Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΟΥΣΗΣ ΕΚΑΝΕ ΕΝΑ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΔΕΡΦΟ ΤΟΥ, ΤΟΝ “ΧΕΙΡΟΠΑΛΑΙΣΤΗ”
Λίγους μήνες μετά τα βραβεία για τα Μαγνητικά Πεδία και λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα της νέας του ταινίας, Χειροπαλαιστής, στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ο Γιώργος Γούσης μας μιλά για τη δική του πραγματικότητα.
«Ήμουν τυχερός που ξεκίνησα με το ντοκιμαντέρ γιατί εξαρχής εκεί βλέπεις ότι σαν σκηνοθέτης είσαι ανίσχυρος μπροστά στην πραγματικότητα. Δεν μπορείς να επιβάλλεις τίποτα. Έχεις δύο βασικές επιλογές, πού θα κοιτάει η κάμερα και πότε θα πατήσεις το rec. Αν όμως ξέρεις τον πυρήνα της ιστοριας που θες να πεις, αυτες οι δυο επιλογες αρκούν».
Η διαδρομή του Γιώργου Γούση είναι από μόνη της κάτι το αξιοπερίεργο: Ανάμεσα στους πλέον διακεκριμένους δημιουργούς κόμικς της γενιάς του, ο Γούσης αποφασίσε πριν λίγα χρόνια να γυρίσει ένα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ με αντικείμενο τον ίδιο τον αδερφό του, Πάνο. Μαζί με τον Γιώργο Κουτσαλιάρη (διευθυντή φωτογραφίας και συν-μοντέρ της ταινίας) ακολούθησαν αυτό τον καθημερινό ήρωα στη ζωή του στην επαρχία καθώς ετοιμαζόταν για έναν αγώνα χειροπάλης.
Η ταινία απορρίφθηκε από το Φεστιβάλ Δράμας αλλά όταν προβλήθηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας κέρδισε βραβείο, πριν στη συνέχεια πάρει και το αντίστοιχο Ίρις (βλέπε και «ελληνικό Όσκαρ»). Εκείνη τη χρονική περίοδο, ο Γούσης ήδη βρίσκεται στη διαδικασία γυρίσματος μιας μεγάλου μήκους εκδοχής-συνέχειας του Χειροπαλαιστή. Αν κι αυτό είναι το πρώτο μεγάλου μήκους φιλμ που γύρισε, δεν ήταν το πρώτο που κυκλοφόρησε.
Τον περασμένο Νοέμβριο, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, έκαναν πρεμιέρα τα Μαγνητικά Πεδία, ή πρώτη του φίξιον μεγάλου μήκους ταινία, ένα no budget road movie που πρόλαβε και γύρισε μέσα σε 15 μέρες με μόλις 6 χιλιάδες ευρώ προϋπολογισμό και ένα συνεργείο ανθρώπων μετρημένων στα δάχτυλα. Τα Μαγνητικά Πεδία έρχονται από το πουθενά, κυκλοφορούν στόμα με στόμα ως η απρόσμενη αποκάλυψη του Φεστιβάλ και τελικά σαρώνουν τα βραβεία στο Διαγωνιστικό τους τμήμα, το λεγόμενο Film Forward.
Τώρα ο Γούσης επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ αυτή τη φορά, με την ταινία που ξεκίνησε να γυρίζεται πριν τα Μαγνητικά Πεδία. Δηλαδή τον μεγάλου μήκους Χειροπαλαιστή και τις νέες περιπέτειες του αδερφού του καθώς ανοίγει μαγαζί στην Αθήνα αμέσως πριν την πανδημία. Οι ταινίες είναι εντελώς διαφορετικές σε πρώτη ανάγνωση –η μία είναι ντοκιμαντέρ, η άλλη φιξιόν– αλλά περιέργως συναφείς. Σε αυτή την απροσδόκητη διαδρομή ενός κομίστα στον κόσμο του σινεμά, το παιχνίδι με την πραγματικότητα είναι διαρκές.
ΧΕΙΡΟΠΑΛΑΙΣΤΗΣ, ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Ας ταξιδέψουμε λίγα χρόνια πίσω.
Τα κόμικς του Γούση, ανάμεσα στα οποία και η δουλειά του στην μπλοκμπάστερ διασκευή του Ερωτόκριτου, τον κάνουν έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της 9ης τέχνης στη γενιά του. «Κάτι που με βοηθάει αρκετά στον κινηματογράφο και που οφείλω στα κόμικ, είναι η συμπύκνωση του νοήματος και της πληροφορίας μέσα στα καρέ και τα μπαλονάκια, οι διάλογοι είναι σύντομοι και οι ατάκες πιο to the point», μου έλεγε λίγο μετά την πρεμιέρα του μικρού μήκους Χειροπαλαιστή, όταν ακόμα έκανε τα αβέβαια πρώτα του βήματα ως σκηνοθέτης. «Επίσης, στα κόμικ υπάρχει η διαδικασία του ντεκουπάζ. Επειδή έχω συνηθίσει να σκέφτομαι με αυτόν τον τρόπο, όταν ήμασταν στο γύρισμα, κάποιες σκηνές διαμορφώνονταν στο μυαλό μου έτσι όπως τελικά τις μοντάραμε».
Η ιδέα για ένα ντοκιμαντέρ με ήρωα τον αδερφό του ήρθε πάλι, μέσω της παρατήρησης. «Παρατηρώ τη ζωή του αδερφού μου για χρόνια και ειδικά τα τελευταία πέντε, που, λόγω της οικονομικής κρίσης, πίστεψε στο όνειρο μιας καλύτερης ζωής στην επαρχία και από την Αθήνα μετακόμισε στην Ήπειρο, στο χωριό του πατέρα μου, όπου και άνοιξε ένα καφενείο-ταβέρνα». Στο μικρού μήκους φιλμ Χειροπαλαιστής, τον ακολουθούμε σε μικρές καθημερινές αλληλεπιδράσεις, σε χιουμοριστικά συμβάντα, σε μοναχικές προπονήσεις, σε μια διαρκή, εχμ, πάλη της καθημερινότητας σε ένα επαρχιακό σκηνικό.
Και ήταν οι αντιφάσεις του που τον έκαναν συναρπαστικό κινηματογραφικό ήρωα: «Όντας ένας, από τη φύση του, αντιφατικός χαρακτήρας, τρομερά δραστήριος, καλόκαρδος και αγνά κωμικός τύπος με το εξωτερικό περίβλημα ενός μυώδους αρσενικού, φανταζόμουν πως τα στενά όρια του χωριού, με κατοίκους κυρίως τρίτης ηλικίας και το γυναικείο φύλο σε εξαφάνιση, θα αποτελούσαν τροχοπέδη για τα όνειρα ενός 30χρονου με το ταμπεραμέντο του αδερφού μου», λέει.
Από τότε φαινόταν συναρπαστική αυτή η διαχείριση της τυχαιότητας– ή μήπως της ίδιας της πραγματικότητας; «Είναι σκηνές που ήξερα ότι θα προκύψουν, αλλά είναι και πολλές άλλες που συνέβησαν απροσδόκητα ή προέκυψαν σαν ιδέες μέσα στο γύρισμα», έλεγε τότε. Το κρατάμε αυτό.
Η ταινία παίχτηκε στις Νύχτες Πρεμιέρας και ο κόσμος την απολαμβάνει. «Αυτό που ζήσαμε μετά το τέλος της προβολής δεν θα το ξεχάσω ποτέ, ήταν λυτρωτικό για εμένα εκείνη την στιγμή. Είχε συντονιστεί όλη η αίθουσα με την ταινία και στο τελος μας έψαχναν να μας πουν ενα μπράβο».
«Δύο βδομάδες μετά ήρθε και το βραβείο».
ΧΕΙΡΟΠΑΛΑΙΣΤΗΣ, Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Αν η μικρού μήκους είχε ως θέμα τη ζωή ενός νέου άντρα στην επαρχία με αφορμή ένα ταξίδι στην Αθήνα για αγώνα, η μεγάλου ενώ ξεκινά από το ίδιο σημείο (κυριολεκτικά) είναι κάτι διαφορετικό. «Στη μικρού βλέπουμε την καταπίεση ενός νέου ανθρώπου στην επαρχία. Εγώ όμως ήξερα ψυχαναλυτικά τον αδερφό μου και ήξερα ότι το πρόβλημά του ήταν ο ίδιος του ο εαυτός. Μεταφερόμενος στην Αθήνα ήμουν σίγουρος ότι θα ανακάλυπτε νέα προβλήματα», λέει ο Γούσης. «Είναι διχασμένος και δεν ξέρει πού θέλει να είναι και δεν του φταίνε τα μέρη. Αυτή η ταλάντωση του μπρα ντε φερ που είναι από τη μία η νίκη κι από την άλλη η ήττα, κάπου εκεί ανάμεσα στην πάλη, αυτός λάμπει, είναι ζωντανός».
Μετά την πρεμιέρα της μικρού μήκους, η εταιρεία παραγωγής ρώτησε το δημιουργικό τιμ αν υπήρχε λόγος να γίνει και μεγάλου. Αρχικά η απάντηση ήταν αρνητική γιατί σύμφωνα με τον Γούση, το σκηνικό στο χωριό δεν είχε να δώσει κάτι παραπάνω. Όταν όμως ο Πάνος έφυγε ξανά για Αθήνα, στο μυαλό του Γιώργου Γούση γεννήθηκε η ιδέα για την κινηματογράφηση αυτού που στην ουσία θα ήταν ένα ταξίδι ενηλικίωσης.
«Όταν ο αδερφός μου γύρισε Αθήνα κι έκανε την επιλογή να ανοίξει μαγαζί, γνωρίζοντας το μέρος, τον Ασπρόπυργο, μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι αυτός ο χαρακτήρας έχει κάνει μια τρομερά αντιφατική επιλογή σε σχέση με αυτό που ήταν πριν. Το τοπίο είναι τελείως industrial και το ίδιο το μαγαζί είναι γρήγορο, take away, δεν έχει θαμώνες. Δεν έχει σκηνή που αλληλεπιδρά με κανέναν. Οπότε δουλέψαμε πάνω στην αντίφαση. Οι σκηνές που γυμνάζεται τώρα είναι ανάμεσα σε εργοστάσια και αυτοκίνητα. Άλλο πράγμα από το να γυμνάζεται μόνος του σε μια λίμνη ή στην αυλή του στο χωριό», μου λέει. «Τα μέρη που τραβάμε ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο σύμπαν. Η Αθήνα του Χειροπαλαιστή είναι συγκεκριμένη Αθήνα, δεν είναι το downtown, δεν μοιάζει με πόλη».
Τα γυρίσματα πήραν περίπου δύο χρόνια αλλά με ένα μεγάλο κενό στη μέση λόγω πανδημίας. Στο τέλος, είχε απομείνει ένας αγώνας που θα λειτουργούσε ως αφηγηματική κλιμάκωση. «Τελικά περιμέναμε ένα χρόνο να γίνει ο αγώνας».
Σκηνοθετώντας πλέον τον αδερφό του σε μια μεγάλου μήκους ταινία, και με δεδομένη την ύπαρξη της μικρού, ο Γούσης ήθελε να σιγουρευτεί πως δεν θα άλλαζε κάτι στη συμπεριφορά του ήρωα-αδερφού-αντικειμένου του. Τον προέτρεψε να μη σκέφτεται τίποτα, να μην λέει πράγματα προσπαθώντας να τα δέσει με κάτι που έχει ήδη συμβεί. «Του έλεγα, μην σκέφτεσαι την ταινία, μην σκέφτεσαι τίποτα, αυτό ήταν το χάρισμά σου στην μικρού μήκους, ότι δεν μας έδινες σημασία». Ήθελε να αφήσει την πραγματικότητα να τους οδηγήσει.
Στη σκηνή του αγώνα ο Πάνος, πάνω σε μια στιγμή πάθους, λέει μια φράση σχετική με το μαγαζί του, που έκανε τον Γιώργο να αναλογιστεί εξαρχής όλη την αφήγηση της ταινίας. «Όταν το βράδυ ειδαμε το υλικό και άκουσα την ατάκα, Σκέφτηκα, που κολλάει αυτή η φράση; Γιατί έριξε το φταίξιμο στο μαγαζί; Θεώρησα πως σε στιγμές συναισθηματικής κορύφωσης αυτές οι φράσεις δεν λέγονται τυχαία. Οπότε, μετά μονταζιακά άρχισα να ψάχνω στο υλικό για να χτίσω τη σχέση του με το μαγαζί ώστε να φτάσει στην ταινία αυτός να πει αυτή τη φράση και να καταλάβει ο θεατής γιατί το λέει».
«Αφορμή γι’αυτό ήταν προφανώς η πραγματικότητα, αλλά εμείς που φτιάξαμε την ταινία αποφασίσαμε να δώσουμε βάρος σε αυτή τη στιγμή, γιατι αντανακλούσε και σε εμάς, κάτι έλεγε για τις δικές μας ζωές, κι έτσι την αφήσαμε να καθορίσει ένα κομμάτι της ταινιας. Θα μπορούσαμε να είχαμε γοητευτεί περισσότερο από τα αστεία του αδερφού μου και να πηγαίναμε προς την κωμωδία. Εξαρτάται τι θες να πεις κάθε φορα. Δεν καθορίζει μόνο η πραγματικότητα την αφήγηση ενός ντοκιμαντέρ. Αν υπάρχει λόγος, μπορεί κάλλιστα να συμβεί και το ανάποδο».
(Μου λέει ο Γιώργος γελώντας πως όταν ο Πάνος είδε πρώτη φορά το cut, είπε «ρε μαλάκες, μου έχετε κόψει όλα τα αστεία!»)
«Αρχίζεις να παρατηρείς πράγματα που λέει, χρησιμοποιεί τους ίδιους όρους και τις ίδιες λέξεις για διαφορετικά πράγματα», θυμάται ο Γούσης. Σε χαρακτηριστικές σκηνές της ταινίας, ο Πάνος μιλά για τους ηλικιωμένους γνωστούς του στο χωριό και το ότι από όταν έφυγε κάποιοι έχουν πεθάνει. «Είναι ένας αγνός άνθρωπος που μπορεί να σου πετάξει μια ατάκα και να πεις, αυτό από πού ήρθε τώρα;». Όταν η σκεπή στάζει, λέει πως δεν πειράζει, είναι σαν κλεψύδρα. «Μιλάει συνεχώς για χρόνο, για χρήμα, για θάνατο, για ήττα. Συνεχώς τα φέρνει στο λόγο του μπροστά, σαν ψυχανάλυση. Μετράει θλίψη με χρήματα και τον χρόνο με θάνατο».
«Αν ξέρεις τι θέλεις να πεις, ποιο είναι το κέντρο της ιστορίας σου, όλα αρχίζουν να εμφανίζονται μπροστά σου αυτόματα», μου λέει ο Γούσης. «Και οι σπουδαίες φιξιόν ταινίες ένα θέμα έχουν, αν το αναλύσεις. Πάρε το Conversation του Κόπολα. Όλες οι σκηνές έχουν ένα κοινό μοτίβο. Κεντράρεις σε μια ιδέα και τη φωτίζεις από παντού. Από την καλή της, την κακή της, την αστεία».
Εδώ η γραμμή αυτή ήταν αυτή η συνεχής ταλάντωση του αδερφού του, που στα χέρια του γίνεται κινηματογραφικός ήρωας. «Δεν ξέρει πού ανήκει, είναι μεταξύ δύο κόσμων. Κι αυτό είναι μια ιστορία». Είναι μια ταλάντωση της πραγματικότητας, του λέω χαμογελώντας. «Ένα μπρα ντε φερ», συνεχίζει. «Η ταλάντωση ήταν η βασική ιδέα της ταινίας. Η ένταση είναι πάντα στο ανάμεσα».
ΜΑΓΝΗΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Σε αυτό το κενό που υπήρξε κατά τη δημιουργία του Χειροπαλαιστή, ο Γούσης δεν έμεινε άπραγος. Μέσα σε ελάχιστες μέρες, με ένα ολιγομελές συνεργείο και δύο ηθοποιούς, γυρίζει τα Μαγνητικά Πεδία. Ένα εναλλακτικό αισθηματικό road movie, για δύο ανθρώπους που συναντιούνται και συνδέονται χωρίς να καταλαβαίνουν ακριβώς το πώς και το γιατί.
Η ταινία ξεχωρίζει για την ταιριαστά lo-fi αισθητική της και την απλότητα με την οποία κινείται και εντοπίζει το δραματικό ενδιαφέρον πάνω σε κάτι αφηγηματικά στοιχειώδες. «Οι επιλογές αρχικά έγιναν λόγω μπάτζετ και τις υποστηρίξαμε μετά», παραδέχεται. «Μας εξυπηρέτησε αισθητικά. Αν το αποτέλεσμα που βλέπαμε στην κάμερα ήταν χάλια, απλά δεν θα το κρατάγαμε». Αναρωτιέται, αν είχε περισσότερα λεφτά στη διάθεσή του, θα ακολουθούσε την ίδια διαδρομή;
«Είναι πολύ εύκολο να χαθείς στη διαχείριση αυτών των πραγμάτων. Όταν έχεις όλα τα εργαλεία είναι ίσως πιο επικίνδυνο από όταν έχεις μόνο ένα», λέει. «Μερικές φορές».
«Με βοήθησε πολύ η εμπειρία του no budget. Δεν με ενδιαφέρει στην επόμενη ταινία μου να έχω μπάτζετ ώστε αυτή την φορά να την κάνω “κανονικά” και να μοιάζει σαν μια “κανονική” ταινία, με καλούς φακούς και πολλά φώτα. Θέλω να έχω μπάτζετ ώστε αρχικά να μην ζητάω από τους συνεργάτες μου να δουλεύουν τζάμπα και κατ’επέκταση, να έχουμε περισσότερο χρόνο και άνεση στην προετοιμασία της παραγωγής και στο γύρισμα, μπας και καταφέρουμε μεσα σε αυτό το χρονικό διάστημα να ανακαλύψουμε και κάτι παραπάνω από την ταινία που είχαμε γράψει και σχεδιάσει αρχικά να κάνουμε. Μπας και συμβεί κάτι απρόσμενο που δεν είχαμε σκεφτεί».
Αυτή πάντως η ταινία ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Η ταινία ετοιμάστηκε και ολοκληρώθηκε πριν ακόμα και τον Χειροπαλαιστή, προβλήθηκε στη Θεσσαλονίκη, κέρδισε το Χρυσό Αλέξανδρο του τμήματος >>Film Forward, το βραβείο της FIPRESCI για ελληνική ταινία, και βραβεία από ΕΡΤ, Κέντρο Κινηματογράφου και Π.Ε.Κ.Κ.. «Η υποδοχή των Μαγνητικών Πεδίων στη Θεσσαλονίκη από τους θεατές και τους κριτικούς, αλλά και τα βραβεία, ήταν μια τρομερή έκπληξη για εμάς και το βιώσαμε μπορώ να πω ακόμα και με αμηχανία», ομολογεί. «Φυσικά είμαστε πολύ ευτυχισμένοι που η ταινία επικοινωνεί με το κοινό, αλλά η αρχική μας ανάγκη να κάνουμε αυτή την ταινία μόνοι μας, με ελάχιστα χρήματα, δεν είχε ποτέ στόχο όλα αυτά και ούτε το φανταζόμασταν ότι θα προκύψουν».
Ίσως αυτό βοηθήσει τώρα, με την πρεμιέρα του Χειροπαλαιστή. «Ίσως περισσότεροι άνθρωποι, όσοι είδαν, άκουσαν για τα Μαγνητικά, να θέλουν να δουν και την επόμενη ταινία μας από περιέργεια». Και μελλοντικά υποπτεύεται πως το επόμενο τεστ θα είναι αυτό: «Θα μπορώ να διαχειριστώ πιο πολύ κόσμο; Πιο μεγάλο μπάτζετ; Γιατί ξέρεις, μεγάλα καράβια μεγάλες φουρτούνες». Υποσυνείδητα λέει, επιλέγει να ασχολείται με πράγματα που μπορεί να φέρει εις πέρας, παρά να ονειρεύεται κάτι που δεν είναι πραγματοποιήσιμο. «Μπορεί βέβαια και κάποιος να πει ότι εγώ αποφασίζω να αφιερώσω τη ζωή μου να βρω λεφτά για να κάνω αυτή την πολύ ακριβή ταινία που έχω στο μυαλό μου και θα περιμένω όσο και να χρειαστεί. Ωραίο κι αυτό, μια χαρά. Απλά εγώ δεν είμαι αυτός ο τύπος. Θέλω συνέχεια κάτι να κάνω. Οπότε βρίσκω τον ενθουσιασμό μου στο να ασχοληθώ με ένα πράγμα που είναι πραγματοποιήσιμο».
Αυτό που βίωσε στα Μαγνητικά Πεδία ήταν πως χρειάστηκε να «πείσει» τους συνεργάτες του. Το ένιωσε λέει, κάποια στιγμή μετά από λίγες μέρες, ότι άρχισε να τους κερδίζει. «Αλλά αν νομίζεις ότι επειδή έχεις ρόλο σκηνοθέτη είσαι αυτόματα ο κυρίαρχος και μπορείς να δίνεις διαταγές, είσαι λάθος».
«Η αγγλική λέξη για το director, διευθυντής, είναι πιο σωστή». Θυμάται τον Άλτμαν, που έλεγε πως νιώθει ότι η δουλειά του τελειώνει όταν έχει γραφτεί το σενάριο, έχει βρει τα λοκέισον κι έχει τους σωστούς ανθρώπους μετά το κάστινγκ. «Απλώς μετά έχει να τους διευθύνει. Έχει φέρει τα πράγματα εκεί που πρέπει. Σε μένα τουλάχιστον, δουλεύει αυτό», λέει. «Παρά η λογική του σκηνοθέτη που θέλει να ελέγχει τα πάντα».
ΜΠΡΑ ΝΤΕ ΦΕΡ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΦΙΞΙΟΝ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
«Το φινάλε ήταν τυχαίο», μου λέει για τον Χειροπαλαιστή.
Χωρίς φυσικά να αποκαλύψουμε το παραμικρό συγκεκριμένο πράγμα για αυτό, θα πούμε απλά πως η πρόθεσή τους ήταν να πάνε να γυρίσουν ένα συγκεκριμένο, συμβολικό κάπως πλάνο. Όμως κατά το γύρισμα κάτι απρόσμενο ξαφνικά συμβαίνει και ο Γούσης με τον Κουτσαλιάρη συνειδητοποιούν μεμιάς πως αυτό που έχουν μπροστά τους, είναι το φινάλε της ταινίας.
«Παγώνουμε και κοιταζόμαστε με τον Γιώργο. “Το βλέπεις αυτό που συμβαίνει; Απίστευτο”. Βλέπαμε όλη την ταινία μπροστά μας σε μια σκηνή εκείνη τη στιγμή», μου λέει. Ο αδερφός του δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε. Εκείνοι πανηγύριζαν πίσω από την κάμερα κι εκείνος αναρωτιόταν, «ρε μαλάκες τι γελάτε, έχουμε πρόβλημα!», τους φώναζε. «Κι εγώ του λέω, συνέχισε να κάνεις αυτό το πράγμα και θα σου πω μετά», θυμάται γελώντας ο Γούσης. «Μας προέκυψε ένας συμβολισμός και μια εικόνα που σαν σεναριογράφος δεν θα σκεφτόμουνα ποτέ».
Έτσι κι αλλιώς πολλές φορές η πραγματικότητα σε ξεπερνάει. «Προσπαθώ να γράψω τώρα ένα σενάριο και κοιτάμε την πραγματικότητα και πολλές φορές είναι μη χρησιμοποιήσιμη. Λες ότι αν το γράψω αυτό θα είναι τελείως fake», λέει σαν εντυπωσιασμένος. Είτε φίξιον πάντως είτε ντοκιμαντέρ, σημασία έχει η ιστορία. («Μπερδεύει τρομερά ο κόσμος το ντοκιμαντέρ με το ρεπορτάζ. Το ντοκιμαντέρ είναι ένα είδος αφήγησης», λέει.) Κι ο Χειροπαλαιστής είναι η ιστορία ενός ανθρώπου τόσο αληθινού, που φτάνει να μοιάζει τελικά σαν πλασμένος κινηματογραφικά.
«Αντιμετωπίζουμε την ιστορία σαν παρατηρητές από μακριά. Δεν κυνηγάω τα γεγονότα. Ο τρόπος που το κινηματογραφούμε μοιάζει πιο πολύ με φιξιόν», εξηγεί. Μου λέει, «το πρόβλημα είναι όταν πας να τραβήξεις και δεν ξέρεις ποιο θα είναι το θέμα σου. Και λες, θα τα τραβήξω όλα. Δεν δουλεύει έτσι, τι όλα; Και τι θα έχει σημασία μετά;» Και στα Μαγνητικά Πεδία πολλές σκηνές που γυρίστηκαν, πετάχτηκαν επί τόπου γιατί φαινόταν μεμιάς πως δεν ανήκουν σε αυτόν τον κόσμο.
«Ναι, δεν είναι όλες οι ταινίες για αυτοσχεδιασμούς, αλλά και σενάριο να γράψεις, πρέπει να επικοινωνήσεις στους συνεργάτης τη βασική σου πρόθεση και μετά πάλι τους αφήνεις. Σα να λες ότι εγώ αυτό σκέφτομαι, πάμε να δούμε τι σκέφτεστε εσείς πάνω σε αυτό. Και τι θα συμβεί την ώρα που θα είμαστε εκεί», καταλήγει.
«Αν κάτι το έχεις κεντράρει, θα το δεις να δίνει αποτελέσματα εκεί πάνω. Εκεί παίρνει σάρκα και οστά, όλα τα άλλα είναι εικασίες και προβλέψεις».