30 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΙ: ΜΙΑ ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΕΙΡΑ ΘΡΥΛΟ
Η σειρά-θρύλος, οι εμβληματικοί "Απαράδεκτοι" πρωτοπαίχθηκε στην ελληνική τηλεόραση πριν από ακριβώς 30 χρόνια. Οι λόγοι που την κατέστησαν πραγματικά ξεχωριστή, αξεπεράστη και εξόχως διαχρονική.
Eν έτει 2021 ο γράφων πιστεύει ακράνδαντα ότι η Δήμητρα Παπαδόπουλου δεν έχει συλλάβει στην ολότητά του το τι ήταν οι Απαράδεκτοι και πόσο επιδραστική αποδείχθηκε η γραφή της στο συγκεκριμένο σίριαλ. Ίσως επίσης να μην έχει πλήρη εικόνα της δημοφιλίας της σειράς 30 (ακριβώς) χρόνια μετά την πρώτη προβολή του πρώτου επεισοδίου της, στις 18 Σεπτεμβρίου του 1991. Και τέλος, είναι πολύ πιθανό η ίδια να διαφωνήσει με την άποψη ότι αν οι Απαράδεκτοι είχαν Αμερικανούς ηθοποιούς, διαλόγους στα αγγλικά και προβάλλονταν στην αμερικανική τηλεόραση οι 4+2 ήρωες θα ήταν τώρα ζάμπλουτοι και πασίγνωστοι σε όλη την υφήλιο.
Ας είναι. Με τη Δημητρούλα έτσι και αλλιώς δεν τα βάζει κανείς. Αλλά δεν μπορούμε να μην υπογραμμίσουμε ότι όταν η εν λόγω έγραφε τους Απαράδεκτους ήταν σαν να έχει μπροστά της γυάλα και να βλέπει το μέλλον μετά από 20 και 30 χρόνια. Αυτό είναι το σχεδόν σκανδαλώδες με το κείμενο. Πως η Δήμητρα και μέσα από το σενάριο οι ηθοποιοί της σειράς περιέγραψαν μία Ελλάδα όχι της εποχής τους αλλά του μέλλοντος, του μακρινού, για τότε, μέλλοντος.
Η παραγωγή μαζί με τη Δήμητρα πήρε απίστευτα ρίσκα, εξωφρενικά. Οι τρεις από τους τέσσερις πρωταγωνιστές (εκτός του θρυλικού Βλάσση Μπονάτσου δηλαδή) δεν ήταν πρώτες φίρμες. Οι δευτεραγωνιστές (Ρένια Λουιζίδου, Βασίλης Χαλακατεβάκης) σχετικά άγνωστοι. Η σειρά είχε γκέι χαρακτήρα σε βασικό, πρωταγωνιστικό ρόλο, γεγονός μάλλον αδιανόητο για την εποχή. Η παρέα γενικά δεν ήταν και πολύ νορμάλ για την τότε κουλτούρα. Ενα ζευγάρι χωρίς παιδιά και δύο φίλοι, ο ένας ομοφυλόφιλος, που συγκατοικούν. Και όλα αυτά προορισμένα για το prime time, αμέσως μετά το δελτίο, προορισμένα για την αγία ελληνική οικογένεια.
Όχι αδικαιολόγητα, ο Aντέννα είχε απορρίψει το σενάριο. Το πήρε το Mega, το στήριξε αν και τα νούμερα των πρώτων επεισοδίων δεν ήταν ικανοποιητικά και τελικά τίναξε την μπάνκα στον αέρα με 60άρια και 70άρια τηλεθέασης, τα οποία έκαναν τη σειρά στο πέρασμα των χρόνων κλασική. Αναντικατάστατη. Εντελώς μοναδική. Και φυσικά γνήσια Απαράδεκτη.
“Ξέρετε, εγώ είμαι της γενιάς του Πολυτεχνείου..”
Αυτό το κείμενο…Μόλις 18 χρόνια μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, τα απομυθοποίησε πλήρως. Μέχρι τότε, το Πολυτεχνείο ήταν ένα Τοτέμ που κανείς δεν το άγγιζε με σατιρική διάθεση. Η Δήμητρα το έκανε και μέσα από το στόμα του Σπύρου βροντοφώναξε ότι “εντάξει, σύντροφοι, μας ζαλίσατε με το Πολυτεχνείο, το θέμα είναι τώρα τι κάνουμε”. Για το 1991 αυτό συνιστούσε μία πράξη σχεδόν επαναστατική, εντελώς κόντρα στο ρεύμα.
Οι διαπροσωπικές σχέσεις μπήκαν σε άλλο πρίσμα μέσα από τη γραφή της Δήμητρας. Ο ομοφυλόφιλος άντρας μπαίνει καθημερινά στα σπίτια των Ελλήνων, γκρεμίζει τα στερεότυπα και διεκδικεί θέση και ρόλο στην ελληνική κοινωνία. Ο Μπέζος, μία μεγάλη αποκάλυψη, υπηρετεί τον ρόλο με μεγάλη αγάπη και περισσεύματα υπερηφάνιας, φέρνει τον γκέι χαρακτήρα στο σπίτι του μέσου Έλληνα με αγάπη, χωρίς όμως να “φωνάζει” με την ερμηνεία του.
Το ζευγάρι Σπύρου και Δημήτρας, μακριά από τον πόθο της απόκτησης παιδιού, παλεύει μεταξύ του παλιού και του νέου. Ο Σπύρος, υποτίθεται αριστερός, έχει μία βαθιά συντηρητική άποψη για τις γυναίκες την οποία αμφισβητεί συνεχώς και πηγαία η κατά τα άλλα αμόρφωτη Δήμητρα σε ένα φεμινισμό με σύγχρονο πρόσωπο. “Θα βγάζω δικά μου λεφτά, δεν θα ξυρίζομαι και θα σε έχω και χεσμένο” όπως λέει χαρακτηριστικά σε ένα από τα πρώτα επεισόδια.
ΌΙλα αυτά έρχονται να ταιριάξουν πλήρως με τον απροσδόκητο και αυθεντικά απαράδεκτο Βλάσση Μπονάτσο ο οποίος στη σειρά παίζει κυριολεκτικά τον εαυτό του. Είναι ο Βλάσσης Μπονάτσος, πρώην τραγουδιστής των Πελόμα Μποκιού, τέλος. Άρχοντας του αυτοσχεδιασμού, ένα λατρεμένο ρεμάλι, δίνει στη σειρά ένα καταπληκτικά ροκ χαρακτήρα που ακόμα και σήμερα φαντάζει πολύ μοντέρνος, έστω και αν ο Βλάσσης εγκατέλειψε νωρίς τα εγκόσμια.
Είναι και άλλα πολλά που έθιξε ανελέητα η Δημητρούλα. Την υποκρισία της υψηλής τέχνης και κουλτούρας, την εθνικιστική έξαρση με το Μακεδονικό (αυτό και αν ήταν δύσκολο εκείνη την άγρια εποχή), το πανηγύρι της Γιουροβίζιον, το βεγκανισμό πριν καν αυτός καλά-καλά εμφανιστεί στην Ελλάδα, ακόμα και Μίκης Θεοδωράκης δεν γλίτωσε από την πένα της (“ναι καλά, και άλλαξε ο Θεοδωράκης και έγινε δεξιός”).
“Σαν μαλάκας νιώθω”
Η σειρά, το γράφουμε για τους μη γνωρίζοντες, δεν έχει καμία σχέση με κορεκτίλα πολιτική. Να είμαστε ξεκάθαροι. Άλλωστε στην εποχή σχεδόν τα πάντα λέγονταν και γράφονταν χωρίς ιδιαίτερη ενσυναίσθηση, ήταν οι καιροί τέτοιοι. Ο Βλάσσης μπορεί να αναρωτιέται “ρε παιδιά, λες να είναι Αλβανός και να παριστάνει τον Γάλλο”, αλλά αυτό να περνά έτσι χωρίς κανείς να διανοείται καν να μιλήσει για υφέρποντα ρατσισμό. Ούτε τα συχνά υποτιμητικά σχόλια για τον Γιάννη (“άσε, θα σε φωνάξουμε μετά να καθαρίσεις τα αίματα”) τα εκλάμβανε κανείς ως ομοφοβία. Ούτε καν οι όροι ήταν γνωστοί τότε. Η Δημητρούλα είχε το θάρρος να γράψει με τον τρόπο που μιλούσαν μεταξύ τους οι παρέες και να μην υποχωρήσει από αυτήν την αρχή.
Οι παρέες ενίοτε φυσικά μιλάνε άσχημα. Βρίζουν. Υποτιμούν. Ταπεινώνουν. Ούτε αυτό έλειψε από τα κείμενα (στα οποία συνεργαζόταν και ο εξαιρετικός Δημήτρης Φραγκιόγλου και αυτός με ρίζες από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπως η Δημητρούλα). Η εθνική μας βρισιά γνώρισε την αποθέωση ουκ ολίγες φορές σε εκπληκτικούς διαλόγους (“νιώθω, σαν μαλάκας νιώθω. Πώς νιώθεις; Σαν μαλάκας. Ε, εντάξει νιώθεις”) που θαρρείς ήταν βγαλμένοι από κάποιο πάρτι.
Την επόμενη μέρα στο σχολείο λυσσούσαμε για την αναπαράσταση των σκηνών και είχαμε αποστηθίσει πλήρως τις καλύτερες ατάκες. Και δεν ήμασταν ούτε 14 χρόνων παιδιά. Για τις δε επαναλήψεις τα επόμενα χρόνια, ξεροσταλιάζαμε τα καλοκαίρια. Μέναμε μέσα με 35 βαθμούς να δούμε Απαράδεκτους και στη συνέχεια να βγούμε.
Ποπ φαινόμενο θα έλεγε κανείς; Μπορεί. Διαχρονικό αν μη τι άλλο με την απόδειξη ότι στη σχετική ομάδα στο facebook γίνεται ένας πραγματικός χαμός. Ρίχνει ατάκα ο ένας, απαντά ο άλλος, επανέρχεται ένας τρίτος και τα επειδόσια ξεδιπλώνονται σιγά-σιγά στα σχόλια κάτω από τα ποστ. Τριάντα χρόνια μετά.
“Ευρώπη; Σιγά την ήπειρο…”
Θα είμαστε πάντα ευγνώμονες οι τωρινοί σαραντάρηδες στη Δημητρούλα, γιατί τηλεοπτικά μας ξεπαρθένεψε και μας έκανε να βάζουμε τον πήχη των απαιτήσεων πολύ ψηλά. Καμία ελληνική σειρά στη συνέχεια δεν παρουσιάστηκε τόσο τολμηρή, τόσο φρέσκια, τόσο talk of the town, όσο αυτή. Μία σειρά αυθεντικά κωμική, μόνο κωμική, όχι κάτι άλλο, τα είπε όλα ήδη από το 1991. Ακόμα και με πράγματα όπως το σεξ, έπαιξε και κέρδισε απενοχοποιώντας τους πάντες με την “Παπαρήγα την καλή” και το “ε, θα πέφτει κάνας πήδουλας, συνεχίστε, ΣΑΣ ΚΑΜΑΡΩΝΟΥΜΕ”.
Με τους Απαράδεκτους παλλόμασταν. Παλλόμασταν; Καρακαταπαλλόμασταν! Όχι μόνο στον ενάμιση χρόνο της πρώτης προβολής της σειράς αλλά και στο πέρασμα των χρόνων. Στις επαναλήψεις, στα dvd, τώρα στο Youtube που καθόμαστε και λιώνουμε, ενώ τις ατάκες τις ξέρουμε πλέον απέξω και ανακατωτά.
Η Δημητρούλα σεβάστηκε και τον κόπο της και τους φίλους της. Δεν υπέκυψε παρά τις συνεχείς προτάσεις να επανέλθει η σειρά, έστω και χωρίς τον Βλάσση. Απέκρουσε όλες τις σχετικές βολιδοσκοπήσεις αν και θα μπορούσε με ένα απλό ναι να προκαλέσει ταραχή στο τηλεοπτικό τοπίο και να αυγατίσει τον λογαριασμό της στην τράπεζα. Δεν το έκανε και παρά την πίκρα μας, την ευχαριστούμε γι’ αυτό. Γιατί αυτό που αγαπήσαμε παράφορα στο πέρασμα του χρόνου, έμεινε αναλλοίωτο, ανόθευτο, αυθεντικό.
Η παρέα αυτή ήταν η δική μας παρέα. Γι’ αυτό άλλωστε προέκυψε και αυτή η καταπληκτική ταύτιση με τους ήρωες και τα ανδραγαθήματά τους. Μιλάμε για τέτοια ταύτιση που είμαστε έτοιμοι να τραγουδήσουμε (αντάντε μπριόλε και πιτσικάτο) “είμαστε ωραίοι και ιστορικά μοιραίοι, δώσαμε τα φώτα, η Ελλάς δεν είναι κότα” για να το στείλουμε στην Ευρώπη. Αλλά πάλι, σκεφτόμαστε…Ευρώπη…σιγά την ήπειρο.