ΜΕΤΑΞΥ MAD CLIP ΚΑΙ ΜΙΚΗ
Δυο πολύ διαφορετικοί θάνατοι την ίδια μέρα -και στην μέση, τα σημερινά νέα παιδιά.
Σαν να έκλεισε ήδη: στο εξής, η 2 Σεπτεμβρίου θα είναι μέρα μνήμης του Μίκη Θεοδωράκη. Μια μέρα γιορτής, μουσικής και μοιράσματος, όπως θα το ήθελε πιθανότατα κι ο ίδιος. Πριν, ωστόσο, αλωθεί από τον Μίκη, η κακότυχη Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2021 γι’ αλλού είχε ξεκινήσει ως μέρα. Πρωί-πρωί, η πρώτη είδηση που έπαιζε σε ειδησεογραφικά σάιτ και ραδιόφωνα ήταν το θανατηφόρο δυστύχημα που είχε τα ξημερώματα ο τράπερ Mad Clip με την Porsche του. Ήταν εντυπωσιακό, το πόσο χαλαρά η εν λόγω τραγική (για πολλούς) είδηση είχε παραμερίσει στο πιτς φυτίλι τις κινητοποιήσεις των υγειονομικών, τις μεταλλάξεις του κορονοϊού, τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν, τις συγνώμες του Πλεύρη υιού, προφανώς τον ναύαρχο Αποστολάκη, ή κοτζάμ Πολάκη.
Βέβαια κατά καιρούς –σε περιόδους οξυμένης «πετσίτιδας», θα έλεγε κάποιος κακεντρεχής– πολλά, πάρα πολλά εγχώρια ΜΜΕ σαν να συντονίζονται μαγικά σε μια υπερβάλλουσα κάλυψη κάποιας εντυπωσιακής «κοινωνικής» είδησης, αποφεύγοντας να ασχοληθούν όπως ενδεχομένως θα τους έπρεπε με περιπτώσεις κυβερνητικής αμηχανίας, κακοδιαχείρισης ή σκέτης νίλας.
Γρήγορα, όμως, φάνηκε πως το ενδιαφέρον για το δυστύχημα του ελληνοαμερικανού τράπερ Πίτερ Αναστασόπουλου ήταν πηγαίο –βγαλμένο απ’ την ζωή, που λένε. Ακόμη κι όταν ο θάνατος του Μίκη, καθόλου αναπάντεχος ή τραγικός, άρχισε μοιραία να υποσκελίζει κάθε άλλη πτυχή της επικαιρότητας, η είδηση για τον χαμό του Mad Clip συνέχισε να παίζει ψηλά, να εμπλουτίζεται, να διεκδικεί στα ίσα τον χώρο της στα συλλογικά πρακτικά της ημέρας. Κι εγώ δεν τον ήξερα καν.
Γνωριμία με ένα φαινόμενο
Εκείνο, όμως, που ήξερα –μου το σφύριξε μια φίλη που λόγω δουλειάς βλέπει σε αριθμούς τι κλικάρεται και τι διαβάζεται περισσότερο ανά πάσα στιγμή στον ημεδαπό κυβερνοχώρο– ήταν πως ο Mad Clip είχε ξεπεράσει ξεκάθαρα τον Μίκη στην κούρσα του διαδικτύου. Κατά στιγμές, δηλαδή, ο 96χρονος παγκόσμιος κολοσσός έτρωγε κανονικά την σκόνη του 34χρονου νεόκοπου σταρ της μικρής εξειδικευμένης ραπ σκηνής. Ουπς! Λογικό κι επόμενο, θα μου πεις. Οι κατ’ εξοχήν χρήστες του ίντερνετ, οι απόλυτοι μάστερ του κλικαρίσματος είναι οι 20άρηδες. Που τον άκουγαν και τον γούσταραν τον Mad Clip, έτσι δεν είναι;
Αμ, δεν είναι ακριβώς έτσι. Οι φανατικοί, λέει, ακροατές του Mad Clip, αυτοί που κυρίως μαζεύτηκαν κατά χιλιάδες στην παραλιακή το βράδυ της Παρασκευής 3 του Σεπτέμβρη για να αφήσουν λουλούδια, σημειώματα και κουτάκια μπύρας στο σημείο του δυστυχήματος, δεν είναι καν 20. Είναι ακόμη μικρότεροι. Μπήκα, λοιπόν, να τον ψάξω τον κοντοκουρεμένο τράπερ με το περιποιημένο μουσάκι, να καταλάβω κι εγώ τι ήταν ο μακαρίτης. Τι ήταν, δηλαδή, αυτό που έκανε τα πιτσιρίκια να σπαράζουν για τον χαμό του, προσπερνώντας τον θάνατο του Θεοδωράκη σαν ακόμα μια είδηση για κάποιον γέρο, μάλλον σπουδαίο, και νεφελωδώς γνωστό.
Δεν περίμενα, βέβαια, να βρω κάτι έστω και κατ’ ελάχιστον συγκρίσιμο με τον Μίκη. Περίμενα, όμως, την τραχιά και κάποτε ακατέργαστη αλήθεια που βρίσκεις σε κομμάτια της σημερινής ντόπιας χιπχόπ. Ακόμα και της λεγόμενης underground. Μια αλήθεια συχνά εξτραβαγκάντε και εξπρεσιονιστική, που ντύνεται με εικόνες οργίλες και σα-να-πούμε σκληρές, αλλά ξεχύνεται γκαζωμένα μέσα από συχνά ψαγμένους στίχους, ξύπνιες γλωσσικές ακροβασίες και μαστόρικα σαμπλαρίσματα και μπιτ.
Στο περίμενε έμεινα, φοβάμαι. Διότι άλλο να το ακούς και να το βλέπεις στην οθόνη σου κι άλλο να σ’ το λένε… Ο Mad Clip είναι άλλη φάση, άλλη φάση ας λέω. Είναι τόσο άλλη φάση, δηλαδή, που μπροστά του το περιβόητο σουξέ «Μαμά» του Sin Boy (στο οποίο συμμετείχε κι ο εκλιπών) φαντάζει σοφιστικέ και συμπαθητικό. Αλήθεια τώρα, α υ τ ό το πράμα ακούνε και γουστάρουν τα δισέγγονα της γενιάς του Μίκη; Προσωπικά, τώρα που το είδα, έχω φρικάρει, έχω κριντζάρει την ζωή μου, έχω καραφλιάσει –έχω μείνει ενεός, πώς το λένε;
Στίχοι, μουσική, αμπαλάζ
Με κίνδυνο το σκεπτικό που ακολουθεί να ακουστεί σαν μια πιο μοντέρνα εκδοχή του αποτροπιασμού που βίωναν οι λευκοί νοικοκύρηδες Αμερικανοί της δεκαετίας του ’60 μπρος στην ελευθεριάζουσα λαίλαπα του ροκ εντ ρολ, ας εξετάσουμε το φαινόμενο Mad Clip.
Ας πούμε, το λοιπόν, ότι δεν την καταλαβαίνουμε, εμείς οι φουλ ενήλικες και παρ’ ολίγον μπούμερς, την ποιότητα της μουσικής του. Οκέι. Πάντως ο Eminem, ο LL Cool J, ή οι Active Member μια χαρά μας μίλησαν και με την μουσική τους. Αλλά είπαμε, αυτή είναι άλλη φάση. Ας αντιπαρέλθουμε επίσης το στάιλινγκ, την γκαρνταρόμπα, το ύφος του Mad Clip –αυτά κι αν έχουν το χούι να καταβαραθρώνονται παγίως στο χάσμα των γενεών.
Το πραγματικά αχαρακτήριστο, ωστόσο, στα κομμάτια του αδικοχαμένου δημοφιλούς τράπερ είναι αυτά που λένε. Ή μάλλον, το πώς τα λένε. Ναι, σίγουρα το πώς. Διότι και η Βέμπο, τέλος πάντων, έχει τραγουδήσει στον «Άνθρωπό μου» (του Μενέλαου Θεοφανίδη σε στίχους των Τραϊφόρου – Βασιλειάδη), «και με βαριέται και μ’ άλλες πάει/ και μου τα παίρνει και με χτυπάει/ Γιατίιιι;», ενώ και το παραδοσιακό-που-έγινε-ρεμπέτικο «Θεέ μου μεγαλοδύναμε» όλοι ξέρουμε τι καπνό… φουμάρει. Ο δε Έρικ Κλάπτον έγραψε και ξεζούμισε, ως γνωστόν, το κλασικό «Cocaine».
Την ίδια, ή παρεμφερή θεματολογία, ο Mad Clip την προσεγγίζει πολύ αλλιώς. Δειγματοληπτικά, στο θέμα της σχέσης με το άλλο φύλο, ας πούμε, το τραγούδι «Μεγιστάνας» δίνει ένα στίγμα: «Την έμαθα να πίνει/ Perignon αντί Μαρτίνι/ Την πήρα από Honda/ Μέσα σε Lamborghini/ Την έμαθα να πίνει/ Τον κώλο της να δίνει». Κατανοητό. Όσον αφορά την κοκαΐνη και τα ναρκωτικά εν γένει, υπάρχει το «Θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα/ Σέρβιρα, σπρώχνω έμπειρα, κινούμαι έξυπνα/ Έξοδα, καθαρίζω έξοδα/ Mix-άρω τη κόκα με τη σόδα βγάζω έσοδα», ή το «Παρακαλάνε να με βρουν νεκρό (pow)/ το σύστημα με θέλει στο στενό (woh, woh, woh)/ Hate-άρουν που ανεβήκαμε/ με φράγκα από ντρόγκια που επενδύσαμε (shh)», ενώ το κομμάτι με τίτλο «Μόνο χασίς» και σχετικότατο περιεχόμενο δίνει ένα ακόμη σαφές στίγμα, νομίζω.
Παρεμπιπτόντως και μεταξύ μας, άμποτε να νομιμοποιηθεί η χρήση όλων των ναρκωτικών, να καταρρεύσει παροδικά η παγκόσμια αγορά, να είναι κι ο καθείς ελεύθερος να απολαύσει, και υπεύθυνος να διαχειριστεί τα πάθη του. Προς Θεού, δεν είναι αυτό το θέμα μου με τους στίχους και την θεματολογία του Mad Clip και των όμοιών του.
Το μείζον θέμα μου είναι η προβαλλόμενη στάση ζωής τους. Όλα εκείνα που μοιάζουν να καθαγιάζουν, να εξυψώνουν, να φλεξάρουν τα κομμάτια τους. Τον ασύδοτο (νέο)πλουτισμό με όποιο κόστος. Τον άκρατο καταναλωτισμό –το τι τζάμπα διαφήμιση και brand dropping έχουν οι στίχοι τους δεν λέγεται. Την μάτσο περιφορά γυναικών-αντικειμένων, που είναι bitches, ξέκωλες και μπαμπέσικες έτσι κι αλλιώς. Τα ντραγκς, ως προέκταση του πέους, ει μη και ως πηγή πλούτου. Την πόζα και το φαίνεσθαι, μακάρι τι. Τα γρήγορα αυτοκίνητα, το «200 στην στροφή/ και μου λένε “μαμά;”», τις κόντρες –την σμπαραλιασμένη Porsche πάνω στον ευκάλυπτο της παραλιακής…
Μαϊμουδίζοντας την αντίστοιχη αισθητική και θεματολογία των αμερικανών συναδέλφων τους (που προφανώς χρεώνονται εξίσου την εξύμνηση όλων αυτών των μισογκανγκστερικών αξιών), αυτοί οι ντόπιοι τράπερ είναι πολύ κακά παιδιά, ζούνε στα όρια, μέμφονται τις γκόμενες, έχουν χεστεί στο τάληρο, κι όλοι τούς επιβουλεύονται. Ή τουλάχιστον, κάτι τέτοιο νομίζουν για πάρτη τους…. Εξάλλου, το ίδιο το καλλιτεχνικό όνομα του μακαρίτη, Mad Clip, είναι, λέει, ακρωνύμιο του «Money and Drugs Can’t Live in Poverty». Ξεκάθαρα πράματα εξ αρχής. Ποιο γεράνι, και ποια Δραπετσώνα, μου λες εσύ τώρα…
Απορίες και μια έρευνα
Είναι πράγματι απορίας άξιο, τι είναι αυτό στην τέχνη του Mad Clip που ώθησε τον Αναπληρωτή Υπουργό Εσωτερικών, Στέλιο Πέτσα, να αποχαιρετίσει τον καλλιτέχνη με εκείνο το πολυσυζητημένο τουίτ του. Από την άλλη, μια κάποια απάντηση στο γιατί τα σημερινά νέα παιδιά ιεράρχησαν πολύ (μα πολύ) πιο πάνω την είδηση του θανάτου του τράπερ από εκείνη του Μίκη ίσως να βρίσκεται στα συμπεράσματα μιας πολύ ενδιαφέρουσας μελέτης που εκπόνησε το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς για το πώς σκέφτεται η γενιά των ανθρώπων μεταξύ 17 και 34 ετών (την διαδικτυακή έρευνα διενέργησε η Κapa Research μεταξύ Φεβρουαρίου – Μαρτίου 2020 σε πανελλαδικό δείγμα 497 ατόμων).
Μεταξύ, λοιπόν, πολλών άλλων αποκαλυπτικών ευρημάτων και συνιστωσών της έρευνας –για τον ελεύθερο χρόνο και τις συνήθειες των νέων, για την σχέση τους με τις πολιτική, για το αξιακό τους σύστημα, τις απόψεις τους για το περιβάλλον και την πατρίδα– υπάρχει και το εξής πολύ ενδιαφέρον συμπέρασμα των μελετητών: «Η μεγάλη πλειοψηφία θεωρεί ότι η ελληνική κοινωνία χρειάζεται βαθιές αλλαγές (67%), ενώ περίπου ένας στους τέσσερις (23%) νέους και νέες θεωρεί ότι “η ελληνική κοινωνία πρέπει να αλλάξει ριζικά με επανάσταση”. Αντίθετα, διχασμένη εμφανίζεται η νεολαία στο ερώτημα του τρόπου με τον οποίο μπορούμε να επιτύχουμε την επιθυμητή κοινωνική αλλαγή, καθώς το 56% θεωρεί ότι “ο καλύτερος τρόπος για να αλλάξει και να βελτιωθεί μια κοινωνία είναι ο καθένας μας προσωπικά να προσπαθήσει πρώτα απ’ όλα να αλλάξει και να βελτιωθεί ο ίδιος/η ίδια ατομικά”, ενώ το 43% προκρίνει τη συλλογική οργάνωση, πρωτοβουλίες και δράσεις που θα διεκδικούν τις αναγκαίες αλλαγές.»
Είναι προφανές. Στην εποχή του Μίκη κι όσων εξέφρασε με το τραγούδι του, η φάση ήταν «είμαστε δυο, είμαστε τρεις/ είμαστε χίλιοι δεκατρείς». Ήταν λιγότερο φαίνεσθαι και περισσότερο είναι –και είναι μαζί με τους άλλους, πάντα και ad astra. Το παιχνίδι δεν παίζεται πια έτσι. Σήμερα, ο νέος άνθρωπος θα κοιτάξει να βελτιώσει τα πράματα για λογαριασμό του πρώτα, και μετά βλέπουμε τι μπορεί να γίνει και ευρύτερα. Η δε βελτίωση πρέπει να περιέχει οπωσδήποτε και το φαίνεσθαι, διαδικτυακό και μη –η εικόνα über alles. Ύστερα, ξέρετε πώς μπορεί να γίνει αυτοσκοπός κάτι, και να αυτοβελτιώνεσαι εσαεί. Ανεξαρτήτως του τι γίνεται ευρύτερα. Κοντολογίς, την σήμερον ημέραν «στο περιγιάλι το κρυφό» εγώ «θέλω κότερα, ελικόπτερα, θέλω οικόπεδα/ γούστα ακριβά, έχω γούστα ακριβά». Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ –κι ακατανόητε…