ΗΜΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗ ΧΟΥΝΤΑ
Ο Γιάννης Φιλέρης έζησε, μικρό παιδί, μια από τις δυο ιστορικές συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη στο Στάδιο Καραϊσκάκη το 1974. και θυμάται τον θεόρατο μαέστρο με τα μαύρα και τα τεράστια χέρια.
Ο πρώτος δίσκος του Μίκη Θεοδωράκη που μπήκε στο σπίτι ήταν τα “18 Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας”, τα μικρά αριστουργήματα του Γιάννη Ρίτσου. Η χούντα που με διάταγμα του πραξικοπηματία Οδυσσέα Αγγελή είχε από τις 1/6/67 “απαγορεύσει τη μουσική του κομμουνιστού συνθέτου Μίκη Θεοδωράκη” απειλώντας τους παραβάτες με άμεση παραπομπή στο στρατοδικείο, επιτρέπει -παραμονές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου- την ηχογράφηση και την έκδοση του δίσκου (που μετά την αιματηρή σφαγή, πήρε βέβαια πίσω). Τραγουδούσε ο Γιώργος Νταλάρας και συμμετείχε η Άννα Βίσση. Ο Μίκης ζούσε εξόριστος στο Παρίσι, οργώνοντας όλο τον κόσμο, πολεμώντας την δικτατορία.
Στο μικρο πικάπ που είχε αγοράσει ο πατέρας, ακούγαμε σαν σε μυσταγωγία “σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει”, ή ακόμα πιο επαναστατικά “τη ρωμιοσύνη με την κλαις, εκεί που πάει να σκύψει, να’ τη πετιέται αποξαρχής και αντρειεύει και θεριεύει”. Εμένα, μικρό παιδί, μου άρεσε το παιχνίδισμα στίχων και μουσικής, στο “κουβέντα με ένα λουλούδι”. Ένας διάλογος με ένα κυκλάμινο. Ο Ρίτσος παίζει με τις λέξεις, ο Μίκης με τις νότες του:
Κυκλαδινό κυκλάμινο
στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς
πού μίσχο και σαλεύεις
Μέσα στο βράχο σύναξα
το γαίμα στάλα στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα
κι ήλιο μαζεύω τώρα
Ήταν η πρώτη φορά που έπιανα στα χέρια μου ένα δίσκο του Θεοδωράκη. Ο Μίκης, βέβαια, ήταν συνέχεια στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου τον θυμόταν ενθουσιώδη και παρορμητικό να παρακινεί τους υπόλοιπους εξόριστους στην Ικαρία για “ντου” στους χωροφυλάκους, η μάνα μου θυμάται ακόμη την συναυλία στο “Κεντρικόν” το 1961. Όπως σε πολλά άλλα σπίτια στην Ελλάδα, ο Μίκης μπαινόβγαινε στα δωμάτια, στο σαλόνι, καθόταν στην κουζίνα να φάει μαζί μας, πολλές φορές ερχόταν στο προσκέφαλο, λίγο πριν κοιμηθούμε.
Ακόμη κι όταν η δικτατορία απαγόρευσε τη μουσική του, πάντα βρίσκαμε την ευκαιρία να τραγουδάμε Θεοδωράκη, έστω και χαμηλόφωνα, πρώτα οι γονείς κι οι φίλοι τους, μετά εμείς ψελλίζοντας τους στίχους, που πολλές φορές δεν καταλαβαίναμε, αλλά ξέραμε πως κάτι ωραίο, ιδανικό εξιστορούσαν, βλέποντας τα βουρκωμένα μάτια των μεγάλων. Καμιά φορά και την οργή τους, για ό,τι είχαν ζήσει και βίωναν ακόμα.
Ο Μίκης ήταν εκεί, πάντα μαζί μας, μετέχοντας και στις φλογισμένες συζητήσεις των αριστερών, που εκτός της χούντας βίωναν σε συνθήκες παρανομίας μια οδυνηρή διάσπαση. Παθιασμένοι, παρορμητικοί, χιλιάδες “Μίκηδες”. Τσακώνονταν σαν τα σκυλιά με τους πρώην συντρόφους τους, την ώρα που ήθελαν να τους αγκαλιάσουν και να τραγουδήσουν μαζί … Θεοδωράκη. Παρά την απαγόρευση του Αγγελή, τα τραγούδια του Μίκη, από χείλη σε χείλη, συνέχιζαν να τραγουδιούνται. Ανέκδοτο έγινε η διαταγή των συνταγματαρχαίων.
Βγαίνει, λέει, ένας από μια ταβέρνα κι αρχίζει να τραγουδάει “ένα το χελιδόνι”, τον παίρνει είδηση ο χαφιές, μπροστά ο ένας, πίσω ο άλλος. Κάποια στιγμή περνάνε έξω από ένα αστυνομικό τμήμα κι αυτός που τραγουδάει λέει στον φρουρό, για τον χαφιέ: “Όργανο, πιάστον. Εδώ και μια ώρα ακούει Θεοδωράκη, η παλιοκομμούνα
“Διότι δεν συνεμορφώθην…”
Ο Μίκης έγινε πολύ γρήγορα ένα σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα, σαν συνέχεια της δράσης του τα προηγούμενα χρόνια, με το κίνημα των Λαμπράκηδων. Την ημέρα που βγήκαν τα τανκς (21/4/67) ο μεγάλος συνθέτης είχε προγραμματίσει συνέντευξη Τύπου για τον Μουσικό Αύγουστο, που θα ανέβαζε στον Λυκαβηττό, ενώ κυκλοφορούσε ο δίσκος του “Έξι φεγγάρια της Θάλασσας” με τραγουδιστές τη Βίκυ Μοσχολιού και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Ο “ψηλός” βγαίνει αμέσως στην παρανομία, λίγες μέρες αργότερα ιδρύει μαζί με άλλους αγωνιστές το Πατριωτικό Μέτωπο, που θα μετονομαστεί σε Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο κι αρχίζει τη δράση του κάτω από τη μύτη της ασφάλειας. Παράλληλα ειδοποιεί τους συνεργάτες του, τη Μαρία Φαραντούρη, τον Γιάννη Διδήλη και τον Αντώνη Καλογιάννη να βγουν με μέλη της ορχήστρας του, στο εξωτερικό. Ένας-ένας τα καταφέρνουν κι έτσι συγκροτείται το συγκρότημα “Μίκης Θεοδωράκης”, που ξεκινάει συναυλίες σε όλο τον κόσμο: “Νομίζω ότι έχω πάρει μέρος σε περισσότερες από 1400 συναυλίες” εξομολογήθηκε πριν από μερικά χρόνια, ο Πέτρος Πανδής που κρατούσε ημερολόγιο σε κάθε ταξίδι, σε κάθε εμφάνιση-συναυλία εναντίον της δικτατορίας.
Ο Θεοδωράκης συλλαμβάνεται το 1968, στην αρχή υπάρχει μια φημολογία ότι δολοφονήθηκε από τη χούντα, σύντομα όμως παρουσιάζεται από την ασφάλεια. Τρώει ξύλο, ακούει τους βασανιστές του να χτυπούν στην ταράτσα της Ασφάλειας τον Ανδρέα Λεντάκη, συνεννοείται με τον μυστικό κώδικα των χτυπημάτων στον τοίχο (τακ-τακ εσύ, τακ-τακ εγώ) και μέσα στο μυαλό του γράφει μελωδίες για τα τραγούδια του Αγώνα. Καταδικάζεται, μπαίνει φυλακή, αλλά μπροστά στη γενική κατακραυγή και διαμαρτυρίες από το εξωτερικό, τελικά εξορίζεται, πρώτα στο Βραχάτι σε κατ΄ οίκον περιορισμό και μετά στη Ζάτουνα της Αρκαδίας.
Εκεί με ένα συνεχές “παιχνίδι” με τους αστυνομικούς που τον φρουρούν, γράφει τη μουσική για την ταινία του Κώστα Γαβρά “Ζ”(με την αστυνομία να συλλαμβάνει την γυναίκα και τη κόρη του, που του μετέφεραν το σενάριο της ταινίας), διοχετεύει στο εξωτερικό το μουσικό του έργο και τις σκέψεις του για την κατάσταση στην Ελλάδα, την αριστερά και το αντιδικτατορικό κίνημα. Παράτολμοι ξένοι δημοσιογράφοι τον βιντεοσκοπούν στην εξορία, μεταφέρουν οι ίδιοι τις μαγνητοταινίες με τα τραγούδια του, το στόμα του Μίκη δεν κλείνει.
Μεταφέρεται στο στρατόπεδο του Ωρωπού, όπου μια επιστολή του προς το διεθνή Ερυθρό Σταυρό, για ικανοποίηση των αιτημάτων των 28 πολιτικών κρατουμένων, δεν φτάνει ποτέ στον παραλήπτη, αφού η διεύθυνση του στρατοπέδου του την επιστρέφει: “διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις, όπως ατομικός έκαστος υποβάλει το αιτήματά του, και ουχί ομαδικώς”.
Ο Μίκης απαντάει με νότες, σε ένα διαχρονικό μήνυμα αντίστασης
Εκεί θα φωνάξει προς πάσα κατεύθυνση “Κι εσύ λαέ βασανισμένε μη ξεχνάς τον Ωρωπό . Τον φασισμό. Η υγεία του επιδεινώνεται και η χούντα βλέποντας ότι οι αντιδράσεις στο εξωτερικό γιγαντώνονται τον αφήνει αιφνιδίως ελεύθερο, μετά τη μεσολάβηση του Γάλλου δημοσιογράφου και ακτιβιστή σοσιαλιστή Jean Jacques Serfan Schreiber. Αυτός τον μεταφέρει στο Παρίσι, με ιδιωτικό αεροπλάνο. Οι δικτάτορες απαλλάσσονται από την ενοχλητική, εν Ελλάδι, παρουσία του όμως ο Μίκης ταξιδεύοντας σε ολόκληρο τον κόσμο, κινητοποιεί τους πάντες ενάντια στην ξενόφερτη χούντα.
“Μίκη, παίξε μόνο στην Αθήνα…”
Για τέσσερα χρόνια ο Θεοδωράκης παλεύει, δίνει συναυλίες, κάνει ομιλίες, υψώνει τη γροθιά του, γράφει μουσική προσηλωμένος στην αντιδικτατορική μάχη. Το 1974 τον βρίσκει να έχει κάνει την πρόταση να αναλάβει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, την μεταδικτατορική κυβέρνηση της χώρας. Η πρόταση ξεσηκώνει θύελλα πρώτα και κύρια στην Αριστερά και στο ΠΑΚ του Ανδρέα Παπανδρέου.
Η τραγωδία της Κύπρου θα δικαιώσει, σύμφωνα με τον ίδιο, την πρόταση του από το 1973, για μεταβατική λύση Καραμανλή, γιατί αν είχε γίνει αποδεκτή, δεν θα οδηγούμασταν στο πραξικόπημα Σαμψών, την εισβολή των Τούρκων και την κατάληψη της μισής Κύπρου. Η επιχείρηση Αττίλας, με την ανοχή των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ, διχοτομεί βίαια την Κύπρο και επισπεύδει την πτώση της δικτατορίας μετά την επιστράτευση φιάσκο.
Στις 23/7 οι στρατιωτικοί παραδίδουν την εξουσία και τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου, ο Καραμανλής ορκίζεται πρωθυπουργός. Την ίδια μέρα, γυρίζει από το Παρίσι (όπως και ο Καραμανλής) ο Μίκης. Τον περιμένει το πλήθος στο αεροδρόμιο του Ελληνικού και μια συγκέντρωση που προγραμματίζεται στο Πολυτεχνείο, ματαιώνεται με παρέμβαση του ίδιου του συνθέτη, ώστε να αποτραπούν πιθανές προβοκάτσιες από την αστυνομία.
Ελεύθερος και επαναπατρισμένος πλέον, ο Μίκης συνεχίζει τον αγώνα για την Αριστερά, ενώ στις 7 Σεπτεμβρίου, στο φεστιβάλ της UMANITE της εφημερίδας του ΚΚ Γαλλίας, παρουσιάζει για πρώτη φορά τραγούδια από το μεγαλόπνοο Canto General του Πάμπλο Νερούδα. Οι μαγικοί στίχοι του Χιλιανού ποιητή, με την εξίσου επική μουσική του Θεοδωράκη, σε συνδυασμό με την κοινή μοίρα Ελλάδας και Χιλής, μετατρέπουν το έργο σε ύμνο για την ελευθερία, τη ζωή, την αντίσταση. Η Μαρία Φαραντούρη και ο Πέτρος Πανδής, η χορωδία και η συμφωνική ορχήστρα
Είναι η ώρα να ακούσει και η Ελλάδα τον Μίκη. Να ξαναπαίξει για πρώτη φορά μετά το 1966 στα πάτρια εδάφη. Εξαγγέλλει συναυλίες σε όλη τη χώρα, η κυβέρνηση όμως τον συμβουλεύει να περιοριστεί μόνο στην Αθήνα. Στο βιβλίο του “Το χρέος” εξηγεί τι συνέβη και πως προέκυψε το σύνθημα “Καραμανλής ή τανκς”: “Είχαμε προγραμματίσει μετά από τις συναυλίες μας στην Αθήνα και τον Πειραιά να πάμε στην επαρχία. Τα είχαμε αναγγείλει αυτά εκείνη την ημέρα και είχα καλέσει και τους δημοσιογράφους, οι οποίοι πρώτη φορά θα με έβλεπαν έπειτα από τόσα χρόνια να διευθύνω ορχήστρα σε πρόβα. Ήταν και μεγάλη η συναισθηματική φόρτιση. Την ώρα που τελείωσα την πρόβα και ήμουν έτοιμος να δώσω την press conference και να αναγγείλω το πρόγραμμα, εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν νομίζω ο Μολυβιάτης ή κάποιος από το Γραφείο του Καραμανλή. Μου είπε, ότι ο κύριος πρόεδρος θα σας παρακαλούσε να περιορίσετε τις συναυλίες σας μόνο στην Αθήνα.
Βέβαια απάντησα ξαναμμένος από την πρόβα και τον ενθουσιασμό του κόσμου: Πολύ άσχημα ξεκινάει η κυβέρνηση Καραμανλή. Δηλαδή μου απαγορεύει να κάνω συναυλίες; «Ναι», είπε «…το απαγορεύουμε. Υπάρχουν λόγοι που δεν πρέπει να πάτε έξω». Φυσικά και ο τρόπος που μίλησα εγώ ήταν λιγάκι άκομψος και νευρικός και στο βάθος μπορεί να είχε δίκιο ο Καραμανλής φοβούμενος τι μπορούσε να γίνει στην επαρχία.
Θα μπορούσε να γίνει προβοκάτσια, Εν πάση περιπτώσει εγώ αγρίεψα και δήλωσα στους δημοσιογράφους: Αυτή τη στιγμή τηλεφώνησαν εκ μέρους του κυρίου Καραμανλή και μου απαγορεύουν να βγω έξω από την Αθήνα. Αρχίζει πολύ άσχημα τη διακυβέρνηση της χώρας με απαγορεύσεις και μπορεί αυτή τη στιγμή να είμαστε σε πολύ άσχημη κατάσταση και να έχουμε από τη μία τον Καραμανλή και από την άλλη τα τανκς αλλά όμως δεν δικαιούται να αρχίζει με απαγορεύσεις!
Την άλλη μέρα ή «Βραδυνή» είχε τίτλο «Καραμανλής ή τανκς»! Να το διαψεύσω αυτό; Να πω ότι δεν είναι δικό μου; Αφού κατά βάση συμφωνούσα διότι εγώ είχα προτείνει τη λύση Καραμανλή. Δεν ήταν όμως αυτό το σύνθημα μου. Επιπλέον ο Καραμανλής είχε πάντοτε δέος απέναντι μου με έβλεπε λίγο όπως ο διάβολος το λιβάνι…”
Εμείς όλα αυτά, βέβαια, δεν τα ξέραμε. Στο σπίτι υπήρχε ενθουσιασμός που έπεσε η χούντα, αλλά και η χαρά ότι θα πηγαίναμε στο Καραϊσκάκη, να ακούσουμε μια από τις δυο συναυλίες, που έδωσε εν τέλει ο Μίκης (μαζί με Γιώργο Νταλάρα, Μαρία Φαραντούρη, Μανώλη Μητσιά και Αντώνη Καλογιάννη) στο στάδιο Καραϊσκάκη. Μπορεί να του έψησαν το ψάρι στα χείλη, μπορεί να τον πήγαιναν από τον Άννα στον Καϊάφα, να του λένε “έχουν προπονήσεις οι αθλητές”, τελικά στις 9 και 10 Οκτωβρίου του 1974, ο Θεοδωράκης ξανάδινε συναυλίες στην Ελλάδα!
Μια μέρα πριν (8/10/1974) είχε ιδρυθεί η “Ενωμένη Αριστερά” με τη συμμετοχή του ΚΚΕ, του ΚΚΕ εσωτ και της ΕΔΑ. Η νομιμοποίηση των κομμουνιστών, με την οριστική κατάργηση του περίφημου Ν 509, έφερνε την αριστερά σε θέση εκλογικής μάχης για πρώτη φορά μετά την 7χρονη δικτατορία.
Ο Μίκης συμμετείχε στην 10μελή Διοικούσα Επιτροπή. Οι περισσότεροι (Χαρίλαος Φλωράκης, Λεωνίδας Κύρκος, Ηλίας Ηλιού) θα δώσουν το παρών την επόμενη μέρα στο Καραϊσκάκη. Μαζί και πρώην πολιτικοί του ευρύτερου δημοκρατικού χώρου, όπως ο Γιάγκος Πεσματζόγλου. Θα είναι ακόμη παρούσα η Αλίκη Βουγιουκλάκη (ανέβαζε τη “Μαντώ Μαυρογένους” σε μουσική Θεοδωράκη), ο Γιάννης Ρίτσος και ο Ιταλός ηθοποιός Τζιαν Μαρία Βολοντέ.
“Καλώδιο κομμένο με μαχαίρι”
Θυμάμαι την κάθοδό μας στο Καραϊσκάκη. Έκανε ακόμη ζέστη, η εμείς ζεσταινόμασταν από την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Πήγαμε την πρώτη μέρα, με ένα ελικόπτερο να πετάει πάνω από τα κεφάλια μας, τη συναυλία να διακόπτεται, αν δεν κάνω λάθος δυο φορές και το γήπεδο να σηκώνεται στο πόδι κάθε φορά που ο Μίκης κουνούσε τα χέρια του σαν δαιμονισμένος μαέστρος, ή παίρνοντας το μικρόφωνο για να τραγουδήσει.
Ψηλός, με μακριά μαλλιά, ντυμένος στα μαύρα. Με την ιδιαίτερη παραφωνία του, αλλά και τον εκπληκτικό τρόπο, που μπορούσε να μεταδώσει το τραγούδι του σαν ηλεκτρικό ρεύμα σε χιλιάδες κόσμο. Τον έβλεπα πρώτη φορά από κοντά, στα παιδικά μου μάτια φάνταζε θεόρατος, έτσι όπως μπήκε στο Στάδιο, σήκωσε ψηλά τα χέρια και αποθεώθηκε.
Τώρα, δεν το καταλαβαίνει κανείς εύκολα, αλλά για ένα ολόκληρο κόσμο, αποκλεισμένο, φοβισμένο, με συγγενείς και φίλους φυλακισμένους, ή βασανισμένους, το να βλέπει ξανά τον Θεοδωράκη, είχε μια άλλη διάσταση. Κόσμος ανάκατος, με μακριά μαλλιά, αθώα πρόσωπα, βασανισμένα. Στην αρχή επιφυλακτικός, δεν είχε συνηθίσει να τραγουδάει ελεύθερος στίχους, που μέχρι πρότινος ήταν απαγορευμένοι. Όσο περνούσε η ώρα, τόσο απελευθερωνόταν για να παρασυρθεί τελείως στους ρυθμούς της μουσικής. Από το “Σφαγείο” με τον Καλογιάννη, μέχρι το “Γελαστό Παιδί” της Φαραντούρη, το πλήθος γινόταν ένα με εκείνον που διεύθυνε, σχεδόν χορεύοντας, τραγουδώντας, παλλόμενος στις δικές του νότες.
Η εποχή δεν ήταν εύκολη. Μόλις πριν από λίγους μήνες, έπεφτε ξύλο, το αίμα των νεκρών του Πολυτεχνείου δεν είχε ακόμη ξεθωριάσει. Η καχυποψία για ευνοϊκή μεταχείριση του χουντικού μηχανισμού εξουσίας γινόταν μέρα με την μέρα, μεγαλύτερη. Τα συνθήματα, προσαρμοσμένα σε ό,τι είχε περάσει η χώρα, σε ό,τι ζητούσε ο κόσμος:
“Λαέ Θυμήσου το Νοέμβρη”,”ΕΣΑ- Ες Ες, βασανιστές” και “δώστε τη χούντα στο λαό”
Αλλά και “φασίστες-φασίστες”, όταν η συναυλία μπαίνει σε περιπέτειες από πιθανές δολιοφθορές. Μια καμένη ασφάλεια στην αρχή και ένα “καλώδιο κομμένο από μαχαίρι” όπως κατήγγειλε ο ίδιος ο Μίκης, οργίζει περισσότερο τους 50.000 που έχουν κατακλύσει το στάδιο. Τίποτε όμως δεν θα τους εμποδίσει να τραγουδήσουν. Τίποτε δεν θα εμποδίσει τον ίδιο, τον Θεοδωράκη, εφτά χρόνια μετά την αναγκαστική σιωπή του να ξεσπάσει. Παίρνει ο ίδιος το μικρόφωνο και συνεχίζει πρώτα μόνος του, μετά όλους δίπλα του. Δεν υπάρχουν πια σύρματα, ούτε κάγκελα να τον εμποδίσουν. Γίνεται ένα με τον κόσμο, απογειώνεται μαζί του στην έκσταση της μουσικής και της φωνής των τραγουδιστών του.
“Τη Ρωμιοσύνη μη την κλαις” θα τραγουδήσει στο φινάλε, διευθύνοντας ορχήστρα, τραγουδιστές και κερκίδες. Έμοιαζε πιο πάνω απ’ όλους, δεν τον χωρούσε ο τόπος, λες και έβγαινε από μέσα του όλο το πάθος και ο πόθος για ελευθερία στα χρόνια της εξορίας, της φυλακής, των βασανισμών, της ξενιτιάς και του αγώνα.
¨”Η μουσική του Μίκη είναι η μουσική του λαού. Κι όταν ο λαός μιλάει, οι ποιητές ακούνε. Τον πόνο, τη χαρά σας, την αγωνία σας και εγώ τραγούδησα” θα πει από το μικρόφωνο, συγκινημένος ο Γιάννης Ρίτσος, αποχαιρετώντας το παθιασμένο πλήθος στις εξέδρας.
Η δεύτερη συναυλία, μια μέρα μετά, είναι αφιερωμένη στην Κύπρο. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης που παρουσιάζει το πρόγραμμα (όπως και την πρώτη μέρα) θυμίζει ότι “όσο τα ξένα στρατεύματα θα πατούν το νησί, την Κύπρο, η Ρωμιοσύνη θα στενάζει. Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας. Δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει”. Το Στάδιο, σύμφωνα με το ρεπορτάζ των εφημερίδων, ξεσπάει: “Δώστε τη χούντα στο λαό”.
Ο Πέτρος Πανδής θα τραγουδήσει για πρώτη φορά σε ελληνικό έδαφος αποσπάσματα από το Canto General και κάπως έτσι συνειδητοποιούσαμε ότι μπαίναμε σε μια άλλη εποχή. Αργότερα θα την ονομάζαμε μεταπολίτευση…
Τα περισσότερα στοιχεία από την ζωή και την δράση του Μίκη Θεοδωράκη έχουν αντληθεί από την ιστοσελίδα του Παγκρήτιου συλλόγου φίλων του συνθέτη (mikisguide.gr) σε επιμέλεια του Γιώργου Αγοραστάκη.