Αλέξης Τσίπρας Eurokinissi/ Γρηγόρης Κολλάρος/ 24 MEDIA LAB

ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΧΑΝΕΙΣ ΩΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΠΑΡΑ ΝΑ ΠΑΡΙΣΤΑΝΕΙΣ ΚΑΤΙ ΣΑΝ “ΚΕΝΤΡΟ”

Έχει σημασία να χάσεις επειδή θες να γκρεμίσεις τον φράχτη στον Έβρο, κι όχι παρότι δε θα το κάνεις.

Η ΝΔ είχε ξεκάθαρο μήνυμα. Δεν πίστεψε στην απλή αναλογική (όπως είναι δικαίωμά της), δεν σπατάλησε καθόλου πολιτικό κεφάλαιο αναζητώντας συνεργασίες που μόνο φασαρία θα της προκαλούσαν προεκλογικά και ξεκαθάρισε ότι στοχεύει στην αυτοδυναμία στις επαναληπτικές έως και περιφρονώντας την πρώτη κάλπη.

Επίσης, διάλεξε προσεκτικά τα κοινά της, έχοντας κάνει εδώ και καιρό την παραδοχή ότι δεν μπορεί να μιλάει σε όλους. Οι αποφάσεις του Αρείου Πάγου περιχαράκωσαν ακόμα περισσότερο το τοπίο στα δεξιά της, το έργο Πιερρακάκη την τροφοδότησε με αξιοπιστία, ενώ τη διατήρηση υψηλών ποσοστών συσπείρωσης (πάνω από 80%) βοήθησε το γεγονός ότι κι ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως και πολλοί άλλοι ηγέτες της μεταπολιτικής συνθήκης που του μοιάζουν, έχει επιλέξει να απευθύνεται αποκλειστικά σε εκείνους τον έχουν αναγορεύσει «άνευ αγώνος» σε «κεντρώο», «μεταρρυθμιστή», «εξαιρετικό μάνατζερ». Φυσικά, η επικοινωνιακή υπεροπλία παίζει τον ρόλο της εδώ, αφού η πλειοψηφία των μίντια προστατεύουν με κάθε τρόπο αυτήν την εικόνα. Τα κακώς κείμενα χρεώνονται οπουδήποτε αλλού παρά στον ίδιο – εκείνος παρεμβαίνει μόνο για να διορθώσει.

Κι όσο για τους υπόλοιπους; Σε όλη τη διάρκεια της θητείας της η κυβέρνηση, μεθοδικά και κυνικά, μεγάλωσε την απόσταση μεταξύ ατομικού και συλλογικού ποντάροντας στην πλήρη κοινωνική ανασφάλεια από το σπιράλ των κρίσεων. Προσφέροντας «πυγμή, τάξη-ασφάλεια και passes» (Τα οποία, όσο κι αν χλευάζονται σε δήθεν υπεράνω διαδικτυακές φούσκες, δεν παύουν να είναι πραγματικά λεφτά που μπαίνουν σε άδειους λογαριασμούς.) Ένα τρίπτυχο που αποδείχθηκε συντριπτικά ισχυρότερο από το αντίστοιχο «υποκλοπές, pushbacks, απευθείας αναθέσεις». Κι έτσι η ΝΔ παραλίγο να πετύχει αυτοδυναμία από τις πρώτες εκλογές. Το αξιοσημείωτο δεν είναι η νίκη της, αλλά η διαφορά – η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος στην περίοδο της Μεταπολίτευσης, με την εξαίρεση των εκλογών-δημοψηφίσματος για την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974.

Ο ΣΥΡΙΖΑ συνετρίβη. Τόσο πολύ που τα αίτια του αποτελέσματος-σοκ δε γίνεται να εντοπιστούν μονο στην μνημειωδώς άστοχη προεκλογική του καμπάνια ή μόνο στα (μη) πεπραγμένα του ως ισχυρή αντιπολίτευση την περασμένη τετραετία. Είναι ο συνδυασμός και των δύο.

Όπως έδειξε και η κάλπη, αλλά και το σκηνικό που δημιουργήθηκε με το μομέντουμ του ενισχυμένου ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο έπεσε στην παγίδα της δικής του απλής αναλογικής, αλλά κανείς δεν κατάλαβε και πώς θα την αξοποιούσε (εκτός από το να ψηλώσει προσωρινά τον πήχυ της αυτοδυναμίας για τη ΝΔ). Η φαντασίωση της «προοδευτικής κυβέρνησης» υπονομεύτηκε από το υποδειγματικό αυτογκόλ περί «κυβέρνησης ηττημένων» και παρουσιάστηκε περίπου ως υποχρέωση των όμορων κομμάτων για «να φύγει ο Μητσοτάκης».

Όμως, το ΠΑΣΟΚ δεν τσίμπησε και πορεύθηκε με το «ούτε – ούτε», το ΚΚΕ παρέμεινε αμετακίνητο, συνεπές και ναρκισσευόμενο, το ΜέΡΑ25 πλήρωσε μια επίσης ανερμάτιστη προεκλογική εκστρατεία με χαμηλό μάλιστα performance από τον Γιάνη Βαρουφάκη, ενώ η αναπάντεχα καλή επίδοση της Πλεύσης Ελευθερίας ενέτεινε την αιμορραγία προς τα αριστερά. Όσο πλησιάζαμε στην 21η Μαΐου, η «προοδευτική διακυβέρνηση» διολίσθαινε σε «κυβέρνηση με ανοχή» ή «κυβέρνηση ειδικού σκοπού». Κι ακόμα κι αν ο Τσίπρας δεν είπε ποτέ αυτό το τελευταίο, ήταν τέτοια η απουσία ενός συνεκτικού προεκλογικού νοήματος που έκαναν τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ ευάλωτη σε μιντιακές πονηριές και διαστρεβλώσεις. Με δυο λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξήγησε στον κόσμο γιατί να τον ψηφίσει, θεωρώντας δεδομένο ότι μια κρίσιμη μάζα θα το κάνει από ιδεολογική αδράνεια.

Μισό λεπτό, όμως. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ψήφου και η απώλεια προνομιακών κοινών δείχνουν ότι η πραγματική αυταπάτη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή η σιγουριά. Για να πετύχει την πολυσυζητημένη διεύρυνση προς ένα ασαφές «κέντρο» (όσο ασαφές είναι γενικά το «κέντρο» σε όλον τον κόσμο σήμερα), ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να απευθυνθεί σε πολλά και, μερικές φορές, τελείως αντιφατικά μεταξύ τους ακροατήρια με τελείως αντιφατικά επιχειρήματα. (Τελικά, μόνο 12.4% των κεντρώων τον ψήφισε, όντως δεν πήγε και πολύ καλά αυτό.)

Μερικά τυχαία παραδείγματα: Η πατριωτική αντιπολίτευση στα ελληνοτουρκικά, οι τροπολογίες για μπόνους στους ένστολους την ώρα που έκανε σημαία την καταγγελία της «αστυνομικής βίας», τα λαμπερά πρόσωπα στα ψηφοδέλτια που τελικά του κόστισαν, ο Αντώναρος, η πίστη σε τοξικά πρόσωπα με τοξικό λόγο, οι φωτογραφίες με νόημα λίγες μέρες πριν τις εκλογές με τον Μητροπολίτη Σεραφείμ μπροστά σε επώνυμες προτομές. Παρότι ήταν μόνιμα πίσω στις δημοσκοπήσεις όλη την τετραετία (συνήθως με διψήφιο ποσοστό), ο ΣΥΡΙΖΑ νόμισε ότι θα γυρίσει το παιχνίδι με το να είναι «φρόνιμος», θολώνοντας σιγά σιγά το στίγμα του. Πόνταρε ότι θα κερδίσει ως κάτι σαν «κέντρο», τελικά ούτε καν έχασε ως Αριστερά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπροστά του ένα μήνα να μαζέψει τα κομμάτια του και να επαναλάβει την εντυπωσιακή καμπάνια του μεταξύ Ευρωεκλογών και Βουλευτικών του 2019 που του είχαν δώσει 8 μονάδες και είχαν περιορίσει το εύρος της ήττας του. Eurokinissi/ Γρηγόρης Κολλάρος

Κι όμως…

Έχει σημασία να χάσεις επειδή θες να γκρεμίσεις τον φράχτη στον Έβρο, κι όχι παρότι δε θα το κάνεις.

Έχει σημασία να φανείς «υπεύθυνη δύναμη» αναλαμβάνοντας -όχι ψιθυριστά- την ιδιοκτησία του «Μνημονίου που εφάρμοσες για να μην υπάρχει Μνημόνιο». αφήνοντας πίσω το περίφημο «μαξιλάρι».

Αντ’ αυτών ένα κουρασμένο κόμμα, με έναν κουρασμένο αρχηγό, με κουρασμένα στελέχη, ιδέες και προτάσεις έχασε -όπως δείχνει το αποτέλεσμα- την επαφή με την κοινωνία. Κούραση που είναι εξηγήσιμη, το rollercoaster του ΣΥΡΙΖΑ σε μια 15ετία (από 4.6 στο 36 και τώρα στο 20%) είναι εξοντωτικό σε ανθρώπινο επίπεδο, όμως δε συνοδεύτηκε από ανανέωση στελεχών (που είδαμε πόσο βοήθησε το ΠΑΣΟΚ). Ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε να ακολουθεί μόνιμα την ατζέντα των παραδοσιακών μιντια (δηλαδή της ΝΔ), να χαράσσει στρατηγική για τα σόσιαλ μίντια αντί να κάνει προγραμματική αντιπολίτευση, να αδυνατεί να εξαργυρώσει την κυβερνητική φθορά.

Πουθενά δεν καθρεφτίζεται αυτό περισσότερο από το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την ψήφο των νέων 17-24 ετών, το απόλυτα προνομιακό του πεδίο (40-18% το 2015, 38-30% το 2019, φέτος 32,5-22.7% υπέρ της ΝΔ) κι αυτό που θα του έδινε και προοπτική για το μέλλον. Δεν είναι παράλογο, βέβαια, αν σκεφτεί κανείς ότι το να τσακώνεσαι με το ΠΑΣΟΚ για την κληρονομιά, τα σλόγκαν και τον τρόπο ομιλίας του Ανδρέα Παπανδρέου, αφήνει παγερά αδιάφορη την Gen Z που ήταν αγέννητη όταν το 1996 έφυγε από τη ζωή ο ιστορικός ηγέτης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπροστά του ένα μήνα να μαζέψει τα κομμάτια του και να επαναλάβει την εντυπωσιακή καμπάνια του μεταξύ Ευρωεκλογών και Βουλευτικών του 2019 που του είχε δώσει 8 μονάδες περιορίζοντας το εύρος της ήττας του. Δεν έχει και πολλά να ποντάρει αυτήν την στιγμή, που σφυροκοπάται κι από το ΠΑΣΟΚ, πέρα από την αναμφισβήτητη «πολεμική» κλάση του Αλέξη Τσίπρα. Για τον προοδευτικό χώρο, ανεξαρτήτως προτιμήσεων, είναι πολύ σημαντικό να επανεφεύρει (ή να ξαναβρεί) τον εαυτό του. Απέναντι στην παντοδυναμία Μητσοτάκη και την προοπτική να αναθεωρηθεί το Σύνταγμα από το καθεστώς που έκανε υποκλοπές και στηρίζεται στη μικτή ΛΑΟΣ, το μόνο αντίβαρο είναι περισσότερη και μοντέρνα Αριστερά.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα