ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΥ: “ΟΤΑΝ ΣΚΗΝΟΘΕΤΩ ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ”
Η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ, Κατερίνα Ευαγγελάτου, μιλά στο MAGAZINE
Μπορεί η θητεία της στο Φεστιβάλ Αθηνών να συνέπεσε με την πανδημία του κορονοϊού και τα λοκντάουν, ωστόσο αυτή το αντιμετώπισε ως δική της αποστολή διάσωσης και έβαλε τα δυνατά της προκειμένου να το κρατήσει “ζωντανό” και ανοιχτό για τους καλλιτέχνες και για το κοινό. Τα τελευταία χρόνια, δε σκηνοθέτησε συνειδητά, γιατί ήθελε να δοθεί ψυχή τε και σώματι στο Φεστιβάλ. “Το έκανα αυτό μειώνοντας συνειδητά τη δική μου δραστηριότητα” ομολογεί η ίδια.
Η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, Κατερίνα Ευαγγελάτου, ανάμεσα στις πρόβες για τον Ριγολέτο που σκηνοθετεί για λογιαριασμό της Εθνικής Λυρικής σκηνής και λίγους μήνες πριν τη λήξη της θητείας της, μιλά στο Magazine για το φετινό “φωτεινό” πρόγραμμα, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, τις πολύτιμες εμπειρίες που αποκόμισε και ταυτόχρονα κάνει έναν μικρό απολογισμό των πεπραγμένων της.
Τρία χρόνια φεστιβάλ λοιπόν, πώς θα χαρακτηρίζατε τη φετινή σεζόν;
Η φετινή χρονιά είναι μια χρονιά απελευθέρωσης. Μία χρονιά επανόδου, δυναμικής συσπείρωσης και φωτός, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στο έργο του Γιάννη Βαρελά που κοσμεί τις αφίσες μας (σε συνεργασία με τους g design). Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπήρξαν ανατροπές και στον φετινό προγραμματισμό. Μέχρι και την τελευταία εβδομάδα πριν την ανακοίνωση του προγράμματος υπήρχαν πρότζεκτ που ακυρώθηκαν ή μεταφέρθηκαν για το 2023.
Υπάρχει ωστόσο πιο αισιόδοξος τόνος και μια διάθεση να αφήσουμε πίσω μας την τεράστια δυσκολία και να προχωρήσουμε μπροστά.
Είμαστε πολύ υπερήφανοι για αυτά που καταφέραμε και τις δύο προηγούμενες χρονιές. Το 2021 βρήκαμε τη λύση με την επέκταση του προγράμματός μας και το άνοιγμα των οροφών και καταφέραμε να παρουσιάσουμε πάνω από 80 παραγωγές, ενώ κόψαμε 145.000 εισιτήρια. Αυτό, από μόνο του, λέει πάρα πολλά, γιατί ήταν μία περίοδος που ο κόσμος φοβόταν ακόμη. Κάναμε επίσης την πλατφόρμα του Open plan, έναν χειμώνα που όλοι ήταν κλεισμένοι στα σπίτια τους και φοβόντουσαν. Προσφέραμε δουλειά σε πολλούς Έλληνες καλλιτέχνες και ανοίξαμε μία τελείως νέα προοπτική για τον οργανισμό που ελπίζω να παραμείνει και να εξελιχθεί.
Το φετινό πρόγραμμα έχει πολλά στοιχεία που θεωρώ κομβικά για τη σκέψη μας: διεθνείς συμπαραγωγές κάνουν πρεμιέρα στην Ελλάδα – όπως είναι οι δύο παραστάσεις της Επιδαύρου που σκηνοθετούνται από δύο κορυφαίους σκηνοθέτες και θεατρικούς οργανισμούς του εξωτερικού- η συνέχιση του εγχειρήματος Contemporary Ancients, καθώς και της θεατρικής εκδοτικής σειράς, η επέκταση της πρόσκλησης του νεανικότερου κοινού με δράσεις, όπως ο κύκλος Εlectronica και ο κύκλος Layers of street, η εμβάθυνση της συνολικής εμπειρίας του θεατή, όπως την επιδιώκουμε στην Πειραιως 260 με τις ενότητες Πρόλογος, Έξοδος και τα Jazz στην πλατεία, που ελπίζουμε πως θα καταφέρουν να αυξήσουν τους διαλόγους και τις συζητήσεις μετά το τέλος των παραστάσεων.
Παράλληλα, τεράστια διεθνή ονόματα στο Ηρώδειο και στην Πειραιώς θα δώσουν μεγάλη ώθηση στην παρουσία του Φεστιβάλ. Έχουμε γυρίσει πάλι στη διάρκεια που ήξερε ο κόσμος, Ιούνιο-Ιούλιο στην Αθήνα και Ιούλιο -Αύγουστο στην Επίδαυρο και γενικώς η αίσθηση μας είναι πως ο κόσμος ανυπομονεί για το φεστιβάλ, άλλωστε η προπώληση πάει εξαιρετικά, κάποιες παραστάσεις ήδη πάνε προς το sold out.
Η Αντιγόνη…
Φέτος επιλέξαμε ως κεντρικό μας πρόσωπο την Αντιγόνη. Η Αντιγόνη είναι 100.000 πράγματα μαζί και ειδικά εν μέσω πανδημίας και πολέμου αποκτά ένα ξεχωριστό νόημα.
Έχουμε όχι μόνο παραστάσεις, αλλά και έναν κύκλο πολύ προκλητικών συζητήσεων με κορυφαίους καλεσμένους και καλεσμένες, όπως η Ίντιθ Χολ, όπου θα μιλήσουμε για την πολιτική, για το φύλο, για τα ταφικά έθιμα, το πένθους, αλλά και για την πλευρά της ερμηνεύτριας που έχει παίξει την Αντιγόνη. Θα μιλήσουν δηλαδή και ηθοποιοί που την έχουν ενσαρκώσει. Είναι πολύ ενδιαφέρον που το Φεστιβάλ πέρα από τους Κύκλους του έχει κι έναν κεντρικό άξονα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως όλα τα δρώμενα πρέπει να σχετίζονται με αυτόν.
Γιατί επιλέξατε την Αντιγόνη;
Καταρχάς είναι ένα έργο που αγαπώ πολύ, το έχω μελετήσει εις βάθος, είναι ένα έργο στο οποίο έχω υπάρξει βοηθός του Λευτερη Βογιατζη στη θρυλική πια παρουσίαση της Αντιγόνης το 2006. Έχω μία πολυεπίπεδη σύνδεση με το έργο αυτό. Για μένα η Αντιγόνη είναι μία φλόγα ακεραιότητας, μια δύναμη αντίστασης σε έναν κόσμο που δεν είναι φτιαγμένος για να ακούει τις γυναίκες και επίσης είναι μία ηρωίδα για πολλούς αμφιλεγόμενη -δεν τάσσονται όλοι υπέρ της, πολλοί τάσσονται και με τον Κρέοντα. Πιστεύω πως είναι πολύ σημαντικό για ένα φεστιβάλ να ανοίγει τέτοιους διαλόγους.
Για μένα η Αντιγόνη είναι μία φλόγα ακεραιότητας, μια δύναμη αντίστασης σε έναν κόσμο που δεν είναι φτιαγμένος για να ακούει τις γυναίκες…
Στο ιστορικό πλαίσιο που είμαστε αυτήν την εποχή, το πρόσωπο της Αντιγόνης αποκτά τελείως άλλη διάσταση. Προγραμματίζοντας και βλέποντας και τις προτάσεις που έρχονταν στο open call, διαπιστώσαμε πως υπάρχει πολύ έντονος πολιτικοκοινωνικός προβληματισμός, ενώ το θέμα της ουτοπίας-δυστοπίας επανερχόταν πολύ, ακόμη και στις διεθνείς προτάσεις. Μετά, άρχισαν και οι συζητήσεις για την Αντιγόνη, γιατί υπήρχαν πολλές προτάσεις γύρω από το έργο αυτό…
Πού βρίσκεται ο διεθνής χαρακτήρας του φεστιβάλ;
Σίγουρα τα χρόνια αυτά δεν είναι αντιπροσωπευτικά του τι μπορεί να καταφέρει το Φεστιβάλ. Γιατί δεν μπορεί να μιλήσει κανείς με την πραγματικότητα, όπως θα ήθελε να είναι, αλλά με την πραγματικότητα όπως ήταν. Το 2020 κάναμε λόγω συνθηκών εντόπιο πρόγραμμα, το 2021 ευτυχώς όχι, αλλά γενικώς ήταν μία περίοδος που δεν μπορούσες να κάνεις προγραμματισμό.
Πέρσι είχαμε γύρω στους 1000 διεθνείς καλλιτέχνες, τεράστιος αριθμός. Τον ίδιο θα έχουμε και φέτος. Έχουμε καταφέρει να θεωρούμαστε ισότιμος παίχτης στο εξωτερικό με άλλα φεστιβάλ, αυτό το βλέπουμε και στις προτάσεις που έχουμε για το μέλλον, για πράγματα που ετοιμάζουμε για την επόμενη διετία. Ξέρεις, αυτά τα πρότζεκτ των συμπαραγωγών θέλουν χρόνο, δεν έχει να κάνει με το αν είμαι εγώ στο τιμόνι του φεστιβάλ. Εμείς προσπαθούμε να δημιουργήσουμε έργα που πιστεύουμε πως θα δώσουν στο φεστιβάλ μία νέα ώθηση.
Υπάρχουν πολλά πράγματα που έγιναν. Προσωπικά θα ήθελα να έχουν γίνει πολύ περισσότερα, όπως το showcase, το οποίο ως σχεδιασμός είναι έτοιμο από το 2020, δηλαδή η εξαγωγή του ελληνικού θεάτρου στο εξωτερικό. Θα ήθελα ένα ακόμη πιο πλούσιο διεθνές πρόγραμμα. Αλλά κάνουμε όσα οι δυνάμεις μάς επιτρέπουν.
Το Φεστιβάλ έχει μία αξία αναλλοίωτη στα χρόνια, είτε μιλάμε για το βαθύ παρελθόν είτε για την τελευταία 20ετία και ειδικά στους Ευρωπαίους καλλιτέχνες έχει μία μεγάλη δύναμη. Επίσης υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον και για τους Έλληνες καλλιτέχνες του θεάτρου και του χορού και αυτό είναι κάτι στο οποίο πρέπει να πατήσει το Φεστιβάλ τα επόμενα χρόνια, να γίνει δηλαδή ο πρεσβευτής της ελληνικής δημιουργίας και όχι μόνο συνδημιουργός διεθνών παραγωγών.
ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ
Ας επικεντρωθούμε στην Επίδαυρο. Φέτος έχουμε έναν Ολλανδό και έναν Γερμανό στο αργολικό θέατρο. Είναι ταυτόχρονα μία χρονιά που με την εκτίναξη της τιμής της βενζίνης, πολύ δύσκολα θα αποφασίσει κάποιος να ταξιδέψει για καλλιτέχνες που δεν γνωρίζει. Παλιότερα είδαμε εκεί ονόματα όπως ο Κέβιν Σπέισι, η Έλεν Μίρεν, ο Ίθαν Χοκ, τώρα πώς θα γεμίσει το αρχαίο θέατρο;
Η Επίδαυρος δεν οφείλει να γεμίζει σε όλες τις παραγωγές της. Και το φεστιβάλ οφείλει να καταθέτει προτάσεις όχι με μόνο γνώμονα το τι θα την γεμίσει.. Εμείς δημιουργούμε προτάσεις που δε θα δημιουργούσε ένας ιδιώτης παραγωγός. Είναι προτάσεις που ελπίζουμε ότι θα κομίσουν κάτι διαφορετικό στην ιστορία των Επιδαυρίων, στη συνείδηση του κοινού και θα αφήσουν έντονο αποτύπωμα. Έχουμε την αποστολή να καλλιεργήσουμε τη σχέση του κοινού με τις σύγχρονες προσεγγίσεις στο αρχαίο δράμα και την υποχρέωση να του γνωρίσουμε σημαντικούς δημιουργούς από τις σκηνές του κόσμου.
Όμως η Επίδαυρος κατ’εμέ οφείλει να έχει ένα έυρος καλλιτεχνικών γλωσσών-πάντα ποιοτικών. Γι΄αυτό και αν παρατηρήσει κανείς, οι 8 φετινές παραστάσεις καλύπτουν μία ευρεία βεντάλια επιλογών. Αν αφήσω στο πλάι τις τρεις παραγωγές Κρατικών θεάτρων -γιατί είναι γνωστό πως σε αυτές το curation το έχουν τα Κρατικά θέατρα- έχω πέντε στις οποίες έχουμε κάνει εμείς το curating ή τις έχουμε επιλέξει. Το Φεστιβάλ οφείλει επιπλέον να κάνει προτάσεις που τις διακρίνει η τόλμη και που ο θεατής θα απολαύσει σχεδόν αποκλειστικά στην Επίδαυρο.
Ωστόσο, πέρσι διατυπώθηκαν αρκετές διαφωνίες για την παράσταση του Οστερμάιερ που χαρακτηρίστηκε μία παράσταση “δωματίου”. Τώρα ξέρουμε περίπου τι θα δούμε; Γιατί, εγώ για παράδειγμα θα πάω να δω τις ξένες παραγωγές, αλλά δεν ξέρω αν θα με ακολουθήσουν οι φίλοι μου.
Το να έρθει η παρέα σου μαζί σου, χωρίς να γνωρίζει τους δημιουργούς ή τον θίασο, θέλει 10 χρόνια δουλειάς. Τώρα θα πάνε κυρίως αυτοί που το ψάχνουν. Δε θα πάει αυτός που θα πάει μία φορά το καλοκαίρι στην Επίδαυρο για να δει έναν ηθοποιό που τον ξέρει είτε από το θέατρο είτε από την τηλεόραση. Αυτό είναι ένα άλλο κοινό και έτσι θα παραμείνει. Το κοινό στις πιο ερευνητικές παραγωγές θα μπορέσει να πολλαπλασιαστεί με τα χρόνια, αν υπάρξει μία σταθερή κατεύθυνση από όλες τις επόμενες καλλιτεχνικές διευθύνσεις πως στο Φεστιβάλ μπορείς να δεις και πράγματα πιο ιδιαίτερα και πιο σπάνια. Δεν είναι αυτά που θα μπορέσεις να δεις στη γειτονιά σου. Να ξέρεις όμως πως υπάρχουν κορυφαίοι καλλιτέχνες που τους έχουμε προτείνει την Επίδαυρο και δεν θέλουν. Φοβούνται το μέγεθος, την αναλογία της.
Φέτος έχουμε δύο τελείως διαφορετικές κατευθύνσεις, δύο εντελώς διαφορετικές γλώσσες που αξίζει να τις δούμε στην Επίδαυρο. Αυτή του Γιόχαν Σίμονς, ο οποίος εργάζεται χρόνια σε όλη την Ευρώπη και αποτελεί μία αναγνωρισμένη δύναμη της σκηνοθεσίας. Έχει ξανάρθει στο φεστιβάλ, ξεκίνησε ως ακραία πειραματικός και σιγά σιγά έχει γυρίσει σε έναν προσωπικό δικό του μινιμαλισμό με στόχευση πάνω στη δουλειά με τους ηθοποιούς.
Και αυτή του Ούρλιχ Ράσε που είναι ο πιο περιζήτητος Γερμανός σκηνοθέτης της γενιάς του και έχει μία δική του σκηνική γλώσσα, εντελώς φορμαλιστική, μιλά πάρα πολύ στο νεανικό κοινό, έχει έντονη post rock μουσική, έντονη σωματικότητα, εντυπωσιακά σκηνικά και φωτισμούς.
Ο Οστερμάιερ δεν έκανε ένα θέατρο δωματίου, όπως γράφτηκε, παρουσίασε την άποψή του για το πώς αυτός θέλει να δουλέψει στην Επίδαυρο.
Θα επιστρέψω, όμως σε αυτό που είπες για τον Οστερμάιερ. Ο Οστερμάιερ δεν έκανε ένα θέατρο δωματίου, όπως γράφτηκε, παρουσίασε την άποψή του για το πώς αυτός θέλει να δουλέψει στην Επίδαυρο. Αυτό μπορεί σε κάποιον να “μιλήσει” και σε κάποιον όχι. Οφείλουμε και εμείς να στοχαστούμε πάνω στο πόσο έτοιμοι είμαστε να δεχτούμε κάτι διαφορετικό στην Επίδαυρο. Και μιλώ για το πλατύ κοινό. Αυτό θέλει μία εκπαίδευση και βοήθεια από τους δημοσιογράφους και τους θεατρικούς κριτικούς.
Φέτος πάντως νιώθω πως η μισή Επίδαυρος είναι “τηλεοπτική” και η άλλη μισή είναι ένα στοίχημα. Άγνωστο το πώς θα κάτσει η ζυγαριά…
Μα δε θα κάτσει η ζυγαριά. Η ζυγαριά δεν είναι για να κάτσει. Δεν υπάρχει περίπτωση να φέρει ο γερμανικός θίασος που έχει παράσταση στα γερμανικά, τα ίδια εισιτήρια που θα φέρει με τους ανθρώπους που πρωταγωνιστούν σε σίριαλ που κάνουν τηλεθέαση και είναι κάθε βράδυ στο σαλόνι κάποιου. Όποιος λέει πως αυτός είναι ο στόχος είναι σαν να μην καταλαβαίνει τι έχω κάνει. Δεν έχω κάνει αυτό. Δεν περιμένω να φέρει ο Γερμανός πρωταγωνιστής τα ίδια εισιτήρια με τον Βασίλη Μπισμπίκη. Συγγνώμη, τότε δε θα ήξερα τη δουλειά μου. Το ενδιαφέρον είναι, όμως, πως συνυπάρχουν στο πρόγραμμα -γιατί πρέπει να συνυπάρχουν.
Δεν περιμένω να φέρει ο Γερμανός πρωταγωνιστής τα ίδια εισιτήρια με τον Βασίλη Μπισμπίκη. Συγγνώμη, τότε δε θα ήξερα τη δουλειά μου.
Και, επίσης, οι δύο σκηνοθέτες και ο κύριος Μουμουλίδης και ο κύριος Γκραουζίνις που έχουν πιο τηλεοπτικούς ηθοποιούς μετρούν πάρα πολλά χρόνια δουλειάς πάνω στο αρχαίο δράμα. Δεν τους ήρθε ξαφνικά η ιδέα να πάρουν δύο τηλεοπτικούς ηθοποιούς να κάνουν παράσταση. Το λέω γιατί έχω εκνευριστεί λίγο με όλο αυτό που ακούω. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν πορεία πίσω τους. Και επίσης, πολλοί από τους ηθοποιούς έπαιζαν χρόνια στο θέατρο πριν κάνουν τηλεόραση.
Επίδαυρος και αρχαίο δράμα πάνε μαζί;
Όταν έχεις τόσα θέατρα στα οποία μπορείς να κάνεις τα πάντα, είναι ωραίο να έχεις την Επίδαυρο για το Αρχαίο Δράμα και τη μετεξέλιξή του. Γι’ αυτό και ήθελα να παίξει εκεί το έργο της Μάγια Τσάντε (Οιδίποδας). Εγώ εκεί θα ήθελα να κατευθυνθούμε. Στο αρχαίο Δράμα και στις σύγχρονες μεταγραφές και διασκευές του. Και ξεκινώ από τη Μικρή Επίδαυρο, γιατί πιστεύω πως μπορεί να μπολιάσει τη μεγάλη. Αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί μέσα σε δύο χρόνια. Το contemporary ancients, αυτή η νέα δραματουργία έχει τα μάτια στραμμένα στη Μεγάλη.
Επίσης, παραστάσεις χορού που βασίζονται στους αρχαίους μύθους. Έχουμε κάνει πολλές τέτοιες συζητήσεις και ίσως το 2023 δούμε κάτι από όλα αυτά.
Έχεις πολλές μνήμες από την Επίδαυρο σαν άνθρωπος. Σκεφτόμουν πως αυτό που λείπει είναι μία πιο ολιστική εμπειρία με ξεναγήσεις, δρώμενα στην πόλη του Λυγουριού. Πόσες φορές να κάνεις μία μονοήμερη ή διήμερη εκδρομή για μία μόνο παράσταση…
Για να γίνει αυτό καταρχάς πρέπει να μην είμαστε σε οικονομική κρίση. Υπάρχουν πολλά πράγματα στα σκαριά με το ΥΠΠΟΑ. Πράγματα που εντείνουν την εμπειρία και λειτούργησαν στην Πειραιώς. Στην Επίδαυρο σημαντική είναι για παράδειγμα η λειτουργία της παιδικής απασχόλησης.
Φέτος γίνεται σύνδεση μεταξύ Μικρής και Μεγάλης Επιδαύρου. Έχουμε και Άλκηστη και Αίαντα και στο Μικρό και στο Μεγάλο Θέατρο. Αυτό δεν έχει ξανασυμβεί.
Το Μουσείο των Επιδαυρίων ή άλλες σκέψεις που είχαμε για την περιοχή δεν ήταν εφικτό να γίνουν λόγω του κορονοϊού. Το έχω στο μυαλό μου και έχουμε πολύ ενδιαφέρουσες σκέψεις με το υπουργείο για τα επόμενα χρόνια. Το να ενεργοποιηθεί όλη η περιοχή δεν είναι εύκολο και σχετίζεται με το τι θέλει η ίδια περιοχή να κάνει. Το φεστιβάλ δεν είναι ούτε Υπουργείο Τουρισμού ούτε Δήμος Επιδαύρου. Και για να γίνουν αυτά χρειάζονται επενδύσεις.
Πραγματικά, είναι κρίμα που η ευρύτερη περιοχή είναι 70 χρόνια τώρα απαράλλαχτη. Είναι, ακόμη, όπως ακριβώς ήταν όταν πήγαινα εγώ σαν παιδί με τη μαμά μου. Αν θέλουμε να υπάρξει μια συνολική αντιμετώπιση, καταρχάς πρέπει να χτιστεί μια σοβαρή ξενοδοχειακή μονάδα, να υπάρξουν ευκαιρίες για σύνδεση μέσω ειδικών δράσεων του θεάτρου της Επιδαύρου με τον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο, με το υπέροχο αλλά κλειστό και ανεκμετάλλευτο εδώ και δεκαετίες ΞΕΝΙΑ Επιδαύρου, σύνδεση του μικρού θεάτρου με το λιμάνι της Παλιάς Επιδαύρου και τόσα άλλα. Αυτό βέβαια δεν είναι δουλειά μόνο του φεστιβάλ.
Αν τώρα θέλουμε να δημιουργηθεί μια κατάσταση με artistic residencies, ξεναγήσεις και περιηγήσεις στον τόπο αυτό, αλλά και συνολική ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου πρέπει να υπάρξει συνεργασία με την αρμόδια Eφορεία Aρχαιοτήτων και βέβαια ένα σημαντικό κονδύλι. Αυτά θέλουν χρόνο και όραμα και είναι κάτι πολύ πέρα από το Φεστιβάλ. Δεν μπορεί το φεστιβάλ να παίξει χιλιάδες ρόλους. Είναι όμως εδώ για να προτείνει και να συνδημιουργήσει.
ΗΡΩΔΕΙΟ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 260
Το ότι το Ηρώδειο παίζει μόνο μουσική είναι μία ορθή επιλογή;
Ναι, βλέπω τελικά πως είναι ορθή. Ιδιαιτέρως μετά τη διχοτόμηση του Ηρωδείου από την εποχή του Γιώργου Λούκου, δηλαδή Ιούνιο- Ιούλιο λαμβάνει εκεί χώρα το Φεστιβάλ και Σεπτέμβριο- Οκτώβριο οι εξωφεστιβαλικές παραστάσεις. Το Φεστιβάλ οφείλει να έχει ένα καθαρό στίγμα και να δώσει την ευκαιρία σε μεγάλες ορχήστρες, αλλά και σε ενδιαφέροντα σχήματα άλλης κατεύθυνσης -ποπ, post rock, rock, ηλεκτρονικής μουσική- και σε νεανικότερες τάσεις να μπουν στο Ηρώδειο. Άλλωστε το θέατρο έχει τη στέγη του σε Πειραιώς και Επίδαυρο…
Πειραιώς 260, λοιπόν, γιατί να περάσουμε ενάμιση μήνα εκεί;
Πιστεύω πολύ στη δύναμη της Πειραιώς…Είναι γνωστό ότι ο χώρος αυτός έχει μεγάλους φαν, ανθρώπους που αγοράζουν 10 και 15 εισιτήρια και βλέπουν τα πάντα -και ελληνικά και διεθνή θεάματα. Σου δίνει την ευκαιρία να δεις σε ενάμιση μήνα μέσα μία ποικιλία ονομάτων από το εξωτερικό με εντελώς ξεχωριστές γλώσσες και ταυτότητες, αλλά και πράγματα που αυτή τη στιγμή πρωταγωνιστούν στην ευρωπαϊκή και όχι μόνο σκηνή. Θα ήθελα και περισσότερες προτάσεις από Ασία και Αφρική, αλλά ο κορονοϊός δεν ευνόησε αυτού του είδους τις ανταλλαγές.
Ο χώρος της Πειραιώς προσφέρει κάτι το σπάνιο. Κανείς άλλος οργανισμός δεν προσφέρει τόσο μεγάλες παραγωγές σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και από τόσα μέρη της γης.
Ο χώρος της Πειραιώς προσφέρει κάτι το σπάνιο. Κανείς άλλος οργανισμός δεν προσφέρει τόσο μεγάλες παραγωγές σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και από τόσα μέρη της γης. Ταυτόχρονα εκεί παρουσιάζονται και κάποιες επιλεγμένες ελληνικές παραγωγές, θεάτρου, χορού, και μουσικής – “ανοίξαμε” και τη μουσική με ενδιαφέροντα πράγματα από τον ελληνικό και τον διεθνή χώρο, από τον κύκλο ηλεκτρονικής μουσικής, την Ημερίδα Ελλήνων Μουσουργών για τα 100 χρόνια τους και φυσικά το Project jazz στην Πλατεία που είναι μάλιστα με ελεύθερη είσοδο.
Όλα αυτά πιστεύω θα δημιουργήσουν μία εκρηκτική ατμόσφαιρα και κάπως μία κυψέλη όπου όλοι θα μαζεύονται και θα μπορείς να δεις και δύο παραστάσεις τη μέρα και μετά μία συναυλία.
Οι εκδόσεις του Φεστιβάλ είναι ένα στοίχημα που πέτυχε;
Αγαπώ πάρα πολύ το βιβλίο, πιστεύω πως και ο Έλληνας το αγαπά πολύ. Και ο θεατρόφιλος συνδέεται με τον αναγνώστη. Και επειδή το Φεστιβάλ είναι κάτι εφήμερο, είναι πολύ ωραίο να αφήνει κάτι πίσω του. Έτσι, επέστρεψε ο μεγάλος κατάλογος, δίνουμε πολύ μεγάλη έμφαση στη θεατρική σειρά που συνεχίζεται και φέτος με άλλους τρεις τίτλους, συνεχίζονται οι μεταφράσεις στα αγγλικά για να μπορούν να ταξιδεύουν τα έργα. Ελπίζω αυτό να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια.
Η ανταπόκριση του κοινού ήταν εξαιρετική, στη θεατρική σειρά κάναμε ανατύπωση σε δύο από τους τέσσερις τίτλους, ενώ πήγαμε με δικό μας περίπτερο στην έκθεση Φρανκφούρτης και στην έκθεση Θεσσαλονίκης.
Είναι αρκετά 3 χρόνια για έναν καλλιτεχνικό διευθυντή του φεστιβάλ;
Χωρίς να μιλώ για τον εαυτό μου, η πεποίθησή μου είναι πως η θητεία θα έπρεπε να είναι τετραετής ή πενταετής και αυτός που αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση να το ξέρει τουλάχιστον έναν χρόνο πριν και να υπάρχει προοπτική ανανέωσης της θητείας για άλλη μία φορά. Αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να ισχύει και στα κρατικά θέατρα και σε όλους τους θεσμούς που πρέπει να κάνουν έναν προγραμματισμό.
Καταρχάς σε μία θητεία ο πρώτος χρόνος είναι προγραμματισμένος από τον προηγούμενο καλλιτεχνικό διευθυντή, αλλά και χρόνος γνωριμίας. Κατόπιν όλες οι συνεργασίες θέλουν έναν χρονικό ορίζοντα. Πρέπει να φτιάξεις μία καλή ομάδα, να ταξιδέψεις, να δεις άλλες παραγωγές, να γνωρίσεις άλλους διευθυντές για να κάνετε μαζί πράγματα. Οι αλλαγές από την άλλη χρειάζονται χρόνο, δεν μπορείς να τις επιφέρεις από τη μία στιγμή στην άλλη.
Η πεποίθησή μου είναι πως η θητεία θα έπρεπε να είναι τετραετής ή πενταετής και αυτός που αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση να το ξέρει τουλάχιστον έναν χρόνο πριν και να υπάρχει προοπτική ανανέωσης της θητείας για άλλη μία φορά.
Μου λες πως ξένισε ο Οστερμάιερ ,που πρώτη φορά παρουσιάστηκε ζώσα συγγραφέας στην Επίδαυρο και καινούριο έργο. Αυτό κάποια στιγμή μπορεί να θεωρείται καστεστημένο, αλλά θέλει ένα βάθος χρόνου. Δεν είναι τυχαίο πως όλοι οι διευθυντές που έκαναν έργα είχαν χρόνο μπροστά τους. Μιλώ για παράδειγμα για τον Λούκο, τον Κούρκουλο, τον Χουβαρδά.. Αναφέρω μόνο κάποιους. Δεν πέρασαν τα ονόματα αυτά ευκαιριακά από υπεύθυνες θέσεις.
Το γεγονός της καλλιτεχνικής διεύθυνσης σας φρέναρε καλλιτεχνικά σαν σκηνοθέτιδα;
Μου απορρόφησε πάρα πολύ χρόνο. Από την άλλη δούλευα σε συνθήκες κόβιντ. Αναγκαστικά ο “Άμλετ” κατέβηκε, ενώ θα συνεχιζόταν μέχρι το τέλος της σεζόν και θα πήγαινε και για δεύτερη χρονιά και άλλες τρεις παραγωγές που είχα, αναβλήθηκαν για τα επόμενα χρόνια. Ο Ριγγολέτος επιτέλους γίνεται, είχε αναβληθεί δύο φορές.
Τώρα, όμως, έφτασα σε ένα σημείο που μου έλειψε πάρα πολύ η Σκηνοθεσία. Έτσι αναπνέω και δεν μπορώ να συνεχίσω αλλιώς.
Προτάσεις που μου έκαναν στο μεταξύ, είπα πως δεν προλαβαίνω να τις κάνω, γιατί δούλευα σε μία ειδική συνθήκη εδώ. Αν ζούσαμε σε μία κανονικότητα, θα μπορούσα να προγραμματιστώ καλύτερα, αλλά όταν είσαι μονίμως στο απρόβλεπτο, είναι πάρα πολύ δύσκολο να πεις “εγώ φεύγω γιατί έχω πρόβα”.
Προτίμησα να είμαι εδώ, να κάνω σωστά τη δουλειά μου και να φέρω εις πέρας τη δική μου αποστολή διάσωσης. Το είδα έτσι, θεώρησα ότι πρέπει να είμαι εδώ για να σωθεί το Φεστιβάλ, να κάνουν οι Έλληνες καλλιτέχνες τη δουλειά τους και να έχει και το κοινό πρόσβαση στις ζωντανές Τέχνες. Το έκανα αυτό μειώνοντας συνειδητά τη δική μου δραστηριότητα.
Τώρα, όμως, έφτασα σε ένα σημείο που μου έλειψε πάρα πολύ η Σκηνοθεσία. Έτσι αναπνέω και δεν μπορώ να συνεχίσω αλλιώς.
Η πολυτιμότερη εμπειρία που αποκομίσατε από το Φεστιβάλ ήταν…
Αποκόμισα πάρα πολλά που σίγουρα θα είναι χρήσιμα στην επόμενη φάση της ζωής μου, είτε παραμείνω στο Φεστιβάλ είτε όχι. Η καθημερινή συνεργασία με όλη την μεγάλη ομάδα του Φεστιβάλ, η παρακολούθηση όλων των σταδίων παραγωγής (που δεν ήταν κάτι καινούριο για μένα, καθώς σκηνοθετώ απαιτητικές παραγωγές εδώ και 15 χρόνια και επιπλεόν είχα όλη τη διοικητική εμπειρία από το Αμφι-θεάτρο, εδώ τα πράγματα όμως είναι σε διεθνή κλίμακα), φυσικά το κομμάτι του καλλιτεχνικού curation τόσων παραγωγών, το κομμάτι της επαφής μου με τους Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες και της δημιουργικής συνεργασίας μαζί τους, αυτή η σύνθετη διαδικασία της σύλληψης και της υλοποίησης μιας τεράστιας σκηνοθεσίας που είναι ένα Φεστιβάλ σαν και αυτό.
Γνώρισα ανθρώπους από ένα ευρύτατο πεδίο -όχι μόνο των τεχνών- και έμαθα από όλους κάτι. Και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Έζησα μέσα σε αυτά τα θέατρα που λατρεύω και ένιωσα τη χαρά της προσφοράς μαζί με τους συνεργάτες μου και μάλιστα διπλή γιατί ήταν σε μία δύσκολη στιγμή.
Δεν ακούγεται πως αισθάνεστε και πολύ άτυχη…
Και βέβαια όχι. Δεν νιώθω καθόλου άτυχη. Αισθάνομαι ευτυχής και γεμάτη ευγνωμοσύνη… Δε μετανιώνω που είπα το ναι στην καλλιτεχνική διεύθυνση, ούτε που βρέθηκα σε αυτή τη συγκυρία με τον κόβιντ. Αυτή ήταν μία δραματική συνθήκη σε διεθνές επίπεδο. Και σίγουρα δεν μπορείς να πάρεις προσωπικά μία πανδημία.
Θα έλεγα πως νιώθω τυχερή γιατί αυτήν την αποστολή παρόλη την πολυπλοκότητα που είχε, νομίζω ότι καταφέραμε με τους συνεργάτες μου να την φέρουμε εις πέρας. Και τους είμαι ευγνώμων.
Δε μετανιώνω που είπα το ναι στην καλλιτεχνική διεύθυνση, ούτε που βρέθηκα σε αυτή τη συγκυρία με τον κόβιντ. Αυτή ήταν μία δραματική συνθήκη σε διεθνές επίπεδο. Και σίγουρα δεν μπορείς να πάρεις προσωπικά μία πανδημία.
Θα μπορούσε κάποιος να έχει κινηθεί αλλιώς και με μεγαλύτερη ασφάλεια. Εμείς πήγαμε ανοιχτά, με μεγαλύτερη τόλμη, φυσικά και με κόστος, δουλέψαμε όλοι, σε όλα τα πόστα, το δεκαπλάσιο και τα καταφέραμε.
Και τέλος, νιώθω πως αρχίζετε και φλερτάρετε πιο πολύ με τη μουσική;
Αυτό το φλερτ υπήρχε πάντα. Οι παραστάσεις μου πάντα είχαν έντονο μουσικό στίγμα. Πάντα είχαν πρωτότυπη μουσική γραμμένη ειδικά για αυτές από συνθέτες με τους οποίους δουλεύαμε χέρι χέρι και ήταν εκεί σε όλες τις πρόβες. Είμαι ένα μουσικό άτομο και το λατρεύω αυτό, με τροφοδοτεί πάρα πολύ στη ζωή και στις σκηνοθεσίες μου η σχέση μου με τη μουσική.
Στο Ριγολέττο είναι η τρίτη φορά που σκηνοθετώ όπερα, πραγματικά το αίσθημα του μουσικού θεάτρου είναι κάτι το μεγαλειώδες και είμαι πανευτυχής που επιστρέφω σε αυτή… Η προηγούμενή μου συνεργασία με τον Θοδωρή Κουρεντζή στα “Τα παραμύθια του Χόφμαν” στην όπερα του Περμ στη Ρωσία, ήταν μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή στην πορεία μου. Μου χάρισε και 6 υποψηφιότητες για τα βραβεία Χρυσή Μάσκα, τα κορυφαία βραβεία σε όλο το ρωσόφωνο θέατρο και η παράσταση έμεινε 4-5 χρόνια στο ρεπερτόριο της όπερας, ενώ ψηφίστηκε από το κοινό της ως η καλύτερη παράσταση της χρονιάς. Ακολούθησε το Ζήτα στην Εναλλακτική και τώρα ο Ριγολέττος.
Αγαπώ πολύ στην όπερα και ανυπομονώ να επιστρέψω σε αυτή και με καινούριες σκηνοθεσίες. Θέλω όμως πολύ να γυρίσω και στο θέατρο πρόζας…Όταν σκηνοθετώ είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος.