ΜΠΟΥΛΙΝΓΚ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ – ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΑΝΤΙ ΝΑ ΤΑ ΛΥΝΕΙ
Ο ψυχολόγος Γιώργος Κρικρής επισημαίνει πως η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας μεταθέτει άλλη μία φορά την ευθύνη υλοποίησης στους εκπαιδευτικούς και στους Διευθυντές των σχολικών μονάδων.
Το Υπουργείο Παιδείας έφερε προς ψήφιση στη Βουλή και έκανε νόμο του κράτους ένα κείμενο που φοβάμαι ότι δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει.
Ο όρος σχολικός εκφοβισμός ή bullying είναι διαδεδομένος εδώ και αρκετά χρόνια, ωστόσο δεν είναι απόλυτα σαφές σε μεγάλο μέρος της εκπαιδευτικής κοινότητας το τι ακριβώς εννοούμε.
Είναι χαρακτηριστικό πως μόλις το 2000 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) αναγνώρισε τον σχολικό εκφοβισμό ως απειλή στη δημόσια υγεία, δρώντας αφυπνιστικά προς τους αρμόδιους που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο.
Το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού εμφανίζεται από την αρχή της μαζικής εκπαίδευσης, ενώ ο πρώτος ορισμός δόθηκε στη Νορβηγία το 1978, από όπου και ξεκίνησε η ευαισθητοποίηση επί του θέματος και η σε βάθος διερεύνηση του bullying.
Σωματικός, λεκτικός ή διαδικτυακός εκφοβισμός εναλλάσσονται σε σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με ιδιαίτερα αυξημένα ποσοστά πρόσφατα στον διαδικτυακό.
Τα παρατεταμένα lockdowns, που επιβλήθηκαν ως μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας, λειτούργησαν ως αυξητική δύναμη στη βία και στον διαδικτυακό εκφοβισμό.
Στις περισσότερες περιπτώσεις τα θύματα παραμένουν βουβά. Δεν προχωρούν στη δημοσιοποίηση, ακριβώς γιατί φοβούνται το μετά, αυτό το ζοφερό μετά, το τι θα τους συμβεί. Για να έχει αποτέλεσμα, λοιπόν, η προτροπή και η διευκόλυνση δημοσιοποίησης και καταγγελίας, χρειάζεται να δώσουμε στα θύματα τη σιγουριά ότι η ζωή τους θα επιστρέψει στην κανονικότητά της, ότι το ίδιο το σχολικό περιβάλλον θα τα αγκαλιάσει και θα γίνει ασπίδα προστασίας τους στον φόβο που ζουν.
Κάτι που οι περισσότεροι αγνοούμε είναι ότι ο θύτης μπορεί να είναι κι αυτός θύμα.
Η πανδημία, σε συνδυασμό με την εξ αποστάσεως διδασκαλία, έφεραν στην επιφάνεια ομαδικές συνομιλίες μαθητών που στοχοποιούν συμμαθητές βάζοντας ταμπέλες που πλήττουν την εικόνα τους στη σχολική τάξη.
Επίσης, καταγγέλλονται περιστατικά που έφηβοι βιντεοσκοπούν τους/τις συντρόφους τους και μετά απειλούν ότι θα ανεβάσουν το υλικό στο διαδίκτυο.
Κομβικό ρόλο στις παραπάνω περιπτώσεις διαδραματίζουν οι σιωπηλοί μάρτυρες, καθώς δεν παίρνουν θέση και με την παρουσία τους ενισχύουν το δυσάρεστο φαινόμενο.
Έρχεται λοιπόν το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας για να συμβάλλει στην αρμονική σχολική ζωή, όπως αναφέρει και ο τίτλος.
Το νομοσχέδιο αυτό, που έχει την αξίωση να είναι σύγχρονο, συμπεριλαμβάνει τις μαθητικές κινητοποιήσεις σε έναν ευρύ ορισμό για τη σχολική βία, δίνοντας μια πολιτική ερμηνεία σε ένα φαινόμενο που έχει οριστεί ξεκάθαρα από ψυχολόγους και κοινωνικούς επιστήμονες.
Το 2014 θεσμοθετήθηκε το Παρατηρητήριο κατά της σχολικής βίας, το οποίο λειτούργησε μόνο δύο χρόνια λόγω έλλειψης πόρων.
Το 2020 με το Νόμο 4692 , άρθρο 38, εισάγεται ο όρος του Συμβούλου σχολικής ζωής, στον οποίο στην ουσία βασίζεται και το σημερινό νομοσχέδιο. Σύμφωνα με αυτό το άρθρο, ο Σύλλογος διδασκόντων επιλέγει έναν εκπαιδευτικό ως πρώτο επίπεδο αναφοράς όλων των συμπεριφορών βίας, μαθησιακών δυσκολιών, κοινωνικού αποκλεισμού κ.λπ.
Οι ομάδες δράσεις που προβλέπονται θα λειτουργούν σε επίπεδο Διευθύνσεων Εκπαίδευσης, δηλαδή μακριά από τη σχολική μονάδα, με αποτέλεσμα να φοβόμαστε ότι η αξία της επέμβασής τους όλο και θα μειώνεται και τελικά θα χαθεί η αποτελεσματικότητά της.
Ο Διευθυντής Πρωτοβάθμιας ή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, με την αντίστοιχη ομάδα εργασίας σε κάθε περιοχή, είναι αδύνατο να έχει εικόνα για όλα τα περιστατικά σχολικού εκφοβισμού, καθώς είναι μεγάλος ο αριθμός των σχολείων που συμπεριλαμβάνονται στην περιοχή ευθύνης του.
Στην πραγματικότητα, η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας μεταθέτει άλλη μία φορά την ευθύνη υλοποίησης στους εκπαιδευτικούς και στους Διευθυντές των σχολικών μονάδων.
Σε μια περίοδος που οι Διευθυντές/ Διευθύντριες καλούνται να ασχοληθούν με ζητήματα υποδομών του σχολείου, υπηρεσιακά έγγραφα, τρέχοντα διοικητικά θέματα, τις περισσότερες φορές δε μένει χρόνος να ασχοληθούν με κάτι επιπρόσθετο.
Ο εκπαιδευτικός που επιλέγεται να έχει το ρόλο του προσώπου αναφοράς ενδέχεται να μην έχει καμία γνώση συμβουλευτικής ή ανάλογη εμπειρία ώστε να βοηθήσει ουσιαστικά τους μαθητές.
Κοινή παραδοχή, επίσης, είναι ότι σε σχολεία με πολλά περιστατικά βίας ο εκπαιδευτικός δεν έχει τη δυνατότητα και τον χρόνο να ασχοληθεί με αυτά, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη για καθημερινή παρουσία ψυχολόγου ή κοινωνικού λειτουργού στο σχολείο.
Στα περισσότερα δημόσια σχολεία ο ψυχολόγος πηγαίνει μια φορά, σε εβδομαδιαία βάση, και βλέπει όσα περιστατικά έχουν καταγράψει οι εκπαιδευτικοί.
Από το 2020 πόσα άραγε σεμινάρια έχουν πραγματοποιηθεί για τους εκπαιδευτικούς που ανέλαβαν το ρόλο του Συμβούλου σχολικής ζωής ;
Μιλώντας με μαθητές Γυμνασίων και Λυκείων γίνεται αντιληπτό ότι δεν είναι εύκολο να εμπιστευθούν τον καθηγητή που τους διδάσκει ένα μάθημα και μετά θα τους βαθμολογήσει, καθώς θεωρούν ότι η καταγγελία ενός περιστατικού εκλαμβάνεται ως αδυναμία χαρακτήρα και κατ’ επέκταση ως χαμηλή εκπαιδευτική επίδοση.
Με την ανάθεση σε εκπαιδευτικούς που δεν έχουν ούτε την απαραίτητη εξειδίκευση ούτε τις αναγκαίες επιστημονικές γνώσεις το Υπουργείο αποφεύγει την αύξηση των δαπανών για τη δημιουργία υποδομών που απαιτούνται για τη διαχείριση των αυξημένων αναγκών της ενδοσχολικής ζωής, δημιουργώντας μια ψευδή εικόνα παιδαγωγικής μέριμνας απέναντι στην κοινωνία, τους γονείς και τα παιδιά.
Απαιτείται σε κάθε σχολική μονάδα συνδυασμένη επιστημονική γνώση ψυχολόγου και κοινωνικού λειτουργού, υποστηρικτικών δηλαδή ειδικοτήτων που διαχρονικά απουσιάζουν.
Το Υπουργείο Παιδείας ανακοινώνει ότι θα υπάρχουν 3200 ψυχολόγοι για το σύνολο της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Το σύνολο των μαθητών είναι περίπου 1.200.000. Άρα 1 ψυχολόγος ανά 370 μαθητές. Χρειαζόμαστε:
-
μαζικούς μόνιμους διορισμούς κοινωνικών επιστημόνων, με οργανικές θέσεις σε κάθε σχολική μονάδα, για να στηρίζουν τη σχολική ζωή.
-
δημιουργία Σχολών Γονέων σε κάθε σχολείο με ευθύνη των Δήμων, μέσα από μαζικούς διορισμούς κοινωνικών επιστημόνων στους ΟΤΑ.
Βασική παράλειψη του νομοσχεδίου είναι η αγνόηση της κοινής παραδοχής, σε όλες τις σχετικές έρευνες, ότι η βία στα σχολεία, σε πολλές περιπτώσεις, είναι εισαγόμενη ή ενισχυόμενη από εξωσχολικούς και από το περιβάλλον της γειτονιάς. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει καμία σχετική πρόβλεψη σύνδεσης του σχολείου με τη γειτονιά.
Το σχολείο είναι υπεύθυνο να διαμεσολαβήσει ανάμεσα στους γονείς και να καλλιεργήσει την εμπιστοσύνη τους προς τους εκπαιδευτικούς, σημείο που δεν αναφέρεται σε καμία σελίδα του νομοσχεδίου που πρόσφατα ψηφίστηκε.
Οι Δήμοι, με τις αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες, μπορούν να συμβάλλουν με Ακαδημίες γονέων, καθώς και με ψυχολόγους που θα έχουν συνεχή παρουσία για να διαχειριστούν τα περιστατικά που αναφέρουν οι εκπαιδευτικοί.
Το Μάιο του 2016 συμμετείχα σε συνέδριο της Unesco που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι και είχε ως βασικό θέμα στρατηγικές αντιμετώπισης της ομοφοβίας και της τρανσοφοβίας στην εκπαίδευση.
Έννοιες που στην Ελλάδα ακόμα φοβόμαστε να τις βάλουμε στην εκπαιδευτική καθημερινότητα, ενώ οι ανησυχίες για τη διαμόρφωση της σεξουαλικής ταυτότητας κυριαρχούν στην εφηβεία και συχνά είναι τα περιστατικά εκφοβισμού σε ΛΟΑΤΚΙ μαθητές.
Πέρα από τις στοχευμένες παιδαγωγικές βελτιώσεις υπάρχει και πολιτική παρέμβαση στο νομοσχέδιο, όπως καταγγέλλει η Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος (Β’ μέρος, άρθρο 4) που εντάσσει τις μαθητικές κινητοποιήσεις στη σχολική βία.
Η υποστήριξη των Κέντρων Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης (ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ.) είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο η θεσμοθέτηση Υπεύθυνων Σχολικής Βίας και Εκφοβισμού σε επίπεδο σχολικής μονάδας δεν τηρεί ούτε τα επιστημονικά κριτήρια επιλογής, ούτε μπορεί να παρέμβει άμεσα και αποτελεσματικά αν δεν έχει την κατάλληλη εμπειρία διαχείρισης αντίστοιχων καταστάσεων.
Χρήσιμο θα ήταν να εμπλακεί και το 15μελες μαθητικό συμβούλιο στη διαχείριση των περιστατικών, αφού έχει φανεί ότι μπορεί να έχει υποστηρικτικό ρόλο στους μαθητές που είναι πιο ευάλωτοι καλλιεργώντας μια κουλτούρα μηδενικής ανοχής σε κάθε μορφή και είδος βίας.
Η εφαρμογή του νομοσχεδίου, που λίγοι πρόσεξαν μέσα στην γκρίζα καθημερινότητα των τελευταίων ημέρων, θέτει τα θέματα σε θεωρητικό πλαίσιο, αλλά δεν παρουσιάζει λύσεις.