Η 26χρονη δημοσιογράφος Nilofar Muradi. ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ/TOURETTE MEDIA

ΜΙΑ ΑΦΓΑΝΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ: “ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΕ ΕΙΔΕΣ ΝΑ ΔΑΚΡΥΖΩ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΔΥΝΑΜΗ”

Η 26χρονη δημοσιογράφος Nilofar Muradi, αφού κατάφερε να γλιτώσει από τους Ταλιμπάν περιγράφει στο Magazine την επόμενη αποστολή της: Να ξαναζήσει απ' την αρχή.

Χρειάστηκε να κρύψει το πρόσωπό της. Να κρύψει τα χαρτιά στο εσώρουχό της. Να κρατήσει το νεογέννητο παιδί σφιχτά στην αγκαλιά της και μαζί να κρυφτούν στην τουαλέτα. Να περπατήσει ανάμεσα σε διαμελισμένα σώματα και νεκρά παιδιά. Χρειάστηκε να το προσπαθήσει ξανά. Να εγκαταλείψει το σπίτι, τους γονείς, τη δουλειά της. Το όνειρό της…

Αυτό το όνειρο που, στην ηλικία της, αρκετοί δημοσιογράφοι βλέπουν δίπλα τους, μπροστά τους, η 26χρονη Nilofar Muradi, αφού σπούδασε, εργάστηκε και αγωνίστηκε για τα γυναικεία δικαιώματα ως δημοσιογράφος, το έβλεπε να σκορπίζεται από τον εφιάλτη που απλωνόταν πίσω της όσο εκείνη έτρεχε να γλιτώσει.

Και κάπως έτσι, έφτασε στην Αθήνα, για την πιο δύσκολη αποστολή της: Να ξαναφτιάξει τη ζωή της απ’ την αρχή. Με περισσότερη ασφάλεια, αλλά με ένα τεράστιο, αγωνιώδες ερωτηματικό για το αύριο.

Τη συναντήσαμε στο κτίριο του δικτύου μεταναστριών “Μέλισσα” στην Πλατεία Βικτωρίας. Την είδαμε να χαμογελά, να πεισμώνει, να “σπάει”. Ένα βλέμμα που συχνά έμοιαζε άδειο προδίδοντας απόγνωση, ένα δάκρυ όταν η συζήτηση πήγε στους δικούς της ανθρώπους που έμειναν πίσω, αλλά και ένας λόγος δυναμικός, κοφτερός, μίας γυναίκας που δεν τα παρατά και θα συνεχίσει να μάχεται για να κερδίσει πίσω τη ζωή της. Έστω κι αν βρίσκεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την χώρα της.

Άλλωστε, όπως η ίδια είπε στο Magazine “όσο θα βρίσκονται εκεί οι Ταλιμπάν, δεν ξαναγυρίζω”.

Περιγράφει τις σκηνές τρόμου στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, το άγριο πρόσωπο των Ταλιμπάν, τις “δύο” δικές της ζωές σε πρωτεύουσα και επαρχία, και τη μάχιμη δημοσιογραφία για λογαριασμό των γυναικών.

Οι γονείς μου είναι ζωντανοί, αλλά έχουν κατάθλιψη. Άλλοι 13 συγγενείς μας δολοφονήθηκαν από τους Ταλιμπάν. Εμείς ανήκουμε στη φυλή Χαζάρα. Οι Ταλιμπάν με τους Χαζάρα έχουν έχθρα. ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ/TOURETTE MEDIA

Έκρυψα τα χαρτιά στο εσώρουχό μου

“Στις 15 Αυγούστου, όταν ήρθαν οι Ταλιμπάν στη χώρα μας και ανέλαβαν την εξουσία, όλοι προσπάθησαν να φύγουν. Κι εμείς το προσπαθήσαμε λίγες ημέρες αργότερα, αλλά δεν τα καταφέραμε, κινδύνευσε η ζωή μας. Εκείνη τη μέρα έσκασαν οι βόμβες στο αεροδρόμιο. Μπορεί ο κόσμος να άκουσε ότι έσκασαν απλά κάποιες βόμβες, αλλά ήταν πραγματικά αλλιώς. Έβλεπες διαμελισμένα σώματα, μεγάλους και μικρούς νεκρούς, έβλεπες πεταμένους ανθρώπους. Όλα αυτά τα είδα με τα μάτια μου”, λέει περιγράφοντας για τις στιγμές που διαδέχτηκαν τη βομβιστική επίθεση στο αεροδρόμιο.

Κι όμως. Δεν το έβαλε κάτω: “Τη δεύτερη φορά που το επιχειρήσαμε, στις 24 Οκτωβρίου, καταφέραμε να φύγουμε από το Αφγανιστάν, πήγαμε πρώτα στη Μαζάρ κι από εκεί στη Γεωργία, από όπου ήρθαμε με αεροπλάνο. Περάσαμε δύσκολες μέρες. Όταν φύγαμε από την Καμπούλ για να πάμε στη Μαζάρ, στο λεωφορείο και στον δρόμο υπήρχε πάρα πολύ αυστηρός έλεγχος. Είχα βάλει τα έγγραφά μου στο εσώρουχό μου για να μη τα βρουν και είχα φορέσει μπούρκα για να μην με αναγνωρίσουν. Ο άντρας μου είχε δουλέψει σε υπηρεσία ασφαλείας πολιτικών και δεν έπρεπε να το μάθουν. Κι εκείνος προσπαθούσε να κρύβει την ταυτότητά μου.

Κρατούσα το παιδί μου και έτρεμα

Στη Μαζάρ, εκεί που μας ζητούσαν το διαβατήριο, εγώ έτρεμα, φοβόμουν. Πήρα το μικρό μου μωρό (3 μηνών) στην αγκαλιά μου και πήγα στην τουαλέτα. Έτρεμα. Άφησα τον άντρα μου να μιλήσει για να φύγουμε. Εγώ ο άντρας μου και τα παιδιά μου καταφέραμε να φύγουμε. Αλλά η υπόλοιπη οικογένειά μου, άλλα επτά άτομα, έμειναν πίσω. Ο αδερφός μου πολεμά τους Ταλιμπάν. Οι γονείς μου είναι ζωντανοί, αλλά έχουν κατάθλιψη. Άλλοι 13 συγγενείς μας δολοφονήθηκαν από τους Ταλιμπάν. Εμείς ανήκουμε στη φυλή Χαζάρα. Οι Ταλιμπάν με τους Χαζάρα έχουν έχθρα. Είναι θρησκευτική έχθρα, ανάμεσα σε Σουνίτες και Σιίτες. Καμιά φορά μιλάω με τους γονείς μου. Αλλά δεν είναι εύκολο. Δεν υπάρχει ίντερνετ τις περισσότερες φορές, ενώ συχνά αλλάζουν σπίτι στην Καμπούλ για να μην τους βρουν”.

Έτσι θα ήταν υποχρεωμένη η Nilofar Muradi να κυκλοφορεί στον δρόμο, αν βρισκόταν στο Αφγανιστάν ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ/TOURETTE MEDIA


Πού είναι το όνομά μου;

Τι θα γινόταν αλήθεια αν την ανακάλυπταν; Τι θα μπορούσε να της συμβεί αν έμενε πίσω; “Οι Ταλιμπάν καλούσαν τις γυναίκες να πάνε σε κάποιο γραφείο με τα έγγραφά τους για να ξαναπιάσουν δουλειά. Όσες πήγαν, δεν ξαναγύρισαν. Τις σκότωσαν. Φαντάζεσαι, λοιπόν, τι θα είχε γίνει αν είχαν βρει τα χαρτιά μου. Οι Ταλιμπάν δεν μπορούν να βλέπουν μία γυναίκα να εργάζεται. Κι εγώ εργαζόμουν τότε ως δημοσιογράφος. Σε μία χώρα όπως το Αφγανιστάν για να έχουμε δικαιώματα εμείς οι γυναίκες, για να πάμε σχολείο, να σπουδάσουμε, να δουλέψουμε, για όλα αυτά πρέπει να παλέψουμε. Ακόμα και η οικογένεια μου δεν με άφηνε να γίνω δημοσιογράφος. Δεν ήταν εύκολο να πείσω τους γονείς μου ότι θέλω να εργαστώ, ότι θέλω να πραγματοποιήσω το όνειρό μου. Έπρεπε να παλέψω για να πάρω την άδειά τους. Τελικά το κατάφερα. Εγώ ήμουν από τις τυχερές. Άλλες όχι”, λέει η Nilofar πριν της ζητήσουμε να ξεδιπλώσει το κουβάρι μίας ήρεμης, αλλά ζωηρής, γεμάτης όραμα και όρεξη για συνεισφορά καθημερινότητας πριν την αλλαγή στην εξουσία του Αφγανιστάν.

“Έχω τελειώσει Νομική, αλλά επειδή δεν μου άρεσε, σπούδασα και Δημοσιογραφία. Εργαζόμουν ως παρουσιάστρια και ως δημοσιογράφος. Κάναμε μία εκστρατεία για τα δικαιώματα των γυναικών με το όνομα “Πού είναι το όνομά μου;”. Ήταν μία τηλεοπτική καμπάνια με στόχο να ξαναποκτήσουν οι γυναίκες όνομα, να τις φωνάζουν με το όνομά τους, να αναγράφεται στις ταυτότητες των παιδιών τους. Φανταστείτε πως οι μεγάλες προσωπικότητες στο Αφγανιστάν ντρέπονται κάποιος να αναφέρει τη μητέρα τους με το όνομά της. Αισθάνονται ντροπή.

Θέλω ακόμα και στα χωριά, οι γυναίκες να ξέρουν τα δικαιώματά τους

Δεν ήμουν μόνη μου σε αυτό. Ήμασταν μία ομάδα. Δουλέψαμε πολύ πάνω σε αυτό και καταφέραμε να βάλουμε στην αφγανική ταυτότητα το όνομα κάθε γυναίκας. Να μπορεί να αναγράφεται για παράδειγμα το όνομά μου στην ταυτότητα του παιδιού μου και όχι μόνο του συζύγου μου. Θέλαμε να ενημερώσουμε τους ανθρώπους και κυρίως τις γυναίκες για τα δικαιώματά τους. Και κυρίως αυτούς που βρίσκονταν στην επαρχία, στα χωριά και δεν ξέρανε τα δικαιώματά τους, των παιδιών τους και των γυναικών. Για παράδειγμα, μία γυναίκα δεν μπορεί να πάρει διαζύγιο από τον άντρα της. Δουλέψαμε πάρα πολύ πάνω σε αυτό. Να καταλάβουν οι γυναίκες ότι έχουν δικαιώματα όταν τις κακοποιεί ο άντρας τους ή οποιοσδήποτε, να ξέρουν ότι μπορούν να κάνουν κάποια καταγγελία. Θέλαμε να αποκτήσουν έναν ρόλο, να μπορούν να ψηφίσουν, να ασχοληθούν με την πολιτική, να μην αποτελούν ένα διακοσμητικό στοιχείο των αντρών. Θέλαμε να ενημερώνονται σε κάθε σπίτι, να τους εξηγήσουμε ότι τα παιδιά τους πρέπει να πάνε σχολείο, να καταλάβουν πόσο σημαντικό είναι να μάθουν γράμματα.

Εγώ στην Καμπούλ ήμουν τα τελευταία 10 χρόνια. Πριν, όμως, ήμουν στο χωριό Νταϊκουντί. Όταν ήμουν εκεί, άκουγα τι γίνεται στον κόσμο από το ραδιόφωνο. Ήθελα να καταλάβω τι γίνεται έξω από το χωριό. Έτσι, όταν έφυγα για την Καμπούλ, σκεφτόμουν πόσες άλλες γυναίκες ήμουν στο χωριό που το επίπεδό τους και η εξυπνάδα τους είναι χίλιες φορές καλύτερα από εμένα, αλλά αυτά που ήθελαν δεν μπορούσαν να τα κάνουν, δεν τους άφηναν. Και έλεγα, πόσο κρίμα γι’ αυτές τις γυναίκες. Ήθελα, λοιπόν, να τις βοηθήσω να ενημερώνονται”.

Τι να απέγινε άραγε το κανάλι που εργαζόταν; Της θυμίζουμε το βίντεο που έκανε τον γύρο του κόσμου με τον δημοσιογράφο να εκφωνεί το δελτίο ειδήσεων και 5-6 αρματωμένους Ταλιμπάν πίσω του, σε ρόλο “αρχισυντάκτη” να ελέγχουν τι θα πει: “Το κανάλι έκλεισε. Τα περισσότερα κανάλια έχουν κλείσει. Κάποιο κανάλι που είναι αυτή τη στιγμή ανοιχτό, έχει μόνο άντρες εργαζόμενους. Το πολύ δύο γυναίκες να δουλεύουν αυτή τη στιγμή στην τηλεόραση. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι έφυγαν ή βρίσκονται κάπου κρυμμένοι στο Αφγανιστάν. Είδα κι εγώ πρόσφατα ένα τέτοιο βίντεο. Είχαν έναν καλεσμένο κι από πίσω βρίσκονταν οι Ταλιμπάν κρατώντας όπλα. Όταν δεν ήθελαν κάποια ερώτηση, ο δημοσιογράφος την απέσυρε”.

"Σε μία χώρα όπως το Αφγανιστάν για να έχουμε δικαιώματα εμείς οι γυναίκες, για να πάμε σχολείο, να σπουδάσουμε, να δουλέψουμε, για όλα αυτά πρέπει να παλέψουμε. Ακόμα και η οικογένεια μου δεν με άφηνε να γίνω δημοσιογράφος." ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ/TOURETTE MEDIA


Τη δουλειά που κάνετε τώρα εσείς, κάποτε την έκανα κι εγώ με αγάπη

“Όσο μεγάλωνα το προσπαθούσα όλο και περισσότερο. Και πριν από εμένα ήταν πολλές ακόμη γυναίκες που πάλεψαν. Τη δουλειά που κάνετε αυτή τη στιγμή εσείς, κάποτε την έκανα κι εγώ με πολλή αγάπη. Προσπάθησα να παλέψω για τα δικαιώματα των γυναικών. Το όνειρο που είχα στο μυαλό μου, για τον εαυτό μου, τα παιδιά μου, την οικογένειά μου, τις γυναίκες της χώρας μου, αυτή τη στιγμή νιώθω ότι δεν υπάρχει. Είναι σαν να μην έχω τίποτα. Υπάρχουν στιγμές που χάνω τον εαυτό μου, βυθίζομαι στις σκέψεις μου, δεν ξέρω τι θα γίνει με εμάς. Τι θα γίνουν τα πλάνα που είχαμε κάνει. Πώς θα είναι αύριο η οικογένειά μου. Δεν έχω καμία ελπίδα αυτή τη στιγμή.

Όταν φύγαμε από το Αφγανιστάν, οι τράπεζες ήταν κλειστές, οπότε δεν καταφέραμε τα λίγα χρήματα που είχαμε να τα φέρουμε μαζί μας. Από τότε που ήρθαμε εδώ, μας φιλοξενούν σε ένα ξενοδοχείο, μας δίνουν φαγητό, αλλά δεν ξέρω τι θα γίνει από εκεί και πέρα. Τουλάχιστον νιώθω ασφαλής για μένα και τα παιδιά μου. Είμαστε σε μία ειρηνική χώρα κι αυτό με κάνει χαρούμενη, αλλά συνέχεια σκέφτομαι την οικογένειά μου, τον πατέρα μου, τη μητέρα. Σκέφτομαι, πώς γίνεται να είμαι εδώ και να τους άφησα πίσω; Μπορεί να είμαι εδώ, αλλά η σκέψη μου είναι στους γονείς μου”.

"Δεν θέλουν οι γυναίκες να έχουν πρόσωπο. Δεν έχουν δικαίωμα να αποφασίσουν αν θέλουν να αποφασίσουν μαντίλα ή όχι. Μην κοιτάτε τι λένε, λοιπόν, αλλά τι κάνουν." ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ/TOURETTE MEDIA


Όσο είναι εκεί οι Ταλιμπάν, δεν ξαναγυρίζω

Στην πρώτη διακυβέρνηση των Ταλιμπάν, η 26χρονη πια Nilofar ήταν μόλις τριών ετών. Δύο δεκαετίες αργότερα, η μοίρα έδωσε όψη και την έφερε απέναντι στο πρόσωπο που ποτέ δεν είχε συναντήσει, παρά μόνο φανταστεί ή ακούσει μέσα από δραματικές αφηγήσεις τις οποίες, μέσα από τη δουλειά της, μαχόταν για να ξορκίσει:

“Θυμάμαι που μας είχε πει η μητέρα μου για κάτι που είχε γίνει όταν ήταν 3 μηνών έγκυος. Ήταν παντρεμένη με τον θείο μου. Δηλαδή, σκέψου ο μεγάλος μου αδερφός είναι από τον θείο μου. Τότε, λοιπόν, οι Ταλιμπάν είχαν σκοτώσει τον θείο μου, τον άντρα της μητέρας μου. Τη δεύτερη φορά, λοιπόν, που ήρθαν οι Ταλιμπάν η μητέρα μου έλεγε, δεν θέλω να χάσω άλλον δικό μου άνθρωπο. Δεν θέλω να πάθει κάτι ο άντρας μου ή τα παιδιά μου”, θυμάται, επικαλούμενη τη μητέρα της, πριν μας απαντήσει στο ερώτημα που παραμένει ακόμα και σήμερα οι Ταλιμπάν προσπαθούν να κρατήσουν “θολό”: Ποιο κρύβεται πίσω από το προσωπείο;

“Πρέπει να δούμε τι κάνουν στην πραγματικότητα και τι λένε. Έλεγαν ότι οι γυναίκες έχουν δικαιώματα, ότι μπορούν να δουλέψουν. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Τα κορίτσια δεν πάνε στο σχολείο, οι γυναίκες δεν μπορούν να δουλέψουν. Σκεφτείτε ότι μία φωτογραφία μίας γυναίκας στον δρόμο την έβαζαν. Δεν θέλουν οι γυναίκες να έχουν πρόσωπο. Δεν έχουν δικαίωμα να αποφασίσουν αν θέλουν να αποφασίσουν μαντίλα ή όχι. Μην κοιτάτε τι λένε, λοιπόν, αλλά τι κάνουν. Γι’ αυτό, όσοι διαβάζετε αυτή τη συνέντευξη, σας παρακαλώ πολύ, μην ξεχνάτε αυτούς τους ανθρώπους εκεί στο Αφγανιστάν. Και κυρίως μην αναγνωρίσετε ποτέ την κυβέρνηση των Ταλιμπάν”.

Όλα αυτά, βέβαια, την ώρα που στη χώρα καραδοκεί νυχθημερόν ένας δεύτερος εχθρός. Χωρίς όπλα, μαχαίρια και ισλαμικούς νόμους, αλλά με τα ίδια δολοφονικά ένστικτα. Λέγεται κρύο, φτώχεια, πείνα. Σε παλαιότερη συνέντευξη στο Magazine άλλωστε, είχατε την ευκαιρία να διαβάσετε για όσα όσα μαστίζουν αυτή τη στιγμή τους Αφγανούς πολίτες, πέρα από τη μόνιμη απειλή των Ταλιμπάν.

“Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Από τη μία κρύο, από την άλλη φτώχεια, από την άλλη οι Ταλιμπάν. Και η ανθρώπινη βοήθεια από το εξωτερικό δεν φτάνει στους Αφγανούς, αλλά σταματά στα χέρια των Ταλιμπάν. Ουσιαστικά δεν βοηθούν τον Αφγανικό λαό, αλλά τους Ταλιμπάν. Είναι πολύ δύσκολο να βλέπεις μία πολύτεκνη οικογένεια να πουλάει κάποιο από τα παιδιά της για να βρει φαγητό για τα υπόλοιπα. Και σκέψου ότι, ενώ πουλάνε τα παιδιά τους, δεν υπάρχει κάποιος που να έχει τα χρήματα να τα αγοράσει. Μπροστά σε ένα φούρνο μπορεί να υπάρχουν καθημερινά 300 άνθρωποι, νέοι και παιδιά, για να τους δώσουν ένα κομμάτι ψωμί. Οι άνθρωποι που κάποτε πήγαιναν έναν μισθό στο σπίτι, τώρα ζητιανεύουν στον δρόμο. Τα λίγα χρήματα που έχει η οικογένειά μου αυτή τη στιγμή πιθανόν να τους φτάσουν για έναν-δύο μήνες ακόμα. Και σκέφτομαι, τι θα απογίνουν; Εγώ πώς θα τους βοηθήσω; Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Αν δεν καταφέρουν να έρθουν εδώ, με τέτοια φτώχεια από τη μία και με τους Ταλιμπάν από την άλλη, πώς θα ζήσουν;”.

“Λυγίζει”, δακρύζει, σιωπά, αλλά στη σκέψη της ενδεχόμενης επιστροφής, τα συναισθήματα δεν βρίσκουν χώρο δίπλα στο ένστικτο της επιβίωσης. Της δικής της και των παιδιών της. “Όχι. Όσο οι Ταλιμπάν βρίσκονται στο Αφγανιστάν, δεν γυρνάμε πίσω”.

Από την άλλη; Το άγνωστο: “Πλέον ζούμε σε ένα ξενοδοχείο όπου μας φιλοξενούν. Δεν έχουμε σπίτι. Δεν ξέρουμε τι θα γίνει κι εδώ. Η κάρτα που έχουμε είναι για δύο μήνες. Ακόμα δεν έχει λήξει. Ελπίζω να μας δώσουν την ευκαιρία να φτιάξουμε τη ζωή μας εδώ.

"Θα συνεχίσω να παλεύω για τα δικαιώματα των γυναικών. Να αγωνίζομαι και να παλεύω για αυτές." ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ/TOURETTE MEDIA


Μπορεί να με είδες να δακρύζω, αλλά δεν είμαι αδύναμη

Τι κι αν η βίζα τους λήγει, τι κι αν μένουν σε ξενοδοχείο χωρίς να γνωρίζουν τι θα ξημερώσει, ποιο θα είναι το επόμενο σπίτι τους, η επόμενη δική τους πατρίδα, το “μικρόβιο” της δημοσιογραφίας, αυτής που -πρέπει να- αποτελεί λειτούργημα και να υπηρετεί τον άνθρωπο και δη τη γυναίκα, συνεχίζει να “κοχλάζει” μέσα της σαν “θηρίο στο κλουβί”, σαν ένα πανίσχυρο αλλά “άσφαιρο” όπλο απέναντι στον σκοταδισμό, τη βία, την καταπάτηση της αξιοπρέπειας, των δικαιωμάτων, της ζωής.

“Θα συνεχίσω να παλεύω για τα δικαιώματα των γυναικών. Να αγωνίζομαι και να παλεύω για αυτές. Και για τις γυναίκες που βρίσκονται στην πόλη και για εκείνες στην επαρχία. Μπορεί να μην είμαι στο Αφγανιστάν, αλλά πάντα θα προσπαθώ. Και πριν από λίγο που με είδες να δακρύζω, αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι μία αδύναμη γυναίκα. Από συναισθήματα μού βγήκε. Δεν θέλω κανείς να με βλέπει και να θεωρεί πως επειδή είμαι γυναίκα είμαι αδύναμη. Είμαι γυναίκα, είμαι δυνατή, θα παλέψω για τα δικαιώματά μου, των παιδιών μου και όλων των γυναικών”, λέει η ίδια πριν στείλει ένα αντίστοιχα μήνυμα που ξεχείλιζε από δυναμισμό και μαχητικότητα στις γυναίκες που βρίσκονται στο Αφγανιστάν. Αλλά και μακριά από αυτό, όπως πλέον κι εκείνη:

Θέλω οι γυναίκες στο Αφγανιστάν, όσο μπορούν, να μη σταματήσουν να παλεύουν. Να μην το βάλουν κάτω. Όσοι για τις γυναίκες των άλλων χωρών, θα ήθελα να τους ζητήσω να είναι η φωνή των γυναικών στο Αφγανιστάν. Μπορεί να ζουν μακριά από τη χώρα, αλλά θα ήθελα να είναι κοντά τους με τον τρόπο τους. Να ζητήσουν από τις χώρες τους να στηρίξει το Αφγανιστάν και τις γυναίκες εκεί”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα