ΛΕ ΚΟΡΜΠΙΖΙΕ, ΕΝΑΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΠΡΙΝ ΑΠΟ 135 ΧΡΟΝΙΑ
135 χρόνια μετά τη γέννηση του Λε Κορμπιζιέ, το Magazine θυμάται την πορεία του μεγάλου Ελβετού αρχιτέκτονα. Η νεωτερικότητα, οι αρχές, οι τάσεις, τα στιλ και τα υλικά, τα πέντε βασικά σημεία της "φιλοσοφίας" του, η οικιστική μονάδα, η Χάρτα των Αθηνών, η τεχνολογία, η πολεοδομία, τα σημαντικότερα έργα.
Διηγούνται ότι όταν το 1931 ολοκληρώθηκε η κατασκευή της περίφημης Villa Savoye, οι ιδιοκτήτες λίγο μετά, ειδοποίησαν εξοργισμένοι τον Λε Κορμπιζιέ να πάει εκεί το συντομότερο δυνατό, γιατί η στέγη είχε αρχίσει να στάζει μετά την πρώτη βροχή που είχε πέσει ύστερα από την παράδοση του έργου. Πράγματι, ο αρχιτέκτονας έφτασε αμέσως. Η κυρία του σπιτιού, τού έδειξε τη μικρή λίμνη που είχε σχηματιστεί στο πάτωμα. Εκείνος ζήτησε μια λευκή κόλλα χαρτί. Του την έδωσαν. Τότε άρχισε να διπλώνει το χαρτί ξανά και ξανά, μέχρι που έφτιαξε μια βαρκούλα από αυτές που κάνουν τα παιδάκια, την εναπόθεσε απαλά πάνω στη λιμνούλα και ατάραχος αποχώρησε, αφήνοντας εμβρόντητους τους ιδιοκτήτες να τον κοιτάζουν χωρίς να πιστεύουν στα μάτια τους!
Αυτός ήταν ο Λε Κορμπιζιέ, ένας από τους κορυφαίους αρχιτέκτονες του 20ου αιώνα, μια προσωπικότητα εξίσου δυνατή όσο και αντιφατική, περιθωριακός σε όλη του τη ζωή, χωρίς καμία αμφιβολία ο πιο χαρισματικός θεωρητικός της νεωτερικότητας στην αρχιτεκτονική. Με αφορμή τη συμπλήρωση 135 χρόνων από τη γέννησή του, στις 6 Οκτωβρίου του 1887, το Magazine επιχειρεί σήμερα μια μικρή αναδρομή στην παράδοξη διαδρομή του ανθρώπου που υπήρξε ο κύριος συντελεστής της πολεοδομικής επανάστασης της σύγχρονης εποχής, αλλά και ένας “επαναστάτης” που δεν μπόρεσε να κατανοήσει και να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της πραγματικότητας, μετατρέποντας συχνά τη θεωρητική πρωτοπορία του σε πρακτική ουτοπία.
Ο Σαρλ Εντουάρ Ζανρέ Γκρι, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε το 1887 στην Ελβετία από γονείς ωρολογοποιούς και φοίτησε στη σχολή εφαρμοσμένων τεχνών της γενέτειράς του, Λα Σο ντε Φον, προορισμένος να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση. Πολυτάλαντος, προσπαθούσε να επιλέξει ανάμεσα στη διακόσμηση, τη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική. Γρήγορα αποφάσισε ότι το πρόγραμμα σπουδών του, δεν τον κάλυπτε στο παραμικρό, το θεωρούσε τελείως “παραδοσιακό” για τα γούστα του και τελείως αποκομμένο από τη σύγχρονη πραγματικότητα, μη διστάζοντας να εκφράσει την κριτική του δημόσια. Ο ίδιος, ήδη από εκείνα τα χρόνια, είχε αρχίσει να δουλεύει πάνω σε ιδιωτικές βίλες, όπως η Villa Fallet, που σχεδίασε στα 18 του για έναν χαράκτη, φίλο ενός από τους δασκάλους του.
Αυτό που τον γοήτευε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, ήταν η άμεση σχέση της τέχνης με τη βιομηχανία, η σύζευξη της αρχιτεκτονικής αισθητικής με τον δεδομένο πλούτο της μηχανικής. Τον συνέπαιρναν οι “πλατιοί ορίζοντες” και η ανοιχτή, “ζωντανή” αναζήτηση της ενοποίησης σε μια “ενότητα”, της ιστορίας, της μορφής και της τεχνολογίας. Απέρριψε πολύ σύντομα τις σχολές της τέχνης και της αρχιτεκτονικής και αποφάσισε πως ο “δρόμος” της κατανόησης περνούσε υποχρεωτικά μέσα από τα ταξίδια και την ενασχόληση με την ίδια την πράξη, μακριά από θεωρητικά δαιδαλώδη αδιέξοδα. Σε όλη του τη ζωή καυχιόταν ότι δεν είχε πάρει ποτέ του πανεπιστημιακό πτυχίο, προτιμώντας να μαθητεύσει δίπλα στους σύγχρονους δασκάλους της νεωτερικότητας.
Σταθμό στη ζωή του αποτέλεσε η συναναστροφή του με δυο μεγάλες μορφές της αρχιτεκτονικής εκείνης της εποχής. Πρώτα, το 1908, μαθήτευσε δίπλα στον Ογκίστ Περέ, τον παριζιάνο “ποιητή” του μπετόν και μετά, το 1910, στο βερολινέζικο ατελιέ του Πέτερ Μπέρενς, που προσπαθούσε να συνδυάσει την ομορφιά των αρχιτεκτονικών μορφών με τα βιομηχανικά κτίρια. Ο Λε Κορμπιζιέ εγκαταστάθηκε μόνιμα το 1917 στο Παρίσι και το 1930 απέκτησε τη γαλλική υπηκοότητα. Παράλληλα με την ανέγερση ιδιωτικών κατοικιών για εύπορους πελάτες του (όπως η Villa La Roche), ενδιαφέρθηκε για τις στεγαστικές ανάγκες του λαού, έχοντας στο μυαλό του την ανέγερση μεγάλων συγκροτημάτων εργατικών κατοικιών με όρους όμως βιομηχανικής κατασκευής.
Ήδη στο πλαίσιο της ταχείας ανοικοδόμησης των σπιτιών που είχαν καταστραφεί στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τη σειρά κατοικιών Dom-ino στη Βόρεια Γαλλία, ο Λε Κορμπιζιέ εισήγαγε την τεχνική της προκατασκευής. Απέρριψε κάθετα τον εκλεκτικισμό πολλών συναδέλφων του (ποικιλία στοιχείων από διάφορες εποχές και ρυθμούς, που εφαρμόζονται σε ένα κτίσμα), θέλοντας να δώσει “λόγο” στους ίδιους τους κατοίκους για τον σχεδιασμό των κατοικιών τους. Κατοχύρωσε την ευρεσιτεχνία για τη διαδικασία Dom-ino (αρθρωτή δομή ανοιχτού ορόφου) και το 1921 παρουσίασε τη δική του άποψη για τη στέγαση, βασισμένη στο τρίπτυχο “αέρας, ήλιος, χώρος”, στο περιοδικό L’Esprit Nouveau, το οποίο είχε ιδρύσει έναν χρόνο πριν μαζί με τον ζωγράφο Αμεντέ Οζενφάν.
Υιοθέτησε το ψευδώνυμο Λε Κορμπιζιέ και ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, “σπουδάζοντας” την αρχιτεκτονική μέσα από την παρατήρηση μνημείων, τάσεων, στιλ και υλικών. “Δεν έχω διαβάσει ούτε ένα αρχιτεκτονικό βιβλίο, δεν έχω σπουδάσει τους επτά ρυθμούς της αρχιτεκτονικής”, είχε δηλώσει μάλλον περήφανος σε συνέντευξή του στον Ιγκ Ντεζάλ λίγο πριν πεθάνει. Μέσα από την περιπλάνηση και την αναλυτική παρατήρηση, κατέληξε στο δικό του σύστημα, το modulor, όπου κυριαρχούσαν οι διαστάσεις σε ανθρώπινη κλίμακα. Από τα πρώτα χρόνια της ενασχόλησής του με τον σχεδιασμό σπιτιών, τις “μηχανές κατοίκησης”, όπως τις ονόμαζε, εφάρμοσε τα πέντε βασικά σημεία της αρχιτεκτονικής του “φιλοσοφίας”: πυλωτή, επίπεδες σκεπές, ελεύθερη κάτοψη (ανοιχτό εσωτερικό σχέδιο), μεγάλα οριζόντια παράθυρα και ελεύθερη πρόσοψη.
Βέβαια, εκεί “παραμόνευε” ο κίνδυνος της πρακτικής εκμετάλλευσης του χώρου, που σε τελική ανάλυση αποτελούσε έναν βασικότατο παράγοντα της αρχιτεκτονικής λογικής, έτσι όπως αυτή εξελίχθηκε μέσα στον 20ο αιώνα. Από τη στιγμή που η γη ήταν “εμπόρευμα”, άρα και οτιδήποτε χτιζόταν πάνω της το ίδιο, η πιο εύκολη λύση ήταν αυτή που τελικά επικράτησε: κλείσιμο της πυλωτής, το ένα κτίριο κολλάει στο άλλο, ελευθερία όψης και κάτοψης εξαφανισμένη και μηδενική ανάπτυξη της στέγης. Ο Λε Κορμπιζιέ μπορεί με την ιδέα του περί οικιστικής μονάδας (unité d’habitation) να διαμόρφωσε το ευρύτερο πλαίσιο της λεγόμενης λαϊκής πολυκατοικίας, όμως η πρακτική εφαρμογή έδειξε ότι τελικά πήρε έναν τελείως διαφορετικό προσανατολισμό από εκείνον που ο ίδιος επεδίωκε.
Και κάπου εκεί είναι που συναντάμε ένα παράδοξο, το οποίο επαναλαμβάνεται ως μοτίβο σε όλο του το έργο. Η επιθυμία του να σχεδιάσει κατοικίες για τους πολλούς, οδηγούσε στο να περιμένει πολλά από τους λίγους, εκείνους δηλαδή που διέθεταν το κεφάλαιο και τους οποίους έπρεπε να πείσει για την ορθότητα των ιδεών του και την αξία της τέχνης του, ώστε να χρηματοδοτήσουν τα σχέδιά του. Η εμπειρία του στο Πεσάκ είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Λε Κορμπιζιέ συνεταιρίστηκε το 1923 με έναν βιομήχανο για να χτίσει ένα οικοδομικό τετράγωνο με εργατικές κατοικίες στο Πεσάκ, μια πόλη στα περίχωρα του Μπορντό. Για μια τριετία, μέχρι το 1926, θα είχε την ευκαιρία να υλοποιήσει τις πρωτοποριακές του ιδέες.
Ο στόχος του ήταν να εφαρμόσει μια “τυποποιημένη” αρχιτεκτονική, ενταγμένη σε μια σύγχρονη ρυθμιστική πολεοδομία. Όμως ο αρχικός ενθουσιασμός σκόνταψε στην οικονομική πραγματικότητα. Ο Λε Κορμπιζιέ ήταν αφοσιωμένος στο σχέδιό του και στις καινοτομίες (εμφανές μπετόν αρμέ, επίπεδες οροφές, τοίχοι-πετάσματα), ξεχνώντας τελείως κάτι πολύ βασικό στην όλη εξίσωση: το κόστος και τη χρηματοδότηση. Η υπόθεση κατέληξε σε μεγάλο φιάσκο, αφού κάθε κατοικία κόστισε τελικά τέσσερις φορές πάνω από τον αρχικό προϋπολογισμό! Το βασικό πρόβλημα για τον Λε Κορμπιζιέ ήταν η πλήρης άρνησή του να προσαρμοστεί στην “υλική” πραγματικότητα και να κατανοήσει την ισορροπία που θα έπρεπε να υφίσταται ανάμεσα σε ένα σχέδιο και την εφαρμογή του.
Κάθε φορά που εισέπραττε ένα “όχι” από πλούσιους υποψήφιους χρηματοδότες, θεωρούσε πως είχε να κάνει με “σκουριασμένα μυαλά”, ανίκανα να αντιληφθούν το μέγεθος της ιδιοφυΐας του. Είναι γνωστό ότι επέβλεπε πάντα από κοντά τις οικοδομικές εργασίες πάνω στα σχέδιά του και δε δίσταζε να βάζει τις φωνές, με το που υπήρχε η παραμικρή απόκλιση από την αρχική ιδέα του. Είναι επίσης δεδομένο πως ήταν προικισμένος με μια αστείρευτη αλλά και “πειθαρχημένη” φαντασία, με την έννοια ότι πείσμωνε κάθε φορά που οποιαδήποτε ιδέα του δε γινόταν δεκτή με ενθουσιασμό. Κάτι που φάνηκε και στα Διεθνή Συνέδρια Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής (CIAM), των οποίων υπήρξε από τους βασικούς εμψυχωτές.
Τα CIAM ήταν περιοδικές συναντήσεις, στις οποίες ο Λε Κορμπιζιέ, μαζί με άλλους αρχιτέκτονες που συμμερίζονταν τις απόψεις του, επεξεργάστηκε από το 1928 και μετά, τις αρχές της λειτουργικής πολεοδομίας. Αυτές οι αρχές (απλότητα των μορφών, διαχωρισμός των λειτουργιών στο χώρο, ανάκτηση της ουσίας του κτιρίου, καθαρότητα, τάξη και λογική των μορφών, το λευκό χρώμα για τη δημιουργία μιας καινούργιας, “απογυμνωμένης” αισθητικής κλπ) κωδικοποιήθηκαν μετά το Συνέδριο της Αθήνας το 1934, σε ένα ντοκουμέντο που παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα θεμελιώδη κείμενα της σύγχρονης πολεοδομίας, τη Χάρτα των Αθηνών. Φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο, η σύνταξή της προκάλεσε αντιδράσεις ανάμεσα στους υπογράφοντες.
Γιατί; Μα επειδή ο Λε Κορμπιζιέ συνέταξε σχεδόν ολόκληρη την τελική μορφή του κειμένου, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1943 στη Γαλλία, παρακάμπτοντας τους συναδέλφους του, που είχαν κουραστεί από τον αυταρχισμό του. Η αλήθεια είναι ότι ο Λε Κορμπιζιέ δεν είχε ιδιαίτερες “ευαισθησίες” σε θέματα δημοκρατικής συμμετοχής. Ή ήσουν μαζί του ή ήσουν απέναντί του, έτσι τουλάχιστον αντιλαμβανόταν ο ίδιος το “παιχνίδι”. Αποφασισμένος να βρει με κάθε τρόπο τα μέσα για να οικοδομήσει σύμφωνα με τα σχέδιά του, προσπαθούσε να πείσει κυβερνήσεις χωρών σε όλο τον κόσμο, ώστε να τον στηρίξουν οικονομικά, για να εφαρμόσει τη δική του, υποκειμενική αρχιτεκτονική, είτε αυτή αφορούσε λαϊκές κατοικίες, είτε μεγάλα δημόσια κτίρια.
Το 1943 ίδρυσε την Ascoral (Συνέλευση Κατασκευαστών για την Αρχιτεκτονική Ανανέωση), της οποίας οι βασικές ιδέες, για μια ακόμα φορά, αποτέλεσαν τον κορμό της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής πολεοδομίας. Το 1947 έφερε μια μικρή επανάσταση, όταν δημιούργησε την “Πολυκατοικία της Μασσαλίας”, τη λεγόμενη οικιστική μονάδα, ένα κτίριο κοινωνικής κατοικίας, ένα “κάθετο χωριό”, μια πολυκατοικία γιγαντιαίων διαστάσεων με διαμερίσματα-μεζονέτες, αλλά και ξενοδοχεία, καταστήματα, παιδικούς σταθμούς, βιβλιοθήκη, αίθουσα προβολών, γυμναστήριο κλπ. Ακολούθησαν ακόμα τέσσερα τέτοια κτίρια (Ναντ, Φερμινί, Μπριγιέ και Βερολίνο), όλα με “άγριο” εμφανές μπετόν και βαμένα με έντονα βασικά χρώματα.
Σύμφωνα με τον ίδιο, τρία ήταν τα κύρια στοιχεία της πολεοδομίας, το φως, το πράσινο και ο ήλιος, ενώ τα υλικά για την οικοδόμηση μιας πόλης, έπρεπε να είναι “ο ουρανός, ο χώρος, τα δέντρα, το ατσάλι και το τσιμέντο, με αυτή τη σειρά και ιεράρχηση”. Πίστευε ότι το σύγχρονο σπίτι έπρεπε να είναι μια “μηχανή” για κατοικία, συμπληρώνοντας πως η δική του αρχιτεκτονική ήταν αυτή που μπορούσε να προσφέρει στους ανθρώπους σιωπή και ειρήνη. Ένα από τα αγαπημένα του αποφθέγματα ήταν ότι “η κατοικία είναι ο ναός της οικογένειας”. Και πως “αν ο ήλιος μπαίνει μέσα στο σπίτι, μπαίνει λίγο και μέσα στην ψυχή σου”. Θαύμαζε τον Παρθενώνα, τον οποίο χαρακτήριζε ως πραγματική “αποκάλυψη”.
“Τελικά έφτασα στην Αθήνα και είδα την Ακρόπολη. Έμεινα εκεί επτά εβδομάδες, σε καθημερινή επαφή με τα μνημεία, με μεγάλο πάθος και θέρμη. Ανακάλυψα τότε ότι η αρχιτεκτονική είναι το παιχνίδι των όγκων, το παιχνίδι των περιγραμμάτων, εκατό τοις εκατό επινόηση, που εξαρτάται αποκλειστικά από τη δημιουργία εκείνου που ζωγραφίζει” (από τη συνέντευξή του στον Ιγκ Ντεζάλ, το 1965, ένα μήνα πριν πεθάνει). Όταν είχε πρωτοταξιδέψει στη Νέα Υόρκη, μόλις αποβιβάστηκε από το υπερωκεάνιο, τον πολιόρκησε ένα πλήθος δημοσιογράφων, στους οποίους είπε ότι “οι ουρανοξύστες της πόλης, του φαίνονταν πολύ μικροί”. Με την ίδια λογική, είχε εκφράσει την επιθυμία του να ισοπεδώσει κυριολεκτικά το Παρίσι, να διατηρήσει μόνο τα μνημεία του και να το ξαναχτίσει από την αρχή!
Ο Λε Κορμπιζιέ δεν ήταν μόνο χαρισματικός αρχιτέκτονας, είχε και πολύ καλή και “αιχμηρή” πένα, την οποία δε δίσταζε να χρησιμοποιεί εναντίον των συντηρητικών ακαδημαϊκών κύκλων, που τους κατηγορούσε για προσκόλληση στο παρελθόν. Όπως γράψαμε και πιο πάνω, πάντα θεωρούσε τους αντιπάλους του (βασικά, όσους είχαν διαφορετική άποψη από τον ίδιο), αδαείς, στενόμυαλους και ανόητους, κάτι που σημαίνει ότι ήταν βαθιά ελιτιστής. Θεωρούσε ότι μόνο αυτός ήξερε τί ήταν καλό για τη “μάζα”, με αποτέλεσμα να φτάνουμε ξανά και ξανά στο παράδοξο που κυριάρχησε στη ζωή του: από τη μια, κανείς δεν αμφισβητούσε το κύρος και την αξία του ως αρχιτέκτονα, από την άλλη, σχεδόν κανείς δεν του ανέθετε έργα μεγάλης κλίμακας.
Αθεράπευτα εγωιστής, αλλά και ξεροκέφαλος, πέρασε τη ζωή του εκλιπαρώντας δημόσιες αρχές σε όλο τον κόσμο, να του εμπιστευτούν προγράμματα που θα του επέτρεπαν να υλοποιήσει το μεγαλύτερό του όνειρο, να γίνει δηλαδή ο αρχιτεκτονικός “ηγέτης” της χωροταξίας, της πολεοδομίας και της κοινωνικής οργάνωσης. Η αυταρχική του συμπεριφορά, αλλά και η πλήρης άρνησή του σε οποιοδήποτε συμβιβασμό, τού στέρησαν σε μεγάλο βαθμό πάμπολλες αναθέσεις, όμως αυτό δεν τον πτόησε στο παραμικρό. Αντίθετα, όσο και αν τον απαγοήτευαν τα “όχι” (κυρίως αυτά των Γάλλων), θεωρούσε πως το αρχιτεκτονικό και πολεοδομικό του “λεξιλόγιο”, ακουγόταν “ασυνήθιστο”, ακριβώς επειδή ήταν μεγαλοφυές, άρα προορισμένο μόνο για ξεχωριστά μυαλά.
Μπορεί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50 να έχασε το “στοίχημα” της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης, όμως αυτός ο παραγκωνισμός δεν εμπόδισε σε τίποτα τη φήμη του να εξαπλωθεί στη Γαλλία και το εξωτερικό. Έτσι κι αλλιώς, άφησε τη σφραγίδα του σε πολλά κράτη όλου του κόσμου με τον σχεδιασμό και την ανέγερση υπέροχων αρχιτεκτονημάτων, όπως η έδρα της Ένωσης των Σοβιετικών Συνεταιρισμών, το παρεκκλήσι της Παναγίας της Ρονσάν, η οικοδόμηση της πόλης Τσαντίγκαρ στην Ινδία, το Εθνικό Μουσείο Δυτικής Τέχνης στο Τόκιο, η εκκλησία του Saint Pierre, η γυναικεία μονή Saint Marie de la Tourette, η Maison Curutchet στην Αργεντινή, η Weissenhofsiedlung στη Γερμανία και πολλά ακόμα.
Συνολικά, ο Λε Κορμπιζιέ έφτιαξε 42 σημαντικά πολεοδομικά έργα και 75 κτίρια σε 12 χώρες, χρησιμοποιώντας κατά βάση – ειδικότερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – εμφανές σκυρόδεμα, πέτρα και εμφανές τούβλο. Εκτός από αυτά, υπολογίζεται ότι υπάρχουν ακόμα περίπου 450 πίνακές του, 8 τοιχογραφίες, 350 prints, 40 ταπισερί, 50 γλυπτά, 7.000 έργα σε χαρτί και μερικές εκατοντάδες κολάζ. Ο όγκος των αρχείων που άφησε πίσω του, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εξωπραγματικός: 500.000 έγγραφα, 38.000 χάρτες, 6.000 σχέδια, καθώς και ταξιδιωτικές σημειώσεις, φωτογραφίες και βιβλία, όλα αρχειοθετημένα από τον ίδιο. Ένας πραγματικός θησαυρός από κάθε άποψη, τον οποίο μελετούν συνεχώς μαθητές και θαυμαστές του από κάθε γωνιά της γης.
Ακόμα και προς το τέλος της ζωής του, τα τελευταία του καλοκαίρια, τα πέρασε σε μια δικής του έμπνευσης και κατασκευής ξύλινη “καλύβα”, την περίφημη Cabanon de vacances, στη θάλασσα της Κυανής Ακτής. Εκεί, στη Γαλλική Ριβιέρα, τον βρήκε ο θάνατος στις 27 Αυγούστου του 1965, από καρδιακή προσβολή μετά το μπάνιο του στο Καπ Μαρτάν. Σήμερα, 56 χρόνια μετά τον θάνατό του, η παρακαταθήκη του παραμένει πολύτιμη όχι μόνο για την αρχιτεκτονική, αλλά συνολικά για την τέχνη. Πρωτοπόρος, ανατρεπτικός, επικοινωνιακός, ανυποχώρητος, πολυσχιδής, ο Λε Κορμπιζιέ σημάδεψε με τις ιδέες του και τις δημιουργίες του ολόκληρο τον 20ο αιώνα, ανοίγοντας νέους, ανεξερεύνητους δρόμους στη λογική της πολεοδομίας.
Ανέλαβε τον σχεδιασμό και την παραγωγή “αντικειμένων” ανεξαρτήτως κλίμακας, από κατοικίες μέχρι ναούς και από πολυθρόνες μέχρι ολόκληρες πόλεις, αλλά πάντα και παντού εκδηλώθηκαν οι αρετές του, σε όποιο πεδίο και αν εργάστηκε. Ο διηνεκής σεβασμός του στην τεχνολογία, ως βασικής κινητήριας δύναμης της ανθρώπινης διανόησης, αλλά και στις κλασικές αξίες, ως αποτέλεσμα της σχέσης του ανθρώπου με την κοσμική τάξη και αρμονία, σφράγισαν την αρχιτεκτονική του αντίληψη σε κάθε της έκφανση. Δίχασε τον κόσμο της αρχιτεκτονικής όσο ελάχιστοι, όμως ούτε στιγμή δε δίστασε να βαδίσει τον μοναχικό δρόμο του επαναστάτη, που στάθηκε ανίκανος να συμμορφωθεί με τις επιταγές της πραγματικότητας, “χτίζοντας” το προσωπικό του όνειρο, τη δική του αισθητική, τους δικούς του κανόνες και τις δικές του αρχές.
* Πηγές: fondationlecorbusier.fr, architecturaldigest.com, Larousse-Le siécle rebelle, repository.kallipos.gr, slus.gr, ert.gr/ert-arxeio, elculture.gr, wiki