ΝΙΚΟΣ ΞΥΔΑΚΗΣ: ΟΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΕΠΑΙΞΑΝ ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΡΟΛΟ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ
Κάιρο, Εξάρχεια, Βακαλόπουλος και Ρασούλης, Λαπαθιώτης αλλά και Χρήστος Κυριαζής. Ο μεγάλος συνθέτης αφηγείται τη ζωή του στο Magazine, τιμώντας τους φίλους και τις μουσικές που τον σημάδεψαν.
Ανέβηκα στον λάθος όροφο από όπου βρισκόταν το στούντιο όπου με περίμενε -πέντε ορόφους ψηλότερα έφτασα- και λίγο αργότερα, όταν ξεκίνησε η συνέντευξή, έκανα την πρώτη ερώτηση χωρίς να βάλω το κινητό να ηχογραφεί -με έκπληξη θα ρωτούσε “θα τα γράψεις κάπου αυτά πού θα πούμε;”, ξυπνώντας με απότομα.
Με λίγα λόγια, αν αυτή η συνέντευξη προϋπέθετε ένα τεστ IQ για να ξεκινήσει, θα είχα ήδη κοπεί και θα βρισκόμουν πίσω στους δρόμους του Λυκαβηττού, ψάχνοντας το αυτοκίνητό μού -γιατί προφανώς και δεν θα θυμόμουν που θα είχα παρκάρει, θα ήταν η φυσική εξέλιξη όλου αυτού.
Όμως ήμουν ακόμη εκεί, έχοντας απέναντί μου έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες του ελληνικού τραγουδιού, κι ένα κεφάλι γεμάτο άγχος, που άφηνε που και που λίγο χώρο για κάποια σκέψη -και άρα και για κάποια επικείμενη ερώτηση που θα έβγαζε κάποιου είδους νόημα.
Και ο Νίκος Ξυδάκης δέχτηκε στωικά να απαντήσει σε όλες αυτές τις ερωτήσεις, με άλλες να αφορούν τον νέο του δίσκο “Άσωτος Καιρός” και άλλες τις παλιές του φιλίες, τους ανθρώπους που τον σημάδεψαν και τις ιστορίες πίσω από δίσκους και τραγούδια, τουλάχιστον ιστορικά για την ελληνική μουσική.
Με τον Βακαλόπουλο ήσασταν φίλοι; Ισχύει ότι οι στίχοι του Θοδωρή Γκόνη για το “Στα εστιατόρια που τρων τα συνεργεία” πέρασαν μέσα από εκείνον για να φτάσουν σε εσάς;
Ναι, ντρεπόταν να μου τους δώσει ο ίδιος και μου τους πέρασε μέσω του Χρήστου.
Ήταν η περίοδος που γράφαμε τον δίσκο “Κοντά στη Δόξα μια στιγμή”. Eίχα διαφωνήσει με την εταιρεία που ήμουν τότε, τη Lyra, και έτσι γράφαμε αυτόν το δίσκο κάπως παράνομα στο σπίτι ενός φίλου όπου είχαμε κάποια στοιχειώδη μηχανήματα.
Να φανταστώ όχι την τελική εκδοχή του δίσκου που έχουμε ακούσει εμείς.
Αυτό που έχετε ακούσει. Είναι γραμμένο σε ένα σπίτι, τότε μόλις είχαν ξεκινήσει τα home studios, αλλά με μέσα πενιχρά.
Mάζευα συνεχώς τραγούδια, και ίσως να το είχαμε συζητήσει με τον Βακαλόπουλο ότι ψάχνω κι άλλα, και έτσι κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο και μου είπε “έχω κάποιους στίχους που μπορεί να σε ενδιαφέρουν”. Και μάλιστα θυμάμαι ότι μου τους έφερε στο στούντιο.
Ήταν τρία τραγούδια του Θοδωρή Γκόνη -το “Ένα όχι”, το “Μέσα στα εστιατόρια που τρων τα συνεργεία” και το “Κοντά στη Δόξα μια στιγμή”. Μου άρεσαν και τα γράψαμε.
Με τον Βακαλόπουλο, λοιπόν, κάνατε παρέα.
Ναι, ήμασταν ανάμεσα σε έναν κόσμο που εκείνα τα χρόνια σύχναζε σε ένα περίφημο καφέ, το “Ντόλτσε”. Πηγαίναμε πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Ένα ίχνος πού άφησε αυτή η σχέση με τον Χρήστο είναι η μουσική πού έγραψα στην ταινία του την “Όλγα Ρόμπαρτς”.
Αυτά τα δύο πρόσωπα, ο Χρήστος Βακαλόπουλος και ο Κωστής Παπαγιώργης, ήταν σημαντικά για μένα ιδίως γιατί ήταν άνθρωποι που είχαν μία διαφορετική σκέψη από τις ιδέες που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή. Ήταν τα χρόνια της μεταπολίτευσης και υπήρχε ακόμα μία σύγχυση ιδεών.
Αυτοί οι δύο άνθρωποι ξεχώριζαν, και ξεχώριζε και το βλέμμα τους πάνω σε αυτό που λέμε “λαϊκό”, κάτι που με ενδιέφερε γιατί και εγώ βρισκόμουν μέσα σ’ αυτόν τον προβληματισμό. Συμπεριέλαβαν στη σκέψη τους και στα έργα τους το γέλιο και τον αυτοσαρκασμό.
Ήταν οι πιο κοντινοί συνομιλητές μου, ήταν δύο άνθρωποι που τους αγάπησα.
Ακόμη και τώρα καμιά φορά συμβαίνει να νομίζω ότι βλέπω τον Βακαλόπουλο να στρίβει από ένα δρόμο με το χαρακτηριστικό του βήμα ή τον Κωστή να προβάλλει από τις γωνίες.
Χαίρομαι που σήμερα τους ανακαλύπτουν οι νέοι άνθρωποι.
Ειδικά για τον Βακαλόπουλο υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια.
Καλή τύχη αυτή. Να σε ανακαλύπτουν όχι μόνο στα δικά σου χρόνια αλλά και στα κατοπινά. Ο Βακαλόπουλος θα ξανάρχεται κάθε τόσο. Αγαπούσε και το τραγούδι πολύ. Μάλιστα για το “Κοντά στη Δόξα μια στιγμή” είχε γράψει ένα εξαιρετικό κείμενο σε ένα περιοδικό που έβγαινε εκείνα τα χρόνια, το “Ντέφι”. Ήταν ίσως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα που έχω διαβάσει και για το τραγούδι αλλά και προσωπικά για μένα.
Ήταν αντικειμενικό όμως;
Νομίζω ότι ένας άνθρωπος σαν τον Χρήστο δεν θα έλεγε κάτι καλό λόγω φιλίας.
Πάντως τους τιμάτε τους φίλους σας γιατί είχατε κάνει και μια συναυλία αφιερωμένη στον Παπαγιώργη πριν 6-7 χρόνια, μόνο με λαϊκά τραγούδια που του άρεσαν.
Μια συναυλία οργάνωσαν οι φίλοι του, στην οποία συμμετείχα κι εγώ. Γυρίστηκε και μια ταινία από την Ελένη Αλεξανδράκη με τίτλο “Κωστής Παπαγιώργης: Ο πιο γλυκός μισάνθρωπος”. Έκανα και μια άλλη συναυλία πού πήρε τον τίτλο της από ένα βιβλίο του Κωστή, το “Σιαμαία και Ετεροθαλή”. Μαζί πηγαίναμε και στα σκυλάδικα τότε γιατί του άρεσε να ανιχνεύει εκεί μέσα αυτή τη ζωή. Γι’ αυτό έγραψε κατα κάποιο τρόπο και το “Πέρι μέθης” αργότερα.
Αυτή η συναυλία μου είχε δώσει κιόλας την ευκαιρία να παίξω και τραγούδια που δεν παίζονταν συχνά. Μπορεί η “Εκδίκηση της γυφτιάς” να είχε δημιουργήσει έναν μύθο απ’ τη μία πλευρά, αλλά από την άλλη δεν παίζονταν ζωντανά όλα τα τραγούδια του δίσκου.
Όπως;
Το “Ντελαπάρισε η καρδιά μου”, το “Χαβαλεδιάρικο”, ”Φίλε αδελφή ψυχή”,”Βρέχει στην Εθνική οδό”- ούτε ο Παπάζογλου δεν τα ‘παιζε. Άντε να είχαν παιχτεί από καμιά παρέα παιδιών σε ρεμπετάδικα. Τα τραγούδια που έκαναν εντύπωση ήταν κυρίως άλλα, η “Τρελή και αδέσποτη”, το “Μπαγλαμαδάκι” που ήταν του Νίκου… και βέβαια οι ”Μάγκες”.
ΝΕΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΚΑΙ ΕΙΡΩΝΙΑ
Τότε τη δεκαετία του ‘80, κάποιους ανθρώπους όπως τον Παπαγιώργη και τον Σαββόπουλο, τους έλεγαν “νεορθόδοξους”, κάπως ειρωνικά. Το θυμάστε αυτό;
Πώς δεν το θυμάμαι. Είχα μπει και εγώ λίγο μέσα σε αυτήν τη συνομοταξία κυρίως λόγω του ύφους της μουσικής μου. Είχα αρχίσει να βάζω κανονάκια τα οποία έμμεσα παρέπεμπαν λίγο σε αυτό το ρεύμα, το οποίο πάντως δεν νομίζω ότι κράτησε και πάρα πολύ ή έγινε πιο προσωπική υπόθεση.
Ήταν η μεταπολίτευση, υπήρχε μία κρίση των αριστερών ιδεών. Ήταν σαν να έψαχνε ένας κόσμος ένα καινούργιο ιδεολόγημα, κάπου να ενταχθεί. Υπήρχε και η εμμονή, που νόμιζε κανείς πώς ο κόσμος πρέπει να είναι εξάπαντος χριστιανικός ή σοσιαλιστικός ή καθολικός ή προτεστάντης ή ό, τι άλλο. Και όταν υιοθετούνται κάποιες καινούργιες απόψεις συνοδεύονται και από κάποια αμφισβήτηση, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που αυτό είχε να κάνει και με τη θρησκεία. Τελικά κατέληξε να είναι αποκλειστικά οικονομικός ο κόσμος σήμερα!
Δεν ξέρω αν πιστεύετε στον Θεό, αλλά σίγουρα είστε πολύ κοντά στη βυζαντινή μουσική.
Ασφαλώς νομίζω ότι ένα στοιχείο από τη ψαλτική τέχνη έρχεται μέσα στις δικές μου μελωδικές γραμμές, και κάποια μοτίβα ίσως, αλλά δεν είναι κάτι που το κάνω συνειδητά.
Πάντοτε υπήρχε ένα ερώτημα με τη δική μου μουσική αν είναι ανατολίτικη ή αν είναι δυτική -οι δυτικοί την έβλεπαν αρκετά οριεντάλ και οι ανατολίτες την έβλεπαν σαν δυτική. Ας το λύσουν εκείνοι… (σ.σ. γελάει)
Εσείς δεν το έχετε λύσει μέσα σας; Πώς θα τη χαρακτηρίζατε;
Νομίζω ότι είναι κάτι στη μέση. Αυτά τα ακούσματα υπήρχαν μέσα στα παιδικά μου χρόνια, είναι ένα βίωμα το οποίο δεν θα μπορούσα να το εγκαταλείψω. Και νομίζω ότι μία αφετηρία δημιουργήθηκε με την “Εκδίκηση της γυφτιάς”. Εκεί αναδύθηκαν όλα αυτά τα πράγματα αλλά στη συνέχεια κατάλαβα ότι υπάρχει και ένα άλλο ψυχικό τοπίο μέσα μου, ευρύτερο, που δεν περιοριζόταν μόνο σ’ αυτό το κλίμα.
Μεγάλωσα σε έναν κόσμο που το χαρακτηριστικό του ήταν η συνύπαρξη, μέσα σε μια πανσπερμία φυλών (Γάλλοι, Αιγύπτιοι κλπ) και όλο αυτό το παιδικό σκηνικό άρχισε ως δια μαγείας -και ευτυχώς- να αναδύεται όταν ξεκίνησα να γράφω μουσική.
Το “στη ρωγμη του χρονου” ξεχασμενο ΣΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ
Αν και το “Στη ρωγμή του χρόνου” ήταν το πρώτο τραγούδι που κάνατε με τον Ρασούλη, ωστόσο άργησε 7-8 χρόνια να βγει. Γιατί αν επιτρέπετε;
Γιατί νομίζω ήρθε σαν τσουνάμι η “Εκδίκηση της γυφτιάς” και σάρωσε όλα τα άλλα. Αυτά ήταν τραγούδια που τα γράψαμε στην πρώτη φάση της γνωριμίας μας, τότε που ακόμα δοκιμάζαμε ο ένας τον άλλον.
Θέλω να πω είναι ένα πολύ μεγάλο τραγούδι αυτό για να μείνει τόσα χρόνια στο συρτάρι.
Και αυτό ο Ρασούλης μόνος του το ηχογράφησε, ούτε εμένα δεν ειδοποίησε, απλώς το θυμόταν και κάποια στιγμή μπήκε στο στούντιο και το ‘γραψε.
Ο Νίκος Παπάζογλου μετά το έκανε πιο ροκιά αλλά αρχικά ήταν μια μπαλάντα που είχε αυτό το χρώμα που δεν ήταν και τόσο μέσα στο κλίμα όσων ηχογραφούσαμε αρχικά.
Παρότι υπήρχαν και στην “Εκδίκηση της γυφτιάς” κανά δυο τραγούδια που ήταν διαφορετικά από το συνολικό ύφος των δίσκων -όπως το “Στην Πόλυ” για παράδειγμα.
Για κάποιο λόγο δεν το βάλαμε, δεν ξέρω… Εδω σκέψου δεν βάλαμε τους “Μάγκες δεν υπάρχουν πια”. Το είχαμε γράψει την ίδια περίοδο και λέγαμε “εντάξει τώρα, τι είναι αυτό, πλάκα είναι”.
Ε, μετά που θέλαμε να κάνουμε και έναν δεύτερο δίσκο είπαμε “ας το βάλουμε” αφού είχε περισσέψει μαζί με άλλα τρία τέσσερα.
Άρα σε αυτήν την εκτέλεση την πιο γνωστή του Παπάζογλου, αυτήν την κιθάρα που υπάρχει μέσα την έχει βάλει ο Αραμπατζής, αυτός ο κιθαρίστας που ήταν μεγάλο ταλέντο και πέθανε νωρίς; Ήταν δική του έμπνευση αυτό το σόλο;
Δεν το γνωρίζω αυτό καθώς δεν συμμετείχα αλλά είθισται ένας καλός μουσικός να αυτοσχεδιάζει , αυτός ήταν ένας αυτοσχεδιασμός -μέσα στο ύφος του τραγουδιού, βέβαια.
Τον ξέρατε εσείς αυτόν τον άνθρωπο;
Όχι, δεν τον είχα γνωρίσει.
Όταν το ακούσατε, σας άρεσε, σας ταίριαζε στο αυτί;
Κοίταξε, εγώ δεν ήμουν ποτέ του ροκ, δεν ξέρω γιατί, ίσως επειδή ερχόμουν από έναν άλλον κόσμο και δεν είχα και πολλές γνώσεις για τα συγκροτήματα κλπ.
Led Zeppelin ας πούμε δεν ακούγατε τότε;
Μπορώ να εκτιμήσω το ενδιαφέρον που έχουν όλα αυτά, μου άρεσαν κάποια και τα άκουγα αλλά όχι συστηματικά. Το μόνο συγκρότημα που πραγματικά μου έλεγε κάτι παραπάνω ήταν οι Beatles, γιατί σε εκείνους έβρισκα αυτό το αρμονικό συναίσθημα που πάντα έψαχνα στη μουσική. Με τρέλαιναν οι μελωδίες τους.
Εσείς γενικά είστε πιο πολύ της μελωδίας παρά του ρυθμού;
Είμαι και του ρυθμού. Είναι λίγο πιο τζαζίστικος ο δικός μου ο ρυθμός και αφηγηματικός αν το παρατηρήσει κανείς -γιατί με τη μουσική εδώ που τα λέμε δεν ασχολείται και κανένας ιδιαίτερα, εννοώ να κάνει παρατηρήσεις πάνω στην ίδια τη μουσική.
Για παράδειγμα, ακόμα και στην “Εκδίκηση της γυφτιάς” υπάρχουν ορισμένα ρηξικέλευθα και μη αναμενόμενα στοιχεία για λαϊκά τραγούδια.
Το “Τρελή κι αδέσποτη” έχει μουσικά διαστήματα που δεν τα περιμένεις. Θυμάμαι μπουζουξήδες που δεν μπορούσαν να τα παίξουν γιατί ξεχνούσαν -άλλη εισαγωγή από εδώ, άλλα μέτρα από εκεί…
Υπήρχε ένας συγκεκριμένος κανόνας στα λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια και τα δικά μου είχαν κάποιες ανατροπές. Κάποιοι μουσικοί τα διέκριναν αυτά, και έλεγαν ας πούμε ότι “αυτό για λαϊκό τραγούδι έχει πάρα πολλές μετατροπίες”, δηλαδή τονικές αλλαγές.
Όταν έπαιζαν κάποιοι μουσικοί που είχαν και μια μουσική κουλτούρα πιο κλασική ας την πούμε έτσι, μπορούσαν να τα εντοπίζουν αυτά τα πράγματα.
Η ιστορία πίσω απ’ το “Ερωτικό”
Το πρώτο ποίημα που μελοποιήσατε ήταν το “Ερωτικό” του Λαπαθιώτη. Πότε το διαβάσατε πρώτη φορά;
Αυτό έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Κυκλοφορώντας τότε στην Καλλιδρομίου όπου ήταν τα διάφορα μπαρ κτλ, είχα δει σε έναν δρόμο που κατέβαινε προς τα Εξάρχεια, ένα παλιό νεοκλασικό σπίτι, πάρα πολύ ωραίο, αλλά σε ερειπιώδη μορφή, εγκαταλελειμμένο. Ήταν όμως ένα κτίριο που κέντρισε τη φαντασία μου και σκέφτηκα πόσο πολύ θα ήθελα να γράψω ένα τραγούδι γι’ αυτό. Βέβαια, αυτά είναι από τα σχέδια που κάνεις και αργότερα, λίγο πολύ, τα ξεχνάς.
Τότε, λοιπόν, είχα έναν φίλο τον Γιώργο Κοντογιάννη, ο οποίος ήταν δημοσιογράφος αλλά και μέλος της Ρεμπέτικης Κομπανίας και κάποια στιγμή όπως είχα βρεθεί στο σπίτι του και σκάλιζα τη βιβλιοθήκη του, έπεσε το μάτι μου σε ένα βιβλιαράκι, έτσι σαν φωτοτυπίες ήταν. Το άνοιξα και ήταν ποιήματα του Λαπαθιώτη. Ήταν μία έκδοση παλιά, γιατί εκείνη την εποχή δεν κυκλοφορούσαν βιβλία του στην αγορά.
Και εκεί βλέπω το “Ερωτικό”. Αμέσως μου έκαναν κάτι αυτοί οι στίχοι. Το πήρα και το έφτιαξα τραγούδι -και πολύ γρήγορα κιόλας, μου βγήκε νεράκι η μελωδία, όπως το διάβασα έτσι το τραγούδησα, ούτε το έψαξα ούτε τίποτα.
Μετά από λίγο καιρό, περνώντας πάλι από εκείνο το παλιό σπίτι που σου έλεγα προηγουμένως, ρώτησα έναν ένοικο που ήταν απέναντι για αυτό και μου είπε ότι ήταν του Λαπαθιώτη.
Επομένως, έστω και έμμεσα, η επιθυμία μου έγινε πραγματικότητα. Χωρίς να το ξέρω έγραψα ένα τραγούδι σχετικό.
Έχει κάτι μεταφυσικό αυτή η ιστορία.
Ναι, έχει κάτι που το λες σύμπτωση αλλά από την άλλη μεριά λες και “τι σόι σύμπτωση είναι αυτή;”.
Αυτό το τραγούδι ήταν και η πρώτη μου συνεργασία με την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Τη γνώρισα ένα βράδυ, όταν τραγουδούσε στο πεδίον του Άρεως, εκεί που είναι το “Άλσος”.
“Συμφωνήσαμε με τον Πατσιφά και μετά από τρεις μέρες πεθανε”
Είπατε κι εσείς κάποια τραγούδια σε αυτόν τον δίσκο.
Ναι, πρώτη φορά όμως τραγούδησα το 1983 στο “Πρώτο βράδυ στην Αθήνα”, όπου μάλιστα δεν το περίμενα, ήταν επιθυμία του Αλέκου Πατσιφά. Δεν είχα καν το θάρρος να το ζητήσω απ’ την εταιρεία, δεν περνούσε κι απ’ το μυαλό μου να σου πω την αλήθεια.
Με πήρε τηλέφωνο μέσα στη νύχτα ο Πατσιφάς -είχε μια ωραία τρέλα- και μου ‘πε “εσύ θα τραγουδήσεις, παιδί μου”. “Πώς να τραγουδήσω εγώ, του λέω, πώς ξερετε αν μπορώ”; Εκείνη την εποχή είχε ένα πιάνο στον πάνω όροφο της Lyra, όπου παίζαμε τα τραγούδια και μας έλεγαν απ’ την εταιρεία τη γνώμη τους αν θα έπρεπε να τα ηχογραφήσουμε ή όχι. Εκεί με είχε ακούσει, και μιας και ψάχναμε τραγουδιστή και δεν βρίσκαμε, μου λέει ο Πατσιφάς “εσύ πρέπει να τα πεις”.
Κανονίσαμε ένα ραντεβού για δύο μέρες μετά αλλά όταν πήγα στη Lyra, μού άνοιξαν την πόρτα κάπως μυστηριωδώς, οπότε λέω από μέσα μου “ωχ, πάει, ακυρώνεται το ραντεβού”. Και μου λένε “ο κύριος Πατσιφάς πέθανε”. Και τρελάθηκα, βέβαια.
Έτσι αποφασίστηκε να τα τραγουδήσω εγώ, διότι υπήρχε πάνω απ’ την εταιρεία η σκιά του Πατσιφά και, τους άρεσε δεν τους άρεσε, δεν μπορούσαν να τον αμφισβητήσουν. Ήταν εκεί σε μια φωτογραφία, όπως είναι οι παλιοί πρόγονοι που εμφανίζονται στα κάδρα κάπως απειλητικοί.
Οι μεγάλες απώλειες και το “Ολοι μου λεν πως δεν μπορω”
Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη ιστορία πίσω από το “Όλοι μου λεν πώς δεν μπορώ”;
Δεν θυμάμαι αν και το θεωρώ ένα εμβληματικό τραγούδι για μένα. Και άρεσε πάρα πολύ και στον Κωστή Παπαγιώργη, του είχε μεγάλη αδυναμία.
Νομίζω είναι το μόνο τραγούδι που το λέτε πάντα στα λάιβ σας.
Είναι μερικά τραγούδια όπως αυτό που με έσπρωξαν να βγαίνω στη σκηνή να τα τραγουδάω προκειμένου να τα υπερασπιστώ. Συχνά λέω ότι αν βγήκα στη σκηνή το οφείλω σε δέκα δεκαπέντε τραγούδια -όχι πως τα άλλα τα υποτιμώ, αλλά είναι κάποια που αποτελούν κάτι σαν μια πίστη για μένα.
Δεν μιλάει δηλαδή για κάποιο πρόσωπο που χάθηκε;
Νομίζω ότι ο Θοδωρής το έχει γράψει για τον πατέρα του. Μπορεί η αφορμή να είναι πολύ προσωπική, η επιτυχία του όμως νομίζω είναι ότι το ξεπερνάει αυτό και μετατρέπεται σε μια περίπτωση που αφορά περισσότερους, οπότε λίγο πολύ ο καθένας μπορεί να δίνει μία δική του διάσταση σ’ αυτό.
Κι ο καθένας εκεί βρίσκει το δικό του πρόσωπο που του λείπει.
Νομίζω πως είναι ένα τραγούδι με το οποίο μπορεί να ταυτιστεί οποιοσδήποτε έχει μια απώλεια που έχει παίξει έναν πολύ μεγάλο ρόλο στη ζωή του.
Εσείς τις απώλειες της ζωής σας πώς τις αντιμετωπίσατε;
Ίσως είναι ένα κεντρικό σημείο για μένα γιατί από μικρός έχανα πρόσωπα του στενού μου περιβάλλοντός. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Ως απώλεια βίωσα και το ότι φύγαμε από την Αίγυπτο όταν ήμουν 10-11 χρονών, παρότι είχα γαλουχηθεί με την ιδέα ότι κάποια στιγμή θα ερχόμασταν στην Ελλάδα. Ζούσα μέσα σε έναν συγκεκριμένο κόσμο που ξαφνικά τον έχασα σε μια πολύ τρυφερή περίοδο της ζωής μου, τότε που σε επηρεάζουν τα πάντα, και όλα καταγράφονται μέσα σου.
Και αυτή η απώλεια νομίζω ότι κράτησε καιρό, γι’ αυτό κιόλας όταν συναντούσα ανάλογα στοιχεία σε στίχους, θεωρούσα ότι έπρεπε να τους βάλω μουσική, να τα κάνω τραγούδια – όπως λέμε τώρα για το “Όλοι μου λεν πως δεν μπορώ” φερ ειπείν. Μπορεί να μην αναφέρεται σε ένα δικό μου βίωμα αλλά η απώλεια είναι μία κοινή εμπειρία.
Δηλαδή όταν γράψατε “Το πρώτο βράδυ στην Αθήνα”, που ήταν και δικοί σας οι στίχοι, μπορεί και να σκεφτόσασταν αυτήν την πρώτη απώλεια που είχατε στα 10 σας χρόνια;
Νομίζω ότι εκεί αυτό το στοιχείο έχει βγει περισσότερο μουσικά παρά στιχουργικά, γιατί εκεί ήταν που άρχισα να χρησιμοποιώ το κανονάκι -παρότι κανείς δεν έπαιζε κανονάκι εκείνη την εποχή. Και εγώ το έβαλα συμβολικά, σχεδόν σκανδαλωδώς, στο όριο του ερασιτεχνισμού.
Μήπως απλά θέλατε να πάτε κόντρα στους προηγούμενους δίσκους που είχατε κάνει; Να ξορκίσετε τη μεγάλη επιτυχία;
Όχι, αυτές είναι σκέψεις που δεν με αφορούν, ποτέ δεν έκανα κάτι για να πάω κόντρα σε κάτι. Το εναντίον δεν μου αρέσει ως στάση, όταν κάνεις κάτι πρέπει να έχεις ένα βαθύτερο κίνητρο και όχι απλώς να κάνεις μία αντίδραση. Οι μεταμορφώσεις είναι κάτι το δημιουργικό και πληρώνεις και ένα κόστος.
Το κανονάκι για μένα ήταν ένα όντως κεντρικό άκουσμα και ταίριαζε πολύ στις καινούργιες μου μελωδίες. Δεν άφησα το μπουζούκι για χάρη του, προκειμένου να το δαιμονοποιήσω, να πω ότι “έκανα λάθος τόσο καιρό που το χρησιμοποιούσα”. Απλώς άρχισαν να αναδύονται και άλλα πράγματα από μέσα μου και τα εμπιστεύτηκα ως πιο προσωπικά.
ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΩΝΤΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΡΑΣΟΥΛΗ
Θα μπορούσατε να μου περιγράψετε μία τυπική ημέρα με τον Ρασούλη απ’ την περίοδο που ήσασταν συγκάτοικοι; Πώς ήταν να ξυπνάει ο ένας στον καναπέ, να του λέει ο άλλος “φτιάξε καφέ”…
Όποτε θυμάμαι πια αυτήν την εποχή μου μοιάζει πολύ παράξενη γιατί μη ξεχνάς ότι έχουν περάσει και 40 χρόνια. Μου φαίνεται οτι δεν ειναι πραγματικοτητα, λες και είναι κατι σαν παραμύθι. Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν ανώδυνα εκείνα τα χρόνια, εντούτοις ήταν λίγο ειδυλλιακά.
Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι υπήρχε πολλή πλάκα. Ήταν και ο χαρακτήρας του Ρασούλη να περιφέρεται λίγο από εδώ, λίγο από εκεί, οπότε μας θυμάμαι έξω στους δρόμους -έτσι γράψαμε και πολλά απ’ τα τραγούδια μας.
Θυμάμαι επίσης ότι πεινούσαμε και οι δύο, κυριολεκτικά, γιατί εγώ είχα φύγει από το σπίτι μου, ο Μανώλης το ίδιο, δουλειές δεν υπήρχαν… Είχε πολλά στοιχεία μποέμικα αυτή η ζωή, αλλά ξέρεις κάτι; Υπάρχει ένα στοιχείο που είναι σαν πιο πολύ να σε γοητεύει η ζωή του καλλιτέχνη, παρά η ίδια η τέχνη, εξιδανικευμένα για να το πω τώρα έτσι, παρά η πραγματικότητα του, δηλαδή μπαίνει ο ένας μύθος μέσα στον άλλον.
Υπήρχε ένα στοιχείο εφηβικό ρομαντικό, δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω ακριβώς, είχε μια ελευθερία, ένα καταραμένο ας πούμε της ζωής, που δεν είναι μέσα στις συμβάσεις και μοιάζει να είναι σαν μία αέναη φυγή από όλα.
Εσείς γιατί φύγατε απ’ το σπίτι σας όμως αφού θα πεινούσατε;
Παρότι δεν ήταν ένα σπίτι που μου δημιούργησε προβλήματα, είναι όμως και αυτό που θες να πάρεις τον δρόμο σου. Μάζεψα το πιάνο μου και ήρθα εδώ σε μια περιοχή που από την κάτω πλευρά, έμεναν όλο ζωγράφοι. Είχα ένα πάθος με τη ζωγραφική, αυτό ήθελα να κάνω.
Βλέπω εδώ κάτι δικό σας; Κάποιον πίνακα; (σ.σ. κοιτάζω αόριστα τον χώρο)
Έχει κάτι πού και πού…
Είχα πάει να σπουδάσω συντήρηση αγιογραφίας στον Δοξιάδη και επειδή εδώ στα νεοκλασικά σπίτια είχε φτηνά δωμάτια, βρήκα κι εγώ έναν χώρο και μετακόμισα.
Είναι αυτό το μποέμικο στοιχείο που σε γοητεύει, λίγο η αναρχία του, λίγο η αταξία… Πώς είναι μερικοί που μεγαλώνουν και μπαίνουν πια σε έναν κανόνα ζωής και μετά θυμούνται τα χρόνια που ήταν φαντάροι, που έπιναν…
Εσείς έχετε τόσο τακτοποιημένη ζωή σήμερα ώστε αυτά να τα θυμάστε σαν να κάνατε μία παρεκτροπή έτσι μποέμικη;
Όχι αλλά είμαι σε μια φάση που μου φαίνεται φυσιολογική. Απλώς μου φαίνεται ότι θα ήταν και λίγο αστείο να συνεχίζεις να ζεις έτσι σε μια φάση της ζωής σου που μπορεί να έχουν αλλάξει τόσα πολλά. Είναι σαν να νομίζεις ότι είσαι κάποιος έφηβος 18 χρονών ενώ εχεις λουμπάγκο (γελια).
Χωρίς να σημαίνει ότι έχω καμιά συγκλονιστικά τακτοποιημένη ζωή, ή τόσο πολύ συστηματική ας το πούμε.
Ο ΚΥΡΙΑΖΗΣ ΚΑΙ ΤΟ “Μου θυμίζεις τη μάνα μου”
Άκουγα όπως ερχόμουν το “Μένω με τη μάνα μου γιατί μόνο αυτή σου μοιάζει”, και ξέρω ότι είναι λίγο χαζή αυτή η παρατήρηση, αλλά μου θύμισε λίγο του Κυριαζή το “μου θυμίζεις τη μάνα μου”.
Ε, αυτό ήταν, εκεί απάντησε.
Πιστεύετε δηλαδή ότι έχουν κάποια σχέση αυτά τα δύο τραγούδια, ότι επικοινωνούν;
Ήταν μια εποχή που ο Κυριαζής είχε ανακαλύψει τον εαυτό του και του άρεσαν αυτά τα τραγούδια. Είχε έρθει και στην εταιρεία που ήμασταν στη Lyra για να κάνει έναν δίσκο. Μάλιστα, “μπερδευτήκαμε” κιόλας τότε με τον Κυριαζή. Ήταν αρχές του ‘90, τότε που μόλις είχε αρχίσει να ανακαλύπτεται η περιοχή του Γκαζιού και εκείνος είχε αγοράσει ένα μικρό μηχανουργείο που ήθελε να το μετατρέψει σε χώρο για λάιβ. Μου ‘χε προτείνει να παίξουμε εκεί, και όντως το κάναμε. Δεν είχε όμως βγάλει άδειες, ήταν λίγο τρελοκομείο η όλη ιστορία, και παίζαμε εκεί -χαμός γινόταν, κοσμοσυρροή- χωρίς να έχουμε εισιτήρια, χωρίς να παίρνουμε λεφτά (σ.σ. γελάει)…
Κερνούσαμε κρασιά τον κόσμο και μετά στο τέλος όταν μας ρωτούσαν “τι χρωστάμε”, τους λέγαμε “τίποτα, φύγετε” και έμεναν όλοι κόκκαλο.
Αυτό κράτησε καμιά βδομάδα, δεν θυμάμαι πόσο, ίσως για 5-10 εμφανίσεις και στο τέλος ναυάγησε.
Του άρεσαν τότε κι αυτά τα τραγούδια, και οι “γυφτιές”, τα λαϊκά…
Οπότε όντως επηρεάστηκε απ’ αυτό.
Ναι, βέβαια. Και μετά ας πούμε έγραψε αυτά τα τραγούδια τα λαϊκά τα δικά του.
Και για τους “Μάγκες δεν υπάρχουν πια” υπάρχει μια “απάντηση” από τον Στράτο Διονυσίου, όταν τραγούδησε το “Ποιος είπε για τους μάγκες πώς χαθήκανε”. Υπάρχουν αυτά μέσα στην παράδοση του τραγουδιού.
Ένας διάλογος ας τον πούμε.
Αυτό είναι ένα πολύ ζωντανό στοιχείο, όπως και ζωντανές είναι και αυτές οι προσωπικές σχέσεις στο τραγούδι. Γιατί σου έλεγα πριν ότι περπατούσαμε πολύ με τον Ρασούλη, το ίδιο κάναμε και με τον Γκόνη, έτσι βγήκε και η έμπνευση για το “Μένω με τη μάνα μου”. Νομίζω η “επιφοίτηση” μας ήρθε μία μέρα καθώς περπατούσαμε στην Πατησίων, κοντά στο σπίτι του.
πως γραφτηκε το “σουξεδιαρικο”
Γενικά πάντως, έχετε κάνει πολύ περίπατο στη ζωή σας.
Κοίταξε, οι αρχαίοι οι περιπατητικοί φιλόσοφοι ήξεραν τι έκαναν, έτσι; Είτε πηγαίνεις μαζί με έναν άλλον και μιλάτε είτε προχωράς και μονολογείς μόνος σου, σκέφτεσαι, γιατί το περπάτημα είναι μια έμπνευση, το βήμα σου δίνει ρυθμό. Και επαναλαμβάνω, δεν είναι και καμιά δική μου ιδέα αυτό.
Για παράδειγμα, και το “Σουξεδιάρικο” έτσι γράφτηκε. Κατεβαίναμε τη Συγγρού με τον Ρασούλη, έτσι μέσα στη δυστυχία μας -ή την ευτυχία μας, είχαμε ανάμικτα συναισθήματα- και όταν βγήκαμε στον Πειραιά, ατενίζοντας εγώ την Καστέλλα από μακριά φορτωμένη με σπίτια, με ένα όμορφο ψιλοφώς, λέω “θα βουλιάξει, τι είναι αυτό το θαύμα” και ο Ρασούλης, που είχε μια ετοιμότητα σε αυτά γιατί κουβαλούσε και την παράδοση των κρητικών μαντινάδων που αμέσως λειτουργεί, λέει εκείνη την ώρα “είσαι γύρω μου ένα θαύμα και είσαι μέσα μου ένα τραύμα”.
Τα σημειώνατε κάπου αυτά;
Μπα, τι να σημειώναμε, τότε είχαμε καλή μνήμη, τώρα την έχουμε χάσει λίγο (γέλια). Και είναι ωραία αυτή η συνομιλία που στο τέλος δεν ξέρεις ποιος έχει γράψει τους στίχους και ποιος έχει γράψει τη μουσική. Είχαν δηλαδή μία τέτοια ταυτότητα τα τραγούδια μας, αυτό θέλω να πω.
Αυτή η συνομιλία μάς βγήκε και με τον Γκόνη στο “Κάιρο, Ναύπλιο, Χαρτούμ”. Λέμε “α, εσύ είσαι απ’ το Ναύπλιο, εγώ είμαι απ’ το Κάιρο, άρα ποιος είναι ο τόπος της συνάντησής μας; Το Χαρτούμ, ακόμα πιο μακριά δηλαδή” (γελάει). Αντίστοιχα και με τον Μιχάλη Γκανά και με τον Διονύση Καψάλη έχουμε κάνει πολλά πράγματα μαζί. Μόνο που τώρα κάποιες διαδρομές γίνονται μέσω mail!
η ΜΟΥΣΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Είναι λίγο χαζή αυτή η ερώτηση αλλά δεν φοβάστε ότι μέσα στη μουσική που γράφετε για θέατρο, μπορεί να “χαθεί” ένας σπουδαίος σκοπός, κάτι που αν γινόταν “κανονικό” τραγούδι να άγγιζε πλατύτερα τον κόσμο;
Το ‘χω σκεφτεί καμιά φορά κι αυτό, αλλά δεν νομίζω ότι ισχύει και τόσο, με την έννοια ότι όταν κάνεις μια μουσική για το θέατρο έρχεσαι σε επαφή και με άλλους ανθρώπους, συνεργάζεσαι… Το ίδιο το έργο απαιτεί κάτι με το οποίο λίγο πολύ πρέπει να συμβαδίσεις, για παράδειγμα να δεις τι μουσική χρειάζεται. Οπότε εκεί γεννιέται κάτι τρίτο, κάτι που δεν θα το έκανες μόνος σου. Είναι μια άλλη διαδικασία αυτή τελείως.
Γι’ αυτό και καμιά φορά λέω ότι στο θέατρο έχεις την ελευθερία να πειραματίζεσαι ή να κάνεις και πράγματα που δεν θα τα έκανες στα τραγούδια. Έχεις μια άλλη ελευθερία στη φόρμα, με μια έννοια είσαι και λίγο πιο χαλαρός, δεν έχεις αυτήν την αγωνία που έχει ένα τραγούδι που κάθεσαι και το παιδεύεις έξι μήνες μέχρι να το βάλεις σε έναν δίσκο.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι κάνεις μια μουσική επιπολαιότητα, δεν εννοώ καθόλου αυτό.
Επομένως δεν αισθάνομαι ότι μπορεί να έχω θυσιάσει κάποιες μουσικές που θα μπορούσα να τις κρατάω για κάτι άλλο. Αν αυτό τώρα το τσιγκουνεύεσαι, άστο, μην το κάνεις καθόλου.
η αγνωστη συνεργασία με τον γκάτσο
Έχετε γράψει πάντως και για σινεμά, όπως το “Στην αρχή του τραγουδιού” αν δεν κάνω λάθος.
Γράφτηκε για μια ταινία του Πανουσόπουλου, τη “Μανία”. Αρχικά είχαν προσεγγίσει τον Γκάτσο να γράψει τους στίχους πάνω σε μια άλλη μελωδία μου. Συναντηθήκαμε, το γράψαμε αλλά για κάποιο λόγο θεώρησαν ότι τελικά δεν κολλούσε στην ταινία.
Και πού πήγε αυτό το τραγούδι;
Δεν βγήκε ποτέ. Ήταν και η μοναδική μας συνεργασία παρότι όλο συζητούσαμε τότε να κάνουμε κάτι. Έτσι, ψάχνοντας πάλι απ’ την αρχή να δω τι θα γράψω, μου βγήκε το “Στην αρχή των τραγουδιών”.
Έχετε πει ότι έχει έναν στίχο το τραγούδι που ανήκει στον Μποντλέρ.
Νομίζω ότι είναι το “αχ τα τραγούδια είναι ευχή και πάρε τη μαζί σου”. Έχει μέσα αυτό το δίστιχο, έχει και ένα δημοτικό… Τότε κάναμε αυτόν τον δίσκο στο ίδιο σπίτι που είχαμε κάνει το “Κοντά στη Δόξα μια στιγμή”.
Ποιο σπίτι ήταν αυτό, μπορούμε να μάθουμε; Το αναφέρατε και προηγουμένως.
Ήταν το σπίτι ενός φίλου του Κώστα Γουδή που ήταν κυρίως ζωγράφος.
Ναι, και έχει κάνει και πολλά εξώφυλλα…
Ναι, ήταν και φωτογράφος, οπότε και το δικό μας εξώφυλλο, αυτός το έκανε. Πολυτάλαντος άνθρωπος και με καλή αίσθηση στη μουσική.
Τέλος πάντων, προέκυψε αυτό το τραγούδι, άρεσε στον Πανουσόπουλο, αλλά ούτε αυτό μπήκε ποτέ στην ταινία. Μπήκε ένα άλλο που είχε την ίδια μελωδία αλλά άλλους στίχους, ήταν σαν μοιρολόι, και είχε τον τίτλο “Θα βάλω στο μαντήλι σου”.
“Μου είχαν κολλησει την ταμπελα του κοσμοκαλογερου”
Άσχετο, αλλά μου έχουν πει ότι έχετε πάρα πολύ χιούμορ.
Πιθανόν, δεν ξέρω. Σίγουρα μπορεί να έχει κάποιος ένα έμφυτο στοιχείο στο χιούμορ, αλλά λέω ότι καμιά φορά στο καλλιεργούν και οι άλλοι, σου δίνουν λαβές για αστεία και αποκτάς κι εσύ μια δεξιότητα -χωρίς να θέλω να τους υποτιμήσω.
Κατά καιρούς πάντως σου κολλάνε διάφορες ετικέτες. Παραδείγματος χάριν, όταν ξεκίνησα να γράφω, εξαιτίας των βυζαντινών και όλων αυτών, μου είχαν κολλήσει την ταμπέλα του μοναχικού, του κοσμοκαλόγερου.
Δεν ήσασταν όμως. Ή ήσασταν;
Όχι, τι να είμαι; Κοσμοκαλόγερος;
Όχι (γέλια). Μοναχικός εννοώ.
Κοίταξε, δεν πιστεύω ότι κάποιος άνθρωπος είναι ένα πράγμα μόνο, εκτός αν είναι κάτι πάρα πολύ ακραίο. Οπτικά ο άλλος μπορεί να σε κατατάξει κάπου επειδή βλέπει ότι έχεις μία τάση προς κάποια πράγματα, ότι έχεις κάποιο “ποσοστό” μοναχικότητας.
Εγώ νομίζω ότι και στην παρέα είμαι μια χαρά, και μόνος μου θέλω να περνάω χρόνο… Τώρα, αν αυτό είναι σαν στάση ζωής του μοναχικού ανθρώπου, του λίγο ρομαντικού, ή του λίγο ας πούμε αποσυνάγωγου, δεν μου λέει κάτι ιδιαίτερο ή τουλάχιστον εγώ δεν το αντιλαμβάνομαι στον εαυτό μου. Προσωπικά, δεν έχω καθίσει να σκεφτώ σε ποιον τύπο ανθρώπου ανήκω.
Συχνά ακούμε κάποιον να τραγουδάει με ένα συγκεκριμένο ύφος και καταλαβαίνουμε ποιον συνθέτη ερμηνεύει. Για παράδειγμα, αν κάποιος τραγουδάει Κραουνάκη είναι πολύ χαρακτηριστικός ο τρόπος, καταλαβαίνεις ότι αυτήν τη στιγμή λέει τραγούδια του. Νιώθω ότι συμβαίνει και με εσάς αυτό, δηλαδή ακούμε τη Δαβάκη στον νέο σας δίσκο, και φαίνεται “δασκαλεμένη” από εσάς. Το κάνετε αυτό; Καθοδηγείτε τους ερμηνευτές να τραγουδούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο;
Είναι ένα ύφος το οποίο καθορίζεται πιο πολύ από τις μελωδικές γραμμές και από τα ποικίλματα, δηλαδή από τον τρόπο που ερμηνεύεις κι εσύ κάποιες μουσικές λεπτομέρειες που δεν είναι αυστηρά γραμμένες σε μια παρτιτούρα.
Υπάρχει δηλαδή περιθώριο για έναν πιο πιο αυτοσχεδιαστικό τρόπο, ο οποίος όμως εν τέλει χαρακτηρίζει και τη σύνθεση την ίδια, οπότε δεν είναι μια απλή λεπτομέρεια.
Πολύ απλά, και χωρίς να κάνεις και τον μέγα διδάσκαλο της ερμηνείας, αυτό το αντιλαμβάνεται και ο τραγουδιστής την ώρα που τραγουδάς εσύ για να του το δείξεις και στον βαθμό που έχει μια ευελιξία η φωνή του, παράγει αυτό το αποτέλεσμα που είναι χαρακτηριστικό.
Συμβαίνει και με άλλους, για παράδειγμα μπορεί να ακούσουμε τη Μαρία Φαραντούρη και να μας έρχεται ο Μίκης Θεοδωράκης στο μυαλό.
Σωκρατης μαλαμας και καζαντζιδης
Απλά επειδή στον δίσκο που έχετε κάνει με τον Μάλαμα, όταν ακούει κανείς το “Άλμπατρος” ή το “Όποιος φεύγει” θα μπορούσε να πει ότι δεν τραγουδάει εσάς, ότι έχει κρατήσει το δικό του ύφος. Γιατί δεν συνέβη κι εκεί;
Καταρχάς δεν υπάρχει λόγος να βασανίσει κανείς τον Μάλαμα να τραγουδήσει αλλιώς. Είναι μια στακάτη φωνή και στακάτα ήταν και τα τραγούδια που πήρε να τραγουδήσει, του ταίριαζαν, δεν ήταν τυχαία η επιλογή τους.
Δεν είπαμε “ωραία, ας κάνουμε τώρα έναν δίσκο με τον Μάλαμα για να προκαλέσουμε εντύπωση”.
Μάλιστα, ένα τραγούδι μέσα στον δίσκο, το “Ο αέρας της αγάπης”, επειδή χρειαζόταν μια πιο ευέλικτη φωνή και δεν θα ταίριαζε στον Σωκράτη, το είπα εγώ.
Θέλετε να μου πείτε λίγο πως προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Είχαμε γράψει κάποια τραγούδια με τον Γκόνη και είχαμε μια ιδέα εκείνη την περίοδο μήπως τα έλεγε ο Καζαντζίδης, αλλά εξαιτίας του δυσπρόσιτου του χαρακτήρα του, δεν βρήκαμε ποτέ άκρη.
Με τον Σωκράτη γνωριζόμασταν, ήμασταν και στην Lyra και η Ντόρα Ρίζου, τότε διευθύντρια της εταιρείας, σκέφτηκε μήπως θα μπορούσαμε οι δυο μας να κάνουμε κάτι.
Γενικά όταν διαλέγεις μια φωνή πρέπει να έχει σχέση και με το ύφος του τραγουδιού. Όπως λες για παράδειγμα “θέλω αυτό το όργανο και όχι το άλλο”. Εγώ έτσι τις διαλέγω τις φωνές, σαν να βάζω ένα όργανο μέσα.
Τις κατηγοριοποιείτε στα όργανα και τις φωνές;
Ναι, η φωνή έχει μερικά χαρακτηριστικά, έλεγα για την Ελευθερία Αρβανιτάκη για παράδειγμα ότι “είναι το όμποε μου στη ορχήστρα”, γιατί είχε έτσι ένα ουράνιο καθαρό αιθέριο χαρακτήρα η φωνή της. Το ίδιο λαμπερή είναι και η Δαβάκη.
“δεν ξερω ποιοι ακουνε πια CD”
Ξέρετε, δεν βρήκα άλλο δίσκο σας με μόνο οκτώ τραγούδια, πέρα από το τελευταίο σας, τον “Άσωτο Καιρό”.
Εμένα μου φαίνονται και πολλά να σου πω την αλήθεια, γιατί ο δίσκος πλέον εκτός από το να καταγράψεις ενα υλικό, δεν ξέρω τι νόημα έχει. Δεν ξέρω κιόλας αν κάποιος βάζει σήμερα ενα CD να το ακούσει. Δεν ξέρω ποιοι ακούνε πια.
Τώρα σου δίνεται και η ευκαιρία να βάλεις λιγότερα τραγούδια, αφού πια δεν υπάρχει η δέσμευση. Παλιά λέγαμε δεν μπορούμε να έχουμε κάτω από 12 τραγούδια. Θυμάμαι ότι έκανα δίσκους που ήταν 29 λεπτά και τρελαίνονταν στην εταιρεία, ότι ήταν μικροί.
Εξάλλου πια είναι και τόσα πολλά τα τραγουδια που κυκλοφορούν σχεδόν κάθε μέρα παρά το πρόβλημα της δισκογραφίας.
Ε, γιατί μάλλον δεν υπάρχει και κάποιο φίλτρο πια. Όλα ανεβαίνουν απευθείας χωρίς να περάσουν από κάποιους ανθρώπους πρώτα.
Ναι, αυτό το έβλεπες και στο Facebook. Ανέβαζε κάποιος ας πούμε τις μουσικές που του άρεσαν, πχ Νίνο Ρότα, κι έλεγες “αυτός έχει ένα συγκεκριμένο γούστο στη μουσική”. Μετά από λίγο ανέβαζε ένας φίλος του ένα τραγούδι όπου ήταν σε ένα δωμάτιο με μια κιθάρα και τραγουδούσε, του γραφε “μπράβο”. Δηλαδή “μπράβο Κώστα, μπράβο και Νίνο Ρότα, τι καταπληκτικό”. Οτιδηποτε διαβάζεις: “τι καταπληκτικό”.
Υπάρχει κάτι που δεν σας αρέσει καθόλου στο Facebook;
Εγώ είμαι και λίγο της ιδιωτικής φιλοσοφίας, δεν πιστεύω ότι μπορούν να είναι όλα στο φως, και έτσι κάποια πράγματα που βλέπω να αφορούν την ιδιαίτερη ζωή των ανθρώπων να ανεβαίνουν ξαφνικά στο Facebook, με παρεξενεύει αυτή η έκθεση.
Μπορεί να έχει κάποιο κίνητρο βέβαια, δεν ξέρω ποιο μπορεί να είναι αλλά οι πολύ ιδιαίτερες στιγμές όπως οι θάνατοι, οι αρρώστιες, όλα αυτά, πιστεύω ότι είναι ιδιωτικές στιγμές, τις οποίες κανείς θα πρέπει να τις προφυλάσσει.
Θα σας δούμε κάπου σύντομα;
Στις 5 και στις 12 Δεκεμβρίου στο Μικρό Παλλάς θα κάνουμε μία παρουσίαση του “Άσωτου Καιρού” μαζί με τη Βερόνικα Δαβάκη και το συγκρότημα των Polis Ensemble. Φυσικά θα συμπληρώσουμε την εμφάνιση με τραγούδια και από το υπόλοιπο ρεπερτόριο μου.