Ο ΑΣΤΡΑΦΤΕΡΟΣ ΘΑΝΟΣ ΛΕΚΚΑΣ ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ
Ο ταλαντούχος ηθοποιός σε μια εφ όλης της ύλης συζήτηση στο Magazine.
Κάθε φορά που ανεβαίνει στη σκηνή λάμπει. Οι θεατρόφιλοι τον θυμούνται από τις συνεργασίες του με την ομάδα των Patari Project στους “Χιονάνους” και στο “Πιάνω παπούτσι πάνω στο πιάνο”, αλλά και από τις συνεργασίες του με τον Θωμά Μοσχόπουλο στη “Δίκη του Κ.” και στο “Φαρενάιτ 451”. Είναι πάντα εξαιρετικά ενεργός στα θεατρικά δρώμενα, ενώ για την ερμηνεία του στην όπερα «Ο Μικάδος» των Ουίλλιαμ Σβενκ Γκίλμπερτ και Άρθουρ Σάλλιβαν ήταν υποψήφιος και για το Βραβείο Χορν. Το καλοκαίρι τον είδαμε στο “1821, η Επιθεώρηση” των Καραντζά– Δεληβοριά, ενώ το φθινόπωρο πρωταγωνίστησε στην “Κολεξιόν” του Τάσου Πυργιέρη. Τελευταία φορά τον είδα στα “Φτηνά Τσιγάρα”, όπου και εντυπωσίασε στον πρωταγωνιστικό ρόλο με τη σκηνική του άνεση και γοητεία. Το ευρύ κοινό, ωστόσο, τον γνώρισε τη φετινή σεζόν από την “Τούρτα της Μαμάς” στην ΕΡΤ.
Τώρα ετοιμάζεται να πρωταγωνιστήσει εκ νέου στο “Blink” στη δεύτερη συνεργασία του με τον Τάσο Πυργιέρη στο θέατρο του Νέου Κόσμου. Με αφορμή την παράσταση αυτή συναντηθήκαμε στο κέντρο της Αθήνας. Κατέφθασε στο ραντεβού μας βιαστικός, αλλά με ένα μεγάλο χαμόγελο να κυριαρχεί στο ευγενικό και καθαρό του πρόσωπο. Η συζήτησή μας ξεκίνησε από τα παλιά και σιγά σιγά φτάσαμε στο σήμερα.
“Γεννήθηκα στον Χολαργό και μεγάλωσα στο νεκροταφείο της Κηφισιάς. Όχι μέσα, δίπλα (χαμογελάει). Είχε πάρα πολύ ησυχία. Το νεκροταφείο γύρω γύρω έχει πάρκα για ευνόητους λόγους, εμείς από το σπίτι μας βλέπαμε τη μάντρα του. Κάποτε πήγε και ο παππούς μου εκεί, οπότε το ένιωθα σαν γειτονιά μου.
Πολιτικός μηχανικός η μητέρα μου και χορευταρού τρομερή, ο πατέρας μου ασχολείται με τα οικονομικά, έχει φοβερή φωνή και λέει τρομερές ιστορίες, ο παππούς μου, χημικός, ζωγράφιζε τρομερά και είχε και μεγάλη μουσική παιδεία. Καλλιτεχνική φλέβα υπήρχε δηλαδή…
Παιδικά και εφηβικά χρόνια με αρκετό σχολείο, διάβασμα και πολύ Disney και παραμύθια. Διακοπές και Σαββατοκύριακα μαζευόμασταν και πηγαίναμε ή στην Άνδρο το καλοκαίρι ή πάνω στο Περτούλι, όπου ο πατέρας και ο παππούς μου κυνηγούσαν. Ήμουν υπερκινητικός σαν παιδί, λίγο ξερολάκος, μου άρεσε πολύ να ξέρω πράγματα και να τα μοιράζομαι. Ήμουν κοντούλης, πιο μικρόσωμος από τους υπόλοιπους, κάπου στο Λύκειο πήρα τα πάνω μου. Ήμουν καλός μαθητής, όχι όμως από τους καλύτερους. Κοινωνικός, αλλά όχι με πολλές παρέες.
Το θέατρο πάντα υπήρχε μέσα μου. Δεν ξυπνάς μια μέρα και λες “α θα γίνω ηθοποιός”. Η γιαγιά μου μας πήγαινε εμένα και την αδελφή μου από πολύ μικρά σε παιδικές παραστάσεις. Τα ταξίδια στο κέντρο της Αθήνας μού φαινόντουσαν σαν ένας άλλος κόσμος. Βλέπεις μέναμε βόρεια, παίρναμε το τρένο ή το λεωφορείο για να πάμε στο κέντρο και αυτό μου φαινόταν κανονικό ταξίδι. Έτσι, με τέτοια “ταξίδια” γνώρισα το θέατρο Πόρτα, θυμάμαι την “Οικογένεια Νώε” πολύ χαρακτηριστικά… Πάντα ήθελα να ανέβω κι εγώ στη σκηνή. Δεν ήθελα να πω κάτι, απλώς ήθελα να είμαι έτσι, ηθοποιός.
Η ενόργανη και το μπούλινγκ
Μου άρεσε πολύ ο χορός και στο Γυμνάσιο ξεκίνησα να κάνω στο Ζηρίνειο προπονήσεις σε ασκήσεις εδάφους στην ενόργανη γυμναστική. Τα αγόρια, όμως, έπαιζαν και παίζουν ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Εγώ ήμουν αδιάφορος με αυτο το σπορ. Ντρεπόμουν, ένιωθα πως δεν έχω κάτι κοινό με αυτούς.Τους φοβόμουν αυτούς που έπαιζαν ποδόσφαιρο. Και δεν είχα άδικο, γιατί άρχισαν να λένε πως “ο Λέκκας είναι κορίτσι” και υπήρχε ένα κλίμα ότι είμαι γκέι. Τώρα δεν τους κρατώ κακία, γιατί ξέρω την πίεση που έχουν τα παιδιά για να είναι αποδεκτά. Το εύκολο για αυτά είναι το γρήγορο και το κακό… Έχει να κάνει με την ανασφάλεια των ατόμων της ηλικίας αυτής, με τη διαχείριση του ερωτικού. Αν δεν βλέπουν κάτι ξεκάθαρο, αγχώνονται και δεν ξέρουν πως να το ερμηνεύσουν και μπερδεύονται. Δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία να το εξερευνήσουν, γιατί δεν ξέρουν τι θα ανακαλύψουν και το φοβούνται.
Ήθελα να γίνω αρχιτέκτονας, μηχανικός, φυσικός και εφευρέτης. Όταν, ωστόσο, κάναμε στο Γυμνάσιο βιολογία, την ερωτεύτηκα.
Στους δραματικούς ομίλους μπήκα στο σχολείο. Ονειρευόμουν πάντα να περάσω στο Εθνικό Θέατρο. Παράλληλα πίστευα πως δεν είναι δουλειά το να είσαι ηθοποιός, το θεωρούσα λειτουργημα, δε θεωρούσα καν σωστό να πληρώνομαι για κάτι που μου αρέσει να κάνω. Σκεφτομουν, λοιπόν, να κάνω και μία δουλειά που να έχει πρακτικό όφελος στους άλλους. Δεν πιέστηκα ποτέ από τους γονείς μου, να γίνω γιατρός, μηχανικός, δικηγόρος. Τους έβλεπα να δουλεύουν πολύ, και έλεγα πως σ΄αυτό το επίπεδο θέλω να “παίζω” και εγώ. Ήθελα να γίνω αρχιτέκτονας, μηχανικός, φυσικός και εφευρέτης… Όταν, ωστόσο, κάναμε στο Γυμνάσιο βιολογία, την ερωτεύτηκα. Ήθελα να δω πώς λειτουργεί ο έμβιος κόσμος. Πέρασα έτσι στο βιολογικό.
Τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι σαν να φορούν παρωπίδες. Τουλάχιστον αυτό ίσχυε στη δική μου σχολή που έχει να κάνει με την έρευνα. Ένιωθα σαν να σπούδαζα τη δεκαετία του ‘70, ενώ εγώ ήθελα να εξερευνώ, να ψάχνω ένα κοράλλι, να μετρώ χελώνες και μαϊμούδες ή να ψάχνω σε ένα εργαστήριο να βρω ένα αντίσωμα για το έιτζ. Ε αυτό, δεν μπορούσα να το κάνω εκεί.
Μόνο αν φωτίσω τον άλλο, θα φωτιστώ και εγώ.
Τότε ήταν που γνώρισα τον κολλητό μου μέσω της αδελφής μου. Αυτός κάπως με παρέσυρε και δωσαμε μαζί εξετάσεις στο Εθνικό. Δεν περάσαμε Εθνικό, αλλά εκείνος πέρασε στο Ωδείο Αθηνών. Είδα από κοντά τη δουλειά που γινόταν εκεί και ειπα “αυτό θέλω κι εγώ”. Έτσι έδωσα την επόμενη χρονιά κι εγώ εξετάσεις και πέρασα. Τα επόμενα τρία χρόνια τα πέρασα στη σχολή με την καινούρια μου οικογένεια. Τα παιδιά που γνώρισα εκεί, τα θεωρω πια κομμάτι της ζωής μου, είμαστε πάντα παρόντες ο ένας για τον άλλο.
Πρώτη μου δουλειά ήταν βοηθός σκηνοθέτη του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη στα “Μούτρα” και αμέσως μετά με πήρε ο Αργύρης Ξάφης να παίξω στις “Απόψεις ενός κλόουν” στο Εθνικό. Στον Αργύρη χρωστάμε όλοι πάρα πολύ. Γιατί όποτε και όπου μπορεί, προτείνει ανθρώπους που πιστεύει και αυτό είναι το πολύτιμο σε αυτόν τον άνθρωπο. Αυτός μας έκανε οικογένεια στη σχολή. Στην αρχή μάς είχε κάνει 2-3 παρατηρήσεις τύπου “δε βλέπω να είστε πολύ ενωμένοι, δεν καταλαβαίνω γιατί δεν κλαίτε αγκαλιά”. Και κάπως μάθαμε ο ένας τον άλλο με τρόπο οικείο και σεβαστικό. Αυτός μας έμαθε τι σημαίνει ομάδα. Πώς μόνο αν φωτίσω τον άλλο, θα φωτιστώ και εγώ.
Ακολούθησε ο “Ιππόλυτος” με τη Λυδία Κονιόρδου. Εκεί εν μέσω προβών πήρα το πτυχίο μου στο Βιολογικό και ήρθε ο στρατός… Μετά τη βασική μου εκπαίδευση δέχτηκα ένα τηλέφωνο από την Πέμυ Ζούνη για να συμμετέχω στην παράσταση «Επαναστατική οργάνωση Klein Mein». Είμαι αμέσως το “ναι” και έκανα τα αδύνατα δυνατά για να το καταφέρω. Έκανα τις πιο δύσκολες βάρδιες και όταν μετατέθηκα στην Σάμο πηγαινοερχόμουν κάθε εβδομάδα.
Τη βδομάδα που έφευγα για τη Σάμο, γινόντουσαν και οι ακροάσεις για το Θέατρο Πόρτα. Και πήγα και ξεκίνησα στο Patari σιγά σιγά. Ήταν η ιδανική αρχή, το καλύτερο ταξίδι. Η Σοφία Πάσχου τα ανέτρεψε όλα. Με “διέλυσε” και με έλυσε, εμένα που ήμουν τόσο οργανωτικός. Χτυπούσε παλαμάκια δύο φορές και έλεγε “θέλω τώρα να κάνετε μία υποβρύχια σκηνή κομμωτηρίου, όπου μία γεννάει και… “. Ήταν πολύ γρήγορα όλα και ενστικτώδη. Δεν προλάβαινες να σκεφτείς. Απλώς έκανες ό,τι σκεφτόσουν σε δευτερόλεπτα μέσα σε ένα τετραγωνικό.
Το Patari Project ήταν η ιδανική αρχή, το καλύτερο ταξίδι. Η Σοφία Πάσχου τα ανέτρεψε όλα. Με “διέλυσε” και με έλυσε, εμένα που ήμουν τόσο οργανωτικός.
Τι ήταν αυτό που βρήκες στο θέατρο;
Είχα περάσει μία περίοδο στενοχώριας και εσωστρέφειας με τις υποχρεώσεις μου. Στη δραματική σχολή μπήκα στα 24, στον στρατό πήγα στα 28 και ένιωθα πως είχα χάσει χρόνο και ήθελα να ρεφάρω. Ήθελα να τα κάνω όλα: παιδικό, δευτερότριτο, μπορούσα να είμαι στη σκηνή συνέχεια; Αυτό ήθελα μόνο. Τη σκηνή το χειροκρότημα, τα φώτα.
Στο θέατρο βρήκα τα πάντα, φίλους, μία κοινωνικότητα που μου έλειπε. Μέσα του μεγάλωσα, ωρίμασα, έγινα άλλος άνθρωπος. Καλλιέργησα τη σκέψη μου, τα επιχειρήματά μου, έμαθα να βλέπω τι λειτουργεί και τι όχι. Και με ένα τρόπο αυτά τα χρησιμοποίησα και τα χρησιμοποιώ και στην ίδια μου τη ζωή. Και σιγά σιγά ηρέμησα. Ας πούμε, τώρα έχω περάσει στη φάση που θέλω και προσωπική ζωή, αυτό μου λείπει.
Blink: Δύο τραυματισμένοι άνθρωπο προσπαθούν να έρθουν κοντά
Το Blink είναι η δεύτερη φορά που το παρουσιάζουμε. Το είχαμε κάνει πριν τον κορονοϊό στο Faust. Εκεί είχε πάει εξαιρετικά, είχαμε πολύ καλές κριτικές. Στις τελευταίες παραστάσεις είχαμε τόσο κόσμο που καθόταν ακόμη και γύρω μας. Είχα ανθρώπους ακόμη και πίσω μου και προσπαθούσα να επικοινωνήσω με όλους. Κοιτούσα τους θεατές στα μάτια και τους έλεγα μια ιστορία. Ο ηθοποιός είναι παραμυθάς, αυτή είναι η διαφορά με το σινεμά και την τηλεόραση. Στο θέατρο πρέπει να το μοιραστείς και να προσαρμόσεις κάθε φορά αυτό που λες. Δεν είσαι ο ίδιος κάθε φορα. Πρέπει να αφουγκράζεται τι συμβαίνει στο κοινό. Είναι σαν να λες μία ιστορία σε ένα παιδί, μπορεί κάτι να πρέπει να το ξαναπείς, να ρίξεις άλλο ένα βλέμμα… Και ήταν μαγικές αυτές οι στιγμές με το Blink και τους θεατές.
Στο έργο οι δύο πρωταγωνιστές είναι δύο παιδιά που έχουν μεγαλώσει με μία ιδιαίτερη συνθήκη. Η κοπέλα έχει μεγαλώσει με τον πατέρα της, αυτός ήταν πάντα η μόνη της παρέα, ήταν όλος της ο κόσμος. Όταν ο πατέρας της πέθανε, ένιωσε πως κατέρρευσαν όλα. Πρέπει να το ξεπεράσει, δίνει τα πράγματά του, κάνει σπασμωδικές κινήσεις για να συμπληρώσει έναν άνθρωπο αναντικατάστατο.
Το αγόρι από την άλλη έχει μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον θρησκευτικής κοινότητας, σαν μορμόνος ή σαν Άμις καλύτερα. Στην κοινότητά του κάθε πρωί διάβαζαν τη Βίβλο, είχαν ένα τηλέφωνο, ζούσε κάπως σαν ένα κοινόβιο. Όταν πέθανε η μητέρα του, έλαβε ένα γράμμα της που του έλεγε “φύγε να ζήσεις” και μάλιστα τον πληροφορούσε πως του έχει αφήσει και κάποια λεφτά. Πηγαίνει, λοιπόν, στο Λονδίνο και νοικιάζει το σπίτι που έμενε ο πατέρας της κοπέλας. Είχαν πάρει ένα δίπατο και έμενε η κοπέλα πάνω, ο πατέρας κάτω. Σιγά σιγά έρχεται ο ένας κοντά στον άλλο. Είναι δύο τραυματισμένοι άνθρωπο που προσπαθούν να έρθουν κοντά και να καλύψουν κενά. Έχουν ένα μεγάλο έλλειμμα. Στην κοπέλα λείπει η στοργή και στο αγόρι λείπει κάποιος να τον προσέχει.
Με γοητεύει στο αγόρι που υποδύομαι η τρυφερότητά του, είναι φροντιστικό άτομο και δεν ντρέπεται. Με τη συνθήκη της αφήγησης και της εξομολόγησης που έχει αυτό το έργο, βλέπεις έναν άνθρωπο που ανοίγεται, ενώ στην πραγματικότητα είναι ντροπαλός. Βλέπεις ένα αγόρι να μεγαλώνει. Βλέπεις μια αγνότητα που σου ανοίγει τα μάτια και δεν κοιτάς υστερόβουλα, αλλά εξερευνητικά.
Μου αρέσουν πολύ επίσης και οι φόρμες που φοράω. Γιατί συνήθως με βάζουν να φορώ κοστούμια. Στην “Τούρτα Της Μαμας” φορώ συνέχεια. Είμαι και παντρεμένος και όποτε φορώ κοστούμι ή κάποιο καλό παντελόνι, πιάνω το χέρι μου ενστικτωδώς να δω αν φορώ τη βέρα μου…
Ένας σκηνοθέτης-σκίουρος
Ο Τάσος Πυργιέρης είναι ένας σκίουρος για μένα. Και όχι ο σκίουρος με τη φουντωτή ουρά, αλλά με την κοντά, Τσιπ και Ντέιλ. Όλο έχει ιδέες, όλο θέλει να βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Αεικίνητος με πολλές ιδέες και όρεξη για αυτό που κάνει. Δεν μπορεί τα βαριά και σαλονάτα έργα. Θέλει κάτι να έχει ενδιαφέρον. Το ιδιαίτερα θετικό στοιχείο του Τάσου είναι πως αγαπά τους ηθοποιούς του πολύ. Μαζί με την Παναγιώτα Βιτετζάκη παίζουμε πάνω σε ένα χαλί που έχει κοπεί στη μέση και αφηγούμαστε μία ιστορία πολύ προσωπική με φόρμα ιδιαίτερα αισιόδοξη.
Τι είναι αυτό που ερωτευόμαστε τελικά;
Ερωτευόμαστε όταν έχουμε κάποιο έλλειμμα νομίζω.
Ψάχνουμε τους γονείς μας στη σχέση μας;
Οι γονείς είναι αυτοί που μας εξοπλίζουν με το απαραίτητο δυναμικό αγάπης για να συνεχίσουμε. Και όταν κάποιος έχει λάβει αγάπη και στήριξη από την οικογένεια, τότε θα την δώσει πίσω. “Αντιγραφουμε” πράγματα από τους γονείς μας και αυτός που θα έρθει να “κολλήσει” είναι ένας άνθρωπος οικείος. Μπορεί ο γονιός να είναι το πνεύμα της αλλαγής και το οικείο που θα ερωτευτείς σε κάποιον να είναι η αλλαγή, μπορεί να ψάχνεις να βρεις ένα “καρμπόν” με τον γονιό σου, το θέμα είναι πως οι γονείς είναι ότι πιο κοντινό έχουμε. Μοτίβα αναπαράγουμε. Και αυτό είναι μεγάλη παγίδα, γιατί ο εγκέφαλος συνηθίζει σε αυτά και επιδιώκει να αναπαραγει τα ίδια συναισθήματα. Έτσι αν είσαι ηττοπαθής, θα ψάχνεις αυτό το συναίσθημα. Δεν είναι τυχαίο που μερικές φορές νιώθουμε άνετα και ωραία σε μία σχέση που μας απορρίπτουν…
Με κατέκλυζε ένα ανεκπλήρωτο στον έρωτα. Είχα τον φόβο του λάθους. Ήθελα να κάνω το σωστό από την αρχή. Να είναι τέλειο ρε παιδί μου. Και αυτό είναι λάθος.
Εσύ πως είσαι στις σχέσεις σου;
Με κατέκλυζε ένα ανεκπλήρωτο στον έρωτα. Είχα τον φόβο του λάθους. Ήθελα να κάνω το σωστό από την αρχή. Να είναι τέλειο ρε παιδί μου. Και αυτό είναι λάθος. Γιατί τέλειο σημαίνει πως δεν αγγίζω πουθενα. Και το τέλειο στα 20 είναι το τέλειο στα 40; Δε γίνεται αυτό.
Αυτόν τον φόβο τον ξεπέρασα με το Patari. Γιατί το λάθος είναι ανώτερο της Τέχνης. Μακάρι να κάναμε όλο λάθη. Έμαθα λοιπον να εκτιμώ τον άλλο και ας έχει και ελαττώματα. Και σήμερα αισθάνομαι άνετα να κολυμπώ σε ένα περιβάλλον που δε γνωρίζω, περιμένοντας να γνωρίσω τον άλλο.
Η πανδημία έχει επηρεάσει τις σχέσεις μας;
Κοινωνικά από εκεί που ήμασταν ο καθένας στη δουλειά του, τώρα με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουμε τις απόψεις ολονών μέσα στο σαλόνι μας. Όχι μόνο τις απόψεις του υπουργού, αλλά και αυτων που έχουν άποψη για τον υπουργό. Και δεν είναι τυχαίο που εν μέσω πανδημίας άρχισαν να βγαίνουν τα metoo. Ζούμε πια σε ένα περιβάλλον που μας κοροϊδεύουν στα μούτρα μας και μπορούμε την ίδια στιγμή να τους ξεμπροστιάσουμε.
Και με όλο αυτό το ξεμπρόστιασμα συνειδητοποιούμε πως ο κόσμος είναι χάλια και αυτό είναι το πιο δύσκολο. Πριν, ακόμη και μέσα στην κρίση, υπήρχε μια ελπίδα. Τώρα κυριαρχεί μια ματαιότητα. Βλέπουμε πως τίποτα δε διορθώνεται πια. Και πως πια ακόμη και εμείς οι ηθοποιοί δεν μπορούμε να εμπνεύσουμε την ελπίδα. Ας μη γελιόμαστε, μέσα σε ένα μήνα δε θα λυθεί το κλιματικό πρόβλημα δηλαδή ούτε το ενεργειακό πρόβλημα.
Έχω τεράστιο θέμα με τη σπατάλη. Είμαι πάρα πολύ τακτικός, δεν πετάω ποτέ τίποτα. Έχω τρία ίδια φούτερ, μαζεμένες άπειρες σακούλες με μακό από το δημοτικό. Έχω κάλτσες που είναι στο όριο της αποσύνθεσης, αλλα θα τις φορέσω μέχρι να λιώσουν εντελώς.
Σε απασχολεί πολύ το περιβαλλοντικό ζήτημα;
Έχω τόσες ενοχές κάθε φορά που αγοράζω μία συσκευασία. Δεν παίρνω ποτέ πλαστικά μπουκάλια ή πλαστικές σακούλες, έχω πάντα μαζί μου το μεταλλικό μπουκάλι μου, προσπαθώ να χρησιμοποιώ χύμα προϊόντα, κάνω κομποστοποίηση έξω στη βεράντα μου όπου έχω πολλά φυτά, κινούμαι με μηχανή, όχι με αυτοκίνητο.
Έχω τεράστιο θέμα με τη σπατάλη. Είμαι πάρα πολύ τακτικός, δεν πετάω ποτέ τίποτα. Έχω τρία ίδια φούτερ, μαζεμένες άπειρες σακούλες με μακό από το δημοτικό. Έχω κάλτσες που είναι στο όριο της αποσύνθεσης, αλλα θα τις φορέσω μέχρι να λιώσουν εντελώς. Γιατί σκέφτομαι, αυτό μετά που θα πάει; Θα λιώσει; Αν δε λιώσει; Εγώ δεν έχω δουλέψει γι αυτό. Κάποιος άλλος όμως έχει.
Δε θέλω επίσης να ενοχλώ τον άλλο, είμαι πολύ ήσυχος και όταν πετάω κάτι, νιώθω ότι ενοχλώ. Ίσως αυτή η αίσθηση ότι ξοδεύω, σημαίνει ότι γίνομαι βάρος σε κάποιον. Και δε θέλω να γίνομαι βάρος σε κανεναν. Μαζεύω ξύλα και τάβλες κρεβατιών από τον δρόμο και φτιάχνω διάφορα έπιπλα. Ειδικά στην καραντίνα είχαν πετάξει πολλά, κρεβάτια, έπιπλα. Από αυτά μάλλον κόλλησα και κοριούς (γέλια). Είχα μαζέψει μία πολυθρόνα και την ξαναεντυσα και την έχω σπίτι μου και είναι υπέροχη.
Λατρεύω τη φύση, τη σέβομαι, ξέρω πως είναι ανώτερη από εμάς, πως θέλει φροντίδα. Είναι αλαζονεία και έπαρση, σχεδόν ύβρις, να καταστρέφεις τη φύση. Αμα δε σέβεσαι τη φύση, θα σέβεσαι τον άλλον άνθρωπο;
Σε αγχώνει το αύριο;
Έχω την τύχη να μην έχω μείνει πολύ καιρό άνεργος ή χωρίς προοπτική. Κι αυτό είναι ευλογία. Ωστόσο ξέρω καλά πως οι ικανότητές μου δεν έχουν να κάνουν με μένα, αλλά με την τύχη. Έτυχε να γεννηθω από συγκεκριμένους γονείς, να έχω αυτό το δέρμα και έτυχε να επιλέξω κάτι που αγαπώ και που βλέπω πως υπάρχει ανταπόκριση. Έχω δουλειά, θέλω να αμείβομαι καλά και να δουλεύω αρκετά γι αυτό.