ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΠΙΤΕΥΧΘΕΙ Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ ΧΩΡΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟ ΕΜΒΟΛΙΑΣΜΟ;
Είναι ψευδοδίλημμα ο υποχρεωτικός εμβολιασμός; Οι πολιτικές αστοχίες που οδήγησαν στην ανάγκη να ανοίξει η συζήτηση, η στάση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το σύνδρομο του "λαθρεπιβάτη".
Τις απόψεις τους πάνω στο θέμα του υποχρεωτικού εμβολιασμού που έχει αναδυθεί τους τελευταίους μήνες εξέφρασαν χθες μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, ανάμεσά τους η πρόεδρος της Εθνικής Επιστροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου αλλά και ο δικαστής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Γιάννης Κτιστάκης.
Η συζήτηση διοργανώθηκε από το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου του Ιδρύματος Τσάτσου, με αφορμή την έκδοση του ηλεκτρονικού βιβλίου της Φερενίκης Παναγοπούλου-Κουτνατζή «Περί της υποχρεώτικότητας του εμβολιασμού σε περίοδο πανδημίας: Μια ηθικο-συνταγματική θεώρηση».
Δύο “ελληνικές” προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
«Η προστασία της δημόσιας Υγείας συνιστά έναν θεμιτό λόγο περιορισμού της ιδιωτικής μας ζωής σύμφωνα με τις διατάξεις», είπε ο δικαστής του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), Γιάννης Κτιστάκης. «Με άλλα λόγια η υποχρεώτικότητα του εμβολιασμού αιτιολογείται αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτομάτως καθίσταται νόμιμη. Εκκρεμεί, η τελική εξέταση της αναλογικότητας.
Το ερώτημα δηλαδή αν μπορεί να επιτευχθεί η προστασία της δημόσιας υγείας με ηπιότερο τρόπο, χωρίς την υποχρεωτικότητα».
Ο δικαστής υπενθύμισε πρόσφατη απόφαση του ΕΔΔΑ αναφορικά με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των νηπίων στην Τσεχία. Η υπόθεση αφορά προσφυγή πολιτών κατά της υποχρεωτικότητας των συνήθων εμβολίων που γίνονται στα νήπια πριν εκείνα πάνε στο σχολείο.
Όπως είπε ο κ. Κτιστάκης, το Δικαστήριο έκρινε πως δεν υπήρχε άλλος τρόπος προστασίας της δημόσιας υγείας πέραν του υποχρεωτικού εμβολιασμού, θεωρώντας πως ένα πρόστιμο και ο αποκλεισμός των ανεμβολίαστων νηπίων από το νηπιαγωγείου είναι αποδεκτές αποφάσεις μιας κυβέρνησης. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι οι ασθένειες που αντιμετωπίζει ο εμβολιασμός να είναι γνωστές στην ιατρική επιστήμη, να προβλέπεται η δυνατότητα εξαιρέσεων για εκείνους που για ιατρικούς λόγους δεν προτείνεται να εμβολιαστούν, οι κυρώσεις να μην εκμηδενίζουν το δικαίωμα στην μελλοντική ζωή, να υπάρχουν εγγυήσεις προκειμένου όποιος αρνείται να μπορεί να προσφύγει στα δικαστήρια, να υπάρχει διαφάνεια και να υπάρχουν απαραίτητες προφυλάξεις σε περίπτωση πρόκλησης βλαβών από τα εμβόλια.
«Το δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να υπογραμμίσει την σημασία της κοινωνικής αλληλεγγύης, θεωρώντας πως είναι θεμιτό για το κράτος να ζητήσει από τους πολίτες που δεν διατρέχουν κίνδυνο από τον εμβολιασμό να το κάνουν, για χάρη κάποιου μικρότερου αριθμού ευάλωτων που δεν ενδείκνυται να εμβολιαστούν για ιατρικούς λόγους. Επιπροσθέτως, η ύπαρξη μιας λιγότερο αυστηρής εμβολιαστικής πολιτικής σε άλλα κράτη ή χρήση ηπιότερων μέσω για την προστασία, δεν μειώνει την εγκυρότητα ή τη νομιμότητα της επιλογής του υποχρεωτικού εμβολιασμού από μια κυβέρνηση» σημείωσε ο Γιάννης Κτιστάκης.
Ο δικαστής είπε πως το επόμενο διάστημα, με αφορμή την πανδημία, το ζήτημα θα απασχολήσει αρκετά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς ήδη έχουν φτάσει σε αυτό προσφυγές κατά του υποχρεωτικού εμβολιασμού, ανάμεσά τους δύο από την Ελλάδα, με 30 ανθρώπους (οδοντίατρους, ορθοδοντικούς, νοσοκομειακούς γιατρούς και εργαζόμενους νοσοκομείων) να προσφεύγουν και μια ακόμη από Γάλλους πυροσβέστες.
“Ενα ψευδοδίλημμα”
Ο Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Γιώργος Δελλής, εξέφρασε την άποψη πως βρισκόμαστε ενώπιον μιας κλασσικής σύγκρουσης μεταξύ του ατομικού ορισμού της ωφέλειας και της κοινωνικής ευημερίας. «Στην Ελλάδα μας αρέσει να παρουσιάζουμε τα πάντα σαν ζήτημα συνταγματικών δικαιωμάτων και όταν δεν μας αρέσει κάτι να το απορρίπτουμε σαν αντισυνταγματικό» υποστήριξε. «Ποιος είναι περισσότερο άξιος προστασίας; Ο αρνητής ή το γενικό συμφέρον μέσα από την αποδοχή της αναλογικότητας των μέτρων προστασίας; Εδώ δεν μιλάμε για υποχρεωτικό εμβολιασμό με χρήση βίας. Αυτό θα ήταν ακραία αυταρχικό. Περιγράφουμε ως υποχρεωτικό εμβολιασμό ως ένα πλέγμα νομικών αντικινήτρων για το άτομο που δεν θα εμβολιαστεί. Ταξίδια, στέρηση συγκεκριμένης εργασίας κλπ. Συνεπώς μιλάμε για μια έμμεση υποχρεωτικότητα για όσο διαρκεί η πανδημία.Η κρίσιμη ερώτηση είναι τι είναι αποτελεσματικό. Αποτελεσματικό είναι αυτό που θα περιορίσει την πανδημία και τους κινδύνους που εκείνη παράγει».
Δεν μπορείς να μιλάς για υποχρεωτικότητα αλά καρτ ανάλογα με την πολιτική σου πελατεία. Να εξαιρείς ιερωμένους ή γιατρούς ή σώματα ασφαλείας.
Σύμφωνα με τον Γιώργο Δελλή, η πρώτη επιλογή ανήκει πάντα στο άτομο και αυτό δεν πρέπει να παραβλέπεται. «Ότι γίνεται συναινετικά είναι από τη φύση του πιο αποτελεσματικό. Δεν έχει κόστος εποπτείας και τις λοιπές συνέπειες της άρνησης. Θα πρέπει λοιπόν ακόμα και σε μια αποδοχή της υποχρεωτικότητας, αφετηρία να είναι η εξάντληση των συναινετικών μέσων. Η υποχρεωτικότητα δεν μπορεί παρά να είναι επικουρική ώστε να είναι αποτελεσματική. Η υποχρεωτικότητα ή μη πρέπει να είναι μια ψηφίδα στο ψηφιδωτό της πολιτικής ενάντια στην πανδημία. Έχει ακουστεί το επιχείρημα να απορρίψουμε την υποχρεωτικότητα επειδή πάσχουν άλλες μορφές της πολιτικής και αυτό δείχνει ότι η συζήτηση στην Ελλάδα είναι ανώριμη σε όλα τα επίπεδα. Παράλληλα όμως δεν μπορείς να μιλάς για υποχρεωτικότητα αλά καρτ ανάλογα με την πολιτική σου πελατεία. Να εξαιρείς ιερωμένους ή γιατρούς ή σώματα ασφαλείας. Καταλήγοντας, δεν υπάρχει κανένα a priori συνταγματικό ζήτημα που να απαγορεύει την υποχρεωτικότητα. Είναι κάτι το οποίο θα πρέπει να ενταχθεί με συνεκτικό τρόπο στο σύστημα αντιμετώπισης της πανδημίας. Εκεί θα πρέπει να στρέψουμε τη ματιά μας».
Οι δύο φάσεις μετά την έλευση των εμβολίων
Η Πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου είπε πως σήμερα, τα εμβόλια έχουν εκριζώσει την ευλογιά και άλλα παλαιά λοιμώδη νοσήματα που απειλούσαν τη ζωή. «Τον θρίαμβο αυτό έχει διαδεχθεί η αμφισβήτηση και η διστακτικότητα για τα εμβόλια ή ακόμη και η άρνηση. Οι παλιοί θυμούνται τα λοιμώδη και τα σέβονται, οι νέοι ωστόσο τα αγνοούν και ίσως εκεί βασίζεται και ένας λόγος αμφισβήτησης. Ο παιδίατρος του σήμερα αφιερώνει πολλαπλάσιο χρόνο να πείσει τους γονείς. Ευτυχώς ακόμη στη χώρα μας το ποσοστό των αρνητών γονέων είναι μικρό. Αυξάνει το ποσοστό όμως το γονέων που θέλουν περισσότερη συζήτηση με τον παιδίατρο για να διευκρινίσουν τα ερωτηματικά που τους έχουν δημιουργήσει λεγόμενα συγγενών και πληροφορίες από το διαδίκτυο».
Σύμφωνα με την Μαρία Θεοδωρίδου στο θέμα των εμβολίων ενάντια στην covid-19 υπήρξαν δύο φάσεις. Ο αρχικός ενθουσιασμός για την έλευση των εμβολίων αντικαταστάθηκε τους επόμενους μήνες από τις αρνήσεις που βρήκαν ως αφορμή κάποιες περιπτώσεις ανεπιθύμητων ενεργειών, οι οποίες σύμφωνα με την ίδια είναι φυσιολογικές όταν εμβολιάζονται τόσα εκατομμύρια πληθυσμού. «Έτσι έχουμε φτάσει στο σημείο η επιτυχία του εμβολιαστικού προγράμματος της χώρας να εξαρτάται από άτομα που αρνούνται τον εμβολιασμό από φόβο ή έχουν πεισματικά αποδεχθεί ότι δεν τους αφορά ο κίνδυνος νόσησης και έχουν εναλλακτικούς τρόπους να τον αντιμετωπίσουν».
«Ο λάθος τρόπος επικοινωνίας έδωσε χώρο στους αντιεμβολιαστές»
Παίρνοντας τον λόγο, ο Ομότιμος Καθηγητής Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, μέλος ΔΣ Ιδρύματος Τσάτσου, Γιάννης Κυριόπουλος, στάθηκε στο ότι: «Παρά το γεγονός ότι έχουμε σωρεία απαγορεύσεων τα τελευταία χρόνια, η ψευδολογία που επικρατεί δημιουργεί αντιδράσεις που μας εμποδίζουν να κατακτήσουμε ανοσία στην κοινότητα. Αυτή δεν είναι δυνατό να γίνει κτήμα όλων μας αν δεν υπερβεί το 80 ή το 85%». Ως παραδείγματα υποχρεωτικότητας που έχουν επιβληθεί και εφαρμόζονται, έφερε την καθολική χρήση ζώνης στο αυτοκίνητο και την χρήση κράνους.
«Το κλασσικό δίλημμα του κορονοϊού είναι υγεία vs οικονομία. Αυτό διχάζει πολύ. Ίδιου περίπου κλίματος είναι και το θέμα του εμβολίου. Παρατηρείται το γνωστό σύνδρομο του λαθρεπιβάτη. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών που δεν συμμορφώνονται στον εμβολιασμό, φαίνεται ότι κυριαρχούνται από μια αντιεξουσιαστική στάση που αναμειγνύεται με διάφορα πολιτικόιδεολογικά στοιχεία. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα αυτό που ζούμε σήμερα. Η πολιτική επικοινωνίας δεν αντιμετώπισε εξαρχής το ζήτημα. Η κοινότητα όπως γνωρίζουμε αντιδρά θετικά σε αυτούς που εμπιστεύεται. Δηλαδή ο προσωπικός γιατρός και φαρμακοποιός. Αυτό δεν έγινε με αποτέλεσμα οι πλημμέλειες που υπάρχουν να έχουν φορτωθεί σε αυτή τη χιονοστιβάδα και να έχουμε δυσκολίες τις επόμενες εβδομάδες και μήνες» τόνισε ο Γιάννης Κυριόπουλος, συμπληρώνοντας πως «Δεν έχει γίνει καμία παρέμβαση σε κοινωνικές συστάδες χαμηλού πολιτιστικού επιπέδου. Σε χώρους ομαδικής συμβίωσης. Αφήσαμε τον πληθυσμό με επικοινωνία κλασσικού τύπου τηλεόρασης και εκεί ακριβώς επενέβησαν οι αντιεμβολιαστές».