η Εθνική δεν πήγε στο Μουντιάλ. Πως αποκλείστηκε ο Δομάζος; Γιατί δεν φόρεσε το πάνω μέρος της φόρμας του; Μα αυτό μας πείραξε, ο Δομάζος ήταν, όπως μου είπε στα Χρόνια της Αθωότητας ο Γιάννης Διακογιάννης.
Το κακό βέβαια ξεκίνησε από πριν. Η χούντα απομάκρυνε από τη θέση του ομοσπονδιακού τον Πάνο Μάρκοβιτς, για πολιτικούς λόγους. Ένας πρωτοπόρος προπονητής, απόφοιτος της περίφημης σχολής της Κολωνίας, με ξεχωριστές μεθόδους και ιδέες, αλλά αριστερός στην ιδεολογία. Στη θέση του τοποθετήθηκε ο Κώστας Καραπατής. Όχι αριστερός μεν, φανατικός αντικαπνιστής δε, που έκανε το λάθος να βγάλει από το πούλμαν της ομάδας την σύζυγο του Ασλανίδη, η οποία είχε ανάψει τσιγάρο.
Ο Νταν Γεωργιάδης, που αντικατέστησε τον Καραπατή, ήταν γνωστό για τον οξύθυμο χαρακτήρα του, εξ ου και το επεισόδιο με τον Δομάζο. Στο τέλος ήρθε ο Λάκης Πετρόπουλος, ήταν όμως αργά. Αν καθόταν στον πάγκο από την αρχή των προκριματικών, ή έμενε ο Μάρκοβιτς η Εθνική θα είχε πάει στο Μεξικό”.
Τι θα γινόταν μετά;
Πάλι δεν το ξέρω, γιατί είδαμε πως εξελίχθηκαν τα πράγματα μετά το 2004. Ναι μεν η Εθνική είχε μια διάρκεια δέκα ετών, όμως το ελληνικό ποδόσφαιρο ουσιαστικά δεν άλλαξε. Δεν το γνωρίζουμε, λοιπόν. Χάθηκε και μια μεγάλη ευκαιρία το 1976 στα προκριματικά του τότε Κυπέλλου Εθνών, όταν νικήσαμε τη Βουλγαρία, κάναμε δυο ισοπαλίες με τη Δ.Γερμανία, παγκόσμια πρωταθλήτρια το 1974, και χάσαμε από τη Μάλτα!
Αν είχαμε βέβαια μια στοιχειωδώς σοβαρή ομοσπονδία θα έπαιζε στην Εθνική ο Βασίλης Χατζηπαναγής, τον οποίο η Σοβιετική Ένωση μας τον έδινε μέσω σοβιετικών δικαστηρίων και μια διαδικασία που θα διαρκούσε τρεις μήνες. Ο ίδιος ο Βάσια μου το’ χει εξομολογηθεί…
Η διαφορετικότητα του μπάσκετ
Στο μπάσκετ γιατί τα καταφέραμε;
Άλλα δεδομένα, άλλο σπορ. Παίζουν λιγότεροι και είναι ένα σπορ στο οποίο πάντα πίστευα ότι είχαμε περισσότερο ταλέντο. Αν συγκρίνουμε, ας πούμε, τη δεκαετία του 50, όπου η Ελλάδα βγαίνει πληγωμένη από τον δεύτερο παγκόσμιο και τον εμφύλιο πόλεμο θα δούμε ένα ανερμάτιστο ποδόσφαιρο, από πλευράς αποτελεσμάτων και ένα μπάσκετ με τον Πανελλήνιο να είναι η καλύτερη ευρωπαϊκή ομάδα της εποχής και το άθλημα να τροφοδοτεί το ιταλικό μπάσκετ με σκαπανείς όπως ο Ματθαίου, ο Μουρούζης, ο Στεφανίδης…
Συμφωνείς με αυτό που μου’ πε κάποτε ο Κώστας Πολίτης ότι “το μπάσκετ ταιριάζει πολύ στον Έλληνα γιατί πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα”
Είχε δίκιο ο Πολίτης, ο οποίος έπαιξε μεγάλο ρόλο στο θρίαμβο του 87. Αν πάλι συγκρίνουμε ποδόσφαιρο και μπάσκετ, θα δούμε ότι μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981 -με σύνθημα την “Αλλαγή”- στη μεν εθνική μπάσκετ προσλήφθηκε ο Πολίτης, στην δε του ποδοσφαίρου ο Αρχοντίδης. Αμφότεροι αριστερών φρονημάτων, με διαφορετικό χαρακτήρα, ωστόσο.
Δεν θέλω να υποτιμήσω τον προπονητή Αρχοντίδη, γιατί το 0-0 μέσα στο Γουέμπλεϊ ήταν μια εικόνα από το μέλλον, όσον αφορά στον τρόπο που θα μπορούσε η Εθνική Ομάδα να πάρει μεγάλα αποτελέσματα. Έριξε και τρία γκολ στην Ουγγαρία.
Όμως ο Πολίτης ήταν καθοριστικός για την συγκρότηση μιας σπουδαίας Εθνικής. Με τη βοήθεια φυσικά του τότε ρηξικέλευθου Βασιλακόπουλου, αλλά και εμμέσως του Γιάννη Ιωαννίδη, που είχε πάρει στον Άρη τον Γιαννάκη, συνδέοντας τον με τον Γκάλη, σε ένα δίδυμο που μεγαλούργησε”.
Ο συνδυασμός Εθνική και Άρης, έμοιαζε και ήταν μοναδικός.
Μα ναι. Για πρώτη φορά, σε οποιοδήποτε σπορ και όχι μόνο, το κέντρο εξουσίας έφευγε από το λεκανοπέδιο και μεταφερόταν στη Θεσσαλονίκη, που για δέκα χρόνια πήρε τα πρωτεία. Το Ευρωμπάσκετ 87, βέβαια, ήταν ορόσημο. Αυτό τα άλλαξε όλα. Κι εμάς σαν φιλάθλους και το μπάσκετ…
Γυρνάω στο ποδόσφαιρο. Τι σου έχει μείνει περισσότερο από τα γυρίσματα αυτών των ντοκιμαντέρ, που συνάντησες όχι έναν και δυο, αλλά τους ζωντανούς μύθους του σπορ στην Ελλάδα;
Κάθε φορά που τους βλέπω αισθάνομαι ότι μιλάω με τα είδωλά μου, τους ήρωες των περιοδικών και των εφημερίδων, τις οποίες παρεμπιπτόντως ακόμη διαβάζω, πηγαίνοντας στην Εθνική Βιβλιοθήκη και περνώντας τις ώρες μου διαβάζοντας τα παλιότερα φύλλα από την “Αθλητική Ηχώ” και το “Φως”. Ξεπηδούσαν, που λες, όλοι αυτοί, μέσα από τις περιγραφές των φάσεων, τις συνθέσεις, τα χαρτάκια που μαζεύαμε. Ήταν μεγάλη μου τιμή, εν τέλει, που τους γνώρισα προσωπικά και συνομίλησα μαζί τους.
Δεν μπορούσες να μην αγαπήσεις τον… Αλβαρέζ
Υπήρχε ένα επεισόδιο στα χρόνια της Αθωότητας με τους τρεις μαέστρους, Γκλασμάνη, Κοντογιωργάκη και Σιόντη, να μιλάνε για τον μεγάλο ΠΑΣ Γιάννινα της δεκαετίας του 70. Τρεις, σχεδόν παππούδες πια, που κάποτε είχαν μακριά μαλλιά και έπαιζαν ωραία μπάλα. Πολύ συγκινητικό…
Το συναίσθημα είναι έντονο γιατί αναπολούμε όλοι το παρελθόν. Από την άλλη αυτό που εισέπραξα εγώ συζητώντας με όλους τους σπουδαίους ποδοσφαιριστές του παρελθόντος, είναι η αίσθηση ότι τελικά όλοι ήταν έτοιμοι για το αναπάντεχο. Είτε μέσα στο γήπεδο, είτε έξω απ’ αυτό. Ικανοί για την ωραιότερη ντρίπλα, έτοιμοι να παίξουν ξύλο, να σκοτωθούν και να φιλιώσουν δέκα λεπτά αργότερα…
Ειδικά για τους νοτιοαμερικάνους του ΠΑΣ, ισχύει απόλυτα αυτό που λες. Από την άλλη άκρη του κόσμου, έφτασαν στην Ελλάδα και στα Γιάννινα, για να παίξουν μπάλα. Σκέτοι Ιντιάνα Τζόουνς!
Έτσι. Και μιλάμε για φτωχά παιδιά, που έψαχναν να βρουν ποδοσφαιρικό καταφύγιο. Μας ευνόησε, βέβαια, το καθεστώς των δυο ξένων, γιατί αλλιώς δεν θα χαμε δει κανέναν απ’ αυτούς στα μέρη μας, θα’ χαν πάει κάπου αλλού. Επίσης έγιναν ήρωες, αφού ο κορμός ήταν ελληνικός και αυτοί ξένοι. Μορφές.
Όπως ο Αλβαρέζ. Μα ήταν αδύνατο να μην αγαπήσεις αυτόν τον τύπο. Κεφάλας, μαλλιάς, έμοιαζε να έχει πιει το αμίλητο νερό, αλλά έβαζε γκολ και ήταν σα να σπάει όλο το γήπεδο με την τρομερή ενέργεια του. Στην Ελλάδα της χούντας και της μεταπολίτευσης, ήταν σα να σου άνοιγαν τον κόσμο του παραμυθιού όλοι αυτοί οι ήρωες. Με αυτές τις δουλειές μου θέλω να τους διατηρήσω ζωντανούς στη συλλογική μνήμη, ανταποδίδοντας ό,τι μου χάρισαν τότε.
Θα έκανες το ίδιο για τους επόμενους; Τους τωρινούς;
Οι περισσότεροι είναι ξένοι, οπότε δεν με αφορά. Δεν με συγκινεί. Ίσως να το κάνει κάποιος που τώρα είναι νεαρός και αργότερα, μετά από 20-30 χρόνια καταγράψει την ιστορία τους…
Παρόλα αυτά έχουν περάσει και ξένοι που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους…
Μα ναι, δε μιλάω γι αυτούς. Για τον Τζόρτζεβιτς, τον Βαζέχα, τον Τζιοβάνι, τον Ριβάλντο τον κορυφαίο ξένο που ήρθε ποτέ στην Ελλάδα. Και πιο πίσω, στη δεκαετία του 70, όταν επίσης έρχονταν σπουδαίοι ποδοσφαιριστές, με κάνα δυο … παλτά να τους συνοδεύουν. Αναφέρομαι στους μεταγενέστερους, αυτούς που έρχονται τώρα και σε έξι μήνες φεύγουν δανεικοί από δω κι από κεί. Ούτε τα ονόματά τους δεν προλαβαίνεις να μάθεις καλά-καλά…
Τέλειωσαν τα χρόνια της αθωότητας με τον επαγγελματισμό στο ποδόσφαιρο;
Όχι ακριβώς. Ναι μεν ο επαγγελματισμός έπληξε το ποδόσφαιρο και όχι μόνο, έτσι όπως εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, ωστόσο τα χρόνια της αθωότητας συνεχίστηκαν και στη δεκαετία του 80. Θα έβαζα ένα πρώτο χρονικό όριο την εποχή που εμφανίστηκε ο Κοσκωτάς, ένας άνθρωπος που είχε διαρκείας στον Παναθηναϊκό και ξαφνικά αγόρασε τον Ολυμπιακό. Τότε καταλάβαμε ότι όσα θεωρούσαμε δεδομένα δεν ήταν και όλα αγοράζονταν. Το δεύτερο, κατά τη γνώμη, πιο σημαντικό ήταν η εποχή Μποσμάν. Όταν γέμισαν τα γήπεδα με ξένους, χάθηκε η ταυτότητα και ο συνεκτικός ιστός των φιλάθλων με την ομάδα. Δεν το λέω μόνο για μας, σε όλο τον κόσμο συνέβη το ίδιο.
– Συνεχίζεις τις Μνήμες γηπέδων, τα μικρά κλιπ, με μεγάλα αθλητικά γεγονότα;
Ναι, είναι έτοιμος να ξεκινήσει ο δεύτερος κύκλος που θα συνεχίσει να προβάλλεται από την ΕΤ-3. Είναι ωραία δεκάλεπτα, στηριγμένα σε αρχειακό υλικό και έχουν voice over (σ.σ του φίλτατου Κωνσταντίνου Καμάρα, βέβαια). Μικροί θησαυροί για σπουδαίες στιγμές του αθλητισμού, που μεταδόθηκαν από την τηλεόραση και εκεί έχεις τη δυνατότητα να πας πίσω ή μπροστά από την εποχή. Όπως για παράδειγμα αυτό που φτιάξαμε για την εκπομπή μετά τον τελικό του Ευρωμπάσκετ, με ολόκληρη την Εθνική Ομάδα, στο στούντιο της ΕΡΤ”
Για πρώτη και τελευταία φορά σε τηλεοπτική εκπομπή!
Κι εκεί βλέπεις ότι οι πρωταγωνιστές του θριάμβου δεν υποσχέθηκαν φούμαρα. Ό,τι είπαν εκείνο το βράδυ έγινε πραγματικότητα, δεν πρόδωσαν αυτό που πέτυχαν και πιστεύω ότι το συνέχισαν για χρόνια. Αυτό το νόημα έχουν τα συγκεκριμένα θέματα που αφορούν μεγάλα γεγονόταν, αλησμόνητους ή λησμονημένους ήρωες που θαυμάζαμε από την τηλεόραση. Κάποια στιγμή, λόγου χάρη, θέλω να φτιάξω ένα αντίστοιχο για τον Μίλος Σέστιτς, έναν αρτίστα που έμεινε μόλις δυο χρόνια στον Ολυμπιακό, αλλά τον λάτρεψαν στο Καραϊσκάκη”.
Ο θησαυρός του Σάββα Θεοδωρίδη
Πόσο ωραίο είναι το αρχείο της ΕΡΤ για όλα αυτά;
Δεν φτάνει μια ολόκληρη ζωή και άλλη μία για να το επεξεργαστείς, να φτιάξεις τέτοιες εκπομπές και να παίρνεις αυτή την ικανοποίηση. Είναι ανεξάντλητο, ακόμη και για ανθρώπους όπως εγώ που υποτίθεται ότι το ξέρω, γιατί κάθε φορά προκύπτει και κάτι άλλο συναρπαστικό. Είμαι μανιακός με το αρχείο, ψάχνω και βρίσκω σπάνια ντοκουμέντα και θα ήθελα εδώ να σταθώ με ιδιαίτερη συγκίνηση στον Σάββα Θεοδωρίδη…
Ο οποίος;
Μου παραχώρησε όλο το αρχείο του κινηματογραφιστή Βώκου, από το ποδόσφαιρο. Δεν γνωριζόμασταν, αλλά είχα πληροφορηθεί ότι διέθετε αυτό το σπάνιο υλικό, αγώνες κινηματογραφημένοι από το 1959 μέχρι το 1963-64. Ήξερα ότι εκεί υπήρχαν και οι δυο περίφημοι αγώνες του Ολυμπιακού με τη Μίλαν (σ.σ οι πρώτοι που έδωσε ποτέ στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, ελληνική ομάδα).
Το 2017 επικοινώνησα για πρώτη φορά μαζί του, σε μια εποχή που ασχολιόταν επισταμένως με την ΠΑΕ Ολυμπιακός κι αν δεν κάνω λάθος είχε αρχίσει η ασθένεια του. Για έξι μήνες δεν μου έδινε σημασία, μου έλεγε “πάρε με αύριο, μεθαύριο”, κάποια στιγμή μάλλον βαρέθηκε ή εν πάση περιπτώσει είχε την περιέργεια να μάθει τι του ζητάω. Του εξήγησα, μου έστειλε δυο μπομπίνες και γω την επομένη τους τις επέστρεψα ψηφιοποιημένες. Μόλις τις είδε, μου έστειλε όλο το υλικό!
Του άρεσε;
Ενθουσιάστηκε. Μιλήσαμε πολλές ώρες με τον αείμνηστο Σάββα, του έχω φτιάξει και ένα ντοκιμαντέρ για προσωπική χρήση, το οποίο έχει, πλέον, η οικογένεια του. Οι συνεντεύξεις μαζί του είναι ένα σπουδαίο υλικό, που θα’ θελα να το αξιοποιήσω στο μέλλον. Έτσι είδαμε τους αγώνες με τη Μίλαν, το παλιό Καραϊσκάκη πως ήταν το λεγόμενο “τασάκι”, ομάδες της εποχής όπως η Δόξα Δράμας, από την οποία δεν είχαμε καν εικόνες. Τον Βώκο πλήρωνε ο ίδιος ο Σάββας, που είχε βέβαια την οικονομική άνεση αλλά και την κουλτούρα να καταγράψει τον εαυτό του και τους συμπαίκτες του, βλέποντας μπροστά από την εποχή του.
Μαστιγωμένοι και μαστιγωτές στη Μακρόνησο
Πηγαίνοντας στην Ελλάδα της κατοχής, του εμφυλίου και των μετέπειτα χρόνων, ο Ηλίας Γιαννακάκης πέραν του ποδοσφαίρου έστρεψε από νωρίς το μάτι του και αλλού. Στην κανονική ιστορία, ακόμη κι εκείνη που για χρόνια δεν άγγιζε κανείς.
Το ντοκιμαντέρ του (με συνσκηνοθέτρια την Εύη Καραμπάτσου) για τη Μακρόνησο το 2009 προκάλεσε συζήτηση και σχόλια, όχι μόνο γιατί ήταν η πρώτη φορά (47 χρόνια μετά το κλείσιμο του στρατοπέδου) που αποτυπωνόταν στη μεγάλη οθόνη η ιστορία του τόπου βασανιστηρίων χιλιάδων ανθρώπων, αλλά επειδή έδωσε λόγο και σε ένα από τους μαστιγωτές. Τον περιβόητο διοικητή του Γ τάγματος, Παναγιώτη Σκαλούμπακα.
“Σκέφτηκα ότι φεύγουν οι άνθρωποι, άρα θα εκλείψουν οι μαρτυρίες και έτσι ξεκίνησα να εργάζομαι πάνω στη Μακρόνησο. Κράτησε πέντε-έξι χρόνια όλη η δουλειά, έρευνα, γύρισμα, μοντάζ. Κατέγραψα περίπου 60 μαρτυρίες, πολλές περισσότερες από τις εφτά οκτώ που μπήκαν στο ντοκιμαντέρ. Είναι καυτό θέμα, όπως και το ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων (σ.σ το ντοκιμαντέρ που υπέγραψε το 2013), γιατί η θηριωδία των ναζί έγινε ως αντίποινα της αντάρτικης δράσης, με αποτέλεσμα η περιοχή να είναι διχασμένη ακόμη και σήμερα.
Υπάρχει η άποψη ότι χωρίς τους αντάρτες, οι Γερμανοί δεν επρόκειτο να κάψουν τα Καλάβρυτα, από την άλλη όμως οι πρωταγωνιστές του μεγάλου και πρωτόγνωρου για την Ευρώπη αντιστασικού κινήματος λένε ότι “πολεμούσαμε τον κατακτητή”. Έπρεπε να κρατηθούν, λοιπόν, κάποιες ισορροπίες, όχι να μην αγγίξω τα θέματα, κάθε άλλο. Έπρεπε όμως να πείσουμε για την εντιμότητά μας, ώστε να μας εμπιστευτούν…”
Για πολλά χρόνια όλα αυτά τα τύλιγε ένα πέπλο σιωπής. Έπρεπε να περάσουν σαράντα-πενήντα χρόνια για να ασχοληθεί κανείς σοβαρά με όσα συνέβησαν στην κατοχή, στον εμφύλιο και στην μετεμφυλιακή Ελλάδα; Να καταλαγιάσουν τα μίση, ώστε να υπάρξει μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αντικειμενικότητα;
Ένα είναι αυτό, συν τον ακραίο συντηρητισμό που απλώθηκε πάνω από τη χώρα μετά τον εμφύλιο. Έπρεπε να πέσει η χούντα, να έρθει η μεταπολίτευση, το ΠΑΣΟΚ που κατέλαβε τη δική του περιοχή και έδωσε χώρο σε όσους βρίσκονταν για δεκαετίες στο περιθώριο, μέχρι να γίνουν και αυτοί κατεστημένο. Η πάροδος του χρόνου βοήθησε, συν η μετάβαση στην ψηφιακή εποχή που ευνοεί την συγκέντρωση υλικού, κάτι που δεν θα μπορούσα να κάνω με την τεχνολογία του φιλμ. Πάνω απ’ όλα, όμως, για να κάνεις ένα τέτοιο ντοκιμαντέρ πρέπει να έχεις ισχυρή βούληση. Να θες να το κάνεις…
Και να είσαι αντικειμενικός. Γίνεται, όμως;
Εντάξει όχι απόλυτα. Μπορείς όμως να’ σαι έντιμος. Στη Μακρόνησο, μια ταινία που συνυπόγραψα με την Εύη Καραμπάτσου, η επιθυμία η δική μου ήταν να έχω και τις δυο πλευρές. Όχι μόνο τους αριστερούς, που υπέστησαν τα φρικτά βασανιστήρια, αλλά και την άλλη πλευρά, η οποία βέβαια δεν ήταν καθόλου εύκολο να μιλήσει…
Ο Σκαλούμπακας, δηλαδή…
Ο οποίος προέκυψε τυψαία, γιατί εγώ θεωρούσα ότι μου έφτανε ένας χαμηλόβαθμος αξιωματικός, ένας δεκανέας, ψάχνοντας όμως επισταμένως έμαθα ότι βρισκόταν ακόμη εν ζωή. Επικοινώνησα, του είπα τι ακριβώς έκανα και η πρώτη ερώτηση του ήταν αν είμαι … κομμουνιστής. “Οχι, αλλά δεν είμαι και δεξιός” του απάντησα και είναι αλήθεια, αφού αν θέλεις να με τοποθετήσεις κάπου πολιτικά, πες ότι είμαι σοσιαλδημοκράτης. Αρχικά απέρριψε την πρόταση όταν του είπα όμως ότι αν αρνιόταν θα έμενε μόνο η άποψη των αριστερών, το ξανασκέφτηκε και δέχθηκε.
Όταν βρέθηκα, εν τέλει, στη Λάρισα μαζί του, αυτό που του υποσχέθηκα ήταν ότι δεν επρόκειτο να παραποιήσω τα λόγια του κόβοντας και ράβοντας τη συνέντευξη του. Προφανώς δεν μπορούσε να μπει ολόκληρη και αυτούσια, δεν θα έκανα όμως και καμιά παρέμβαση. Αυτή είναι η εντιμότητα για την οποία αναφέρομαι, δεν σημαίνει προφανώς ότι συμφωνείς και μαζί του, κάθε άλλο.
Εγώ με τον Σκαλούμπακα είμαι σε τελείως διαφορετικό προσανατολισμό, ήθελα όμως την μαρτυρία του, ακόμη και γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται να πει ολόκληρη την αλήθεια, πως θα μπορούσε άλλωστε, μου την έδωσε κι αυτό δεν το ξεχνάω”.
Ο εμφύλιος τελείωσε το 1974…
Πώς γίνεται να καταλάβουμε αυτή τη δύσκολη εποχή, όπου μαίνεται ο εμφύλιος και η μισή Ελλάδα αρχίζει να … φυλάει και να βασανίζει την άλλη μισή;
Είμαστε ένα νέο σχετικά κράτος. Πρόσφατα ολοκλήρωσα ένα ιστορικό ντοκιμαντέρ για τα 200 χρόνια από την επανάσταση, σε σχέση άξονα της έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη. Εκεί θα διαπιστώσει κανείς ότι παρά τους επαναλαμβανόμενους διχασμούς, η Ελλάδα έκανε ένα βήμα, κουτσό, στραβό, μισό, αλλά βήμα.
Αν τη δει κανείς με τα δεδομένα του 1830, όταν δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας, θα τρομάξει. Μετά από δυο αιώνες με όλα όσα έχουμε περάσει, με τελευταία την οικονομική κρίση, η οντότητα μας είναι τελείως διαφορετική και πολλές φορές αυτό μας διαφέυγει…
Να το θέσω αλλιώς. Αν δεν μεσολαβούσε ο εμφύλιος πως θα εξελισσόταν η χώρα;
Την ίδια χρονική περίοδο λίγο έλειψε να ξεσπάσει εμφύλιος στην Ιταλία. Αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή. Σε μια χώρα που είχε περάσει μια αδιατάρακτη πορεία αιώνων. Εμείς το 1946, ήμασταν σχεδόν 100 χρόνια μετά την ανεξαρτησία μας και μάλλον όχι ακόμη έτοιμοι.
Ο εμφύλιος τελείωσε επί της ουσίας το 1974 μετά την πτώση της χούντας. Αν δει άλλωστε τους πρωταγωνιστές της δικτατορίας, ο Παπαδόπουλος, ο Παττακός και λοιποί, θα εντοπίσει τους περισσότερους αξιωματικούς του ΙΔΕΑ και του εθνικού στρατού, που είχαν πολεμήσει στον εμφύλιο. Ο Ιωαννίδης ήταν βασανιστής στη Μακρόνησο και οι μέθοδοι που ακολουθούσε ήταν φρικιαστικοί. Γι αυτό και στο ντοκιμαντέρ πήρα ένα απόσπασμα από την απολογία του στη δίκη της Χούντας και το τοποθέτησα αυτούσιο.
Από το 74 και μετά, ωστόσο, η κοινωνία μας κατάφερε να βαδίσει. Με τα συν και τα πλην, με τα πάνω και τα κάτω της, σίγουρα. Αντέξαμε. Ακόμη και μετά απ΄όσα φοβερά συνέβησαν τα τελευταία δώδεκα χρόνια…
Το τελευταίο ντοκιμαντέρ, που αφορά τη μεταφορά της Εθνικής Βιβλιοθήκης πώς προέκυψε;
Από τη σχέση μου με τα βιβλία, που ξεκίνησε από την παιδική μου ηλικία ελέω του πατέρα μου. Μόλις πληροφορήθηκα ότι επίκειται η μεταφορά της, μου ήρθε κατευθείαν στο μυαλό μου το σενάριο. Η καθηγμαγμένη, κατακλεμένη, διακορευθείσα αλλά πάντα η Εθνική μας Βιβλιοθήκη σε μια παρόμοια ιστορία με της Ελλάδας, γενικότερα. Άρχισα να κινηματογραφώ, μάλιστα, λίγο μετά το δημοψήφισμα σε μια χώρα που έβραζε και ολοκλήρωσα λίγο πριν από την έναρξη της πανδημίας. Θέλησα να δώσω μια φωνή στην Βιβλιοθήκη, δεν έχουμε συνεντεύξεις, αλλά ένα voice over, που περιγράφει -μέσω αρχειακού υλικού- την ιστορία. Είναι η Αμαλία Μουτούση, με την οποία έχω μια συνεργασία ετών.
Η νέα ταινία, για μια γυναίκα-τρανς
Και η επόμενη ταινία; Μυθοπλασία;
Είναι ξανά γυναικεία όπως η “Χαρά” και η “Αλεμάγια”. Μια γυναίκα τρανς, επιστρέφει στην Ελλάδα. Πριν από χρόνια ήταν άνδρας και αξιωματικός του ελληνικού στρατού, είχε οικογένεια, ενεπλάκη μέσα στη χούντα σε ένα σεξουαλικό θέμα, φυλακίστηκε, έφυγε από την χώρα και τώρα επιστρέφει, για να συναντηθεί με την κόρη της, που είναι περίπου 50 ετών. Η ταινία αφορά τη σχέση αυτών των δυο γυναικών στο σήμερα, με βάση βέβαια και τι κουβαλάνε πίσω τους, σαν ιστορία.
Έχουν ξεκινήσει τα γυρίσματα;
Όχι, ακόμα. Βρίσκομαι στο επώδυνο στάδιο συγκέντρωσης χρημάτων, γιατί εκτός των άλλων είμαι πάντα ανεξάρτητος κινηματογραφιστής. Πάντα αυτό κάνω κι έτσι οι ταινίες μου είναι χαμηλού κόστους. Μου αρέσει να κινούμαι όπως θέλω εγώ, όσο δύσκολο κι αν είναι.
Πόσο δηλαδή;
Πάρα πολύ. Κινδυνεύει η υγεία σου, χρεώνεσαι, ζεις δύσκολα, αλλά δεν κλαίω γιατί είναι επιλογή μου. Σε κάθε ταινία μυθοπλασίας “μπαίνω μέσα”, όμως αποφάσισα από νωρίς ότι θα βιοποριστώ με το ντοκιμαντέρ, δουλεύοντας πολύ και κάνοντας ταυτόχρονα πολλά πράγματα…
Δεν διαχέεσαι όμως; Δεν τα μπερδεύεις;
Όχι, το ένα με βάζει στο άλλο. Είναι μια αλληλουχία, που μοιάζει ανισόρροπη, αλλά εμένα μου προσφέρει απόλυτη ισορροπία. Όλα ωριμάζουν, τη στιγμή που πρέπει.
Ποιες είναι οι κινηματογραφικές επιρροές σου;
Μου άρεσε πολύ ο Κασσαβέτης και από πιο παλιούς, ο Ρομπέρ Μπρεσόν και ο Καρλ Ντράγιερ. Από τους πιο σύγχρονους ο Τζάρμους, οι αδερφοί Κοέν και οι Νταρντέν. Από Έλληνες, έχω δουλέψει σαν βοηθός του Παντελή Βούλγαρη, με τον οποίο διατηρώ ακόμη πολύ καλή σχέση και φυσικά μου άρεσαν, πάρα πολύ οι ταινίες του. Όπως μου άρεσαν αυτές των ανεξάρτητων σκηνοθετών που εμφανίστηκαν στη δεκαετία του ’60 και δεν ανήκαν ούτε στον παλιό ούτε στον νέο ελληνικό κινηματογράφο του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ήταν ο Κώστας Μανουσάκης, ο Τάκης Κανελλόπουλος, ο Νίκος Παπατάκης, ο Αλέξης Δαμιανός…
Κι ο Τσιώλης δεν είναι σε αυτή την περίοδο;
Όχι ακριβώς, γιατί ξεκίνησε από το εμπορικό σινεμά, έμεινε εκτός για κάποια χρόνια και επέστρεψε με την ταινία που είχε τίτλο “Μια τόσο μακρινή απουσία”. Μετά έκανε τέσσερις-πέντε μεγάλες ταινίες κατά τη γνώμη μου, που έμειναν στα στενά όρια της Ελλάδας γιατί η θεματική τους δεν επέτρεπε να πάνε σε διεθνή φεστιβάλ κλπ. Είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση και τον θαυμάζω πολύ.
Εδώ και χρόνια, ωστόσο, εργάζεσαι και για την τηλεόραση;
Το “Παρασκήνιο” ήταν για μένα όλα μαζί. Νηπιαγωγείο, σχολείο, πανεπιστήμιο. Ό,τι έγινα στη συνέχεια το χρωστάω εκεί. Ήταν μακράν η κορυφαία πολιτιστική εκπομπή, όχι μόνο της ΕΡΤ, αλλά σε ολόκληρη την ελληνική τηλεόραση. Μικρά ντοκιμαντέρ, ταινίες κανονικές, που απαιτούσαν πολλή δουλειά και αγάπη, που πλήρωνε μεν λίγο, αλλά λειτουργούσε σαν σχολείο. Τώρα βρίσκομαι στο “Υστερόγραφο”, που αποτελεί και τη συνέχεια του…
Πόσο έχουμε εκμεταλλευτεί ή όχι τη δημόσια τηλεόραση;
Είναι πολύ αδικημένη. Φέρει όλες τις παθογένειες του ελληνικού κράτους υπάρχουν όμως θησαυροί και κυρίως η δυνατότητα να φτιάξεις εκπομπές υψηλού επιπέδου.
Η ΕΡΤ καταφύγιο για όλα
Βλέπεις ΕΡΤ;
Ναι, όχι επειδή εργάζομαι εκεί, άλλωστε είμαι εξωτερικός συνεργάτης και όχι μόνιμος υπάλληλος. Πάντα την έβλεπα, γιατί μου ταίριαζε. Εκεί έχω δει καλές ταινίες, εκπομπές ντοκιμαντές και κάποιες φορές και ένα καλό δελτίο ειδήσεων. Και εννοώ την ΕΡΤ… διαχρονικά.
Είναι η ιδιωτική τηλεόραση υπεύθυνη για μια διαστρεβλωμένη πραγματικότητα στην κοινωνία;
Θα έλεγα ότι έχει ευθύνες, είναι όμως και συνέπεια, ένα σύμπτωμα μιας κοινωνίας όπως ήταν η ελληνική όταν εμφανίστηκαν τα ιδιωτικά κανάλια. Πάτησε στη λεγόμενη κοινωνία της ευμάρειας, ξεφούσκωσε στην Ελλάδα της κρίσης…
Ήταν έτοιμη η ελληνική κοινωνία να δει ριάλιτι;
Όπως αποδείχθηκε ναι. Και ακόμη βλέπει. Όταν βγήκε το πρώτο μπιγκ μπράδερ ήμουν απολύτως πεπεισμένος ότι κανείς δεν θα το παρακολουθούσε. Κι όμως το είδαν όλοι, ακόμη και άνθρωποι που δεν φανταζόσουν πως θα θα κάθονταν να δουν ένα τέτοιο σόου. Εγώ ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να το καταλάβω τα πως και τα γιατί.
Δεν απογοητεύεσαι;
Το έχω ξεπεράσει. Προσπαθώ κάθε φορά να σκέφτομαι τη δουλειά μου, τους ανθρώπους που συνεργάζομαι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν ξέρω ποια είναι η κατάσταση δεν είναι γύρω σου και καμιά φορά πάνω σου.
Μα δεν σε ενοχλεί, που αρχίζει ένα δελτίο ειδήσεων με μουσική τρόμου…
Δεν βλέπω ειδήσεις στην TV. Προτιμώ να ενημερώνομαι από το διαδίκτυο και είμαι άνθρωπος της εφημερίδας. Γενικά αν και ακολουθώ την τεχνολογία είμαι περισσότερο αναλογικός. Πολλές φορές χρειάζομαι συμβουλές για να επεξεργαστώ κάτι στον ψηφιακό κόσμο…
Θυμάσαι ποια ήταν η πρώτη ταινία που είδες;
Όχι. Πριν απ΄όλα όσα έγινα στη ζωή μου, ήμουν φανατικός σινεφίλ. Είχα μια τεράστια συλλογή από ταινίες, ακόμη την διευρύνω, ψάχνοντας ακόμη και τα πιο απαιτητικά και δύσκολα φιλμ και ίσως έτσι να ξεκίνησε και το χούι μου με το αρχείο. Δεν μπορώ λοιπόν να θυμηθώ ποια ήταν η πρώτη μου ταινία, μεγάλωσα μέσα σ’ αυτές…
Ζιντάν σαν σε ταινία…
Το πρώτο ματς που είδες;
Το Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός στο παλιό Καραϊσκάκη, όταν ο Βασίλης Κωνσταντίνου κυνηγούσε τον Τάκη Συνετόπουλο. Δυστυχώς δεν έχει σωθεί στο αρχείο της ΕΡΤ, εκτός αν εμφανιστεί σε κάποιο κασόνι, όπως συνέβη με άλλα αρχεία που βρήκαμε ξαφνικά, εκεί το 2008-09, με τη βοήθεια των ειδικών και των … χρημάτων που υπήρχαν. Το κυνηγητό μου έμεινε αποτυπωμένο και το θυμήθηκα ξανά με τον Ζιντάν…
Όταν κουτούλησε τον Ματεράτσι;
Ναι, διότι όπως τότε ο Κωνσταντίνου κυνηγούσε τον Συνετόπουλο για λόγους τιμής, κάτι του είχε πει, έτσι και ο Ζιντάν στον τελικό μάλιστα του Μουντιάλ, δεν λογάριασε τίποτε, έβαλε στην άκρη καριέρα, υστεροφημία, την ομάδα του και έριξε την κεφαλιά στον Ιταλό…
Θέμα ταινίας;
Σίγουρα. Γίνεται τα πάντα. Ντοκιμαντέρ, θεατρικό μονόπρακτο, ταινία. Δεν έχει ασχοληθεί κανείς ίσως γιατί και ο Ζιντάν θέλει να το ξεχάσει. Κι όμως πρόκειται για μια κεφαλιά που μας στέλνει κατευθείαν από το βιομηχανικό ποδόσφαιρο στην εποχή της αλάνας.
Και η πρώτη φορά στο γήπεδο;
Τον Ιανουάριο του 80, Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός 2-0 με την επιστροφή του Δομάζου και μια γκολάρα του Αλβαρέζ. Δεν έχω πάει τόσες φορές στο γήπεδο, όσες απαιτεί η ενασχόληση μου με το ποδόσφαιρο. Παλιότερα το έκανα πιο συχνά, πήγαινε και σε άσχετα ματς, όπως ένα φιλικό της πυρκαγιάς Ολυμπιακός-Εθνικός στη δεκαετία του 80. Δεν είχα τι να κάνω και πήγα στο Καραϊσκάκη. Δεν θυμάμαι τίποτα από το ματς, βέβαια εκτός από ένα τύπο ο οποίος εμφανίστηκε στην εξέδρα με δυο γυναίκες, προφανώς αδερφές, και έξι παιδιά. Τα δικά του και τα ανίψια του. Με το που ξεκίνησε το ματς, η μία εκ των δυο, η σύζυγος μάλλον, άρχισε να τον ρωτάει πότε θα φύγουν. Μια, δυο, τρεις, στο δέκατο λεπτό σηκώνεται τους παίρνει και αποχωρούν. Φεύγοντας γυρίζει και μου λέει: Ήθελα να πάρω μια τζούρα. Κι όχι τίποτε άλλο, πλήρωσα και κανονικά εισιτήρια και για τα παιδιά. Τρέλα δεν είναι;