Γιάννης Κακλέας (αριστερά), Δημήτρης Παπαδημητρίου Andreas Papakonstantinou / Tourette Photograpy

“MOBY DICK: ΤΟ ΜΙΟΥΖΙΚΑΛ”: ΙΣΟΡΡΟΠΩΝΤΑΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΘΕΑΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

Ο συνθέτης (εδώ, και λιμπρετίστας) Δημήτρης Παπαδημητρίου, και ο σκηνοθέτης Γιάννης Κακλέας μιλούν στο Magazine για την μουσικοθεατρική μεταφορά τους στο εμβληματικό μυθιστόρημα του Χέρμαν Μέλβιλ, που επιστρέφει στη σκηνή.

Στο στούντιο δοκιμών, σε ένα εξοχικό δρομάκι στο Νέο Ηράκλειο, η μουσική πρόβα τελειώνει σιγά-σιγά. Και καθώς βγαίνουν από την αίθουσα οι ηθοποιοί-τραγουδιστές (όλοι τους άρρενες, βέβαια) για να τσιμπήσουν στο αυτοσχέδιο φουαγιέ το μεσημεριανό τους πριν αρχίσει η θεατρική πρόβα, κρυφακούω από μια άκρη τις κουβέντες τους.

Μιλάνε κυρίως για μουσική –πώς πετάγεται ξαφνικά εκείνο το πάνω Ντο στο τάδε κομμάτι, αν έχουν ακούσει το δείνα καινούριο τραγούδι, κάποιος βάζει στο κινητό το «What’s The Buzz» από το κινηματογραφικό μιούζικαλ «Jesus Christ Superstar»… Κι αρχίζουν τα θαυμαστικά σχόλια. «Είναι του 1973, ρε! Πόσο μπροστά!» αναφωνεί ένας τους. Σκέφτομαι, λοιπόν, πως και οι ίδιοι, με έναν τρόπο, συμμετέχουν σε κάτι που για τα ελληνικά δεδομένα είναι πολύ μπροστά.

Andreas Simopoulos

Ένα
αληθινό
μιούζικαλ υψηλών προδιαγραφών και απαιτήσεων, με 23 ηθοποιούς-τραγουδιστές και 12μελή ορχήστρα, που μελοποιεί και δραματοποιεί ένα από τα πιο ονομαστά και παινεμένα λογοτεχνικά έργα του δυτικού κόσμου: το θηριώδες μυθιστόρημα «Μόμπι Ντικ» των 135 κεφαλαίων, που ο Αμερικανός Χέρμαν Μέλβιλ έγραψε μεταξύ 1850 και 1851. Μια σκληροτράχηλη θαλασσινή περιπέτεια στον μικρόκοσμο των φαλαινοθηρικών, που παρακολουθεί την μονομανή προσπάθεια του κάπτεν Αχαάβ να βρει και να θανατώσει τη γιγαντιαία λευκή φάλαινα Μόμπι Ντικ, που έχει σπείρει τον τρόμο στους ωκεανούς και του’ χει φάει και το ένα πόδι σε προηγούμενο ταξίδι…

Μόνο που πέρα από το μεταφυσικό κόλλημα του Αχαάβ με το κήτος, πίσω από τις καταλεπτώς παρουσιασμένες θαλασσινές δραστηριότητες και τις πολυδαίδαλες σχέσεις μεταξύ των μελών του πληρώματος, ή των άλλων φαλαινοθηρικών που συναντούν, ο Μέλβιλ ανοίγει συγχρόνως πανιά για ένα βαθύ εσωτερικό ταξίδι. Στη φιλοσοφία, την ηθική, τη θρησκεία, τη μυθολογία, τον θάνατο –τελικά, ένα ταξίδι στο ίδιο το νόημα της ζωής. Και το κάνει μέσα από μια γλώσσα μοναδική, που αντλεί αριστοτεχνικά από τον Σαίξπηρ και τα εγχειρίδια κητολογίας, μέχρι τις φιλοσοφικές θεωρίες, την θαλασσινή αργκό, και τις κοινωνιολογικές/ φυλετικές αναζητήσεις της εποχής του. Βάζοντας τον ναύτη που αφηγείται εκ των υστέρων την περιπέτεια να ξεκινάει το μυθιστόρημα με μια από τις πιο διάσημες φράσεις στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας: «Λέγε με Ισμαήλ».

Andreas Simopoulos

Το
«Moby Dick: Το μιούζικαλ», μια θεαματική παραγωγή του
Onasssis Culture σε λιμπρέτο και σύνθεση Δημήτρη Παπαδημητρίου και σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, ανέβηκε για ελάχιστες παραστάσεις τον Φεβρουάριο του ’20 στο Παλλάς, πριν έρθει το κορονολουκέτο. Και τώρα, ετοιμάζεται να ξανασαλπάρει, Φλεβάρη πάλι, από την σκηνή του
Christmas Theater. Κορονοϊού επιτρέποντος, για ένα ταξίδι δύο μηνών.

Πριν, λοιπόν, ξεκινήσουν τη θεατρική τους πρόβα –που με γοήτευσε ξεκάθαρα–, ο σκηνοθέτης κι ο γεννήτωρ νους της παράστασης μίλησαν στο Magazine για αυτό το (απολύτως δικαιολογημένα) φιλόδοξο εγχείρημά τους.

Ανταλλάσσοντας ιδέες... Andreas Papakonstantinou / Tourette Photograpy

Γιάννης Κακλέας
: Αυτή την στιγμή, πάμε να ανασυνθέσουμε την παράσταση, και να την προχωρήσουμε και λίγο. Και πάντα προσπαθεί κανείς να βρει την αρχική έμπνευση. Δηλαδή, να μην επαναλάβει τον εαυτό του, αλλά να βρει τι είναι
τώρα
το καινούριο που μπορεί να προστεθεί μετά από μια εμπειρία. Μετά την πανδημία, ας πούμε… [Συνθήκη] Που, μέσα μου, κάνει πιο αναγκαία την μυθοπλασία. Γιατί ταξιδεύει τον κόσμο πέρα από μια σκοτούρα και μια καταχνιά που έχει στο κεφάλι του –και μια μη-αισθητική. Γιατί αυτό εδώ που φοράμε [δείχνει την μάσκα] σκοτώνει την αισθητική των πραγμάτων.

Τουλάχιστον, σίγουρα τα ομογενοποιεί τα πράγματα…

Γ.Κ.: Ακριβώς. Τουλάχιστον, να ξαναβρούμε τα χρώματα, τις διαθέσεις, τις ενέργειες. Και είναι ένα ζητούμενο πια πιο αναγκαίο απ’ ό,τι ήταν πριν, νομίζω.

Δημήτρης Παπαδημητρίου: Γεννιέται επιθυμία μεγαλύτερη τώρα. Θυμάμαι στο Τρίτο Πρόγραμμα την πρώτη χρονιά [σ.σ. όταν ήταν διευθυντής], για την Παγκόσμια Ημέρα Μουσικής έκανα δυο ώρες σιγής από μουσική. Το ανάποδο, δηλαδή. Γιατί μόνο έτσι μπορείς πραγματικά να επανεκτιμήσεις κάτι, μέσα από την έλλειψη. Φανταστείτε στο χωριό, που δεν είχαν παλιά ούτε ραδιόφωνο ούτε τίποτα, τι γινόταν με τις πρώτες καλές μέρες, όταν ακουγόταν από μακριά το κλαρίνο να παίζει στο διπλανό χωριό! Αυτό σου δημιουργεί αυτόματα συγκίνηση. Βιολογική συγκίνηση. Αυτό λείπει. Λείπει πάρα πολύ.

Andreas Simopoulos

Επειδή δεν είχα δει την παράσταση στο Παλλάς, …η φάλαινα;

Δ.Π.: Ποιος κάνει την φάλαινα; [γέλια]

Γ.Κ.: [γέλια] Στην παράσταση δραματουργικά υπάρχει η τεχνολογία του 3D, του ολογράμματος. Είναι ίσως από τις πρώτες φορές που παρουσιάζεται σε θεατρική παράσταση. Γιατί, όμως, μπήκε; Γιατί ο,τιδήποτε μυθολογικό, ο,τιδήποτε δεν μπορεί θεατρικά να αναπαραχθεί, και ειδικά ο Μόμπι Ντικ, έγινε εικόνα. Εικόνα που έχει σχεδιαστεί καρέ-καρέ από μια μεγάλη ομάδα καλλιτεχνών. Είναι μια εικόνα μεταφυσική-ρεαλιστική-ονειρική, που μόνο μέσα από την τεχνολογία μπορεί να αναπαρασταθεί. Και να δοθεί και ο όγκος του πράγματος… Γιατί είναι ένα τεράστιο ζώο, φοβερό. Κι επειδή όλο το έργο έχει να κάνει με την μνήμη των πραγμάτων μέσα από την αφήγηση του Ισμαήλ, όλα αποκτούν μια διάσταση ονειρική, φαντασιακή. Κι αυτό κάνει κι ο Μέλβιλ: παντρεύει όλων των ειδών τις μυθολογίες και τις θρησκειολογικές μυθοπλασίες μέσα σε ένα ας πούμε ρεαλιστικό ταξίδι. Αυτό είναι το μεγάλο επίτευγμά του.

Andreas Simopoulos

Πώς σας ήρθε η ιδέα να καταπιαστείτε με το «Μόμπι Ντικ»;

Δ.Π.: Όταν ήμουνα στην Αμερική, κάναμε μάθημα με τους συνθέτες-δασκάλους μας, όχι στην Συμφωνική [της Βοστώνης] μέσα στα κτίριά της στο Τάνγκλγουντ, όπου γίνονται αυτά τα θερινά τμήματα, αλλά μας πήγανε σε ένα κάποιο Ναθάνιελ Χόθορν Κότατζ (Nathaniel Hawthorne Cottage). Περίμενα κι εγώ να δω ένα κτίριο παρόμοιο με της Συμφωνικής, που απλά είχε αυτό το όνομα. Και βλέπω ένα… σπιτάκι!

Όπου όντως έζησε ο Χόθορν;

Δ.Π.: Ήταν του Χόθορν! Ήταν ένα καμαράκι πάλλευκο, λίγο σουηδικό, λίγο προτεσταντικό, πώς να το πω; Είχε ένα τζάκι, δυο καρέκλες, άσπρο το τζάκι, άσπροι οι τοίχοι, όλα άσπρα, και μου λέει ο διευθυντής μας, ο Ρίτσαρντ Όρτνερ: εδώ, σ’ αυτήν την καρέκλα και σ’ αυτήν την καρέκλα κάθονταν ο Μέλβιλ και ο Χόθορν, και του διάβασε [ο Μέλβιλ] το «Μόμπι Ντικ». Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι εκεί πέρα μας παρακαλούσαν να συνθέσουμε κάτι, για να λέμε ότι [συνθέσαμε κι εμείς εκεί]. Γιατί απ’ αυτό το μέρος έχουν περάσει, χωρίς υπερβολή, όλα τα μεγάλα ονόματα [της μουσικής] από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι και σήμερα, και όλοι έχουν γράψει και αφιερώσει κάτι στο Τάνγκλγουντ. Μας ζητάγαν, λοιπόν, να το κάνουμε, αλλά εγώ δεν είχα καμία διάθεση, και δεν έβρισκα και τι να γράψω. Και λέω μέσα μου, αυτό θα κάνω: το «Μόμπι Ντικ». Σκέφτηκα να γράψω μια εισαγωγή, ένα μουσικό έργο, ένα κάτι. Δεν το ‘κανα. Δεν μπορούσα να το κάνω –κατ’ αρχάς, εκεί έκατσα δυο μήνες, ενώ αυτό θέλει πάρα πολύ καιρό για να το γράψεις. Αλλά μου μπήκε η αρρώστια. Και, το ξαναδιάβασα [το μυθιστόρημα]! Κι εκεί μου μπήκε η ιδέα. Τώρα, πώς ξαφνικά αποφάσισα να το γράψω… στην πραγματικότητα, το λέω και το εννοώ, οι μεγάλες αποφάσεις γενικώς στην ζωή δεν είναι αποφάσεις [γέλια].

Με σύμμαχο κι αντίπαλο τον Χέρμαν Μέλβιλ Andreas Papakonstantinou / Tourette Photograpy

Ή τουλάχιστον, δεν εκπορεύονται μόνο από το μυαλό.

Δ.Π.: Πράγματι. Είχα ήδη γράψει τρία-τέσσερα κεφάλαια, όταν κατάλαβα ότι… τελικά θα το γράψω.

Για μένα, το πραγματικά τρομακτικό της υπόθεσης είναι το λιμπρέτο! Πώς το διασκευάσατε όλο αυτό;

Δ.Π.: Ο πατέρας μου χασκογελάει σαρδόνια, γιατί επιμένει ότι έπρεπε μάλλον προς την λογοτεχνία να στραφώ, παρά στην μουσική. Όταν ήμουν μικρός, έγραφα. Και έγραφα και μουσική. Απ’ τα δύο, προφανώς για να το λέει ο πατέρας μου, ήμουνα πιο μπρος στο λογοτεχνικό. Όποτε χρειάστηκε, πάντως, να ασχοληθώ με την γλώσσα, προσέτρεξα. Έχω γράψει στίχους τραγουδιών, επειδή όλοι οι φίλοι στιχουργοί δεν βρίσκαν άκρη με την μουσική, κι εγώ έπρεπε να παραδώσω την επόμενη μέρα, οπότε κάθισα κι έγραψα στίχους… Έχει χρειαστεί να γράψω και στα αγγλικά στίχους –όταν είχε έρθει η Γιουροβίζιον στην Ελλάδα, και έπρεπε ως ΕΡΤ να στήσουμε την διοργάνωση, έγραψα τα κομμάτια της εκδήλωσης. Όποτε προστρέχω προς την καημένη και προδομένη λογοτεχνική πλευρά μου, αυτή δεν με αποδιώχνει.

Γ.Κ.: Σε σχέση με το «Μόμπι Ντικ», ο Δημήτρης έχει μια κατανόηση του κειμένου πολύ πολυεπίπεδη. Πράγμα που με ξαφνιάζει συνέχεια. Γιατί είναι ένα κείμενο μυστικό, που θέλει αποκρυπτογράφηση, αποκωδικοποίηση. Κι ο Δημήτρης έχει βρει τα κλειδιά αυτού του έργου. Πέρα απ’ τα νοήματα, έχει βρει και τις ιστορικές καταβολές, και τις θρησκειολογικές φιλοσοφίες μέσα… Και κάθε φορά που τον συμβουλεύομαι σε κάτι που δεν καταλαβαίνω, το γνωρίζει γιατί το έχει ψάξει πολύ δυνατά. Εγώ θεωρώ ότι το λιμπρέτο που έχει κάνει στο έργο αυτό ο Δημήτρης είναι κατόρθωμα. Κατόρθωμα! Και είναι και σε στίχο!

Andreas Simopoulos

Α, είναι έμμετρο;

Δ.Π.: Ναι, και πότε-πότε και ομοιοκατάληκτο.

Γ.Κ.: Περιέχει όλα τα σύνθετα και τα δύσκολα νοήματα και ταυτόχρονα έχει την ροή της περιπέτειας. Η δικιά μου η έμπνευση ξεκίνησε πρώτα από το λιμπρέτο του Δημήτρη, και μετά πήγα στον Μέλβιλ. Εμείς οι θεατρικοί έχουμε την επιθυμία της εικόνας, του storyline, ας πούμε. Αλλά ο Μέλβιλ γράφει ένα υπέροχο «δόλωμα», μια περιπέτεια, και κρύβει από κάτω όλη την κοσμολογία, όλη την φιλοσοφική του θέση απέναντι στο σύμπαν: να απαντήσει για τον Θεό, για τον θάνατο, για την πίστη, την αφοσίωση, την τρέλα… Μεγάλα-μεγάλα θέματα. Και η κατανόηση που έχει ο Δημήτρης του έργου είναι αποκαλυπτική. Γι’ αυτό κατάφερε, κατά την γνώμη μου, να γράψει το λιμπρέτο. Πέρα, έτσι, από τις φιλολογικές του φιλοδοξίες, είναι η βαθιά του γνώση τι είναι αυτό το έργο, το οποίο μπορεί σε πολλούς ανθρώπους να μένει λίγο μυστικό.

Τον Κακλέα τον σκεφτόμουνα την ώρα που το έγραφα. Και την ίδια στιγμή, σκεφτόμουν ότι αποκλείεται να δεχτεί να το κάνει. Είχα πάρει αρνητική απάντηση πριν τον ρωτήσω

Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου μνημονεύει την μεγάλη βοήθεια που του παρείχε η ελληνική έκδοση του λογοτεχνήματος σε μετάφραση Θανάση Χριστοδούλου (από τις εκδόσεις Gutenberg), καθώς και μια ποιητική εκδοχή του «Μόμπι Ντικ» στα γαλλικά, και σε ύφος ομηρικών ραψωδιών, με την υπογραφή του σπουδαίου Ελβετού ποιητή και μεταφραστή, Αρμέλ Γκερν (1911-1980).

Πόσο καιρό σας πήρε να το γράψετε;

Δ.Π.: Όχι πολύ… Ο καιρός, βέβαια, έχει να κάνει με το πόσες ώρες δουλεύεις την μέρα, φαντάζομαι. Αλλά όχι πολύ, για κάποιο λόγο. Τέσσερις μήνες, νομίζω, το λιμπρέτο. Και χοντρικά, πέντε μήνες η μουσική. Αλλά η μουσική ξεκίνησε πριν τελειώσει το λιμπρέτο, ήταν λίγο αλληλοκαλυπτόμενα.

Ο συνθέτης και λιμπρετίστας του μιούζικαλ "Moby Dick: Το μιούζικαλ" Andreas Papakonstantinou / Tourette Photograpy

Γ.Κ.:
Σε παρασέρνει από κάποιο σημείο και μετά το ίδιο το έργο. Και η σκηνοθεσία κάπως έτσι διαμορφώθηκε. Δηλαδή, ενώ περιμένεις αυτό το πράγμα να σε βασανίσει και να σε καθυστερήσει, όταν μπαίνεις σε μια τροχιά, είναι ένας οίστρος που λειτουργεί από μόνος του πια. Είναι ένα μεγάλο έργο, κι όταν ανοίγεσαι σ’ αυτό, υπάρχεις 100% μέσα του. Πράγμα που κάνει τον χρόνο να είναι λιγότερος από ένα κείμενο που σε βασανίζει για να βρεθείς μαζί του.
Ο σκηνοθέτης του μιούζικαλ "Mony Dick: Το μιούζικαλ" Andreas Papakonstantinou / Tourette Photograpy

Δ.Π.:
Πάντως, πρέπει να το πω αυτό, εγώ μπορεί να σκέφτηκα πώς να το κάνω –δηλαδή, πριν ξεκινήσω ρώτησα τι ολογράμματα μπορούν να γίνουν στην Ελλάδα, κι όταν μου είπαν κατάλαβα ότι είναι ορατό. Όμως, η
πραγματοποίηση
αυτής τρέλας, από αυτό που είχα στο μυαλό μου μέχρι να γίνει πραγματικότητα, αν δεν ήταν ο Γιάννης… Αλήθεια το λέω, αν δεν ήταν ο Γιάννης…

Τον κύριο Κακλέα σκεφτήκατε εξ αρχής για να το σκηνοθετήσει;

Δ.Π.: Τον Κακλέα τον σκεφτόμουνα την ώρα που το έγραφα [γέλια]. Και την ίδια στιγμή, σκεφτόμουν ότι αποκλείεται να δεχτεί να το κάνει. Είχα πάρει αρνητική απάντηση πριν τον ρωτήσω [γέλια]!

Τελικά, όχι μόνο αρνητικός δεν ήταν στην πρόταση ο Γιάννης Κακλέας, αλλά βούτηξε στο εγχείρημα τόσο πρόθυμα και γκαζωμένα, ώστε να βρεθούν λύσεις οπτικοποίησης και για πιο «απίστευτα πράγματα»· όπως ένας άγγελος εξ ουρανού, ή η θηριώδης λευκή φάλαινα, ή τα συνολικά 10 φαλαινοθηρικά, (μαζί με το Πίκουοντ του Αχαάβ) που κάνουν cameo στο βιβλίο. Μάλιστα, η κοινή αγάπη των δυο δημιουργών για το σινεμά και την δημιουργική του ιδιόλεκτο τούς έλυσε τα χέρια σε αρκετές περιπτώσεις, προσφέροντας δραματουργικές διεξόδους σε σημεία όπου η θεατρική γλώσσα ζοριζόταν κομμάτι.

Δ.Π.: Φεύγοντας από αυτή την παράσταση έχεις την αίσθηση ότι ενώ είναι 1000% θέατρο, έχει και σινεμά μαζί.

Γ.Κ.: Έχοντας ένα τέτοιο μεγάλης πνοής κείμενο, και [μια] απαιτητικής τεχνολογικής αναγκαιότητας παράσταση, η δυσκολία είναι πώς ισορροπείς το θεαματικό με το ουσιαστικό.

Είναι ένα μεγάλο κείμενο, και είμαι πραγματικά ευγνώμων στον Δημήτρη που μου έδωσε την ευκαιρία να το κάνω

Δ.Π.: Πραγματικά, τα εφέ [στην συγκεκριμένη παράσταση] είναι teaser. Δεν είναι ότι θα δεις την φαντασμαγορία, γιατί εκεί χάνεις το θέατρο. Την βλέπεις, δηλαδή, αλλά αμέσως μετά είσαι στο θέατρο πάλι. Και είναι πολύ περίεργο ότι δεν υπάρχει διαφορά ποιότητας [μεταξύ των δυο]. Δεν εκπίπτει η εικόνα.

Γ.Κ.: Έτσι κι αλλιώς συνυπάρχουνε οι προβολές με την ζωντανή δράση, κι αυτό το κάνει ιδιαίτερο. Δεν είναι ότι ξαφνικά σταματάμε και προβάλλουμε, είναι μέσα στο παιχνίδι της φαντασίωσης των πραγμάτων. Αυτή η παράσταση είναι ένα πολύ μεγάλο μάθημα για μένα. Διότι έχοντας μια ευκολία μέσων, που πάντα εμένα με γοητεύει αυτό, λες, πόσο θα εντυπωσιάσω; Κι αυτό ήταν μεγάλη παγίδα για μένα. Βέβαια, εδώ δεν με άφηνε η μουσική να το κάνω αυτό, γιατί ο Δημήτρης, με την μουσική και το λιμπρέτο του, το έχει κατευθύνει το όλο πράγμα σε μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη.

Andreas Simopoulos

Εξάλλου, η μουσική σού χρωματίζει το συναίσθημα ανά πάσα στιγμή, έτσι δεν είναι;

Γ.Κ.: Έτσι ακριβώς. Και ακόμη περισσότερο χρωματισμένα με όλη αυτή την τραχιά αλλά και μεταφυσική αίσθηση του Μέλβιλ σ’ αυτήν την περιπέτεια, στην οποία παραμένει νοηματικά ένα άλυτο θέμα: το προς τα πού ταξιδεύουμε.

Βέβαια, ή το ποιες είναι οι εμμονές μας…

Γ.Κ.: Είναι ένα μεγάλο έργο που πολύ χαίρομαι που πραγματοποιήθηκε και θα το ξαναπαρουσιάσουμε. Κι ένα περίεργο πράμα: είναι ένα κείμενο που γοητεύει από την παιδική φαντασιακή περιέργεια μέχρι και την μπεκετική υπαρξιακή αναζήτηση. Τόσο ενδιαφέρον αυτό! Είναι ένα μεγάλο κείμενο, και είμαι πραγματικά ευγνώμων στον Δημήτρη που μου έδωσε την ευκαιρία να το κάνω. Γιατί δεν συναντάς τόσο μεγάλα πρότζεκτ στην ζωή σου. Δηλαδή, μετά το «Μόμπι Ντικ», λες τι άλλο να κάνω; Να κάνεις, ας πούμε, την «Οδύσσεια»; Για τέτοια μεγέθη μιλάμε. Γι’ αυτό ήθελε μια τεχνική, οικονομική στήριξη, μια στήριξη παραγωγής… Δεν γίνονται εύκολα τα πράγματα αυτά –καθόλου εύκολα.

Και ειδικά στην Ελλάδα, έχω μια αίσθηση ότι το μιούζικαλ φέρει μια σφραγίδα ευτέλειας, που δεν του αρμόζει καθόλου. Το έχουμε λίγο εξομοιωμένο με κάτι που θυμίζει τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη…

Δ.Π.: [γέλια] Μα, και την εποχή της όπερας, υπήρχε το βόντβιλ (vaudeville), το οποίο ήταν το μιούζικαλ της εποχής. Και ο «Μαγεμένος αυλός» [σ.σ. του Μότσαρτ], ας πούμε, είναι βόντβιλ, δεν είναι όπερα. Αλλά σήμερα, δεν μπορείς να πεις ότι είναι κατώτερο. Κι ενώ θα μπορούσα πάρα πολύ εύκολα να το κάνω όπερα –όπως είναι, δηλαδή, απλά αφαιρώντας κάποια όργανα–, δεν υπήρχε κανένας λόγος να γίνει όπερα. Βέβαια, οι φωνητικές απαιτήσεις είναι τέτοιες που θέλει φωνές εκπαιδευμένες. Όχι όμως απ’ αυτές τις φωνές της όπερας, που βγαίνουν και, λυπάμαι που το λέω, πολλές φορές δεν καταλαβαίνεις λέξη… Ανατριχιάζω και που το σκέφτομαι αν, ας πούμε, ήτανε [το έργο] σε μια λυρική έκδοση απ’ αυτές που δεν καταλαβαίνεις τίποτα και παίζει μόνο η μουσική.

Andreas Simopoulos

Γ.Κ.:
Ίσως και οι λυρικοί τραγουδιστές να τονίζουν πιο πολύ την μελωδία και την φωνητική από τον λόγο, την υποκριτική…

Δ.Π.: Εδώ, είμαστε 100% θέατρο, και 100% μουσική. Δεν είμαστε 50-50. Κι αυτό είναι μια επιμονή και του Γιάννη και δική μου. Δηλαδή, δεν είναι θέατρο, όταν κάποιος ανοίγει τα πόδια του για να στηρίξει τις νότες, και κοιτάει το κοινό και τις ρίχνει. Αυτό για μένα δεν υπάρχει κανένας λόγος [να το δεις] –ακούω και το σιντί.

Γ.Κ.: Και είναι κι απαιτητικό για τους περφόρμερ μας. Δηλαδή, στην Ελλάδα βασανιστήκαμε να βρεθούν ηθοποιοί-τραγουδιστές με σωματική ικανότητα. Δεν είναι και τόσο εύκολο…

Δεν έχει αλλάξει κάπως αυτό; Έχω την αίσθηση ότι στην νέα γενιά είναι πολύ πιο δουλεμένα και σωματικά και φωνητικά τα παιδιά.

Γ.Κ.: Μπορεί, ναι μπορεί, να έχει καλυτερεύσει κάπως στις εύκολες, στις πιο popular καταστάσεις. Η μουσική του Δημήτρη δεν είναι εύκολη [γέλια]. Δεν είναι ένα στατικό κείμενο… Και το εγχείρημα δεν ήταν μόνο από την πλευρά της μουσικής, της σκηνοθεσίας, και του λιμπρέτου, ήταν και πώς αυτό εφαρμόζεται στην σκηνή πάνω. Και όντως, τα παιδιά είναι υψηλού επιπέδου καλλιτέχνες. Και πρέπει να αναγνωριστεί κάποια στιγμή αυτή η δυσκολία.

Γέλια, το επισφράγισμα μιας αγαστής συνεργασίας Andreas Papakonstantinou / Tourette Photograpy

Δ.Π.:
Τεράστια δυσκολία! Βέβαια, η προσπάθεια είναι οραματική για όλους μας. Κι αν δεν υπήρχε αυτό το οραματικό δεν θα γινόταν, ίσως, τίποτα. Δηλαδή, πολλοί [από τους ηθοποιούς] έκαναν άλμα: ήτανε κοντά, αλλά χρειαζόταν να διανύσουν κι απόσταση. Την διανύσαν με κόπο και μόχθο και φτάσανε εκεί που πρέπει.

Μα, απ’ όσα μου λέτε, και για σας, και για σας ήταν ένα άλμα πίστης όλο αυτό.

Δ.Π.: Ναι, βέβαια. Αλλά εδώ πέρα, τον Γιάννη τον λέμε Αχαάβ [γέλια]. Γιατί πραγματικά μπορεί και παρακινεί, και παρασύρει –ναι, παρέσυρε σε αυτοθυσία, δηλαδή.

Γ.Κ.: Ναι, ναι… Ξέρετε, όμως, ποιος είναι ο κρυφός Αχαάβ [γέλια]…

Συντελεστές

Μουσική, λιμπρέτο: Δημήτρης Παπαδημητρίου | Σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας | Μαέστρος παράστασης: Αλέξιος Πρίφτης | Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης | Κοστούμια: Ηλένια Δουλαδίρη | Χορογραφίες: Αγγελική Τρομπούκη | Φωτισμοί: Στέλλα Κάλτσου | Οπτικά εφέ, ολογράμματα: Ευάγγελος Κουλουκύθας – CandyshopVFX, Χασέμ Αλσαέρ, Στάθης Αθανασίου | Βοηθοί σκηνοθέτη: Φέλη Μόσχος, Ρέα Σαμαροπούλου | Οργάνωση παραγωγής: Βασίλης Δραμουντάνης

Ερμηνεύουν

Μπάμπης Βελισσάριος (Αχαάβ), Αιμιλιανός Σταματάκης / β’ διανομή Αντώνης Βλάχος (Ισμαήλ), Θοδωρής Βουτσικάκης / β’ διανομή Νικόλας Μαραζιώτης (Α’ Υποπλοίαρχος Στάρμπακ), Ιβάν Σβιταϊλο (Β’ Υποπλοίαρχος Σταμπ, ναύτης του «Όρκα»), Νικόλας Σπανάτης (Γάλλος σιτιστής), Γιάννης Στόλλας (Πέτρος Κιβούρης, Κάπτεν Πίλεγκ, ναύτης από το Λονγκ Άιλαντ), Δημήτρης Γεωργαλάς (κάπτεν Μπίλνταντ, ξυλουργός Σματ, ναύτης από το Μαν), Νικόλας Καραγκιαούρης (πατήρ Μέηπλς, Πάρσος Φεϋνταλλάχ), Θοδωρής Μπουζικάκος (καμακιστής Κουίκουεγκ), Πάνος Ζώης (Γ’ Υποπλοίαρχος Φλασκ, πιστός στην Εκκλησία των Φαλαινοθήρων), Λίνος Μάνεσης (καμαρωτάκι Πιπ), Αντώνης Βλάχος (ναύτης, κλοσάρ Ηλιού, ναύτης από την Ιρλανδία), Ζερόμ Καλούτα (μάγειρας Φλις, πιστός στην Εκκλησία των Φαλαινοθήρων), Θοδωρής Τσουανάτος (κάπτεν Γκάρντινερ του «Ραχήλ», ναύτης), Σαμουήλ Ακινόλα (καμακιστής Ντάγκου), Θανάσης Ισιδώρου (ναύτης, βοηθός στο πανδοχείο «Ο Φυσητήρας»), Νικόλας Μαραζιώτης (Β’ ναύτης από το Ναντάκετ), Γρηγόρης Ποιμενίδης (ξαρτιέρης από το Μαν, Μαλτέζος ναύτης), Δημήτρης Σταματελόπουλος (Σικελός ναύτης), Γιώργος Στάμος (ναύτης), Ορφέας Τσαρέκας (ναύτης από το Ναντάκετ), Βασίλης Τσιγκριστάρης (καμακιστής Τάστιγκο), Αλέξανδρος Ψυχράμης (σιδεράς Περθ, Ισπανός ναύτης)

«Moby Dick:Το μιούζικαλ» από 9 Φεβρουαρίου μέχρι 10 Απριλίου, Christmas Theater (Λεωφ. Βεΐκου 139, 211-7701700), Τρίτη, Τετάρτη, Παρασκευή & Σάββατο στις 20:00, Κυριακή 19:00. Εισιτήρια 68, 58, 48, 38, 28, 18€ (μειωμένο 13€), πληροφορίες στο 210-9005800.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα