ΜΙΑ ΕΚΠΟΜΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΠΑΙΞΕ ΠΟΤΕ
Μια συζήτηση για τον Παύλο Σιδηρόπουλο, με τον Δημήτρη Πουλικάκο, τον Νίκο Σπυρόπουλο και τη Θέκλα Τσελεπή, τον Νοέμβριο του 2017, που εξελίχθηκε σε ηχητικό "ναυάγιο". Πέντε χρόνια μετά, το Magazine πέτυχε την απομαγνητοφώνηση και με αφορμή την 32η επέτειο από τον θάνατο του "ευαίσθητου ροκενρολίστα", σας παρουσιάζει όσα ειπώθηκαν εκείνο το βράδυ στο νεοκλασικό της οδού Λέλας Καραγιάννη.
Ήταν Δευτέρα, 27 Νοεμβρίου του 2017, ένα χειμωνιάτικο αθηναϊκό βράδυ, όταν συναντήθηκα στην Πατησίων με τον φωτογράφο Θεοφύλακτο Μιχαήλ, για να πάμε μαζί στο σπίτι του Νίκου Σπυρόπουλου, εκ των ιδρυτών της “Σπυριδούλας”, της ιστορικής μπάντας του ελληνικού ροκ εν ρολ, όπου είχα δώσει ραντεβού με τον ίδιο, τον Δημήτρη Πουλικάκο και τη Θέκλα Τσελεπή, με σκοπό να μου μιλήσουν για τον Παύλο Σιδηρόπουλο.
Κατηφορίσαμε τη Λέλας Καραγιάννη μέχρι να φτάσουμε στη συμβολή της με την οδό Ιεροσολύμων, εκεί όπου βρίσκεται το υπέροχο διώροφο νεοκλασικό, στο οποίο έμενε τότε ο Νίκος. Μας υποδέχτηκε στην είσοδο και μας πέρασε στο σαλόνι, ένα μεγάλο δωμάτιο όπου επικρατούσε μια απόλυτη αναρχία: ο καναπές, οι πολυθρόνες, ένα γραφείο με κονσόλες, μια ντραμς, ένα πιάνο, αμέτρητες κιθάρες, κρουστά, έγχορδα, ηχεία, μικρόφωνα, βάσεις, αναλόγια, χορδές, τα πάντα σκόρπια και ανάκατα!
ΤΟ ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΟ ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΛΕΛΑΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ
Βολευτήκαμε περιμένοντας τον Δημήτρη, ο οποίος έφτασε λίγο μετά, μαζί με τη Θέκλα, γνωστή ραδιοφωνική παραγωγό, DJ και φυσικά πολύ καλή φίλη και των δυο. Πλησίαζε η επέτειος του θανάτου του Παύλου (6/12/1990) και ήθελα να φτιάξω ένα αφιέρωμα στον “ευαίσθητο ροκενρολίστα” για τα “Μουσικά Ταξίδια”, την εκπομπή που είχα τότε στον Sport24Radio. Τι καλύτερο λοιπόν, από το να μου μιλήσουν τρεις άνθρωποι που είχαν γνωρίσει τον Σιδηρόπουλο και είχαν συνεργαστεί μαζί του.
Όμως το αποτέλεσμα της συνάντησης δεν έμελλε να είναι εκείνο που φανταζόμασταν όλοι. Εξηγούμαι. Όταν είχαμε μιλήσει τηλεφωνικά για να κανονίσουμε το ραντεβού, είχα ρωτήσει τον Νίκο αν έπρεπε να φέρω μαζί μου ηχολήπτη και μικρόφωνα για να ηχογραφήσουμε τη συζήτηση. Όχι, μου είχε απαντήσει, μην ανησυχείς, έχω όλο τον εξοπλισμό που χρειάζεται στο σπίτι, θα γράψω εγώ την εκπομπή και θα πάρεις το ηχητικό σε ένα στικάκι.
Ο “ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ” ΚΑΙ ΟΙ ΠΙΠΕΣ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
Πράγματι, ο Σπυρόπουλος έστησε τα μικρόφωνα γύρω από το τραπεζάκι του σαλονιού και στη συνέχεια κάθισε στο γραφείο με τις κονσόλες και άρχισε να ρυθμίζει τα κουμπάκια. Την ίδια ώρα, ο Πουλίκας είχε πάρει μια κιθάρα στα χέρια του και αυτοσχεδίαζε με κάτι μοναδικούς αριστοφανικούς στίχους που όπως καταλαβαίνετε δεν μπορώ να μεταφέρω στο κείμενο. Παράλληλα, οι δυο “πρωταγωνιστές”, Μήτσος και Νίκος, κάπνιζαν την πίπα της ειρήνης, ή για να είμαι πιο ακριβής, μικρές πίπες της ειρήνης που διαδέχονταν η μια την άλλη, αν καταλαβαίνετε τί θέλω να πω!
Η ευφορία είχε κατακλύσει το δωμάτιο, είτε ως γέλια από τα στιχάκια του Δημήτρη, είτε ως ευεργετική αιθαλομίχλη – κοινώς ντουμάνι – που κρεμόταν από πάνω μας, απειλητικά χαλαρωτική. Η ώρα περνούσε, ο Νίκος πείραζε συνεχώς τα κουμπάκια της κονσόλας, μουρμούριζε κάτι ακατάληπτα, αλλά άκρη δεν έβγαζε. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, πέρασε μια ολόκληρη ώρα, ο Πουλικάκος θα μπορούσε να έχει κυκλοφορήσει καινούργιο δίσκο με το “υλικό” που μας είχε παρουσιάσει, όταν ξαφνικά ακούστηκε θριαμβευτική η φωνή του Σπυρόπουλου: “είμαστε έτοιμοι”!
Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΤΗΣ ΚΟΝΣΟΛΑΣ
Τα μικρόφωνα μπήκαν στο “on” και αρχίσαμε τη συζήτησή μας, εγώ τις ερωτήσεις, Μήτσος, Νίκος και Θέκλα τις απαντήσεις από τα όσα είχαν ζήσει μαζί με τον Παύλο. Πού και πού, η κουβέντα σταματούσε, οι “κύριοι συνάδελφοι” (όπως χαϊδευτικά αποκαλούσαν ο ένας τον άλλο) έπιαναν τις κιθάρες και έπαιζαν τραγούδια που είχαν πει μαζί με τον Σιδηρόπουλο. Η βραδιά κύλησε υπέροχα, μιλήσαμε για περίπου δυο ώρες και ήμουν ενθουσιασμένος, θα ήταν μια καταπληκτική εκπομπή-αφιέρωμα.
Αμ δε! Και αυτό διότι τα είχα λογαριάσει όλα εκτός του ξενοδόχου, ή πιο σωστά, εκτός του δαίμονα της κονσόλας. Μόλις ολοκληρώσαμε την εγγραφή, ο Νίκος θρονιάστηκε ξανά στο γραφείο, για να “σώσει” την ηχογράφηση και να την περάσει στο στικάκι μου. Ήταν σκυμμένος πάνω από τα κουμπάκια για κάνα πεντάλεπτο, όταν γύρισε προς το μέρος μας λέγοντας “παιδιά έχει γίνει μαλακία, έχει γραφτεί, αλλά δεν ακούγεται”! Για του λόγου το αληθές, πάτησε το “play” και στα αυτιά μας έφτασε ένα βουητό με παράσιτα και μικροφωνισμούς, όπου ήταν αδύνατο να ξεχωρίσεις έστω και μια λέξη.
“ΜΑ ΚΥΡΙΕ ΣΥΝΑΔΕΛΦΕ”…
Ο Πουλικάκος χαμογέλασε σαρδόνια, λέγοντας μόνο ένα “μα κύριε συνάδελφε”, ο Νίκος φαινόταν προβληματισμένος, όμως δεν το έβαλε κάτω. Συνέχισε να παίζει με τα κουμπάκια για αρκετή ώρα ακόμα, μέχρι που αποδέχτηκε την καταστροφή, αφήνοντας πάντως μια χαραμάδα αισιοδοξίας: “μην ανησυχείς”, μου είπε, “θα κοιτάξω να το στρώσω και στο στέλνω αύριο-μεθαύριο”. Κανονικά θα έπρεπε να έχω φρικάρει τελείως, όμως οι μικρές πίπες της ειρήνης είχαν φροντίσει να υπάρχει διάχυτη στο σαλόνι μια συνεχής αίσθηση ψυχικής γαλήνης, που τίποτε δεν μπορούσε να τη διαταράξει.
Έτσι λοιπόν, αφού τα είπαμε λίγο ακόμα και βγάλαμε μερικές αναμνηστικές φωτογραφίες, φύγαμε μαζί με τον Θεοφύλακτο για τα σπίτια μας. Δυο μέρες μετά, ο Σπυρόπουλος με πήρε στο τηλέφωνο και μου είπε ότι το μεγαλύτερο μέρος της συνομιλίας είχε καταστραφεί, αλλά είχε καταφέρει να σώσει ένα 45λεπτο, το οποίο μου είχε στείλει με wetransfer. “Αδερφέ δεν έχω ιδέα τι έγινε, έχω χρησιμοποιήσει την κονσόλα εκατοντάδες φορές, πρώτη φορά μου παρουσίασε πρόβλημα”. Τον ευχαρίστησα και κλείσαμε.
ΓΡΕΖΙ, ΠΗΓΑΔΙ ΚΑΙ ΚΟΜΠΡΕΣΕΡ (ΚΑΜΙΑ ΤΥΧΗ)
Αμέσως μόλις κατέβασα το ηχητικό, έβαλα να το ακούσω. Σκέτη απογοήτευση. Οι φωνές έβγαιναν με γρέζι, σαν να ήταν συμπιεσμένες ή να έρχονταν από πηγάδι με συνοδεία κομπρεσέρ, κάπως έτσι, μην πω και χειρότερα. Το πήρα απόφαση ότι εκπομπή δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει και κράτησα ηχητικό και φωτογραφίες σε ένα φάκελο στο πρόχειρο του υπολογιστή. Δυο χρόνια και κάτι αργότερα, στις 15 Δεκεμβρίου του 2019, ο Μήτσος με τον Νίκο, ήρθαν στο στούντιο του Sport24Radio για μια ζωντανή εκπομπή αυτή τη φορά.
Εκεί διηγήθηκαν πολλές ιστορίες, έπαιξαν τραγούδια με τις κιθάρες τους και ενθουσίασαν τους ακροατές, που έστειλαν άπειρα μηνύματα, μαζί με την αγάπη τους στους δυο καλεσμένους. Πέρασαν έξι μήνες από τότε και μια μέρα του Ιουνίου του 2020, διάβασα ότι ο Νίκος Σπυρόπουλος είχε πεθάνει μόλις στα 63 του χρόνια. Στεναχωρήθηκα πολύ, είχα μιλήσει τηλεφωνικά και με τη Θέκλα, επειδή ανησυχούσα για τον Μήτσο που έχασε τον αγαπημένο του “κύριο συνάδελφο”, αλλά όπως πάντα, η ζωή συνεχίστηκε.
ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΗΧΗΤΙΚΟ ΤΟΥ 2017
“Να γράψουμε κάτι για τον Σιδηρόπουλο στο Magazine“, μου είπε πριν μερικές μέρες ο Σταύρος και ξαφνικά θυμήθηκα το ξεχασμένο ηχητικό. Το έψαξα, το βρήκα, το έστειλα σε κάτι τζιμάνια φίλους ηχολήπτες, μου το καθάρισαν όσο μπορούσαν και ξεκίνησα την απομαγνητοφώνηση. Έτσι λοιπόν, σήμερα μπορώ να σας διηγηθώ εκείνη την ιστορία του 2017 και να σας μεταφέρω όσα είχαν πει ο Μήτσος, ο Νίκος και η Θέκλα για τον Παύλο, τουλάχιστον όσα σώθηκαν.
Μαζί με αυτά που θα διαβάσετε, μπορείτε να ακούσετε και τον “Μπάμπη τον φλου”, όπως τον έπαιξαν και τον τραγούδησαν ο Πουλικάκος και ο Σπυρόπουλος στη ζωντανή εκπομπή του 2019. Αρκετά όμως με τη φλυαρία μου, ας περάσουμε στους πρωταγωνιστές για να μας πουν με τα δικά τους λόγια τις αναμνήσεις τους από τη γνωριμία, τη συνεργασία και τη φιλία τους με τον Παύλο Σιδηρόπουλο, 32 χρόνια μετά τον θάνατό του, σαν σήμερα, στις 6 Δεκεμβρίου του 1990.
Ο ΠΑΥΛΟΣ ΚΑΙ Ο “ΘΕΙΟΣ”
– Θέκλα: Να ξεκινήσει ο Δημήτρης, έτσι κι αλλιώς, ο Παύλος του “κόλλησε” το παρατσούκλι “θείος”, τον φώναζε πάντα θείο.
– Δημήτρης: Τι να πεις τώρα για τον Παυλάκη, ήταν ένα παιδί αλλιώτικο απ’ τ’ άλλα, θα έλεγα. Γιατί ήταν και ψυλλιασμένος, αλλά συγχρόνως και τόσο αγαθός, με την αρχαία έννοια του καλός καγαθός, που σε εξέπληττε ώρες ώρες. Μπορεί να παρεξηγιόταν και για αφέλεια καμιά φορά ας πούμε, σε τέτοιο σημείο. Κατά τα άλλα, τι να πω; Τα γνωστά; Καλό παιδί, ταλαντούχο και τα λοιπά; Αισθάνομαι λίγο, ξέρεις, σαν να… Πώς βλέπουμε στις ειδήσεις μια μάνα που της ξέφυγε το μωρό απ’ τα χέρια κι έπεσε απ’ το μπαλκόνι και τη ρωτάει ο ρεπόρτερ “πώς αισθανθήκατε όταν έπεσε το μωρό σας απ’ το μπαλκόνι”. Γνωριστήκαμε κάπου στο 1971 στο Κύτταρο, όπου έπαιζαν Socrates και Εξαδάκτυλος. Και επίσης ήταν και ο Θανάσης ο Γκαϊφίλιας, ο Δημήτρης ο Ψαριανός και ο Παύλος με τον Παντελή Δεληγιαννίδη ως “Δάμων και Φιντίας”.
Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΕ ΤΗ “ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ”
– Νίκος: Ναι, ήταν η πρώτη τους δημόσια εμφάνιση, μόλις είχαν κατέβει από Θεσσαλονίκη. Και μετά “έδεσαν” με τους Βασίλη Ντάλλα και Νίκο Τσιλογιάννη και έγιναν “Μπουρμπούλια”. Πάντως, δεν ήταν ο Δημήτρης εκείνος που μας έφερε σε επαφή με τον Παύλο, όπως λανθασμένα γράφουν όλοι. Η γνωριμία της “Σπυριδούλας” με τον Σιδηρόπουλο έγινε μέσω της τραγουδίστριας Μαρίας Ρωμανού. Ερχόταν τότε, το 1977, στη γιάφκα της Σπυριδούλας, που ήταν ακριβώς απέναντι από εδώ που μένω τώρα, μαζί με τη φίλη της, την Χαρούλα την Αγγελούση και αυτή ήταν που μας έφερε σε επαφή με τον Παύλο που ήταν φίλοι. Ο Παύλος τότε έψαχνε μια μπάντα για να κάνει επιτέλους τον δίσκο του, καιρό έψαχνε για αυτή τη δουλειά και βρήκε εμάς.
Δεν κολλήσαμε εύκολα με τον Παύλο, γιατί εμείς τότε ήμασταν σε μια ημιάγρια κατάσταση. Δεν του κάναμε καμία θερμή υποδοχή του Παύλου, παρότι τον γνωρίζαμε, τον είχαμε δει και με τα Μπουρμπούλια, ξέραμε όλες τις δουλειές του. Ίσως έφταιξε και το γεγονός ότι τον βλέπαμε με δέος, ήταν ένα από τα πρότυπά μας τότε. Οπότε το ξεκινήσαμε λίγο χαλαρά το όλο θέμα. Δηλαδή ερχόταν στα live που παίζαμε με τη Σπυριδούλα και έλεγε δυο τραγούδια, αυτό ήταν όλο. Στην αρχή έλεγε το “Wild horses” των Rolling Stones και το “One room country shack” του Buddy Guy, μετά βγάλαμε το “Heartbreak Hotel” στην εκτέλεση του Έλβις και διάφορα άλλα, αλλά η συνεργασία ήταν χαλαρή. Ερχόταν στα live, ερχόταν στο Βόλο μαζί με τον μακαρίτη τον Γκόλφη και τη Χαρούλα θυμάμαι, απλά για να ανέβει στη σκηνή και να πει δυο-τρία τραγούδια. Ούτε αυτός είχε θέσει ζήτημα για να τραγουδάει παραπάνω, όλο αυτό ήταν διερευνητικό για να δούμε όλοι πώς θα πήγαινε και η αλήθεια είναι ότι πήγαινε μια χαρά.
Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ “ΦΛΟΥ”
– Νίκος: Για μήνες γινόταν αυτό, μέχρι το καλοκαίρι του ’78 που ξεκινήσαμε πλέον τις πρόβες για το “Φλου”, οπότε έγινε συστηματική εργασία από εκεί και πέρα. Πάντως είχαμε ξεκινήσει μια γενικότερη μουσική “ανταλλαγή”, κι εγώ του είχα παίξει πράγματα δικά μου, μουσικές και τέτοια κι αυτός άρχισε να μας παίζει κομμάτια από το “Φλου”, οπότε είχαμε ακούσει και τα εννιά τραγούδια, τα καινούργια, γιατί το δέκατο, το “Ξέσπασμα”, ήταν από τα παλιά, διασκευή στο κομμάτι των Δάμων και Φιντίας. Έλεγε ο Παύλος, να φτιάξουμε και ένα κομμάτι μαζί κι εμείς του είπαμε, τι να φτιάξουμε, άστο, θα παίξουμε το “Ξέσπασμα”, που ήδη το ψιλοπαίζαμε σαν Σπυριδούλα.
Εξαρχής ήταν ιδέα του Παύλου να ηχογραφήσουμε το άλμπουμ, άλλωστε όπως σου είπα και πριν, έψαχνε μπάντα γι’ αυτό το σκοπό. Ο Παύλος έβαζε ένα σχέδιο στο μυαλό του και προχωρούσε προς τα εκεί με όλους τους τρόπους που ο ίδιος μπορούσε να υποστηρίξει. Ενώ μπορούσες να τον περάσεις για “χύμα” αν δεν τον ήξερες, δεν μπορούσες να τον βγάλεις από τους στόχους του. Ήξερε και τί ήθελε να κάνει και με τον δικό του χαρακτήρα πώς θα το κάνει. Ήταν η πρώτη δουλειά και για εμάς, πρώτη φορά που μπαίναμε σε στούντιο να ηχογραφήσουμε, ήμασταν πιτσιρικάδες ακόμα, εγώ ας πούμε τότε, ήμουνα μόλις 21 ετών.
Το ξεχειλώσαμε λίγο το θέμα με την ηχογράφηση. Στις συζητήσεις με την ΕΜΙ, είχαμε καταλήξει ότι θα κάναμε γύρω στις 60 ώρες στούντιο. Τελικά, όταν είχαμε φτάσει τις 173 ώρες, ήρθε ο Θοδωρής Σαραντής στο στούντιο να μας απειλήσει ότι αν δεν τελειώναμε σύντομα, θα μας σταματούσε, γιατί είχε βγει εντελώς εκτός προϋπολογισμού. Εμείς, όπως σας είπα πριν, ήμασταν σε μια ημιάγρια κατάσταση τότε και απαντήσαμε στον Θοδωρή, οκ, σταματήστε το! Τελικά, εντάξει, συνεχίστηκε η ηχογράφηση, ήμασταν και κοντά στο τέλος ούτως ή άλλως, βγήκε ο δίσκος.
Στην παραγωγή ήταν και ο Μάνος Ξυδούς, φρέσκος τότε στην ΕΜΙ, δεν είχε ανέβει ακόμα στην ιεραρχία, οπότε πάλευε κι αυτός με τον τρόπο του. Πολλοί βοήθησαν για να βγει το άλμπουμ, ήταν κάτι αντικειμενικά δύσκολο, άντε βγάλε έναν τέτοιο δίσκο μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον. Πρέπει να κάνω ιδιαίτερη μνεία στον ηχολήπτη, ο οποίος έκανε εξαιρετική δουλειά, τον Γιώργο τον Κωνσταντόπουλο. Μπήκε στο κλίμα, διότι περί αυτού πρόκειται όταν φτιάχνεις ένα δίσκο. Το στούντιο στη μουσική μοιάζει πάρα πολύ με τον κινηματογράφο. Αν το επιτελείο των ανθρώπων που θα κάνουν το έργο, δε συντονιστούν σε κάποιο βαθμό, θα βγει μια βλακεία. Απλώς με τη μουσική είναι κάπως πιο εύκολο, γιατί είναι πολύ λιγότερος ο κόσμος που θα εμπλακεί σε ένα πλήρες έργο.
Ξέχασα να πω ότι η ηχογράφηση έγινε στα στούντιο της Ριζούπολης της ΕΜΙ, τα οποία ήταν καταπληκτικά. Αν θυμάμαι καλά, το μεγάλο ήταν αντίγραφο του Abbey Road. Εξαιρετικό στούντιο απ’ όλες τις απόψεις. Και οι τεχνικοί της Columbia ήταν σοβαροί τεχνικοί, όχι σαν τα σούργελα που βλέπω σήμερα. Αλλά είχαμε μαζί μας και άλλους μουσικούς – πέρα από τα μέλη της Σπυριδούλας – και βέβαια τον πάντα και παντού απαραίτητο Δημήτρη Πολύτιμο. Τώρα, γιατί δεν συμμετείχε ο κύριος συνάδελφος στον δίσκο, ας μας το πει ο ίδιος.
– Δημήτρης: Πότε έγιναν οι ηχογραφήσεις; Από τον Οκτώβρη του ’78 μέχρι Φλεβάρη-Μάρτη του ’79; Ήμουνα φυλακή τότε, μέσα στον Κορυδαλλό! Αποφυλακίστηκα 27 ή 28 Δεκεμβρίου του ’78, μετά τα Χριστούγεννα και πριν την Πρωτοχρονιά.
– Νίκος: Σωστά, θυμάμαι που είχαμε την κουβέντα σου με τον Μαστρόκαλο που πηγαίναμε προς το Tiffany’s και ήμασταν εδώ, πλατεία Αμερικής, μπροστά στην Πατησίων. Ο Μαστρόκαλος ήταν ο μπασίστας του “Φλου”, εκτός από δυο κομμάτια που έπαιζε ο Νίκος ο Πολίτης, κιθαρίστας από τον Εξαδάκτυλο, μετέπειτα μπασίστας που έπαιξε με τους Socrates εκείνη την περίοδο.
Για να επιστρέψω στον Παύλο, όταν ξεκινήσαμε τις ηχογραφήσεις, είχαμε ήδη παίξει σε πάρα πολλές πόλεις μαζί, σε όλη την Ελλάδα και στην Αθήνα, σε συναυλίες. Πέντε μέρες την εβδομάδα επί ένα τρίμηνο, παίζαμε στο Tiffany’s στην Πλάκα, στο υπόγειο το θρυλικό, όπου η Σπυριδούλα έπαιξε τέσσερα ή πέντε χρόνια; Έξι σεζόν ολόκληρες. Την τρίτη χρονιά κόψαμε την πέμπτη μέρα, εμείς, η μπάντα, γιατί βαριόμασταν, κάθε μέρα, κάθε μέρα, κάθε μέρα. Εντάξει, πλάκα κάνω, δεν βαριόμασταν, αλλά ήταν πολύ κουραστική η δουλειά. Αλλά έτσι γινόταν τότε. Αντίστοιχα οι Socrates στο Κύτταρο έπαιζαν όλη τη σεζόν. Δευτερότριτα ήταν τα ρεπό συνήθως, μαζί με τα θέατρα.
Όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος, για τα δεδομένα της εποχής, δεν τα πήγε καλά, δεν έκανε τίποτα, δηλαδή πήγαινε αυτό που λέμε κούτσα-κούτσα, πούλαγε σταθερά, αλλά όχι τόσο πολύ ώστε να αξίζει να αναφερθείς σ’ αυτό. Όμως αυτό άλλαξε ξαφνικά κάποια στιγμή, με αποτέλεσμα ο “Φλου” να γίνει πολύ πετυχημένος δίσκος πριν το ’90, όταν έσπασε το φράγμα του κοινού, του αυστηρά ροκ του ελληνικού. Μπορούν να σας το διαβεβαιώσουν και οι άνθρωποι της Minos EMI. Τους πιστεύω για τα νούμερα που μου είχαν δώσει, γιατί και οι ίδιοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς γινόταν να πουλάει τόσο πολύ ένα τέτοιο άλμπουμ.
Χαρακτηριστικά να πω ότι οι δισκογραφικές εταιρείες και η ΕΜΙ που ήταν πρωτοπόρος, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, σερβίριζαν ό,τι είχε ξεμείνει στα συρτάρια τους, ως ελληνικό ροκ και είδαμε διάφορα φρούτα εκείνη την εποχή, μπορώ να πω και ονόματα αν θέλετε. Τον Ζουγανέλη είδαμε για ελληνικό ροκ, ο Παπακωνσταντίνου βαφτίστηκε αναμφισβήτητος αρχηγός του ελληνικού ροκ εκείνη την περίοδο και διάφοροι άλλοι, μακαρίτες τώρα, ας τους αφήσουμε στην ησυχία τους. Ο “Φλου” εκείνη την εποχή πήγαινε πολύ καλύτερα από τους δίσκους όλων όσων αναφέρω. Το διάστημα ’85-’90 δηλαδή, που γίνονταν διάφορα περίεργα πράγματα και “βαφτίσεις”.
ΑΠΟ ΤΗ “ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ” ΣΤΟΥΣ “ΑΠΡΟΣΑΡΜΟΣΤΟΥΣ”
– Δημήτρης: Ο Παύλος ήταν γνήσιος ρόκερ, βέβαια σήμερα το ρόκερ δε σημαίνει και πολλά πράγματα, αλλά εκείνη την εποχή κάτι σήμαινε. Τώρα έχει και πολλή πόζα η εποχή ξέρεις, κυρίως πόζα.
– Νίκος: Την άνοιξη του ’79 κυκλοφόρησε ο “Φλου”, από εκεί και μετά, η συνεργασία μας με τον Παύλο κράτησε λίγο, κάτι μήνες ακόμα. Βέβαια συνεχίσαμε να παίζουμε μαζί γιατί για ένα μεγάλο διάστημα δεν είχε μπάντα, οπότε όταν χρειαζόταν να παίξει, έπαιζε μαζί μας. Το θέμα είναι ότι είχαν αρχίσει οι τριβές και στη μουσική αυτό δεν είναι καλό.
– Δημήτρης: Son cosas de la vida, που λέει και ο Μπάροουζ κάπου, αυτά έχει η ζωή. Τα πάντα ρει, που λέει και ο άλλος. Πάντως έπαιζαν ως παρέα, γιατί ήτανε και φίλοι. Γιατί υπάρχουν και μπάντες που είναι σαν υπάλληλοι. Τα παδιά εδώ δεν ήταν υπάλληλοι.
– Νίκος: Ο Παύλος έκανε μια απόπειρα με την Εταιρεία Καλλιτεχνών, με τον Μαστρόκαλο, τον Παπαντίνα, τον Νέστορα και τον Τζιμόπουλο, πολύ ωραία ήταν. Στην Αρχιτεκτονική θυμάμαι, φοβερές βραδιές.
– Θέκλα: Τότε, εκείνη την εποχή, άρχισα εγώ να κάνω παρέα με τον Παύλο και με διάφορους άλλους φίλους, λίγο πριν το δισκάκι του, το “Εν λευκώ”. Είχαμε κοινά ενδιαφέροντα βεβαίως, εκτός από μουσικά, με την παρέα μας γυρνάγαμε σε διάφορα κλαμπάκια, τότε ήταν το Λούκυ, ο Ιπποπόταμος, η Σφίγγα στη Διδότου, περνάγαμε εδώ την Πατησίων, σταματάγαμε στο Ρεφραίν που ήταν Πατησίων και Κοδριγκτώνος, τρώγαμε καμιά κρεμούλα, κανένα ρυζογαλάκι. Και στον δίσκο, στο “Εν λευκώ”, συμμετείχα και στο εξώφυλλο, στη φωτογράφηση, την οποία είχε κάνει ο Σάκης ο Μπουλούμπασης, ο φίλος μας, το εξώφυλλο το σχεδίασε ο επίσης φίλος μας, πολύ αγαπημένος και μακαρίτης, ο Νίκος ο Λυμπερόπουλος.
Στη φωτογράφηση συμμετείχαν η Εύα, η φίλη μας από την Ελβετία, μακαρίτισσα κι αυτή και ο Γιάννης ο Κονδύλης, μακαρίτης επίσης. Θέλω να πω ότι από όλο αυτό το team το φωτογραφικό του δίσκου, από όλους αυτούς, επιζώ εγώ αυτή τη στιγμή. Το θέμα με τον Παύλο είναι ότι εκτός από τη μουσική, αυτή την καταπληκτική που ήταν και μπλουζ και ροκ, ήταν και οι στίχοι του. Γιατί εμείς τότε, εντάξει, ακούγαμε πάντα τα δικά μας, αλλά το περιβάλλον ήταν γενικώς, ξέρεις, το στρατευμένο. Στρατευμένη ποίηση και επαναστατική μουσική. Και ο Παύλος έπιασε να γράψει στα ελληνικά και να μας μιλήσει για το άτομο, για τη μοναξιά, για το περιθώριο, είτε σε πρώτο πρόσωπο, είτε διηγούμενος με τη στιχουργική του, ιστορίες άλλων: “Ο Μπάμπης ο φλου”, “Το ’69”, “Ληστέψανε την τράπεζα” και μας άγγιξε πολύ αυτό το πράγμα και φαίνεται ότι αγγίζει ακόμα Σπυρόπουλε.
– Νίκος: Κοίταξε, ο Παύλος έκανε κάτι πολύ απλό να το περιγράψεις, αλλά πολύ δύσκολο να το καταφέρεις. Έφτιαξε απλές μπαλάντες, τραγουδάκια, χωρίς όμως να λέει σαχλαμάρες. Χρησιμοποίησε πολύ απλούς στίχους, αλλά εξαιρετικά εύστοχους.
Μετά ο Παύλος έφτιαξε τους Απροσάρμοστους. Αυτό ήταν το καλοκαίρι του ’81 στη Σαντορίνη, που εμείς ως Σπυριδούλα παίζαμε στο Αίνιγμα ένα μήνα σερί. Κάναμε κάτι πρόβες εκεί με τον Παύλο, βλέπαμε ότι πλέον δεν τραβούσε το πράγμα, το κατάλαβε και ο ίδιος και είπε να δω τι θα κάνω.
– Δημήτρης: Κοίταξε, ο Παύλος ήταν σα μικρό παιδάκι κατά κάποιο τρόπο, δηλαδή ρουφούσε τους γύρω του σα σφουγγάρι με την αθωότητα ενός παιδιού. Είχε μια καρδιά που δε βρίσκεις εύκολα. Δηλαδή του έλεγες, Παύλο να μείνω στο σπίτι σου ένα βράδυ και μπορούσες να μείνεις εκεί όλη σου τη ζωή. Και θα φρόντιζε να έχεις κάθε μέρα και ένα πιάτο φαγάκι. Φιλόξενο το σπίτι του, πάντα ανοιχτό και ο ίδιος γενναιόδωρος. Ποτέ δε θα σου έλεγε, ξέρεις, πέρασαν μέρες, τι σκέφτεσαι να κάνεις κλπ. Όταν εσύ έλεγες, παιδιά ευχαριστώ, θα φύγω, έφευγες. Κατά τα άλλα, ήταν χύμα, όπου γης και πατρίς. Το γραφείο του όμως ήταν πάντα καθαρό και τακτοποιημένο.
– Νίκος: Εμείς δεν ξανασυνεργαστήκαμε με τον Παύλο, εκείνος έβγαλε το 1982 το “Εν λευκώ” με τους Απροσάρμοστους και τον ίδιο μήνα, παράλληλα, εμείς κυκλοφορήσαμε το “Νάυλον ντέφια και ψόφια κέφια”.
– Δημήτρης: Κοίταξε, εκτός από τη μουσική, παίζει ρόλο και ο λόγος. Και εδώ είδαμε κάποιες αλλαγές, δεν ήταν πλέον σ’ αγαπώ μ’ αγαπάς, πάμε χεράκι-χεράκι, ξέρεις, αυτά του ’60, τα ελαφρά. Από εκεί ξεκίνησαν και τα ροκίστικα τα συγκροτηματάκια, με ελαφρό περιεχόμενο. Ο ελληνικός στίχος άργησε λιγάκι, υπήρχε τότε και το “δεν κάνει, δεν ταιριάζει”, μια ιδεοληψία που κανείς μας δεν κατάλαβε ποτέ. Τη γλώσσα σου μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις σε οποιαδήποτε μορφή. Φέρνεις στα μέτρα σου κάποια πράγματα και τελείωσε. Βέβαια, πρέπει να έχεις και κάτι να πεις και να το πεις με τέτοιο τρόπο που να είσαι εσύ.
– Νίκος: Για να τοποθετηθώ για αυτό που συζητάμε, για τον ελληνικό στίχο και γενικά για τον στίχο, ανάλογα με τη γλώσσα στην οποία γράφεις ένα τραγούδι, αλλάζουν οι μελωδικές γραμμές και αυτό το λέμε προσωδία. Ο τρόπος γραφής των μελωδιών, ανάλογα με τη γλώσσα στην οποία γράφεις. Γιατί κάθε γλώσσα έχει τους δικούς της ήχους και ανάλογα θα προμοτάρει τη μελωδία.
Πάντως, σε ό,τι αφορά το “κοινό” των τραγουδιών του Παύλου, το οποίο όπως είπαμε και πιο πριν, δεν περιορίστηκε στο κοινό του ελληνικού ροκ, υπάρχει μια τεράστια σύγχυση. Αν ρωτήσεις εκατό ανθρώπους να σου πουν ένα τραγούδι του Σιδηρόπουλου, θα σου απαντήσουν το “Να μ’ αγαπάς”, το οποίο δεν είναι ούτε του Σιδηρόπουλου και επίσης, ακόμα σημαντικότερο αυτό που θα προσθέσω, δεν το είχε παίξει ποτέ, πλην της ταινίας. Δεν το ξανάπαιξε ποτέ αυτό το κομμάτι ο Παύλος. Αυτό για μένα είναι πιο σημαντικό από το αν είναι ή δεν είναι του Σιδηρόπουλου το κομμάτι.
– Δημήτρης: Μην ξεχνάμε ότι το “Να μ’ αγαπάς”, το είπε και ο Ρόκκος και το έκανε γνωστό! (γέλια).
– Θέκλα: Πάμε λίγο και στο “Zorba the freak”, όπου πριν γίνει η ηχογράφηση, αλλά και κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης αυτού του επίσης ωραίου άλμπουμ, θυμάμαι τον Παύλο κάθε μέρα στο σπίτι, ντριν το κουδούνι ο Παύλος, τον ξύπναγε τον Μήτσο και ήταν συνέχεια δίπλα του και του μίλαγε για τον δίσκο, τις ιδέες του, τα λόγια, συνέχεια, συνέχεια, συνέχεια! Και μετά στο στούντιο, κι εκεί πάρα πολλές ώρες, στην παραγωγή, με τους μουσικούς να είναι στην ώρα τους, να είναι σίγουρο ότι θα ‘ρθουν, να διαθέτουμε στο στούντιο τί θέλουν να πιουν τα παιδιά, να εμπνευστούν, να νιώσουν άνετα, να εκφραστούν. Πότε ακριβώς έγιναν όλα αυτά; Το ’85;
– Νίκος: Ναι, το 1985, όταν ήμουν εγώ εις Παρισίους, “σπουδάζαμε” τη ζωή παίζοντας μουσική από δω κι από κεί!
– Δημήτρης: Κατάλαβες τώρα; Όταν κάνανε τον δίσκο αυτοί, εγώ ήμουνα στη φυλακή και όταν κάναμε εμείς τον δίσκο, αυτός ήτανε στα Παρίσια. Στο στούντιο πάντως είχαν περάσει πολλοί. Ο Δήμης ο Παπαχρήστου, ο Πετράκης ο Σκούταρης, ο Κυριάκος ο Δαρίβας, οι Απροσάρμοστοι γενικά, ο Πολύτιμος, η Ράντυ Μακ Κίννον Άντριου, ο Ντέιβιντ Λιντς που τότε, μόλις είχε έρθει στην Ελλάδα, έπαιζε ακόμα ροκ.
Πολύ νωρίτερα, τον Φλεβάρη του 1980, είχαμε παίξει μαζί με τον Παύλο στο Σπόρτινγκ, πολύ ωραία συναυλία, το “Παραμύθι χωρίς όνομα”. Και εκεί πολύς κόσμος. Και ήταν και στο “Crazy love στου Ζωγράφου”, ένα χρόνο νωρίτερα. Εκτός από τα χορωδιακά ας πούμε, είπε και κάνα δυο κομμάτια μόνος του. Στον δίσκο είχε το “Blues Medley”, αυτό του Τζόνι Ότις, που λέμε μια εγώ, μια ο Παύλος, μια η Ευτυχία, η Sigma Fay. Πάντως η ωραία δεκαετία για το ροκ ήταν εκείνη του ’70. Το ’80 ξεκίνησαν να έρχονται κι εδώ σιγά-σιγά, τα glam κλπ.
– Θέκλα: Εμένα πάντως με συγκινεί πάρα πολύ ένα κομμάτι του Παύλου, το “Εν κατακλείδι”. Όποτε ακούω αυτό το κομμάτι, είναι σαν να βλέπω μια συγκεκριμένη παρέα ανθρώπων, αλλά αυτό είναι δικό μου. Και τα λόγια αυτά τα ωραία. “Και τώρα φίλοι μου είναι αργά”, “μια ιδέα στεγανή”, “στα υπόγεια μαύροι ποντικοί λουφάζουνε δύο δύο” κτλπ.
– Νίκος: Εκεί είναι όλες οι καταβολές του Παύλου από την αμερικάνικη λογοτεχνία. Όπως και στους “Σοβαρούς κλόουν”.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Αυτά ήταν όσα σώθηκαν από εκείνη τη συζήτηση τον Νοέμβριο του 2017 και παρά το γεγονός ότι δεν είναι ούτε τα μισά από όσα είπαμε, νομίζω ότι άξιζε τον κόπο να δημοσιευθούν. Είναι ένα μικρό μέρος από την περιπλάνηση του Παύλου στα δωδεκάμετρα του ροκ εν ρολ και τις παρτιτούρες των φαντασμάτων του μπλουζ, που στοίχειωσαν μέσα τους το πάθος, την ένταση και την αυθάδεια των πειρασμών στους οποίους παραδόθηκε άνευ όρων, ανοίγοντας έναν εσωτερικό βουβό διάλογο που έφτασε να έχει ως – καθόλου ισότιμο – συνομιλητή την ηρωίνη.
Η ποίηση και η μουσική του κατέληξαν ένας παρεξηγημένος, πικρός “εορτασμός” του χαμού. Ο θάνατός του δημιούργησε ένα τεράστιο “περιφερειακό” κοινό που τον μετέτρεψε σε μύθο, χωρίς όμως να τολμήσει ποτέ να μπει μέσα στον κύκλο και να αφουγκραστεί τη θλίψη της μοναξιάς, την απώλεια της αθωότητας, τον τρόμο της αυτοκαταστροφής. Την αξιοπρέπεια που προσπάθησε να μη χάσει στη ζωή του, την άφησε χαραγμένη στα αυλάκια των δίσκων που ηχογράφησε, μακριά από αμείλικτες βελόνες, καμένα κουτάλια και βρώμικα αλουμινόχαρτα.
Ο Σιδηρόπουλος δεν ασχολήθηκε με τις ισορροπίες στην κόψη του ξυραφιού, αντίθετα βρέθηκε να ορίζει άκρα και όρια, στα οποία είχαν εξαφανιστεί οι διαχωριστικές γραμμές. Ένας περιπλανώμενος ταξιδιώτης που διοχέτευσε στα ενστικτώδη του πεντάγραμμα – αφού δεν ήξερε παρά ελάχιστη μουσική θεωρία – τις προσωπικές του εικασίες για το τί είναι ο έρωτας, η μοναξιά, η άρνηση, οι συμβολισμοί, οι αφορισμοί, οι εσωτερικές κραυγές και η ατέρμονη αγωνία μπροστά στην κοινωνική αποξένωση και τις παγίδες των παρορμήσεων.
Ο Παύλος ήταν πραγματικός “δυναμίτης” στα live. Είχα την τύχη να τον δω σε δυο από αυτά, μια φορά στο Μετρό και μια στο θέατρο Αμόρε. Οι ερμηνείες του φλερτάριζαν με τη μανία του ροκ εν ρολ, με την επανάσταση, με την αμφισβήτηση, με τα νιάτα, με τους “παραστρατημένους και ξαναμμένους τρελούς” που χόρευαν από κάτω, με τις εικόνες, τα πάθη και τις επιθυμίες. Η φωνή του ήταν γεμάτη λευκό μπλουζ, αναζήτηση, ενέργεια, μαστούρα, φυγή, αναχώρηση, άρνηση. Νόμιζες ότι άκουγες τον Άρλο Γκάθρι, τον Ρέι Ντέιβις, τον Πολ Ριβίρ και τον Βαν Μόρισον μαζί.
Όμως ο αυτοκαταστροφικός Σιδηρόπουλος παρέμεινε αλλόκοτα άφθαρτος, περίεργα λαμπερός, τρυφερά οικείος, ιδανικά λυρικός για μια γενιά που σιωπηρά ένιωσε την λεηλασία και τον σπαραγμό σε κάθε ένα από τα τραγούδια του και μαγεύτηκε από την ορμητικότητα και τη δύναμη του αστικού ιδιώματος που έκανε τους αγγλικούς στίχους να μοιάζουν ταλαιπωρημένες συλλαβές σε αδιέξοδο. Οι μουσικές του φόρμες κέντησαν στις ίδιες νότες την ελληνική παράδοση και το δέλτα του Μισσισσιππή με μια βελούδινη μαεστρία: ακριβείς μαρτυρίες, χωρίς φτιασίδια.
Ο Παύλος, αν και κατάφερε να “ανοίξει” τον κύκλο μέσα στον οποίο σφιχταγκάλιασε τους περιπλανώμενους αλήτες της απόρριψης, δεν μπόρεσε ποτέ να κλείσει τις δικές του πληγές. Η πρέζα τον τύλιξε στη μέθη της, τον γέμισε μικρές σκληρές σπασμένες απώλειες και όταν ήρθε η ώρα της στερνής μάχης, τον βρήκε φθαρμένο μέσα στα χαρακώματα της εγκατάλειψης και τον απογύμνωσε από ανάσες και όνειρα. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1990, “το φιξάκι δεν κράτησε μια στιγμή”, αλλά παρέσυρε “μια ολόκληρη ζωή” στον θάνατο. “Ένοχος για κάποια αιτία που δεν την έμαθες ποτέ, πες μας ρε φίλε ποιος θεός σ’ ορίζει, ποιος σε γεμίζει μ’ ενοχές…”
* Βίντεο: Ένα βράδυ στου Νίκου Σπυρόπουλου (27/11/2017)