Ο BD FOXMOOR ΕΙΔΕ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑΖΕΙ ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΥΚΛΟ ΤΟΥ STRANGER THINGS
"Έβαλα να δω τα νέα επεισόδια, μακριά απ’ τους εμπόρους και τους ψευτολογάδες, τους ποιητάδες και τους βουλευτάδες, να κοπάσει μέσα μου ο κοπετός της καταφρόνιας".
Να μεταλάβω λευτεριά με του νέτφλιξ το απόλαυσμα, να ανταμώσω ξανά στο τέρμα της ανηφοριάς του “Stranger Things” τα αδέρφια τα αδείλιαστα, να τους πω καλώς ήρθατε παράξενα πράγματα στον τόπο μου.
Να ακούσω ξανά των λεύτερων τον βόγγο, όσο κυνηγούν τους μπολιασμένους σκυλογιούς της άλλης πλευράς, που πάλι πύλες άνοιξαν και ανεβαίνουν στον κόσμο τον απάνω από τη σκοτεινή λακκούβα της απολησμονιάς.
Αυτά αποζήτησε η ψυχή την ατελείωτη τούτη νύχτα της σκοτιάς και έτσι το play πάτησα να δω τα νέα επεισόδια, μακριά απ’ τους εμπόρους και τους ψευτολογάδες, τους ποιητάδες και τους βουλευτάδες, να κοπάσει μέσα μου ο κοπετός της καταφρόνιας.
Θεριεύουν οι θύμησες απ’ του ‘80 την περασιά, απ’ του γουόκμαν της βουβής σιωπής την μπορεσιά και του γουόκι τόκι των αφεντάδων την αλασπωσιά.
Έτσι βάζαμε κι εμείς κασέτες να ακούσουμε τα πρώτα μας ραπ… RUN DMC, GrandMaster Flash, Public Enemy… Kαι ξανά και ξανά μέχρι να το μάθουμε απ’ έξω βάζαμε από Wu Tang Clan το “άκου τι μου έτυχε χθες το βραδάκι, πήγα για ποτό σε ένα μπαράκι”.
Το ραπ που μας άντρεψε στου γδικιωμού τη γέρμα, αυτό θυμήθηκα σαν είδα τους πιτσιρικάδες να κάνουν πετάλι κόντρα στην αλλαξοκαιριά, να τρέχουν να γλιτώσουν απ’ τον σκυλογιό τον παραχωρητή που στα ονείρατα εμφανίζεται και τους σκοτώνει σαν μαύρος θεριστής που ψάχνει της νοιάξης το απόπλυμα.
Που ξεθάβει κομπιασμένες κατηγόριες απ’ το λησμονητήριο για να τους ρίξει μέσα σε εφιάλτες και εκεί να τους σκοτώσει, λερούς μέσα στον κύκλο της ντροπής και της μαγαρισιάς.
Στ’ ορκίζομαι στις μέρες που θα ’ρθουνε, στα λόγια τα ασώπαστα, πως η Ιλέβεν θα βρει ξανά τις μαγικές δυνάμεις που τις γυρεύει τώρα κάτω στα υπόγεια δώματα του βάλτου, μαζί με τους καθηγητάδες και τους αρχοντάδες, τους γαλονάδες και τους προφεσοράδες.
Στ’ ορκίζομαι στης μνημοσύνης το άγριο περίσεμα, στου αιμοπότη το ξέχειλο αντιμίλημα, στου Ντάστιν τα χαλασμένα δόντια, θα ανοίξουμε ξανά του παραχωρητή την κακόραφτη πληγή. Πάρε μια κούπα και έλα να πιούμε γουλιές κρασί το αίμα που θα στάξει, να χορέψουμε περήφανα τις χαρακιές πάνω στου βάλτου τα άφτερα σφαχτάρια.
Και εσύ αδερφέ στη φυλακή τη ρώσικη, εκεί που κλείσαν τους απαρνητές τους αμπόλιαστους, θα ‘ρθει μια μέρα το λευτέρωμα, θα δεις ξανά τον ήλιο τον γιατρευτή στης σιχαμιάς την άκρη. Παράδες σε γέμισαν οι δουλευτές για να σου κάνουν το εμβόλιο και είπες “όχι σκυλογιοί, εγώ θεληματάρης σας δεν γίνομαι, δεν έχω τον φόβο άγκυρα σε κάθε βάστηγμα και κάθε αναδρομιά μου”.
Και σαν με βγάλει και μένανε το διάβα μου στης στέπας σας το μεσουράνι, στης φυλακής τη σφαλιχτή την πόρτα, τραγούδι θα κάνω το ανάγκεμα, στίχο τον λυπημό του απλοχερίτη δαίμονα, και θα στηρίξω αδερφέ μου τον αγώνα σου. Συνεπιβάτης μου ο Πετράκος, συνένοχος τρεχαλιτής στου βάλτου το ανάθεμα, σκοπούς θα τραγουδήσουμε της στιχομάνας μνήμης, κουράγιο να σου δώσουμε κόντρα στου λιμάρη το πληρωμένο ανώφελο.
Στη μέση με άφησε η σειρά και βάζω θυμητάρι, να ξαναβγώ τον Ιούλιο στο ξάγναντο της εσχατιάς, να δω στα νέα επεισόδιο το τέλος του σκυλογιού με την κομμένη μύτη, όσο θα χάνομαι ξανά, μόνος και περήφανος, στης δαχτυλήθρας το μυρμήγκιασμα.