Οι Maiden στο Ρίο το 1985 AP

IRON MAIDEN: ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΑΝ ΠΟΤΕ ΕΙΧΕ ΑΡΩΜΑ ΕΛΛΑΔΑΣ

Οι Iron Maiden έρχονται να ταρακουνήσουν την Αθήνα και το Magazine θυμάται το καλύτερο άλμπουμ που ηχογράφησαν ποτέ και τη σχέση του με την ελληνική ιστορία.

Η απάντηση στην ερώτηση ποιο από τα στούντιο άλμπουμς των Iron Maiden είναι το καλύτερο υποκρύπτει, όπως πάντα σε ανάλογες περιπτώσεις, έναν απέραντο υποκειμενισμό.

Τα γούστα, ακόμα και όταν μιλάμε για οπαδούς της ίδιας μπάντας, ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία, το μουσικό αυτί, τις εμπειρίες και χίλια δυο άλλα πράγματα τα οποία δεν είναι δυνατό να καταγραφούν εδώ. Το επισημαίνουμε αυτό πριν πάμε παρακάτω για να καταστήσουμε σαφές ότι η άποψη που θα αναλυθεί στις παρακάτω γραμμές ανήκει στο γράφοντα και είναι καθαρά υποκειμενική.

Αφού λοιπόν έγινε αυτή η απαραίτητη διευκρίνιση, να σας το… ξεφουρνίσουμε. Ναι, το καλύτερο άλμπουμ των Iron Maiden είναι κατά την ταπεινή, μεταλλική μας άποψη, το Somewhere in Time του 1986. Πιθανότα στο live του Σαββάτου στο Ολυμπιακό Στάδιο η παρέα του Steve Harris δεν θα παίξει κάποιο από τα κομμάτια αυτού του έπους, όπως άλλωστε το συνηθίζει τα τελευταία χρόνια, εκτός και αν μας επιφυλάσσουν κάποια κολοσσιαία έκπληξη του τύπου να ακούσουμε ζωντανά το “Alexander the Great”. Πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, σύμφωνα και με το set list που έχει διαρρεύσει.

Αυτό, βέβαια, δεν έχει καμία σημασία ούτε αλλάζει την ουσία. Το φουτουριστικό Somewhere In Time θα παραμείνει εις τους αιώνας των αιώνων το Best of the Beast, το άλμπουμ στο οποίο οι Iron Maiden τρύπησαν το καλλιτεχνικό τους ταβάνι και έφτασαν στην απόλυτη κορύφωσή τους. Μουσικά, στιχουργικά, δισκογραφικά.

Το έτος ορόσημο

Κατά μία διαβολική σύμπτωση το 1986 κυκλοφορούν άλμπουμ που ορίζουν, θα έλεγε κανείς, τα επί μέρους παρακλάδια του Heavy Metal το οποίο έχει ήδη εκείνη την εποχή 16 χρόνια ζωής. Οι Slayer, μετά το Hell Awaits, γράφουν και κυκλοφορούν την επιτομή του Τhrash, το καλύτερο άλμπουμ του ιδιώματος όλων των εποχών. Το Reign in Blood σκάει σαν οβίδα πάνω στα ανυποψίαστα κεφάλια των metalheads όπου γης και γράφει τη δική του ιστορία.

Οι Metallica, στο τελευταίο άλμπουμ τους με τον αείμνηστο Cliff Burton στο μπάσο, μεγαλουργούν με το Master of Puppets και ανεβαίνουν στο πρώτο σκαλί του βάθρου σε ότι αφορά το αμερικανικό heavy metal. Oι Queensryche από τη δική τους πλευρά προσφέρουν στον πλανήτη το Rage for Order και ουσιαστικά γράφουν ένα από τα πρώτα μεγάλα και εμβληματικά κεφάλαια του progressive metal.

Ολα αυτά όμως αφορούν την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τις ΗΠΑ για την ακρίβεια. Στη Μεγάλη Βρετανία, όπου το ιδίωμα γεννήθηκε από την κοιλιά των Black Sabbath, οι Ιron Maiden έχουν μόλις αναλάβει τα ηνία της ηγεσίας του βρετανικού metal με τη θριαμβευτική υποδοχή και περιοδεία του Powerslave, του 5ου στούντιο άλμπουμ της μπάντας.

Τους Maiden τους γνωρίζει ποια όλος ο πλανήτης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η World Slavery Tour (1984, 1985) περιλαμβάνει 187 συναυλίες σε 331 ημέρες. Μιλάμε για το απόλυτο έπος αλλά και την απόλυτη εξόντωση. Οταν η περιοδεία τελειώνει, κάπου στα μέσα του 1985, οι δυνάμεις των πέντε μελών της μπάντας έχουν εξαντληθεί.

H αποχή του Dickinson και ο οίστρος του διδύμου Harris-Smith

Ωστόσο, ο Harris, αδιαφιλονίκητος ηγέτης του συγκροτήματος και πάντα τελειομανής, θίγει έγκαιρα το θέμα του νέου άλμπουμ. Ετσι και αλλιώς από το 1980, όταν οι Μaiden μπαίνουν στη δισκογραφία με το πρώτο ομώνυμο αλμπουμ, και μετά, κάθε χρονιά φέρνει και ένα νέο δίσκο. Κillers το 1981, The Number of the Beast το 1982, Piece Of Mind το 1983 και Powerslave το 1984. Το 1985 δε οι Μaiden ρίχνουν στην αγορά το πρώτο live αλμπουμ τους, το Live After Death.

John McMurtrie


Ο Dickinson τα μασάει. “Εχω υλικό” τους λέει “αλλά είναι πιο ακουστικό, παραπέμπει στο Led Zeppelin IV”. Oι Μaiden βέβαια στο απόγειο της δόξας τους δεν σκοπεύουν να διαφοροποιήσουν εντελώς τον ήχο τους και να στραφούν σε τελείως διαφορετικά μονοπάτια. Επιθυμούν μεν να μπολιάσουν τη μουσική τους με νέα στοιχεία και κάποιους πειραματισμούς αλλά μόνο για να ενισχύσουν το γνωστό και αγαπημένο πια metal και power metal αποτέλεσμά τους.

Τη δουλειά λοιπόν αναλαμβάνουν οι Steve Harris και Αdrian Smith στους οποίους πέφτει όλο το συνθετικό και στιχουργικό βάρος του άλμπουμ. Εχοντας ήδη δουλέψει πάνω σε νέο υλικό και εφαρμόζοντας την ιδέα να περάσουν τις κιθάρες μέσα από guitar synthesisers, οι Maiden πρωτοπορούν.

Η τολμηρή, για metal συγκρότημα της εποχής, ιδέα έχει εξαιρετικά αποτελέσματα αφού ο ήχος ανανεώνεται και ακούγεται απολύτως σύγχρονος χωρίς να χάνει επ’ ουδενί σε όγκο και ποιότητα. Αναφορικά με το στίχο αν και πολλά από τα κομμάτια αναφέρονται στο ζήτημα του χρόνου, δεν έχουμε να κάνουμε με concept album. Αυτό οι Μaiden το άφησαν για δύο χρόνια αργότερα και το Seventh Son of a Seventh Son.

Ο απόλυτος επαγγελματισμός

Ως μεγάλο όνομα πια και με πωλήσεις εκατομμυρίων δίσκων και…κασετών σε όλο τον κόσμο (το cd δεν έχει μπει ακόμα στη ζωή μας), οι Maiden δεν αφήνουν τίποτα στην τύχη τους. Εχουν πλέον στη διάθεσή τους εκατομμύρια για μπάτζετ. Ηχογραφούν το μπάσο και τα τύμπανα σε στούντιο στις Μπαχάμες, τις κιθάρες στην Ολλανδία ενώ η τελική, θαυμάσια μίξη γίνεται στη Νέα Υόρκη, πάντα υπό το άγρυπνο μάτι του παραγωγού τους, του Martin Birch.

Τα μισά κομμάτια ανήκουν στον Harris (σε ένα, στο Deja-Vu συνεργάζεται με τον πιστό στρατιώτη της μπάντας, τον Dave Murray) και τα άλλα μισά στον Smith. To δίδυμο δεν συμπλέει σε κανένα κομμάτι ενώ ο Dickinson είναι απών από τη δημιουργία και περιορίζεται στην (εξαιρετική) ερμηνεία. O Harris δεν έχει, παράλληλα, κανένα πρόβλημα να βγουν ως singles δύο κομμάτια του Smith, το Wasted Years και το Stranger in the Strange Land.

Η αγωνία των fans είναι μεγάλη. Τι τους επιφυλάσσει το αγαπημένο τους συγκρότημα μετά το θρίαμβο του Powerslave; Που μπορούν να φτάσουν οι Maiden με τον 6ο στούντιο δίσκο τους και έχοντας πια σταθερή σύνθεση από το 1983 και μετά; Μία πρώτη απάντηση δίνεται στις 6 Σεπτεμβρίου του 1986 όταν κυκλοφορεί το Wasted Years ως πρελούδιο του επερχόμενου άλμπουμ.

Eίναι το κομμάτι που “επιβίωσε” περισσότερο από το εν λόγω άλμπουμ μαζί με το Heaven Can Wait στις συναυλίες των Maiden. Mία mid-tempo σύνθεση στην οποία γίνεται αντιληπτό ότι η μπάντα έχει προσθέσει αυτό το φουτιριστικό ήχο των synths στις κιθάρες της. Το επίσημο video clip του τραγουδιού έχει σήμερα σχεδόν 63.000.000 θεάσεις στο youtube!

Το εξώφυλλο-έργο τέχνης

Οκ, η μουσική θα μπορούσε να αποκτήσει, όπως και τελικά απέκτησε, μία πιο σύγχρονη μορφή χωρίς όμως να “προδίδονται” οι heavy metal ρίζες του συγκροτήματος. Τι θα γινόταν όμως με τον Eddie, τη θρυλική φιγούρα που υπάρχει σε κάθε δίσκο των Iron Maiden από το 1980 και μετά; O Derek Riggs, ο γραφίστας-ζωγράφος που επιμελήθηκε το εξώφυλλο είχε μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιδέα. Να ζωγραφίσει τον Eddie ως φιγούρα της ταινίας Blade Runner η οποία είχε κάνει θραύση το 1982 με πρωταγωνιστή τον Harisson Ford. H ταινία βασίζεται σε νουβέλα του Philip Dick και συνοπτικά παρουσιάζει ένα δυστοπικό Λος Αντζελες το 2019 με τους ανθρώπους να έχουν μετατραπεί σε μηχανές.

https://www.ironmaiden.com/discography/details/somewhere-in-time


Αυτό ακριβώς έκανε ο Riggs. Ζωγράφισε τον Eddie ως πλάσμα-μηχανή και παράλληλα φρόντισε να εμπλουτίσει το έργο του με δεκάδες χαρακτηριστικές λεπτομέρειες (τόσο στο εξώφυλλο όσο και στο οπισθόφυλλο) που είχαν άμεση σχέση με τραγούδια-σημεία αναφοράς των Maiden, πάντα μέσα σ’ένα περιβάλλον “μελλοντικής” επιστημονικής φαντασίας. Ο Riggs δημιουργούσε σχεδόν επί τρεις μήνες και όταν ολοκλήρωσε, παρουσίασε ένα από τα τελειότερα metal εξώφυλλα που προέκυψαν ποτέ.

Επρεπε, δε, να αφιερώσει κάποιος ώρες για να “ανακαλύψει” όλα τα κρυμμένα διαμάντια της δημιουργίας όπως ο τίτλος εστιατορίου “Ancient Mariner Seafood Restaurant” που παραπέμπει στο 13λεπτο έπος του Powerslave, Rime of the Ancient Mariner, τη φράση “Maggies Revenge” που αντιστοιχεί στην τότε Πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας, Μάργκαρετ Θάτσερ και φυσικά το σκορ που περνάει από ένα κρόουλ και ενημερώνει ότι η Γούεστ Χαμ, η ποδοσφαιρική καψούρα του Steve Harris, νικά τη μισητή Άρσεναλ με 7-3.

O Riggs, εξουθενωμένος από την κοπιώδη εργασία, υποσχέθηκε ότι δεν θα ξαναζωγραφίσει ποτέ κάτι τόσο πολύπλοκο και όντως δεν το έκανε. Τον κόπο πάντως τον άξιζε και με το παραπάνω.

Κομμάτια που πέρασαν στην ιστορία

Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1986 το άλμπουμ κυκλοφορεί με δόξα και τιμή. Γίνεται, όπως ήταν αναμενόμενο, ανάρπαστο, κυρίως στις ΗΠΑ (πλατινένιο) αλλά και στην Ευρώπη (φτάνει στο Νο 3 των Βρετανικών charts). Ακολουθεί, όπως πάντα, μία πολύ μεγάλα περιοδεία σε όλο τον κόσμο με συνολικά 148 σόου. Η έναρξη δίνεται στο Βελιγράδι στις 10 Σεπτεμβρίου του 1986 και οι τίτλοι τέλους πέφτουν στην Οσάκα της Ιαπωνίας στις 22 Μαϊου του 1987.

Το Somewher in Time άνετα μπορεί να χαρακτηριστεί ως μία τεράστια καλλιτεχνική εποποιία για τους Μaiden καθώς τα 8 κομμάτια του δίσκου είναι ένα και ένα χωρίς ίχνος υπερβολής.

Το τραγούδι που ανοίγει το δίσκο, το Caught Somewhere In Time, είναι μία κλασική maiden σύνθεση με το γνωστό καλπασμό στο μπάσο και τη φωνάρα του Dickinson να ξεσωκώνει. Επεται το ήδη γνωστό Wasted Years και εν συνεχεία το Sea of Madness που βαδίζει στα χνάρια των δύο προηγούμενων.

To Heaven Can Wait είναι φανερό ότι γράφεται (και) για τα live του συγκροτήματος καθώς το μακρόσυρτο ohohoh στο μέσο αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για ασίστ στο κοινό, κάτι που έγινε από εκεί και πέρα σε δεκάδες συναυλίες του συγκροτήματος, τουλάχιστον μέχρι το 1993 όταν και αποχώρησε (προσωρινά) ο Dickinson.

Με το The Loneliness of the Long Distance Runner ο Ηarris φανερώνει όλες τις progressive rock επιρροές του. Το εκπληκτικό riff της εισαγωγής το διαδέχεται ένας μεταλλικός ορυμαγδός αλλά και μία υποδειγματική ερμηνεία του Dickinson ο οποίος μπορεί να προσαρμόσει τη φωνή του σε όλες τις ανάγκες, ακόμα και τις πιο απαιτητικές (όπως το πολύ δύσκολο ρεφρέν του εν λόγω κομματιού).

Αλλο ένα κολοσσιαίο riff ξεπροβάλλει στη μέση του επόμενου κομματιού, του Stranger in the Strange Land ενώ το Deja Vu δεν είναι τίποτα άλλο από τα ένα υποτιμημένο, ακόμα και από τους ίδιους τους Maiden, metal διαμάντι.

Ο δίσκος κλείνει με έντονο άρωμα Ελλάδας. Ο Harris εμπνέεται στιχουργικά και μουσικά από την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του αφιερώνει το Alexander the Great το οποίο φροντίζει να ντύσει με ατμοσφαιρικά και ανατολίτικα στοιχεία (φωνή που παραπέμπει στο βασιλιά Φίλιππο στην αρχή, ειδικά κρουστά κτλ) για να χαρίσει στους οπαδούς ένα από τα καλύτερα metal τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ.

Από τότε μέχρι και σήμερα, η live απόδοση του συγκεκριμένου κομματιού παραμένει το μεγάλο απωθημένο των Ελλήνων, ιδίως, οπαδών της μπάντας.

Λέτε να τραγουδήσουμε στο ΟΑΚΑ Alexander the Great, His name struck fear into hearts of men, Alexander the Great,Became a legend amongst mortal men;

Μακάρι, θα ήταν εξαιρετικό να κλείσει έτσι μία μεγάλη συναυλιακή βραδιά…

Οπως και να έχει πάντως, Up the Irons!

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα