MAESTRO: 10 ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΣΑΝ ΣΤΗ ΝΕΑ ΣΕΙΡΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΚΑΛΙΑΤΗ
Είδαμε την πρεμιέρα του "Maestro" και σας δίνουμε τους λόγους που αξίζει να την παρακολουθήσετε.
Η νέα σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη με τίτλο “Maestro” στο MEGA, αποτελεί εδώ και μήνες αντικείμενο συζήτησης, με τους τηλεθεατές να αναμένουν την πρεμιέρα της με τεράστια αγωνία. Τέλος στην ανυπομονησία τους δόθηκε το βράδυ της Πέμπτης (13/10), όταν προβλήθηκε το πρώτο επεισόδιο της σειράς, με το τηλεοπτικό κοινό να την αποθεώνει και να ζητά με μεγάλο ενθουσιασμό το επόμενο.
Αφενός, η πολύχρονη αποχή του Χριστόφορου Παπακαλιάτη από την ελληνική τηλεόραση και, αφετέρου, η μοναδικότητα και πρωτοτυπία των έργων του, που ακολουθούν ένα συγκεκριμένο και πολύ προσωπικό καλλιτεχνικό ύφος, είχαν δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες στους τηλεθεατές. Ομολογουμένως, οι προηγούμενες τηλεοπτικές δουλειές του (αλλά και οι κινηματογραφικές) έγιναν μεγάλες επιτυχίες και μνημονεύονται μέχρι και σήμερα, ακόμη κι αν έχουν περάσει αρκετά χρόνια.
Παράλληλα, ο ίδιος ο δημιουργός είχε θέσει υψηλά τον πήχη με τις δηλώσεις του, αφού παραδέχτηκε πως το “Maestro” αποτελεί την καλύτερη δουλειά του έως τώρα, μεγαλώνοντας κι άλλο τον “μύθο” γύρω από τη σειρά. Τα trailers, δε, που είχαν δοθεί στη δημοσιότητα, είχαν προετοιμάσει το κοινό για μια σειρά με δυνατή πλοκή, εξαιρετικές ερμηνείες και απρόσμενες ανατροπές, η οποία φαινόταν “κεντημένη” με μαεστρία και δουλεμένη με προσοχή στις λεπτομέρειες.
Ήταν, τελικά, η πρεμιέρα του “Maestro” αντάξια των προσδοκιών που είχαμε “χτίσει” και του “ντόρου” που έγινε;
Maestro: 10 πράγματα που καταλάβαμε από την πρεμιέρα
Η σειρά είναι στημένη σαν να πρόκειται για ταινία που χωρίζεται σε πολλά μέρη (επεισόδια) και γενικότερα διακατέχεται από μία κινηματογραφική αισθητική. Η παραγωγή είναι υψηλών προδιαγραφών και φαίνεται στην πράξη (εν προκειμένω στην οθόνη μας) το υψηλό κόστος της, το οποίο έχει παραδεχτεί και ο ίδιος ο δημιουργός. Εκτός από ταινία, μας θυμίζει τις limited series – “διαμάντια” του Netflix (υπενθυμίζεται πως η σειρά είναι 9 επεισοδίων, ενώ θα υπάρξει και β’ κύκλος), γι’ αυτό και οι πληροφορίες που θέλουν τη σειρά να μεταφέρεται το επόμενο διάστημα σε streaming πλατφόρμα του εξωτερικού, δεν μας κάνουν καθόλου εντύπωση. Είναι, όντως, μία σειρά που θα μπορούσε να σταθεί επάξια σε μία πλατφόρμα τέτοιου βεληνεκούς. Άλλωστε, αυτός είναι και ο λόγος που ο τίτλος της δεν είναι στα ελληνικά.
Το σενάριο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο τηλεθεατής αποκτά μεγάλη περιέργεια τόσο για το τι θα συμβεί στη συνέχεια ανάμεσα στους ήρωες, όσο και για όλα εκείνα τα στοιχεία που υπονοούνται. Η περιέργεια, όμως, αυτή, ξεχωρίζει από εκείνην άλλων σειρών, οι οποίες μας “κόβουν” σε ένα συγκεκριμένο σημείο στο τέλος του επεισοδίου. Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης αφηγείται μία ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Οι εξελίξεις που αναμένει ο τηλεθεατής δεν έχουν να κάνουν μόνο με ερωτήματα τύπου “ποιος είναι ο δολοφόνος;” ή “θα τα φτιάξουν οι πρωταγωνιστές;”, αλλά με μια γενικότερη αγωνία για το πώς θα αναπτυχθεί η ιστορία και οι χαρακτήρες που την απαρτίζουν. Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης έδειξε πως προχωρά μπροστά, χωρίς να αναπαράγει σεναριακά πρότυπα του παρελθόντος.
Το καστ του “Maestro” είναι αριστουργηματικό, αφού αποτελείται εξίσου από καταξιωμένους ηθοποιούς, οι οποίοι έχουν αποδείξει εδώ και χρόνια το τεράστιο ταλέντο τους, αλλά και από νεότερους ηθοποιούς, φρέσκα πρόσωπα που δεν έχουν “καεί” στην τηλεόραση. Η ισορροπία αυτή δίνει άλλη πνοή στο έργο και βλέποντάς τους να ερμηνεύουν τόσο καλά τους ρόλους τους, με τους οποίους ταυτίζονται απόλυτα, αβίαστα ξεστομίζεις πως οι ηθοποιοί είναι “ένας κι ένας”. Από την καθηλωτική Μαρία Καβογιάννη και τον βλοσυρό Γιάννη Τσορτέκη, μέχρι την δροσερή Κλέλια Ανδριολάτου και τους πολλά υποσχόμενους Ορέστη Χαλκιά και Γιώργο Μπένο, η επιλογή του καστ είναι άκρως επιτυχημένη.
Η Χαρούλα Αλεξίου αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο από μόνη της. Πρόκειται για την πρώτη συμμετοχή της σε τηλεοπτική σειρά και μέσα από τον ρόλο της γιαγιάς, την οποία υποδύεται, αποδεικνύει πως, εκτός από μια εξαιρετική ερμηνεύτρια, είναι και μία καταπληκτική ηθοποιός. Μάλιστα, το υποκριτικό της ταλέντο δεν εξαντλείται στο δράμα (που είναι το είδος πάνω στο οποίο στηρίζεται η σειρά), αλλά και στην κωμωδία, μιας και έχει αρκετές σκηνές που είναι πιο ανάλαφρες. Όσο για τον ρόλο της, η αλήθεια είναι πως της ταιριάζει γάντι, αφού αποπνέει την καλλιέργεια και την αριστοκρατικότητα που διαθέτει και η ίδια ως άνθρωπος, αλλά και την μουσική ενασχόληση, που είναι το στοιχείο της.
Η σειρά καταπιάνεται με κοινωνικά ζητήματα και προβλήματα που μας απασχολούν καθημερινά, όπως είναι η ενδοοικογενειακή βία, ο ρατσισμός, η ομοφοβία, αλλά και οι παθογένειες της “αγίας ελληνικής οικογένειας”. Η σιωπή και, τελικά, η συνενοχή της γειτονιάς, ο “γολγοθάς” των ανθρώπων πίσω από τα καλοσχηματισμένα χαμόγελα και τις κλειστές πόρτες, η υποκρισία της κοινωνίας, η πατριαρχία και η έμφυλη βία, ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας και είναι ανατριχιαστικά επίκαιρα. Η βία, εξάλλου, είναι εκείνη που πυροδοτεί όλες τις εξελίξεις στη σειρά, που οδηγεί τους ήρωες σε σκοτεινά μονοπάτια και που φέρνει καταστροφικές συνέπειες. Παράλληλα, στη σειρά δίνεται ορατότητα σε ΛΟΑΤΚΙ άτομα, με τρόπο που δεν προσβάλλει, όπως έχουμε δει να γίνεται σε άλλες σειρές – ακόμη κι αν έχουν καλή πρόθεση-, αλλά και με τρόπο που δεν εξιδανικεύει την κοινωνία στην οποία ζούμε. Με βάση όλα αυτά, η σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη μάς φέρνει αντιμέτωπους με τους εαυτούς μας και μας καλεί να κοιτάξουμε κατάματα τους φόβους και τα λάθη μας, ώστε να τα ξεπεράσουμε και να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.
Η σύγχρονη ματιά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη δεν εξαντλείται στα κοινωνικά θέματα, αλλά πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα. Ο δημιουργός συμπορεύεται με την εποχή του σε όλους τους άξονες. Είναι η πρώτη ελληνική τηλεοπτική σειρά στην οποία βλέπουμε την πανδημία να είναι παρούσα, με τους χαρακτήρες να φοράνε μάσκες κατά του κορονοϊού και να χρησιμοποιούν αντισηπτικά. Επίσης, οι πρωταγωνιστές χρησιμοποιούν dating apps, ανταποκρινόμενοι στη σύγχρονη πραγματικότητα όπου το φλερτ έχει μεταφερθεί στο Tinder και στα social media. Οι συνθήκες αυτές δείχνουν πως η σειρά “συνομιλεί” με το τώρα και ο τηλεθεατής ταυτίζεται πολύ πιο εύκολα με αυτό που βλέπει.
Η σκηνοθεσία της σειράς είναι κινηματογραφική και έχει μια καλλιτεχνική ματιά, που συναντάμε συχνά στα έργα του. Οι ήρωες δεν στήνονται για να πουν τα λόγια τους, οι διάλογοι ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ο κόσμος τον οποίον έχει φτιάξει και μας παρουσιάζει είναι ανεπιτήδευτα ρεαλιστικός και όχι ψεύτικα κατασκευασμένος για τις ανάγκες της τηλεόρασης. Οι σιωπές, τα βλέμματα, οι λέξεις, είναι τοποθετημένα προσεκτικά και συνθέτουν ένα όμορφο παζλ, οδηγώντας σε ένα άρτιο αποτέλεσμα.
Η μουσική αποτελεί σημαντικό στοιχείο της σειράς και είναι παρούσα σε διάφορα σημεία της, κάτι που έχουμε συνηθίσει – και που αγαπάμε – στις σειρές του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Εκτός από τα εκλεκτά τραγούδια που ακούγονται κατά τη διάρκειά της, αλλά και την πρωτότυπη μουσική που έχει γράψει ο Κώστας Χρηστίδης, ξεχωρίζει η ιδιαίτερη διασκευή του διαχρονικού “Creep” των Radiohead, δια χειρός της Kid Moxie. Η Ελληνίδα συνθέτρια, παραγωγός, τραγουδίστρια και πρωτοπόρος της κινηματογραφικής pop μουσικής Kid Moxie (ή αλλιώς Έλενα Χαρμπίλα), δίνει νέα πνοή στο τραγούδι με την ατμοσφαιρική φωνή της.
Η φωτογραφία της σειράς είναι εξαιρετική. Η καθαρή εικόνα, τα πανέμορφα πλάνα από τους Παξούς, τα φωτεινά εξωτερικά γυρίσματα, συνθέτουν ένα μαγικό και ατμοσφαιρικό σκηνικό, μέσα στο οποίο εξελίσσεται η ιστορία. Αξίζει να σημειωθεί, πως τα γυρίσματα της σειράς πραγματοποιήθηκαν, εκτός από τους Παξούς, και στην Κέρκυρα και στην Αθήνα. Πάντως, ειδικά μετά από δύο χρόνια πανδημίας, αλλά και μετά από πολλές σειρές που εκτυλίσσονταν μέσα σε κλειστά σπίτια και σκοτεινά στούντιο, οι εικόνες που προσφέρει το “Maestro” αποτελούν “οφθαλμόλουτρο”.
Επίσης, μεγάλη εντύπωση μας έκανε το γεγονός ότι οι ηθοποιοί – πλην του Παπακαλιάτη – έχουν κρατήσει τα πραγματικά τους ονόματα. Ο ίδιος ο δημιουργός είχε παραδεχτεί πως, αρχικά, κράτησε τα αληθινά ονόματα της Μαρίας Καβογιάννη και του Φάνη Μουρατίδη, καθώς έγραψε τους ρόλους τους “πάνω” τους, αλλά φαίνεται πως το εφάρμοσε σε όλους. Και πολύ καλά έκανε, αφού με αυτό τον τρόπο, όχι μόνο πρωτοτυπεί για άλλη μια φορά, αλλά προσφέρει αμεσότητα και οικειότητα στον θεατή.
Κλείνοντας, για να δώσουμε απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε παραπάνω, ναι, το “Maestro” είναι αντάξιο των προσδοκιών που είχαμε “χτίσει” και του “ντόρου” που έγινε. Και η χθεσινή πρεμιέρα ήταν μόνο η αρχή, αφού η συνέχεια της σειράς αναμένεται ακόμη πιο συγκλονιστική και οι σκηνές που θα δούμε θα μας φέρουν σε ευθεία σύγκρουση με τον εαυτό μας και με την ανθρώπινη υπόστασή μας. Φαίνεται, τελικά, πως ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης έλειπε από την ελληνική τηλεόραση και πως έχει κάλλιστα μία θέση σε αυτήν.