ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΟΡΤΕΚΗΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΚΟΡΠΙΣΟΥΝ ΤΙΣ ΣΤΑΧΤΕΣ ΤΟΥ ΣΤΑ ΟΡΗ ΚΑΙ ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΒΟΥΝΑ

Η "Σκοτεινή Θάλασσα", οι viral σκηνές του Οικονομίδη, η παράσταση που ανέβασε για τους Κούρδους πρόσφυγες και η σημασία της διατήρησης της μνήμης και όχι του θρήνου. Ο σπουδαίος ηθοποιός μιλάει στο Magazine.

Ο Γιάννης Τσορτέκης στη “Σκοτεινή Θάλασσα” είναι η απόδειξη ότι η τηλεόραση ψάχνει να ξαναβρεί τον παλιό της εαυτό -που μάλλον ήταν καλός-, όχι μόνο ρίχνοντας χρήματα, αλλά και προσελκύοντας τους κατάλληλους ανθρώπους.

Παράλληλα με τη σειρά αυτή την περίοδο, παίζει στην «Αντιγόνη» του Ζαν Ανούιγ, που ανεβαίνει στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν, σε σκηνοθεσία Μαρίας Πρωτόπαππα.

Ένας κατ’ εξοχήν θεατρικός ηθοποιός -που έγινε ευρέως γνωστός όμως μέσα από το σύμπαν του Οικονομίδη– ξεχωρίζει φέτος στη σειρά μυστηρίου του Mega, που κάνει τα πάντα για να μη θυμίζει ελληνικό σίριαλ. Και ο ίδιος, υποδυόμενος έναν βαθιά ευαίσθητο και πληγωμένο πατέρα, κάνει τα πάντα για να μη θυμίζει τους σκληρούς τύπους με τους οποίους τον ταυτίσαμε στο “Μικρό Ψάρι” και στην “Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς.

Και αυτό το άναρχα απλωμένο στο πρόσωπό του μούσι, που δεν μπορείς με τίποτα να το αγνοήσεις, όσο να ‘ναι βοηθάει -στο δικό μου μυαλό τουλάχιστον- να τον αποσυνδέσεις απ’ τους μαφιόζικους κινηματογραφικούς του ρόλους. Οπότε ξεκίνησα από εκεί την κουβέντα.

Στη σειρά παίζεις έναν ευαίσθητο τύπο. Αναρωτιέμαι αν αυτό το μούσι το άφησες για να “κρύψεις” αυτό το μούτρο που το έχουμε ταυτίσει με τη σκληράδα εξαιτίας των ταινιών του Οικονομίδη.
(σ.σ. γελάει) Όχι απεναντίας, το μούσι υπήρχε ήδη. Όταν με είδε έτσι ο Γρηγόρης Καραντινάκης, ο σκηνοθέτης, έπαθε ένα σοκ αλλά μετά δεν ήξερε πως να μου πει να μην το κόψω -γιατί εγώ πάνω στην κουβέντα του είπα “εντάξει, κι αυτό θα φύγει”. Έψαχνε να μου πει δια της πλαγίας οδού “μην το κόψεις”.

Εγώ έχω αντίκρισμα την κόρη μου και επειδή αυτή μου λέει “μπαμπά, μου αρέσεις έτσι”, το αφήνω. Αν μου πει “μπαμπά, κόψτο”, θα το κόψω.

Γι’ αυτό άφησα και μουστάκι κάποτε, επειδή ήθελε να με δει έτσι. Και μετά με ρωτούσαν όλοι “αυτό είναι για ρόλο;” και έλεγα “ναι ρε”… Πού να εξηγώ ότι εμένα με σέρνει η κόρη μου.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Ταιριάζει και με το πένθος του ήρωα που έχει χάσει -κυριολεκτικά ή μεταφορικά, θα δούμε- την κόρη του.
Μελετώντας τον ήρωα με τον σκηνοθέτη, είδαμε ότι αυτό το μούσι ταίριαζε πολύ σε όλα του, και στη μοναξιά, και σ’ αυτήν την αισθητική εγκατάλειψη. Είναι ένα πρόσωπο που δεν έχει καμία σχέση με αυτό το “περιποιημένο” της άλλης οικογένειας. Και μόνο εμφανισιακά δηλαδή, μάς έβαζε ήδη σε μια συνθήκη από μόνο του.

Μετά άρχισαν να γίνονται οι άλλες επιλογές, όπως το ότι ο Σάββας οδηγεί μηχανή, φοράει σκουλαρίκι γιατί έχει ξεμείνει ροκάς και πορεύεται μέχρι και σήμερα έτσι.

Το ξέρεις πάντως ότι λόγω του Οικονομίδη σε έχουμε ταυτίσει με σκληρούς τύπους, έτσι;
Ο Οικονομίδης είναι ο Τζονάρας μου ο γλυκός μου, και μαζί του τα πράγματα δουλεύονται εκ του μηδενός.

Μικρή παρένθεση: αν ο Γιάννης είχε ανάγκη από μούσι να είσαι απολύτως βέβαιος ότι θα περίμενε οκτώ μήνες για να γίνει, και μετά θα κάναμε την ταινία.

Είναι τελειομανής; Προσέχει την κάθε λεπτομέρεια;
Απολύτως. Μου άρεσε ο Οικονομίδης ούτως ή άλλως, γιατί με αφορούσε ως άνθρωπο και αυτή η εκρηκτικότητα και αυτή η ενέργεια και αυτή η εξωστρέφεια. Ένιωθα ότι υπήρχε μία κοινή γλώσσα πριν ακόμα γνωριστούμε, από όταν πρωτοείδα το “Σπιρτόκουτο”.

“Και γαμώ τα σόου”

Αυτή η κλασική σκηνή πια “τι σόου ήτανε αυτό ρε” δεν έγινε αμέσως viral, πρώτα κυκλοφόρησε πολύ το “πώς τους πετσόκοψες, έτσι” και μετά αυτό. Θυμάσαι πώς τη γυρίσατε;
Αυτή ήταν σκηνάρα. Ήμασταν σε ένα εργοστάσιο στον Ασπρόπυργο με τον Βαγγέλη, όπου επειδή δεν μίλαγε έπρεπε με κάποιο τρόπο να τον επισκιάσω και αυτό δεν είναι εύκολο, να αναμετράσαι με ένα τέρας όπως είναι ο Μουρίκης, από όλες τις πλευρές.

Τον αγαπάω, τον εκτιμώ βαθύτατα οπότε καταλαβαίνεις ότι κάθε φορά για μένα μια σκηνή μαζί του προβάλλεται ως κάτι εξαιρετικά σημαντικό, είναι κάτι το οποίο εμένα με κομπλάρει όπως και να σου ακούγεται αυτό. Με μαγεύει, μου αρέσει… Με κομπλάρει από σεβασμό.

Είναι πιστεύεις ο καλύτερος Έλληνας κινηματογραφικός ηθοποιός αυτήν τη στιγμή;
Κοίταξε και ο καλύτερος να μην είναι, για μένα είναι κορυφαίος. Γιατί για μένα δεν υπάρχει “καλύτερος” γενικά, ο καλύτερος είναι πάντα υπό συνθήκες.

Εκείνη τη μέρα γυρίζαμε και ξαναγυρίζαμε τη σκηνή συνέχεια, με τις παρεμβάσεις και τις διορθώσεις του Γιάννη πάνω στην απίστευτη λεπτομέρεια, δηλαδή στο αδιανόητο. Έβαζε την κάμερα και έτρεχε και αυτό συνέβαινε και συνέβαινε και συνέβαινε, ήταν όλο μία λήψη.

Πήρε μία μέρα όλη αυτή η σκηνή;
Πήρε περίπου κάνα πεντάρι ώρες αλλά ήτανε απόλαυση. Ο Γιάννης επιμένει να γίνονται και να ξαναγίνονται όλα μέχρι σε σημείο να σου φύγει και ο εκνευρισμός και η ένταση και όλα, μέχρι το παίξιμο να φτάσει να λιώσει.

Η σκηνή που μπήκε στην ταινία ήταν μία από τις τελευταίες λήψεις εκείνης της ημέρας.

Υπήρχε ένταση ή γέλιο όταν τη γυρίζατε;
Γέλιο ρε, συνέχεια.

Το ρωτάω γιατί και σε συνεντεύξεις του έχει αναφέρει ότι κάποιες φορές η ένταση ήταν τόσο μεγάλη στα γυρίσματα που παραλίγο να ξεφύγουν τα πράγματα…
Κοίταξε, δεν είναι όλες οι σκηνές ίδιες. Σε κάποιες άλλες ήταν ανάγκη αυτό το ταρακούνημα για να μπορέσεις να μπεις από την αρχή σε μία συντριπτική βάση, γιατί πρέπει όπως θα μπεις σε αυτήν τη σκηνή, να βγεις κι έτσι. Αλλιώς δεν θα λειτουργήσει.

Ο γιός σου πόσο χρονών είναι;
18.

Άρα είναι μεγάλος, θα τον έχουνε ζαλίσει με το “και γαμώ τα σόου”.
Ναι, δεν μασάει βέβαια, μου τα στέλνει και ο ίδιος κάτι βίντεο που του δείχνουν, μου λέει “κοίταξε εδώ τι γίνεται για πάρτη σου, είσαι φοβερός”. Όταν παίρνω τέτοιο feedback από εκείνον, χαίρομαι διπλά.

Ο Αχιλλέας έχει δει τα πάντα, η Αιμιλία η κόρη μου είναι ακόμη μικρή και δεν τα έχει δει.

Θυμάμαι μια φορά που ήμουν μαζί της στο σουπερμάρκετ, έπαιζα τότε σε μια σειρά του ALPHA, στο “Έρωτας μετά” και ξαφνικά σε ένα διάδρομο μας πλησιάζουν δύο κυρίες ηλικιωμένες. Εγώ νόμιζα ότι θα ψωνίσουν τίποτα ζυμαρικά, αλλά με κοιτάζει αυστηρά η μία και μου λέει “είσαι πάρα πολύ κακός άνθρωπος”. Γυρνάει και η άλλη και συμπληρώνει “έχει δίκιο”.

Η κόρη μου τότε με κοιτάζει σαν να μου λέει “μπαμπά, τι έγινε εδώ;”. Και κατεβάζει τη μάσκα και τους λέει -με ύφος φιλαράκι όμως, ε-, “δεν είναι κακός! Είναι ο μπαμπάς μου! Έλα πάμε!” και με πιάνει από το χέρι να φύγουμε από την άλλη. Σου λέω πέταξαν σπινθήρες τα μάτια της!

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Έτοιμη για Οικονομίδη. Κανένας άλλος να στο ‘χει πει στο δρόμο, να περνάς και να στο φωνάξει;
Μία Κυριακή πρωί, νέκρα, έψαχνα έναν δρόμο στην Ελληνορώσων και μπαίνω ανάποδα σε ένα στενό. Και είναι εκεί δύο μηχανές της ομάδας ΔΙΑΣ, οπότε για να κάνω το κορόιδο μη με γράψουν, κατεβάζω το παράθυρο και λέω “παιδιά, καλημέρα. Μήπως ξέρετε πού είναι ο τάδε δρόμος;”… Μου λένε και μετά συμπληρώνει ο ένας “φιλαράκι, είσαι πολύ μόρτης στην ταινία του Οικονομίδη” και μένω κάγκελο. “Ευχαριστώ ρε φίλε”, του λέω.

Μου έχει συμβεί και κάτι αντίστοιχο με δελτάδες, πριν ακόμα βγει η “Μπαλάντα”. Ήμουν στην Καλλιδρομίου και έπινα καφέ και περνάνε 10-12 μηχανάκια -εγώ έχω συφιλιαστεί λίγο που τους βλέπω- και το 5ο ή 6ο μηχανάκι σταματάει μπροστά μου. Λέω “ωχ τώρα θα γίνει σκηνικό”, γιατί τους κοίταζα. Δεν είχα κάνει όμως και τίποτα.

Και μου λέει “φιλαράκι, είσαι γαμάτος” και αρχίζει και παίζει τη σκηνή αυτήν που έκανα στο καζίνο με τον Βαγγέλη που του έλεγα “τι ώρα είναι αυτή ρε, τι ώρα είναι αυτή ρε Στράτο;”…

Και αρχίζουν όλοι μαζί “τι ώρα είναι αυτή ρε”, να λέει ο καθένας από μια κουβέντα και παθαίνω πλάκα! Τρελάρες!

“Όταν έχασα τον πατέρα μου, δεν με έπαιρνε να κλάψω”

Στη “Σκοτεινή Θάλασσα”, εσύ και η σύζυγός σου, είστε δύο άνθρωποι που διαχειρίζεστε πολύ διαφορετικά την απώλεια.
Κοίταξε, είμαστε δύο άνθρωποι οι οποίοι βρεθήκαμε κάποια στιγμή από μία συγκυρία -θα τη δούμε αυτήν τη συγκυρία- και κολλήσαμε. Eίμαστε όμως εκ θεμελίων αντίθετοι χαρακτήρες. Εκείνη είναι ένας οξύς άνθρωπος, αυθόρμητος, παρορμητικός, που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της και φυσικά κι επειδή είμαστε θιγμένοι αυτήν τη στιγμή, η συμπεριφορά της είναι ακόμα πιο εκρηκτική. Αντίθετα εγώ είμαι ένας άνθρωπος εσωτερικός, ήπιων τόνων, ικανός να κατευνάσει και αυτό θα το βλέπουμε συνέχεια.

Αυτή είναι και η αντίθεση με την Όλγα, γιατί όπως της έχω πει “εσύ θες οπωσδήποτε κάποιον να τον βγάλεις φταίχτη για να μπορέσεις να τακτοποιήσεις τα πράγματα μέσα σου και να ηρεμήσεις”.

Για μένα όμως δεν είναι έτσι. Η ζωή τρέχει δίπλα μας. Είμαστε εμείς που ‘μαστε στο παρόν, και πρέπει να τη ζήσουμε, να πορευθούμε μ’ αυτό.

Διαφέρουμε αλλά υπάρχει μία πολύ βαθιά αγάπη μεταξύ μας.

Φαίνεται αυτό, ναι.
Οι άνθρωποι αυτοί οι δύο είναι εργάτες και αυτό τους διαφοροποιεί από την άλλη οικογένεια, καθαρά κοινωνικά -και ταξικά αν θες- το ότι είναι μέσα στη ζωή, χώρια τα εσωτερικά θέματα τα οποία ανοιχτά, όπως η Άννα που είναι εξαφανισμένη ή ο Ζήσης που είναι στη φυλακή. Η Όλγα δουλεύει στο εργοστάσιο, εγώ είμαι ψαράς και είμαι συνέχεια έξω για το μεροκάματο.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON


Εσύ στην προσωπική σου ζωή την απώλεια πώς τη διαχειρίζεσαι;
Δεν μου έχει τύχει μία τέτοιου είδους απώλεια αλλά θα σου πω αυτό που λέει συνέχεια και η κόρη μου στη σειρά, η Ροδιά, ότι με κάποιον τρόπο η ζωή συνεχίζεται. Βέβαια εδώ έχουμε ένα ανοιχτό κεφάλαιο που δεν ξέρουμε καν αν είναι ζωντανή ή νεκρή η κοπέλα. Γενικά όμως η απώλεια είναι πάντα απώλεια και είναι δραματική.

Θυμάμαι ας πούμε ότι όταν έχασα πολύ μικρός τον παππού ήταν κάτι το συνταρακτικό και μετά και η απώλεια των δύο γιαγιάδων μου ήταν επίσης συνταρακτικές. Ήταν άνθρωποι με τους οποίους είχα μεγαλώσει.

Από την άλλη μπορώ να σου πω ότι η απώλεια του πατέρα μου ήταν πιο ήσσονος σημασίας από αυτές γιατί είχα ήδη τον γιο μου. Και έτσι, ακόμα και την ώρα που θάβαμε τον πατέρα μου, σκεφτόμουνα πόσο δεν με έπαιρνε να κλάψω επειδή είχα το παιδί, γιατί έπρεπε μετά να το πάρω και να πάμε στη δραστηριότητα του, μετέπειτα να πάω κι εγώ στη δουλειά.

Δηλαδή είχα ήδη μία προτεραιότητα, τον γιο μου και αυτή με έτρεξε. Η ζωή συνεχίζεται και αυτό μπορεί να είναι σκληρό αλλά είναι και μία πραγματικότητα που σε υπερβαίνει. Λυτρωτική.

Τι είχες εκείνη τη μέρα; Θέατρο;
Είχα γύρισμα για το J.A.C.E., την ταινία του Μενέλαου Καραμαγγιώλη. Θάψαμε τον πατέρα μου, μετά πήγαμε στον καφέ και οι άλλοι στο γύρισμα δεν ξέρανε που ήμουν. Απλώς τους είχα ζητήσει δύο ώρες γιατί μου έτυχε κάτι…

Γιατί δεν ήθελες να τους το πεις;
Γιατί δεν είχε νόημα να δραματοποιήσω κάτι, το οποίο ήταν τόσο έντονο, που δεν ήξερα κι εγώ ο ίδιος πώς θα το διαχειριστώ.

Ταυτόχρονα σκεφτόμουν πόσο η γιαγιά μου θρηνούσε για χρόνια ολόκληρα τον παππού μου και την έβλεπα με μαύρα και μαυρίζαμε όλοι, και πως πηγαίναμε στο νεκροταφείο να κάνουμε τρισάγιο, όλα αυτά.

Και λέω “αυτό δεν μπορεί να το ζήσει το παιδί το δικό μου, να το τρέχω στα νεκροταφεία”.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Ούτε θες να το ζήσει ο γιος σου με σένα όταν φύγεις;
Σε καμία περίπτωση, και γι’ αυτό έχω επιλέξει την καύση. Να μένει μόνο η μνήμη, ώστε να κάθεται μια μέρα όπως εμείς εδώ, να πίνει τσίπουρα και να λέει “ρε ο πατέρας μου ήτανε γαμάτος… ή δεν ήταν”, αλλά ό, τι και να ήταν, να το πει εκείνη τη στιγμή.

Να μην είναι αυτό το πράγμα όπου το καθετί σου θυμίζει και σε ορίζει, όπως ένα τρισάγιο, ένα μνημόσυνο και όλα αυτά που δεν μου λένε τίποτα.

Νομίζω ότι αυτά στην πραγματικότητα δεν σε κρατάνε σε επαφή με τον άνθρωπο, σε κρατάνε σε επαφή με το θρήνο για τον άνθρωπο.
Ακριβώς, γιατί μονίμως από δω και πέρα θα θρηνείς. Με ενδιαφέρει πώς να προβλέψω αυτοί που αγαπάω να ζήσουν ησυχότερα και ομορφότερα, να ζήσουν ξαλαφρωμένα.

Ξέρεις ότι κάποιοι κρατάνε τις στάχτες μέσα στο σπίτι; Δεν θα είναι χειρότερα έτσι;
Μέσα στο σπίτι; Είσαι καλά ρε (σ.σ. γελάμε δυνατά); Να την πετάξουν στα Βαρδούσια. Να τη σκορπίσουν να πούμε στους πέντε ανέμους, πάνω στα όρη και τα άγρια βουνά, να είμαι παντού.

Αυτό με τα Βαρδούσια, πώς προέκυψε τώρα;
Οι δικοί μου ήρθανε εδώ από την ορεινή Δωρίδα, απ’ τα Βαρδούσια, πάνω από την Άμφισσα. Εδώ που βρισκόμαστε, στο Νέο Ψυχικό, είναι μία πραγματικά προσφυγική περιοχή, η οποία είναι σε τρελή αντιδιαστολή με τη Φιλοθέη και το Ψυχικό που είναι απέναντι.

Ανέκαθεν το Νέο Ψυχικό δεν είχε καμία σχέση με το Παλαιό. Εδώ είναι μία περιοχή με μία πανσπερμία προσφύγων και εσωτερικών μεταναστών, Ποντίων, Μικρασιατών, Κρητών, Ηπειρωτών, ήρθαν από παντού. Η φυσιογνωμία δεν έχει αλλάξει.

Εμείς είμαστε εδώ από το 1957, από τότε που ο συγχωρεμένος ο παππούς μου αγόρασε ένα οικόπεδο επειδή συνάντησε τον Γιώργη, έναν συγχωριανό του -για να καταλάβεις ότι και η εσωτερική μετανάστευση ήταν τρομερά σημαντική- ο οποίος είχε το από πάνω σπίτι και του λέει “πωλείται ρε το κάτω, έλα να ‘μαστε μαζί”.. Πιο κάτω ήτανε η θεία Ευσταθία, δημιουργήθηκε δηλαδή μια παροικία τεσσάρων πέντε σπιτιών από ένα χωριό.

Δεν φοβάσαι μη σε “παρεξηγήσουν” ότι είσαι πλούσιος;
Μα για αυτό λέω πάντα Νέο Ψυχικό (σ.σ. τονίζει τις συλλαβές μία μία), ποτέ δεν είπα στη ζωή μου ότι είμαι από το Ψυχικό. Ποτέ.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON


Η “Σκοτεινή Θάλασσα” είναι μια διαφορετική σειρά, φτάνει τα στάνταρ των ξένων σειρών. Αυτό πώς μπορεί να το καταλάβει κάποιος από πριν για να πει το “ναι” και να συμμετέχει;
Πρώτον έχει πολύ μεγάλη σημασία ποιοι είναι οι συντελεστές. Για παράδειγμα τον Γρηγόρη τον ξέρω χρόνια ούτως ή άλλως και τον εκτιμώ βαθύτατα. Είχαμε αποπειραθεί ξανά και είχαμε κάνει έναν πιλότο για μία σειρά που τελικά δεν βγήκε ποτέ. Το ίδιο και κάποιους απ’ τους υπόλοιπους.

Από κει και πέρα είναι και το θέμα των ηθοποιών με τους οποίους θα συνεργαστώ. Με την Ταμίλα πχ έχουμε παίξει παλιότερα στο θέατρο και πραγματικά την εκτιμώ και την αγαπώ βαθιά. Αυτό ήταν μία ασφάλεια πολύ σημαντική γιατί δεν θα μπορούσα να τρέξω κάτι τέτοιο με έναν άνθρωπο, όπου δεν θα ένιωθα σεβασμό και εκτίμηση.

Οι κόντρα ρόλοι και η παράσταση για τους πρόσφυγες

Πάντως αν δούμε τους ρόλους που έχουμε πει μέχρι τώρα, αυτό που κάνεις σήμερα στη “Σκοτεινή Θάλασσα” είναι πολύ κόντρα.
Ναι, αλλά δεν υπάρχει καμία κόντρα γιατί αυτό είναι ένα γιουνγκικό πράγμα. Αν αντιληφθείς τον εαυτό σου σαν μία σφαίρα στην οποία υπάρχουν όλες οι δυνατότητες, τότε υπό συνθήκες μπορούν να βγουν στην επιφάνεια όλα αυτά τα πράγματα με τον πιο αβίαστο τρόπο. Και να είσαι δηλαδή και μία Αντιγόνη, κι ένας Οιδίποδας και ένας Καλιγούλας και ένας ψεύτης κλπ, δηλαδή όλοι είμαστε όλα. Αυτό το οποίο χρειάζεται είναι η συνθήκη που θα το κάνει αυτό δόκιμο ή μη δόκιμο.

Δεν υπάρχει κόντρα ρόλος. Είσαι και “καλός” και “κακός” ταυτόχρονα. Όλα είναι ένα.

Αυτό, λοιπόν, που επιζητούσα πάντοτε είναι ποιοι είναι οι άνθρωποι με τους οποίους έχω ένα συν-εργαστώ, γιατί για μένα είναι εργασία, είναι παραγωγή έργου. Δεν είναι δουλειά, εγώ δεν δουλεύω…

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Έχεις παίξει και στην Επίδαυρο;
Έχω παίξει, αλλά δεν είναι αυτά τα σημαντικά. Πιο σημαντικό ήταν η παράσταση που είχα ανεβάσει στην Αθήνα για τους Κούρδους πρόσφυγες πριν από 9 χρόνια. Παρότι η είσοδος ήταν ελεύθερη, στην πόρτα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου υπήρχε μία γυάλα όπου ο καθένας μπορούσε να ρίξει όσα χρήματα ήθελε. Τα έσοδα τα διαθέσαμε όλα στο “Δημοκρατικό Σωματείο Τούρκων και Κούρδων Προσφύγων”.

Λεγόταν “Προς Εγκατάστασιν…” το έργο και ήταν βασισμένο σε μια εικαστική εγκατάσταση του Βλάση Κανιάρη με τον τίτλο “Μετανάστες ή Φιλοξενούμενοι Εργάτες”. Πρωταγωνιστούσαν ο Δαβίδ Μαλτέζε με την Ελευθερία Ρουσάκη και παίχτηκε για δύο βράδια.

Θυμάμαι τώρα να κάθονται Κούρδοι πρόσφυγες, και ενώ πολλοί δεν επικοινωνούσαν ούτε με τη γλώσσα ούτε με το περιεχόμενο, να είναι βαθιά συγκινημένοι, να κλαίνε. Μου έλεγαν άλλοι μετά ότι έτρεχαν να προλάβουν να έρθουν από βενζινάδικα και από όπου αλλού δούλευαν. Ήταν συγκλονιστικό, δεν το ανταλλάσσω με τίποτα.

Η εγκατάσταση "Κουτσό" του Βλάση Κανιάρη, η οποία φιλοτεχνήθηκε στο πλαίσιο της σειράς έργων του με τίτλο "Μετανάστες" (1971-76) INTIME

Το “αντάρτικο του Αργύρη”

Όταν κάνατε το “Wasted Youth”, ταινία βασισμένη στη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, δεν είχατε κάποιου είδους φόρτιση, μιας και γυρίστηκε χρονικά πολύ κοντά στα αληθινά γεγονότα;
Πάρα πολύ μεγάλη φόρτιση και λόγω της εποχής, αλλά υπήρχε και από εμάς τους ίδιους.

Επίσης το αντάρτικο του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου είναι μία εντελώς προσωπική ιστορία και το λέω “αντάρτικο” επειδή ο Αργύρης σχεδόν δεν χρειάζεται σενάριο. Έχει μία ιδέα, την τρέχει και αυτή υλοποιείται γιατί είναι πολύ πλήρης στο κεφάλι του. Οπότε απλά χρειάζεται εμένα, εσένα, τον άλλον, που ξέρει για ποιον λόγο τον θέλει και τι ακριβώς θέλει απ’ αυτόν.

Και στο “Suntan” που έπαιξες, πάλι το ίδιο έκανε; Δεν υπήρχε από πριν δηλαδή ένα σενάριο;
Υπήρχε αλλά συνεχώς άλλαζε. Αν παραδείγματος χάριν εγώ αντιλαμβανόμουν ποιος τύπος είναι αυτός ο Τάκης που έπαιζα, μετά δεν χρειαζόταν σενάριο, κατάλαβες; Αν αντιλαμβάνεσαι τη συνθήκη, έχεις αντιληφθεί πολύ περισσότερα πράγματα. Και αυτή η ταινία ήταν περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση.

Φυσικά κάποιες μεγάλες σκηνές των υπόλοιπων ηθοποιών χρειάζονταν σεναριακή υποστήριξη, αλλά τώρα σου λέω πως δουλέψαμε σε σχέση με τον δικό μου ρόλο.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Πρόσφατα είχαμε κάνει μία συνέντευξη με τον Δημήτρη Καταλειφό και αποκάλυψε ότι μετάνιωσε που συμμετείχε σε μια παράσταση, και μάλιστα για να την ολοκληρώσει χρειάστηκε τη βοήθεια ψυχιάτρου. Σου έχει συμβεί κάτι αντίστοιχο;
Έχω πάρει μία τραγικά λάθος επιλογή στο θέατρο, την οποία όμως την υπηρέτησα με τέτοιο τρόπο ώστε ποθούσα να πάω να παίξω αυτό το τραγικό λάθος. Άλλο η επιλογή μου και άλλο η στιγμή που βρισκόμουν εκεί. Πάνω στη σκηνή περνούσα καλά αλλά όλα τα υπόλοιπα λεπτά που κυλούσαν μετά, μακριά από τη σκηνή, ήταν αφόρητα και βασανιστικά. Παρόλα αυτά ούτε μία στιγμή δεν διανοήθηκα να φύγω.

Μετά από αυτό δεν έκανα άλλη παράσταση γιατί δεν μπορούσα πια να συναναστραφώ το τομάρι μου, όχι να συναναστραφώ άνθρωπο. Δεν ήθελα να πιστέψω ότι είμαι εγώ τόσο χάλια μέσα σ’ αυτό.

Παρόμοιος ήταν και ο φόβος που σε έκανε τόσα χρόνια να μη θες να κάνεις και τηλεόραση; Γιατί πρέπει να την απέφυγες πάρα πολύ.
Την απέφευγα και με απέφευγε, γιατί αυτά είναι ερωτοτροπία, κάτι που δεν το γουστάρεις, δεν σε γουστάρει κι αυτό.

Εμένα η σχέση μου ξεκίνησε παθιασμένα και αυστηρά μονογαμικά με το θέατρο. Όταν μπήκα σε αυτόν τον χώρο τότε ήταν που ξεκινούσε και η ιδιωτική τηλεόραση. Την έβλεπα, μου άρεσε, αλλά ταυτόχρονα τη φοβόμουνα και πάρα πάρα πολύ, πιο συγκεκριμένα την κάμερα φοβόμουν γιατί δεν την είχα διδαχτεί ποτέ.

Μου άρεσε να το βλέπω, μου άρεσε να βλέπω κινηματογράφο και να φαντασιώνομαι εμένα πώς θα ήμουνα σε μία ταινία του Ταρκόφσκι, του Παζολίνι, ή στα Στρουμφάκια, δεν έχει σημασία, οπουδήποτε.

Έβλεπα μικρός τον Θάνο Λειβαδίτη στο Κολωνάκι και μετά μιμούμουν το περπάτημά του όταν πήγαινα στον φούρνο να αγοράσω ψωμί πχ, γούσταρα τρελά αλλά γούσταρα αυτό, το παιχνίδι για το παιχνίδι.

Ώσπου μαθητής ακόμα στη σχολή έκανα μία μικρού μήκους με άλλους μαθητές από τη σχολή Σταυράκου, και μετά σιγά σιγά έκανα κι άλλες μικρού μήκους -έχω κάνει άπειρες- και έτσι μπήκε η κάμερα, και σιγά σιγά μπήκε και η τηλεόραση.

Και εξοικειώθηκες.
Ήρθε αβίαστα πια γιατί έχει κλείσει και ο χώρος του θεάτρου και έχει ανοίξει αυτός ο χώρος του κινηματογράφου -γιατί η τηλεόραση για μένα σήμερα συμβαίνει κινηματογραφικά. Ο τρόπος με τον οποίο συμβαίνει με τον Γρηγόρη είναι καθαρά κινηματογράφος, δεν έχει τίποτα τηλεοπτικό.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON


Η απόρριψη και το δικαίωμα στο λάθος

Έχεις τελειώσει το Εθνικό και διάβασα κάπου έλεγες ότι ενώ όποιος το τελείωνε με “άριστα”, τον έπαιρναν αμέσως σε παράσταση, εσένα δεν σε πήραν. Γιατί πιστεύεις;
Μάλλον γιατί δεν ήμουνα ποτέ δημοσιοσχεσίτης. Επίσης πίστευα το εξής: ότι από τη στιγμή που έχω κάνει κάτι, αυτό υπάρχει εδώ για να κριθεί, για να το εκτιμήσεις ή όχι. Από τη στιγμή, λοιπόν, που για αυτούς αυτό ήτανε μη εκτιμητέο, τότε κι εμένα δεν με νοιάζει καθόλου που δεν το εκτιμήσανε.

Βεβαίως τότε μου στοίχισε πολύ ψυχολογικά γιατί το θεώρησα μεγάλη αδικία, αλλά δεν θα μπορούσα να πάω και να πω “κύριοι, γεια σας. Σας παρακαλώ, θέλω να παίξω”.

Αυτό λέει η τιμή μου, και όχι μόνο τότε, αλλά και τώρα και πάντα. Γι’ αυτό είμαι ανεξάρτητος, πράγμα που το έχω “πληρώσει”. Βασικά, τίποτα δεν έχω πληρώσει, έχω περάσει γαμάτα, αλλά οι άλλοι νομίζανε ότι αυτό θα με γονάτιζε εμένα.

Οπότε έτσι αντιμετωπίζεις την απόρριψη γενικά;
Έτσι είναι. Ποτέ δεν είδα την απόρριψη ως απόρριψη. Την είδα ως “μη έγκριση”, είναι άλλο πράγμα αυτό.

Και η απόρριψη από γυναίκα δηλαδή;
Από τους πάντες και τα πάντα. Είναι άλλο να βιώνεις μία απόρριψη που εκεί πέρα είσαι κάτω από τον τσιμεντόστοκο του πατώματος και άλλο μία “μη έγκριση”. Γιατί και να μη με εγκρίνεις εσύ, με εγκρίνω εγώ, οπότε γεια χαρά.

Βέβαια, αυτό το “γεια χαρά” είναι πολύ δύσκολο εκείνη τη στιγμή που νιώθεις ότι είσαι σε μονόδρομο και τρως τα μούτρα σου αλλά αυτό δίνει τη δυνατότητα στο μάτι σου να φύγει λίγο λοξά, αριστερά ή δεξιά, και έτσι έχεις ήδη φύγει από εκεί -βασανισμένος, πικραμένος αν θες, αλλά ήδη πορεύεσαι για κάπου αλλού.

Ενώ η απόρριψη σε έχει καθηλώσει, σε έχει ακινητοποιήσει. Κατάλαβες;

Όπως και το λάθος. Για μένα δεν υφίσταται λάθος ποτέ. Η μόνη διδαχή που έκανα στον γιο μου και στην κόρη μου είναι ότι “έχεις ένα μεγαλειώδες δικαίωμα στη ζωή, αλλά μόνο ένα: το δικαίωμα στο σφάλμα”.

Αν αυτό δεν το κατανοήσεις, άστα, δεν ‘πα να φέρεις αριστεία, δεν λέει τίποτα. Πρέπει να κάνεις λάθος.

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΓΙΑΪΤΖΟΓΛΟΥ-WATKINSON

Αναρωτιέμαι ποια μπορεί να είναι η παρέα σου απ’ τον χώρο, ποιοι άνθρωποι.
Παρέες από τον χώρο δεν είχα ποτέ. Κοίταξε, παρέα κάνω πάντοτε υπό συνθήκες και με τους ανθρώπους πού συνεργαζόμουν, πάντοτε βρισκόμασταν υπό αυτές τις συνθήκες.

Μιας και μιλήσαμε πριν για τις απώλειες, να σου πω τώρα μία τραυματική εμπειρία που είχα από την πρώτη παράσταση που έπαιξα ποτέ. Όταν τελείωσε αυτή, ήταν ίσως ο σημαντικότερος θάνατος που βίωσα πότε.

Δεν μπορούσα ούτε να διανοηθώ πώς γίνεται σήμερα να παίξαμε την τελευταία παράσταση και αύριο το πρωί που θα σε ξαναδώ, να μην μπορώ να σε δω σαν αυτό που σε έβλεπα μέχρι χθες. Δεν είχα χώρο στον εγκέφαλο για να καταχωρήσω αυτή την πληροφορία ως λογική.

Έκλαιγα πάρα πολύ, ένιωθα ότι έχασα το φως μου, ότι έχασα τους ανθρώπους μου, ότι χάθηκαν τα πάντα. Και οι υπόλοιποι καταλάβαιναν την ευαισθησία μου αλλά θυμάμαι να λέω στην Αμαλία Μουτούση “πώς θα σε ξαναδώ;” και να μου απαντάει “Γιαννάκη μου, θα ξαναβρεθούμε, μην κάνεις έτσι”.

Είδα ότι παίζεις και σε μια ταινία τώρα που λέγεται “Πράσινη Θάλασσα”, και κάπως μπερδεύτηκα με τη σειρά τη “Σκοτεινή Θάλασσα”, λέω μήπως δεν έχω καταλάβει κάτι;
Το ‘φερε έτσι η συγκυρία. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου, το οποίο το δούλεψε πάρα πολύ καιρό η Αγγελική Αντωνίου.

Η ταινία μιλάει για το πως οι ανθρώπινες σχέσεις όταν αποσυμπιεστούν ή και αποσυμφορηθούν, μπορούν να τρέχουν ανθρώπινα. Έχουμε ένα ιδιαίτερο περιβάλλον που διαδραματίζεται η ιστορία -ούτε αστικό ούτε μικροαστικό-, και ανθρώπους οι οποίοι έχουν έρθει στο σήμερα τους ως πολυτραυματίες. Και μία συγκυρία έρχεται και τους αλλάζει. Το θέμα εδώ είναι πόσο οι άνθρωποι είτε δεν αντιστέκονται στην αλλαγή και έτσι εξελίσσονται και προχωράνε είτε αντιστέκονται οπότε παραμένουν ίδιοι, για να μην πω έχουν κάνει και κάποια βήματα προς τα πίσω.

Είναι τόσο δραματικά αισιόδοξη αυτή η ταινία.

Ευχαριστούμε το εστιατόριο “Φοιτητής”, Κωστή Παλαμά 28 Νέο Ψυχικό, για τη φιλοξενία.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα