ΛΟΡΑ ΠΟΙΤΡΑΣ: “ΟΙ ΣΑΚΛΕΡ ΕΧΟΥΝ ΑΙΜΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΝΑ ΤΟ ΜΑΘΕΙ”
Κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι της Βενετίας για ένα συνταρακτικό ντοκιμαντέρ πάνω στην φωτογράφο Ναν Γκόλντιν και την κρίση των οπιοειδών στις ΗΠΑ. Το Magazine μίλησε αποκλειστικά με την βραβευμένη με Όσκαρ (για το CitizenFour) σκηνοθέτη Λόρα Πόιτρας.
«Είναι μεγάλη τιμή να σκέφτομαι ότι μπορεί να τραβήξαμε έστω και για λίγο την κουρτίνα, αποκαλύποντας την κυνικά υπολογισμένη δύναμη και επιρροή που ασκούσε αυτή η οικογένεια», λέει η ακτιβίστρια Μέγκαν Κάπλερ, που μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της ακτιβιστικής ομάδας PAIN –την οποία ίδρυσε η θρυλική φωτογράφος Ναν Γκόλντιν– όρθωσαν το ανάστημά τους απέναντι στην ζάπλουτη οικογένεια Σάκλερ.
Την οικογένεια που, όπως εξηγεί και το νέο σπουδαίο ντοκιμαντέρ All the Beauty and the Bloodshed, βρίσκεται ουσιαστικά πίσω από την κρίση των οπιοειδών στην Αμερική, ξεπλένοντας διαρκώς το οικογενειακό τους όνομα μέσα από τάχα ειλικρινείς δωρεές σε μερικά από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. (Μια πλευρά αυτής της ιστορίας είδαμε πρόσφατα και στη μίνι σειρά Dopesick του Disney+).
Με την κληρονομιά της ACT UP ολοζώντανη μες στο μυαλό των μελών της ομάδας και –σύμφωνα με τον έτερο ακτιβιστή Χάρι Κάλεν– με το τεράστιο στάτους της Ναν Γκόλντιν να φέρνει ισχύ και ορμητικότητα στις ενέργειές της PAIN, η ομάδα δεν το έβαλε ποτέ κάτω. Πραγματοποιώντας διαρκώς παρεμβάσεις ακόμα και μες στα ίδια τα μουσεία που συχνά έφεραν ολόκληρες πτέρυγες με το όνομα των Σάκλερ.
Δεκάδες άτομα που ξαφνικά ξάπλωναν στο έδαφος σα να ήταν νεκρά. Αμέτρητα άδεια μπουκαλάκια χαπιών, ξεφορτωμένα μέσα σε ένα συντριβάνι. Η PAIN επέμεινε στις διαμαρτυρίες και τις παρεμβάσεις, θέλοντας να πετύχει, αν όχι την ευθεία καταδίκη, τότε τουλάχιστον τον ηθικό διασυρμό των Σάκλερ. Μια αδίστακτη οικογένεια δισεκατομμυριούχων που πρακτικά ευθύνονται για την κρίση οπιοειδών στην Αμερική μέσα από τη ευρεία διάδοση του εθιστικού OxyContin– και την επιβράβευση των γιατρών που το συνταγογραφούσαν περισσότερο, με επίγνωση φυσικά των αρνητικών του συνεπειών, σύμφωνα με την Κάπλερ.
Κεντρικό ρόλο σε αυτό τον αγώνα παίζει η θρυλική φωτογράφος, καλλιτέχνης Ναν Γκόλντιν. Η δουλειά της εξερευνά LGBT κοινότητες, οικείες στιγμές τρυφερότητας και πάθους, αλλά και την κρίση του AIDS και την κρίση των οπιοειδών, κρίση που είχε θύμα και την ίδια– μόλις το 2017 αποκάλυψε πως αναρρώνει από τον εθισμό της. Το σπουδαίο της έργο, πάντα ειλικρινές, ωμό, συναισθηματικό και –σημαντικό σε αυτή την περίπτωση– αναγνωρισμένο, έφερνε πάντα την Γκόλντιν σε αυτούς ακριβώς τους γεμάτους πρεστίζ καλλιτεχνικούς χώρους, τους οποίους οι Σάκλερ χρησιμοποιούν ως ξέπλυμα. Κι από τους οποίους θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να τους διώξει, ακόμα και ρισκάροντας το ίδιο το στάτους της στον καλλιτεχνικό χώρο.
Είναι ένα πολυεπίπεδο πλέγμα προσώπων και καταστάσεων, που εμπλέκει το επίπονα οικείο και προσωπικό, με ένα πρόβλημα βαθύτατα κοινωνικό. Πώς καταφέρνεις μέσα σε ένα ντοκιμαντέρ που ξεκινά με φτηνές ψηφιακές κάμερες σε ένα σαλόνι, όπου μια ομάδα ανθρώπων αποφασίζει να τα βάλει με μια πανίσχυρη οικογένεια δισεκατομμυριούχων, να ενώσεις ακτιβισμό, προσωπικές αναμνήσεις, και τελικά την Ιστορία ενός ολόκληρου καλλιτεχνικού ρεύματος των ΗΠΑ;
Το έργο αναλαμβάνει η Λόρα Πόιτρας του εξαιρετικού ντοκιμαντέρ CitizenFour για τον Έντουαρντ Σνόουντεν, για το οποίο μάλιστα κέρδισε και το Όσκαρ. Η Πόιτρας πετυχαίνει μια συγκλονιστική ισορροπία, με το All the Beauty and the Bloodshed (που προβάλλεται στις Νύχτες Πρεμιέρας και αργότερα κυκλοφορεί σε διανομή Strada) να μην παραμένει ποτέ μόνο ένα ευθύγραμμο πράγμα. Αλλά να αγκαλιάζει δεκαετίες απώλειας και αντίστασης μέσα από το προσωπικό πορτρέτο μιας θρυλικής καλλιτέχνη, και πάντα υπό το πρίσμα ενός θαυμαστού ακτιβιστικού αγώνα.
Η Πόιτρας κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι στο φετινό φεστιβάλ Βενετίας, μια απολύτως δίκαιη αλλά σοκαριστικά τολμηρή παρόλαυτά απόφαση. (Η βράβευση ντοκιμαντέρ με το συγκεκριμένο βραβείο είχε συμβεί ξανά μόλις μία φορά στις δεκαετίες του φεστιβάλ.) Και το The Magazine ήταν εκεί για να μιλήσει αποκλειστικά με την σκηνοθέτη, για τον ακτιβισμό, την τέχνη, την Ναν Γκόλντιν, για όλους τους φίλους που χάθηκαν στη διαδρομή, και για τους Σάκλερ που έχουν αίμα στα χέρια τους.
Πώς γνώρισες την Ναν Γκόλντιν, ήταν μέσω της δουλειάς της;
Φυσικά ξέρω τη δουλειά της, σπούδασα τέχνη και θαυμάζω απολύτως αυτή τη σπουδαία, ριζοσπαστική καλλιτεχνική δουλειά, είναι τόσο ειλικρινής και γενναία και πραγματικά εμπνέει ολόκληρες γενιές καλλιτεχνών και σκηνοθετών. Οπότε ήξερα τη δουλειά της, αλλά προσωπικά γνωριστήκαμε σε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ στην Πορτογαλία το 2014.
Το φιλμ αυτό ωστόσο άρχισε κάποια στιγμή στη Νέα Υόρκη, σε ένα μίτινγκ με την καλλιτέχνη Χίτο Στάιερλ. Υπήρχε τότε μια κόντρα στον χώρο της τέχνης γύρω από την Γιάνα Πιλ, πρώην διευθύντρια της Serpentine Gallery της οποίας ο άντρας βγήκε πως εμπλεκόταν με το NSO Group, μια διαβόητη ισραηλινή εταιρεία κυβερνο-όπλων, και κάτσαμε όλες μαζί να δουλέψουμε πάνω σε μια ανοιχτή επιστολή.
Η Ναν τότε είχε ιδρύση την PAIN, και στη διάρκεια της συζήτησης που κάναμε για εκείνη την επιστολή, μου ανέφερε πως ήδη φίλμαρε και κατέγραφε τις δράσεις της PAIN. Κι είπα thank god, γιατί πραγματικά ευχόμουν κάποιος άνθρωπος να κάνει ένα τέτοιο φιλμ, είναι τόσο σημαντικό. Τότε μου είπε πως ψάχνει φιλμέηκερς για να συνεργαστούν στο πρότζεκτ κι απάντησα πως θα κάνω ό,τι μπορώ να κάνω, για να βοηθήσω με αυτή την ταινία. Έτσι ξεκίνησε η εμπλοκή μου και έγινε σε απόλυτη συνεργασία με την PAIN και τη Ναν.
Αυτό που με βοήθησε με τη Ναν είναι ότι είναι τόσο δεινή στα πάντα, κι αυτό είναι ένα πρότζεκτ από καλλιτέχνη για ένα καλλιτέχνη. Είναι λοιπόν μια συνεργασία. Είχε σημασία ότι ήξερε κι εκείνη τη δουλειά μου, τα ενδιαφέροντά μου και ιδιαίτερα το ενδιαφέρον μου πάνω στην πολιτική και στην έκθεση της κοινωνικής και συστημικής διαφθοράς.
Η ταινία χρησιμοποιεί βιογραφικά στοιχεία της ζωής της Γκόλντιν, δίπλα στην τέχνη της, δίπλα στον αγώνα της…
Ναι, δεν θεωρώ τον εαυτό μου βιογράφο, το βλέπω σαν ένα καλλιτεχνικό πορτρέτο φτιαγμένο από μια άλλη καλλιτέχνη. Το αποκαλώ πορτρέτο. Αν έκανα βιογραφία θα έλειπαν πράγματα, «δεν μας λες πού σπούδασε» και τέτοια. Δεν με ενδιαφέρουν αυτά τα πράγματα. Υπάρχει μέσα πολλή από τη ζωή της, αλλά είναι εκεί ώστε να εξυπηρετήσει τις ιστορικές συγκλίσεις γύρω από τη δουλειά της Ναν και γύρω από πολιτικές καταστάσεις.
Από νωρίς, από το πρώτο μίτινγκ με τη Ναν, μου μίλησε για την έκθεση Witnesses: Against Our Vanishing. Και ξέρω πως η δουλειά της αφορά γενικότερη την καταστροφή από το AIDS, αλλά δεν ήξερα πως είχε επιμεληθεί το curation κι εκείνης της έκθεσης, που είχε δημιουργήσει μια εθνική κατακραυγή απέναντι στους θεσμούς. Αυτές ήταν οι κολόνες μας κάπως, έπρεπε δηλαδή να δημιουργηθεί μια σύγκλιση παρελθόντος και παρόντος που ενώνει την καταστροφή από την κρίση του AIDS με την σημερινή κρίση οπιοειδών. Η αποτυχία της αμερικάνικης κυβέρνησης, η αποτυχία του FDA (o οργανισμός φαγητών και φαρμάκων των ΗΠΑ), η διαφθορά, ο στιγματισμός των ανθρώπων που υποφέρουν, το πόσο τραγικό είναι. Και στο επίκεντρο υπάρχει η Ναν, που και στις δύο περιπτώσεις είπε πως «πρέπει να κάνω κάτι».
Οπότε αυτό το σκεπτικό κάπως μας μετακύλησε προς το παρελθόν. Και το άλλο στοιχείο ήταν ότι αρχίσαμε να κάνουμε αυτές τις συνεντεύξεις σπίτι της κι ήταν αμέσως τόσο οικείες κι όλες συνδεδεμένες με το έργο της… γιατί για τη Ναν μπορείς να αναφέρεις κάποια βιογραφική πληροφορία αλλά τα πάντα τελικά αφορούν την τέχνη της. Και πώς μπορώ να μιλήσω για το έργο της Ναν χωρίς να μιλήσω για την Κούκι Μιούλερ [σσ. ηθοποιός, πρωταγωνίστρια του Τζον Γουότερς] ή για τον Ντέιβιντ Άρμστρονγκ [σσ. φωτογράφος, φίλος της Γκόλντιν για δεκαετίες, ως το τέλος της ζωής του]; Οπότε με οδήγησαν αυτοί οι διάλογοι που ήταν τόσο άμεσα, συναισθηματικά δυνατοί.
Ένιωσα πως, σαν και στο φωτογραφικό της έργο, υπήρχε εκεί μια ωμότητα αλλά και μια ευαισθησία, καμία κοροϊδία. Αυτό σχημάτισε τον σκελετό της ιστορίας. Αλλά αυτό ήταν απλώς το πρώτο πράγμα. Υπήρχε εκείνη τη στιγμή ένα μικρό γκρουπ ανθρώπων που έκανε μίτινγκ στο σαλόνι της για να τα βάλουν με μια οικογένεια δισεκατομμυριούχων που ήταν υπεύθυνοι για μαζική διαφθορά και θανάτους. Ναι, με ενδιαφέρει αυτό! [γελάει]
Όταν άρχισα να φιλμάρω ήταν αμέσως πριν συνειδητοποιήσουμε ότι η Ναν ακολουθείτο. Γενικά δεν ήταν καθόλου δεδομένο πως θα υπάρξουν επιτυχίες μέσα σε όλη αυτή τη μάχη. Υπήρχε πολύς φόβος και ρίσκο. Υπάρχει μια σκηνή, που δε μπήκε τελικά στο φιλμ, που συναντιούνται τα μέλη της PAIN με δικηγόρους και τους ρωτάνε τι να περιμένουν από τους Σάκλερ. Κι οι δικηγόροι είπαν στη Ναν, πως «αν ήμουν οι Σάκλερ δε θα πήγαινα απέναντι σε όλους, αλλά απέναντι σε εσένα. Θα το κάνουμε δύσκολο για τον οποιονδήποτε να δουλέψει ξανά μαζί σου». Θέλανε να την κάνουν κάτι τοξικό. Άρα υπήρχε αληθινό ρίσκο εκ μέρους της.
Όλα αυτά εκπροσωπούν την ιστορία τρόμου που είναι το αμερικάνικο σύστημα. Τις αποτυχίες της αμερικάνικης κοινωνίας. Την απουσία της δημόσιας υγείας.
Είναι αυτό το πιο βασικό κίνητρο για την αμεσότητα της δουλειάς σου;
Είμαι κι εγώ η ίδια, πολίτης μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας που ευθύνεται για μαζική βία και καταστροφή στον πλανήτη. Δεν είναι αυτός ο κόσμος που θέλω να διαιωνίσω. Δεν με ενδιαφέρει να διαιωνίσω τη βία για την οποία ευθύνεται η χώρα μου. O Ντέιβιντ Βονιαρόβιτς έλεγε, «ξυπνάω κάθε πρωί σε αυτή τη φονική μηχανή που αποκαλούμε Αμερική». Αυτό είναι. Αυτή είναι η Αμερικάνικη Εξαίρεση.
Το είδαμε και σε προηγούμενες δουλειές σου, το είδαμε και στο CitizenFour, το βλέπουμε κι εδώ. Πώς κάνεις κόσμο να σε εμπιστευτεί τόσο;
Κάθε φιλμ είναι διαφορετικό κι αυτό σίγουρα το πιο συνεργατικό. Η Ναν το ξεκίνησε, βασίζεται στο έργο της, και κάποιες στιγμές μιλά για βαθύτατα προσωπικά πράγματα. Όχι για κρατικά μυστικά ή κάτι δημοσίου συμφέροντος. Οπότε έπρεπε να έχει λόγο σε κάθε βήμα. Ήταν αναγκαίο. Είχαμε λοιπόν ολόκληρη διαδικασία. Τις συνεντεύξεις μαζί της δεν τις είδε κανείς ποτέ μέχρι η ίδια η Ναν να έχει την ευκαιρία.
Για μένα, αν ζητάς από κάποιον να μιλήσει για κάτι τόσο προσωπικό πρέπει να έχει την κυριότητα και τον έλεγχο σε κάθε βήμα της διαδικασίας κι αυτό δεν είναι απλά να κερδίσεις δικαιοσύνης αλλά να χτίσεις δομές συναίνεσης. Δεν θα το έκανα σε κάθε πρότζεκτ όλο αυτό, αν μιλούσα με κάποιον εκπρόσωπο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα είχα προφανώς άλλο ύφος απέναντι σε κάτι τέτοιο.
Αν κάτι για το οποίο μιλήσαμε έπρεπε κατά τη Ναν να βγει τελικά εκτός, τότε έβγαινε. Δεν είχα δημοσιογραφικό πρόβλημα με αυτό γιατί δεν είναι δημοσιογραφική η δουλειά που κάνω. Ο λόγος που μιλά η Ναν τόσο δημόσια και που φτάνει σε επίπονα θέματα, είναι επειδή πιστεύει πως τα λάθος πράγματα κρατιούνται μυστικά.
Ποια είναι η σημασία των αισθητικών και καλλιτεχνικών στοιχείων καθώς αφηγείσαι μια ακτιβιστική ιστορία;
Η τέχνη δεν είναι αποδεικτικό στοιχείο για τίποτα. Όμως την ίδια στιγμή, υπάρχει τεράστιος όγκος ερευνητικής δημοσιογραφίας που αποκαλύπτει τι συνέβαινε με τους Σάκλερ για πολλά χρόνια, από 2001-2002, δημοσιογραφικά κομμάτια που ενέπνευσαν και την ίδια τη Ναν να ασχοληθεί. Και κάτι διαφορετικό συνέβη όταν ήρθε μπροστά η Ναν με την ΡΑΙΝ, κάτι που γύρισε έναν διακόπτη.
Η τέχνη λοιπόν δεν είναι ακριβώς στοιχεία, αλλά είναι οπωσδήποτε επικοινωνία. Με οποιονδήποτε τρόπο καταφέρνουμε να επικοινωνήσουμε είναι σημαντικό, κι αυτή είναι η μαγεία του τι μπόρεσε εν τέλει να κάνει η ΡΑΙΝ. Επικοινώνησε μια αλήθεια σε όλα τα επίπεδα.
Και μάλιστα η ΡΑΙΝ και η Ναν, βγήκαν μπροστά την ώρα που ακόμα δυστυχώς υπάρχει ένα στίγμα που συνοδεύει τους εθισμένους.
Χάρη και στην ΡΑΙΝ υπήρξε μια πολύ αποτελεσματική μετακίνηση σε αυτή τη σκέψη. Ότι δηλαδή τελικά το στίγμα πρέπει να ακολουθεί τους ανθρώπους που είναι οι εγκληματίες, οι άνθρωποι στα δωμάτια των μεγάλων μίτινγκ με τα μεγάλα μουσεία, που κάνουν μπίζνες με όπλα ή φαρμακευτικά. Θέλαμε αυτοί οι άνθρωποι να νιώσουν στιγματισμένοι.
Και βασικά ένας από τους λόγους που τα μουσεία ήταν σιωπηλά για τόσο καιρό ήταν όχι μόνο επειδή οι Σάκλερ βρίσκονταν στο τραπέζι αλλά επειδή… ποιος άλλος ήταν σε αυτό το τραπέζι; Και ποιος θα ήταν ο επόμενος που θα μπει στο στόχαστρο;
Βρίσκω εντυπωσιακό στην ταινία πώς το κάθε πράγμα λειτουργεί μες στο άλλο. Έχουμε ακτιβισμό, έχουμε ένα ανθρώπινο προφίλ, κι έχουμε κι ένα ευρύ πορτρέτο του αμερικάνικου counter-culture, μέσα από δεκαετίες πόνου και αντίστασης που κορυφώνονται σε αυτή την ιστορία, αυτού του κινήματος.
Τα περισσότερα φιλμ μου κοιτάζουν κάποιο άτομο που βρίσκεται στην διασταύρωση κάποιας ιστορικής στιγμής και που επιδρούν φέρνοντας κάποιου είδους αλλαγή. Με ενδιαφέρει αυτό. Είναι πορτρέτα ατόμων αλλά και πορτέτα της ευρύτερης κοινωνίας, και η διαδρομή που ακολουθήσαμε ήταν η Ναν που μας πήγε σε αυτά τα μέρη.
Όμως η σύνδεση των ‘80s με το σήμερα ήταν καίρια, όπως και το ποια άτομα, ποιους καλλιτέχνες συναντάμε στην πορεία. Όλα αυτά συνδέονται. Θέλαμε να λειτουργήσουν αυτές οι συνδέσεις. Έπειτα, ένας από τους μοντέρ μας ήταν ο Τζο Μπίνι, που έχει δουλέψει με τον Χέρτσογκ, με την Λιν Ράμσεϊ, στο We Need to Talk About Kevin κινείται πάλι ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν.
Εγώ ήξερα ότι αυτό το φιλμ δε θα μπορούσε να είναι αυστηρά χρονολογικά, ήξερα ότι δε με ενδιέφερε καθόλου βιογραφία ενός καλλιτέχνη, δεν είναι το είδος του φιλμ που με ενδιαφέρει. Όμως υπήρχαν πράγματα στη δουλειά της Ναν πάνω στο τι σημαίνει να είσαι καλλιτέχνης, και γύρω από την αλήθεια και την καταγραφή. Υπάρχει μια ατάκα που βρίσκω πολύ ουσιαστική μες στην ταινία: «τι κάνεις αν οι άνθρωποι λένε ότι κάτι δεν συνέβη;».
Γι’αυτό κάνω ταινίες. Γι’αυτό παίρνω εικόνες. Θα καταγράψω. Γιατί κανείς άλλος δεν θα πει αυτή την ιστορία. Και δεν είναι απλά αυτή η μία οικογένεια το πρόβλημα. Είναι η κοινωνία.
Επιπλέον, οι άνθρωποι που φωτογραφίζει η Ναν είναι φίλοι της και εραστές και συγκάτοικοί της κι αυτό είναι πολύ ουσιώδες γιατί τους βλέπουμε, τους ακούμε, ακολουθούμε τις ιστορίες τους, την τοποθέτησή τους στον κόσμο. Τους ανθρώπους που εκείνη αγαπά, εμείς δεν μπορούμε να τους δούμε ως counter-culture. Έτρεχαν μακριά από τα όσο εκπροσωπούσε η Αμερική αλλά δεν σκέφτονταν τους εαυτούς τους ως επαναστάτες.
Βασικά απέρριπταν το στάτους κβο κι εμένα αυτό με εμπνέει. Πώς το κάνουμε αυτό; Αυτές οι κοινωνικές δομές είναι αχανείς, πώς μπορείς να δημιουργήσεις εσύ κάτι που είναι έξω από αυτό;
Ένα από τα ανατριχιαστικά πράγματα είναι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που χάθηκαν στην διαδρομή, ακόμα μας μιλάνε. Κάθε λέξη που λέει ο Ντέιβιντ Άρμστρονγκ νιώθεις πως είναι φυσικά εντός της εποχής του, αλλά ποτέ δεν νιώθεις πως πρόκειται για κάτι νοσταλγικό ή παρελθοντικό. Υπάρχει μια αμεσότητα. Λέει κάποια στιγμή, «δεν είναι τρομερό ότι ένα άτομο μπορεί να δημιουργήσει τέτοια πολεμική διαμάχη; Αυτό δείχνει πως υπάρχει ένα ράγισμα στον τοίχο». Και νιώθω ότι αυτές οι ρωγμές είναι που η Ναν κι η PAIN μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν. Αποφάσιζαν και πήγαιναν στα μουσεία, να κάνουν μια δράση για δέκα λεπτά, ίσα ίσα μέχρι να τους μαζέψουν. Είναι τρομερά εμψυχωτικό αυτό.
Αλλά από την άλλη όλα αυτά τελικά έχουν να κάνουν με την ατιμωρησία. Οι Σάκλερ, κανείς τους δεν είναι φυλακή. Εξαγόρασαν την συνεχιζόμενη ελευθερία τους. Ξέφυγαν. Κι αυτό… από τη μία ναι, υπάρχουν οι νίκες για να πανηγυρίσεις, αλλά από την άλλη όλα αυτά τα δομικά συστήματα είναι απολύτως σταθερά στη θέση τους. Η τραγωδία είναι φυσικά οι θάνατοι, αλλά οι τραγωδία είναι κι ότι δεν υπάρχει ποτέ υπαιτιότητα.
Υπάρχει μια σκηνή που τα μέλη της οικογένειας Σάκλερ υποχρεώνονται να γίνουν μάρτυρες των καταθέσεων δεκάδων θυμάτων. Και είναι δύσκολο σε εκείνο το σημείο να διαβάσεις τα πρόσωπά τους. Πιστεύεις ότι είναι ικανοί ποτέ να πουν ότι λυπούνται; Ή ότι νιώθουν κάποια ευθύνη; Ή είναι αδύνατον;
Εσύ τι νομίζεις; [γελάει]
Ότι είναι αδύνατον.
Ναι. Το ξέρουν εδώ και δεκαετίες. Θα μπορούσες έστω να πεις, αν βγάζανε κάτι στο εμπόριο και μετά άρχιζαν άνθρωποι να πεθαίνουν από υπερβολική δόση και εθισμό, και το συνειδητοποιούσαν και το σταματούσαν τότε… ίσως σε αυτή την περίπτωση.
Αλλά φυσικά δεν συμβαίνει αυτό. Είναι κερδοσκόποι. Και έχουν αίμα στα χέρια τους.
Το All the Beauty and the Bloodshed κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Strada. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο φεστιβάλ Βενετίας τον Σεπτέμβριο του ‘22.