Ο ΚΙΑΝΟΥ ΡΙΒΣ ΗΤΑΝ ΠΑΝΤΑ Ο ΣΤΑΡ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΑΝΑΓΚΗ
Με αφορμή την κυκλοφορία του θαυμάσιου νέου Τζον Γουίκ, ανατρέχουμε στην καριέρα του Κιάνου Ριβς για να ανακαλύψουμε πως ήταν πάντα καλύτερος από όσο του αναγνωρίζαμε.
Πότε ακριβώς έγινε ο Κιάνου Ριβς ένας από τους πιο αξιοσέβαστους σταρ που έχουμε; Και ταυτόχρονα μια απόλυτη ενσάρκωση του σημερινού κουλ; Είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι του 58χρονου ηθοποιού από τον νεαρό dude που αναφωνούσε «whoa!» στις καφρίλες του Bill & Ted μέχρι τον ζεν μάστερ που μοιάζει σήμερα, αλλά το πιο συναρπαστικό από όλα είναι το ότι δεν μοιάζει να έχει αλλάξει τρομερά πολύ στην πραγματικότητα.
Ίσως απλά ο κόσμος γύρω του να ήρθε πιο κοντά στις ευαισθησίες του, ίσως στο μεταξύ να νιώσαμε συλλογικά πως χρειαζόμαστε κάποιον σαν αυτόν. Ή ίσως απλά κάποιοι άνθρωποι φοράνε πολύ καλά τον χρόνο.
Η αλήθεια είναι πως ο Κιάνου πάντα είχε κάτι το μαγνητιστικά κουλ πάνω του, προκαλούσε μια έλξη, έκανε τον θεατή να θέλει να τον βλέπει. Είχε πάντα απαλά, ανδρόγυνα χαρακτηριστικά και μια αύρα ηρεμίας ακόμα και στις στιγμές εκείνες που άλλοι ηθοποιοί θα είχαν ξεσαλώσει με πολύ πιο επιθετικό τρόπο.
Προσπαθήστε ας πούμε να φανταστείτε την κολεγιακή αύρα του Bill & Ted’s Excellent Adventure, όπου οι μεταλάδες σλάκερς του τίτλου ταξιδεύουν στο χρόνο, με κάποιον άλλο 20+ σταρ των πρώιμων ‘90s. Ο Κιάνου διαθέτει κάτι το γαλήνιο, κάτι το πράο στην όλη του ύπαρξη, ακόμα κι όταν παίζει υλικό που δε μοιάζει να συμβαδίζει με αυτές τις ποιότητες, κι αυτό βοηθάει τελικά και τις ταινίες να μοιάζουν πιο ενδιαφέρουσες, και τον ίδιο να ενσαρκώνει ήρωες που γίνονται έτσι πιο ενδιαφέροντες, πιο συμπαθείς.
Ταυτόχρονα, οι επιλογές του από την πρώτη στιγμή φανέρωναν έναν ηθοποιό με περιέργεια, και καθόλου έτοιμο να πλασαριστεί ως ένα μόνο πράγμα. Κι αυτό, παρά το γεγονός πως υποκριτικά, με μια ακαδημαϊκή έστω έννοια, δεν είχε ποτέ ιδιαίτερο range. Ίσως καταλάβαινε από τότε ενστικτωδώς αυτό που σήμερα πια ξέρουμε: Πως η δύναμή του ως ηθοποιού είναι αντιδραστική, δηλαδή δεν είναι εκείνος που προκαλεί τις διακυμάνσεις αλλά ο τρόπος που ταιριάζει στα διάφορα περιβάλλοντα και ensembles. Είναι μια ποιότητα τρομερά παραγνωρισμένη, επειδή το να κοιτάζουμε την ερμηνεία ως κάτι το πάρα πολύ ενεργητικό είναι η νόρμα– όμως υπάρχουν αμέτρητοι τρόποι με τους οποίους ένας ηθοποιός γεμίζει το χώρο και εξυπηρετεί το υλικό, κι ο Κιάνου το καταφέρνει με έναν από τους πιο γενναιόδωρους τρόπους που υπάρχουν.
Ήδη από το ‘91 ψαχνόταν καλλιτεχνικά, τη στιγμή που φυσικά θα μπορούσε να έχει παίξει σε 15 κολεγιακές κωμωδίες πριν καν ο Φράνσις Φορντ Κόπολα μάθει το όνομά του. Το ‘91 παίζει στο Δικό Μου Αϊντάχο του Γκας βαν Σαντ, δίπλα στον Ρίβερ Φοίνιξ, και την ίδια χρονιά πρωταγωνιστεί στο Point Break της Κάθριν Μπίγκελοου, δίπλα στον Πάτρικ Σουέιζι. Είναι φυσικά ακραία διαφορετικές ταινίες, εμβληματικές κι οι δύο με τον τρόπο τους, και ο Ριβς αποτελεί μεγάλο κομμάτι αυτής της επιτυχίας.
Ο Κιάνου παραδίδεται ολοκληρωτικά στα χέρια των δύο σκηνοθετών (έναν γκέι άντρα και μια γυναίκα, να σημειώσουμε) αφήνοντας την περσόνα του, την εικόνα του, να γίνει κομμάτι ενός ολόκληρου κόσμου αισθητικής και συναισθήματος. Η περιπέτεια της Μπίγκελοου είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη για το πώς αποτελεί ξεκάθαρο παράδειγμα female gaze, κοιτάζοντας τους ήρωες σαν πανέμορφα, εξωτικά, μονίμως υγρά όντα– κι η ηλεκτρισμένη, παθιασμένη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δύο κεντρικούς ήρωες οπωσδήποτε διαθέτει κάτι το αισθητικά ανατρεπτικό, είναι σχεδόν ερωτική.
Για «ηθοποιός που δε μπορεί να παίξει», ο Κιάνου Ριβς ήδη κάνει στο σινεμά πράγματα που δεν πρέπει να θεωρούμε καθόλου δεδομένο πως θα μπορούσαν να κάνουν και πολλοί άλλοι.
Στα ‘90s είχε τις επιτυχίες, είχε τις αποτυχίες του, είχε τα ενδιαφέροντα πειράματα, είχε τα «ας το κάνουμε κι αυτό για να πάρουμε μια εύκολη επιταγή» έργα του, γενικότερα έκανε κάτι από όλα, αλλά με έναν περίεργο τρόπο σχεδόν πάντα κατέληγε σε κάτι το αξιομνημόνευτο. Έπαιξε στον Δράκουλα του Κόπολα, όπου ομολογουμένως θα παραδεχτούμε πως ο Κόπολα δεν φάνηκε να ξέρει πώς να χρησιμοποιήσει τις ιδιαίτερες δυνάμεις του. Στον Δικηγόρο του Διαβόλου αποτέλεσε τέλειο ερμηνευτικό σάκο του μποξ απέναντι σε έναν ξέφρενο Αλ Πατσίνο, το βλέμμα μιας διαρκούς απορίας και η συμπυκνωμένη αθωότητα της αύρας του να λειτουργούν άψογα στο συγκεκριμένο πλαίσιο του φιλμ.
Άλλοι σκηνοθέτες εκμεταλλεύτηκαν στο απόλυτη την εκπληκτική του παρουσία, όπως συνέβη στο Speed (μια από τις διασημότερες περιπέτειες των ‘90s) ή ακόμα και στο Τζόνι Μνεμόνικ – και θα πούμε αυτό: Από όλες τις τζενέρικ, εμπορικά αποτυχημένες περιπέτειες των ‘90s, αυτές με τον Κιάνου Ριβς κάπως τις θυμάσαι πιο πολύ.
Κάπου εκεί ήρθε κι η πρώτη του ανάσταση, μάλλον επειδή πάντα θα υπάρχουν σκηνοθέτες που θα εμπνέονται για το πώς να χρησιμοποιήσουν δημιουργικά κάτι όμορφο και σπάνιο. Το 1999 οι Γουατσόφσκι γυρίζουν το Matrix, μια από τις πιο εμβληματικές ταινίες… στην ιστορία του σινεμά; Μάλλον ναι. Κι αν πιστεύει κανείς πως η ταινία αυτή θα λειτουργούσε εξίσου αποτελεσματικά με άλλον πρωταγωνιστή, τότε δεν καταλαβαίνουν αυτό που οι Γουατσόφσκι έβλεπαν ξεκάθαρα: Πως αυτή η ζεν, ανδρόγυνη φιγούρα με τα απαλά, καθαρά χαρακτηριστικά, ήταν η μόνη μορφή που θα μπορούσε να γλιστρά τόσο αβίαστα ανάμεσα στους δύο βασικούς (αισθητικά εντελώς αντικρουόμενους) κόσμους του φιλμ, μοιάζοντας ταυτόχρονα σα να ταιριάζει παντού αλλά να μην ανήκει ακριβώς πουθενά.
Ο Κιάνου βρήκε ξανά επιτυχία παρά το γεγονός πως στον μετά-2000ς κόσμο (όπου βασική αισθητική έγινε σταδιακά η μετα-ειρωνική αποστασιοποίηση), δεν ήταν πάντα απόλυτα σαφές στον περισσότερο κόσμο αν τους αρέσει ή αν «τους αρέσει λολ». Ο ίδιος συνέχισε να δοκιμάζει πράγματα, όπως στα ‘90s με μια μίξη καλών και κακών ταινιών, με ενδιαφέροντα πειράματα αλλά και αποτυχίες, πριν φτάσει εκ νέου σε ένα αδιέξοδο στο box office.
Στο μεταξύ όμως, είχε αρχίσει να γίνεται σαφές πως αυτή η μυστηριώδης περσόνα της μεγάλης οθόνης κρύβει πίσω της ένα αγνά συμπαθές, ζεν άτομο. Η γέννηση του ίντερνετ έκανε τη μετάβαση των ‘00s ενδιαφέρουσα με πολλούς τρόπους, κι ένας από αυτούς είχε να κάνει με το πώς τα celebrities πλέον έρχονταν πιο κοντά (ή πιο «κοντά») στον κόσμο. Η πληροφορία περισσότερη, οι συνεντεύξεις περισσότερες, η δημοσιότητα πλέον κάτι αμεσότερο κι όχι τόσο απόμακρο (φαινομενικά πάντα). Μέσα από όλα αυτά, ο Κιάνου άρχισε σταδιακά να αποκαλύπτεται ως ακόμα πιο συμπαθής εκτός οθόνης από ό,τι εντός. Ένας διάσημος σταρ του Χόλιγουντ, μπασίστας σε ροκ μπάντα, που δεν μοιάζει ούτε ακούγεται στην πραγματικότητα με ό,τι κανείς θα περίμενε.
Ο Ριβς παραμένει δημόσια διακριτικός ως προς σχέσεις και ως προς απόψεις, καταλαβαίνοντας την αξία της μίας κάποιας ιδιωτικότητας. Καθώς μιλάει όμως, μοιάζει όλο και περισσότερο με έναν γκουρού που είναι ευγνώμων για τις στιγμές του στη γη και για το ότι μπόρεσε να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Η σχέση του με την πνευματικότητα δεν έγινε ποτέ απόλυτα, αυστηρά καθορισμένη, αλλά κάποιες φορές δεν χρειάζονται κουτάκια και ορισμοί για να καταλάβεις τι εκπροσωπεί ένας άνθρωπος – για τον ίδιο και τους γύρω του.
Έχει έντονη σχέση με τη φιλανθρωπία, εν μέρει και σαν αντίδραση στις μάχες δικών του ανθρώπων με αρρώστιες (η αδερφή του είχε λευχαιμία) αλλά και απάνθρωπες απώλειες (η φίλη του σκοτώθηκε σε τροχαίο, ενώ δύο χρόνια πριν το παιδί τους γεννήθηκε νεκρό). Πριν λίγα χρόνια είχε γίνει viral η απάντησή του σε μια ερώτηση του Στίβεν Κολμπέρ, για το τι πιστεύει ότι συμβαίνει αφού πεθάνουμε. «Ξέρω ότι θα λείψουμε σε εκείνους που μας αγαπάνε», απάντησε εκείνος με μια αποστομωτική αγνότητα που έστειλε σε υπαρξιακό σοκ μια δημόσια σφαίρα τόσο συνηθισμένο στο δημόσιο περφόρμανς και στην ειρωνία.
Παρά ένα νέο σερί εμπορικών και κριτικών αποτυχιών στα τέλη των ‘00s και το ξεκίνημα των ‘10s (ανάμεσα στις οποίες κι η εμπορική αποτυχία του τιμιότατου σκηνοθετικού του ντεμπούτου, Man of Tai Chi), ο Κιάνου είχε άλλη μια ανάσταση μέσα του. Στο John Wick –μια περιπέτεια που στα χαρτιά έμοιαζε με οριακό direct to video φιλμάκι τσεπώματος μισθού– ο Ριβς παίζει έναν εκτελεστή που βλέπει τον ανθρώπινο κόσμο του να ξεριζώνεται βίαια πριν επιστρέψει εκεί από όπου ήθελε να δραπετεύσει. Κι εδώ, όπως και σε άλλες από τις πιο πετυχημένες στιγμές του, βρίσκεται στα χέρια ενός σκηνοθέτη που ξέρει πάρα πολύ καλά τι να κάνει με τη φυσική του παρουσία– κάτι αναγκαίο μιας κι ο Τζον Γουίκ σταδιακά γίνεται περισσότερο κάτι σαν μύθος μπροστά στα μάτια μας, από ό,τι παραδοσιακός εκτελεστής σε ταινία πολεμικών τεχνών.
O εν λόγω σκηνοθέτης, καθόλου τυχαία, ήταν το body double του στo Matrix, ένας βετεράνος υπεύθυνος για σταντ, ο Τσαντ Σταχέλσκι. Ο Σταχέλσκι χρησιμοποιεί την κάπως μοναδική φιγούρα του Κιάνου Ριβς σα να δημιουργούσε ένα θέατρο σκιών. Δεν τον βάζει να λέει χαριτωμένες ατάκες, ούτε να γεμίζει με ακαδημαϊκό δράμα τις στιγμές ανάμεσα στη δράση. Αντιθέτως, τον αφήνει να λειτουργεί περίπου σαν ήρωας βωβού κινηματογράφου, να παίζει με την κίνηση, με την φιγούρα του, με τα χαρακτηριστικά, με το σώμα του– και κυριότερα, αντιδρώντας και αλληλεπιδρώντας. Αντιδρώντας στους γύρω του, αλληλεπιδρώντας με τον (βαριάς αισθητικής) χώρο του.
Ο θρύλος του Κιάνου αναζωογονήθηκε παράλληλα με τον θρύλο του Τζον Γουίκ, μέσα από 4 ταινίες απλωμένες σε σχεδόν μία δεκαετία. Με τον υπόλοιπο κόσμο πλέον να φαίνεται πως έχει φτάσει στο σημείο –επιτέλους– να εκτιμήσει και να απολαύσει τον Κιάνου (τον ηθοποιό, τον σταρ, τον πνευματικό άνθρωπο, όλα μαζί και ταυτόχρονα), όχι επειδή εκείνος άλλαξε, αλλά επειδή ο κόσμος γύρω του άλλαξε. Είναι σαν τώρα πια, να μας είναι κάπως αναγκαίος.
To 2019, οταν οι συντελεστές της ρομαντικής κομεντί Always Be My Maybe αναζητούσαν έναν ηθοποιό για να κάνει σύντομο cameo πέρασμα αλλά να ξέρουμε ως θεατές πως αποτελεί ρομαντικό αντίζηλο με τον οποίο απλά δε μπορείς να τα βάλεις, ο Κιάνου ήταν πάντα η πρώτη επιλογή. «Ποιος θα ήταν για τον Μάρκους το χειρότερο δυνατό άτομο να έχει σχέση με την Σάσα εκείνη τη στιγμή;», εξηγεί ο συν-σεναριογράφος Ράνταλ Παρκ. «Και θέλαμε να είναι ένα είδωλο, με ασιατική καταγωγή [σσ. ο Ριβς έχει γεννηθεί στο Λίβανο και έχει μεταξύ άλλων καταγωγή από τη Χαβάη, την Κίνα και την Πορτογαλία], πολύ αστείος και σπουδαίος ηθοποιός. Δεν υπάρχει άλλος. Ήταν η πρώτη μας επιλογή».
(Ο Κιάνου, επειδή είναι ο Κιάνου, αν αναρωτιέστε απάντησε στην πρόταση των Γουόνγκ και Παρκ λέγοντας πως «θα ήταν τιμή μου να γίνω μέρος του love story σας». Άνθρωπέ μου!)
Ενδιάμεσα στα Τζον Γουίκ, επέστρεψε με έναν απίθανο τρόπο και το ίδιο το Matrix, με το σπουδαίο –παρεξηγημένο φυσικά, αλλά δεν πειράζει, ειλικρινά– φιλμ The Matrix Resurrections. Εκεί, ο Ριβς πλέον παίζει τον Νίο πιο πληγωμένο, πιο ερωτοχτυπημένο από ποτέ. Να βάζει την Τρίνιτι μπροστά από τα πάντα, κι από τον ίδιο φυσικά. Μια Τρίνιτι που ζει μέσα σε αυτό νέο Matrix χωρίς ανάμνηση του αληθινού εαυτού της, παγιδευμένη σε έναν τζενέρικ γάμο με έναν chad που λέγεται όντως Τσαντ. (Και τον οποίον παίζει ένας Τσαντ, ναι, ο ίδιος ο φίλος μας ο Τσαντ Σταχέλσκι.)
Εδώ ο Κιάνου εμφανίζεται στην απόλυτη εκδοχή του, όχι επειδή είναι ο κουλ πρωταγωνιστής που σαρώνει τους πάντες και τα πάντα, αλλά ακριβώς επειδή εμφατικά είναι το ακριβώς αντίθετο. Είναι ο μη-κουλ πρωταγωνιστής που είναι παγιδευμένος σε ένα σύστημα που τον εκμεταλλεύεται χωρίς ο ίδιος να συνειδητοποιεί ακριβώς το πώς, κι ο οποίος σπάει τα δεσμά του μόνο όταν βάζει μπροστά την γυναίκα που αγαπάει– ο Νίο εδώ είναι υποταγμένος στην αγάπη και το πάθος της Τρίνιτι κι αυτό είναι που κυριολεκτικά δίνει ζωή σε αυτό τον κόσμο.
Βάζοντάς τον πέρυσι στις ερμηνείες της χρονιάς, έγραφα πως πρόκειται ίσως για την «πιο γενναιόδωρη ερμηνεία της χρονιάς– ο Κιάνου Ριβς επιστρέφει στον πιο εμβληματικό ρόλο της καριέρας του επιτρέποντάς του να φανεί γερασμένος, πολύ πληγωμένος, κι ακόμα περισσότερο ευαίσθητος. Σε ένα Χόλιγουντ γεμάτο με πλαστικούς σταρ τύπου Rock η Βιν Ντίζελ, που γράφουν συμβόλαια για το πόσες γροθιές επιτρέπεται να τους ρίξει ο αντίπαλός τους στην οθόνη, ο Κιάνου είναι γιατρικό».
Είναι ακριβώς έτσι. Αλλά και ήταν. Γιατί, τελικά, συγκινητικά, ο Κιάνου Ριβς πάντα αυτός ήταν. Χρειαστήκαμε απλώς μερικές δεκαετίες, ως κουλτούρα, για να συγχρονιστούμε μαζί του. Δεν πειράζει. Τουλάχιστον τα καταφέραμε.