“ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΙ Ο ΓΙΟΣ ΣΟΥ ΣΤΟ ΠΑΓΚΡΑΤΙ”- ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ ΓΙΑ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ
Κόντρα στον ακραίο συντηρητισμό της εμφυλιοπολεμικής Ελλάδας ο Μάνος Χατζιδάκις, στις 31/1/1949 δίνει μια ιστορική διάλεξη για το ρεμπέτικο, προκαλώντας σεισμικές αντιδράσεις και αλλάζοντας τον χάρτη του ελληνικού τραγουδιού. Μια ομιλία τολμηρή, σχεδόν προκλητική, πριν από 72 χρόνια ...
Πριν ακριβώς 72 χρόνια, στην εμφυλιοπολεμική και άκρως συντηρητική Ελλάδα, ο Μάνος Χατζιδάκις δίνει μια ρηξικέλευθη διάλεξη με θέμα το ρεμπέτικο τραγούδι. Ο επίσημος τίτλος της ιστορικής του ομιλίας που δόθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1949 ήταν “ερμηνεία και θέση του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού”. Αυτή ήταν προφανώς, και η γνώμη του 23χρονου τότε συνθέτη, που αψηφώντας την καθεστυκία άποψη για το συγκεκριμένο είδος τραγουδιού, όχι μόνο επιχειρηματολογεί υπέρ του ρεμπέτικου αλλά παρουσιάζει στην σκηνή του θεάτρου Τέχνης τον Μάρκο Βαμβακάρη και την Σωτηρία Μπέλλου που τραγουδούν πέντε γνωστά ρεμπέτικα.
“Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή, οι φωνές ίσιες μονοκόματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις” λέει στο κοινό που έχει γεμίσει ασφυκτικά το θέατρο και παρακολουθεί, σχεδόν άναυδο, κάτι που σίγουρα , δεν είχε ξανακούσει. Οι περισσότεροι είναι εκλεκτά μέλη της λεγόμενης αστικής διανόησης της Αθήνας.
Λίγο νωρίτερα, ο νεαρός Χατζιδάκις μιλάει για “τις ταβέρνες και το κέντρον διασκεδάσεως “ο Μάριος” καθώς και τον “Παναγάκη” κοντά στον Άι-Παντελεήμονα, όπου κάθε βράδυ ο Βαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου με λάμπες πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους, που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα”.
Τον Μάρκο, ο Χατζιδάκις είχε γνωρίσει όταν άρχισε να επισκέπτεται τους χώρους όπου ο θρυλικός συνθέτης της Φραγκοσυριανής διακονούσε με το μπουζούκι του. Μια μέρα μάλιστα, τον γλίτωσε από … ξύλο. Την ιστορία είχε διηγηθεί ο ίδιος ο Μάνος στην Γιώτα Συκκά και στον Φώτη Απέργη: “Πήγα ένα βράδυ στην ταβέρνα που έπαιζε και, όπως κάθε φορά, παράγγειλα ένα πιάτο φαγητό και λίγη ρετσίνα. Ηταν προφανές ότι δεν είχα καμία σχέση με τον χώρο. Και αυτό δεν άρεσε σε δυο – τρεις μάγκες και «μου μπήκαν». Τότε επενέβη ο Βαμβακάρης, που ήτανε και σωματώδης, «τους μπήκε» με τη σειρά του και τελικά μου είπε: «Αλλη φορά θα έρχεσαι και θα κάθεσαι εδώ, κοντά μας». Ασφαλής πλέον, μπορούσα να πάω τη Σοφία Σπανούδη (σ.σ καθηγήτρια στο ωδείο Αθηνών και σπουδαία μουσικοκριτικός) τον Μανώλη Καλομοίρη, τους πήγα όλους…”
Η σκηνή με τον Χατζιδάκι και τις δυο κορυφαίες μορφές της ελληνικής μουσικής να ακούνε τον Μάρκο και την Μπέλλου μοιάζει σουρεαλιστική (αργότερα η Σοφία Σπανούδη θα έγραφε ένα μνημειώδες άρθρο στα “Νέα” για τον Βασίλη Τσιτσάνη), όμως ο χειμαρρώδης νεαρός συνθέτης, είχε εντυπωσιαστεί από τον αυστηρό, σχεδόν βυζαντινό, ήχο των τραγουδιών, που στη διάρκεια της Κατοχής ένας ιδιοφυής στενός φίλος του, προσπαθούσε να τον πείσει να ακούσει με προσοχή.
Σύμφωνα μάλιστα με τον ίδιο, ο θάνατος του φίλου του στάθηκε αφορμή να μάθει το ρεμπέτικο όσο καλύτερα γινόταν: “Είχαμε ραντεβού μια μέρα στον “Ορφέα”, μα ο Εκτωρ δεν ήρθε. Τον είχαν συλλάβει. Τον βασάνισαν στο Χαϊδάρι και τον σκότωσαν. Αυτό με συγκλόνισε. Μοιραία, κάθε συζήτηση μαζί του πήρε πια άλλες διαστάσεις. Ετσι, θέλησα να ανιχνεύσω το ρεμπέτικο”.
Η ομιλία Χατζιδάκι, αν και το ρεμπέτικο τραγούδι ήταν ήδη γνωστό και συντρόφευε τα φτωχά, βασανιστικά βράδια των λαϊκών στρωμάτων, προκαλεί σάλο. Συνδεδεμένο με το περιθώριο, τα ναρκωτικά, το ρεμπέτικο δεχόταν το κυνηγητό και τη λογοκρισία του επίσημου κράτους (με αφετηρία τη δικτατορία του Μεταξά) και την απαξίωση της αριστεράς που το θεωρούσε κτήμα του λούμπεν προλεταριάτου “με ύμνους στο χασίς και στους τεκέδες”, άρα ” μακριά από τα πραγματικά προβλήματα και τις μάχες της εργατικής τάξης”.
Έστω και για μια ώρα
Ξαφνικά, έρχεται ο Χατζιδάκις με την πρωτοποριακή του σκέψη, να μπλέξει τον Μπετόβεν, τον Μπαχ, το δημοτικό τραγούδι και το Βυζάντιο με το ρεπέτικο, το οποίο αποθεώνει σα γνήσια ελληνική μορφή τέχνης. Προφανώς παίρνει τα ερεθίσματά του από την απήχηση, που μοιάζει να έχει πλέον εκείνα τα χρόνια το τραγούδι με τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες. Και την ίδια ώρα θέλει να κατακεραυνώσει όσους το απαξίωναν…
“Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο – πολύ σ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία)” σημειώνει ο ιδιοφυής συνθέτης θυμίζοντας την δημοφιλία που είχε το δημοτικό τραγούδι στις αρχές του 20ού αιώνα όταν φούντωνε το κίημα των δημοτικιστών…
“Γιατί θα είναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει να αντικαταστήσει το ταγκό” τονίζει, απαντώντας στην ερώτηση “τι περιμένουμε από τα ρεμπέτικα” εξηγώντας πως “οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες – άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις. Ύστερα για μας θά ναι μεγάλο ψέμα αν ισχυρισθούμε ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθούμε μ’ αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο μόνο για αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο διάβολο – που λεν- κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για μια ώρα”. Μεγάλη αλήθεια, αν σκεφτεί κανείς ότι ρεμπέτικα, χωρίς κρασί, τσιγάρα και … νταλκάδες, δύσκολα μπορείς να ακούσεις κυρίως, όμως, να νιώσεις το τραγούδι, πρώτα τη μουσική, μετά τον στίχο.
Ο Χατζιδάκις δεν θεωρεί ότι το ρεμπέτικο είναι για χόρταση, για καθημερινή χρήση, όπως συμβαίνει όμως “και με την άλλη μουσική, αυτήν που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Mπετόβεν; (Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που μπορεί να έχει το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ όλο που και αργότερα θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση)”.
Από την “Αραπιά” στην “Αρχόντισσα”
Η άρτια δομημένη ομιλία αρχίζει και απαντάει βήμα προς βήμα στον σνομπισμό και την καθωσπρεπική απέχθεια προς το ρεμπέτικο και τα μηνύματά του. Η αναφορά στην συζήτηση με τον φίλο του από την κατοχή, ένα παγωμένο βράδυ, “με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαρκιού, είναι η αφορμή να εντρυφήσει το κοινό στην κρυφή γοητεία των τραγουδιών στα οποία αρχικά και ο ίδιος δεν έδινε την ίδια σημασία.
“Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σαυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά», λέει ο Χατζιδάκης κι ενώ ο φίλος του δηλώνει συγκινημένος από τη διάθεση φυγής των στίχων, ο ίδιος αναπαράγει τα επιχειρήματα “περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς και άλλα παρόμοια”
“Αργότερα οι δυο νέοι θα ακούσουν μια “καινούργια ρεμπέτικη κραυγή -καινούργια για μένα βέβαια- κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα”, κάτι που θα καταλάβαινε κάποια χρόνια μετά και ο ίδιος ο Μάνος, που μοιάζει να έχει ερωτευτεί το συγκεκριμένο τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη, μπαίνοντας και στην ουσία του ρεμπέτικου. Τι μας τραγουδάνε όλα αυτά τα χρόνια οι Τσιτσάνηδες και οι Βαμβακάρηδες; Ο Χατζιδάκις λέει ότι τα βασικά θέματα του ρεμπέτικου είναι ο έρωτας και η φυγή. Και ποιος έρωτας ε; Ο ανικανοποίητος “που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατιά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά – θά λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο”
Αρρωστημένο; Κάθε άλλο…
Η αποδόμηση όσων υποστηρίζουν ότι το ρεμπέτικο έρχεται σύμφωνα και με την κοσμοθεωρία του. Ο Χατζιδάκις θεωρεί και το επαναλαμβάνει πως μέσα σε μια καταπιεσμένη κοινωνία και ατμόσφαιρα, υπάρχει μια ζωτικότητα η “οποία καίγεται” κι ενώ “η ψυχικότητα αρρωσταίνει και η ωραιότητα παραμένει”. Υπάρχει η θέληση “ενός λαού, όπως ο δικός μας για διέξοδο, για έκφραση, για επαφή με τον έξω κόσμο”
“Είναι αρρωστημένο” λεν μ’ αυστηρότητα, “ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία και λεβεντιά» και κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει. Είναι σαν να βγουν και να πουν ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ -για παράδειγμα- ή κάτι παρόμοιο. Ανέχονται το δημοτικό όχι όμως και το ρεμπέτικο. Το τελευταίο είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και μπορούν να το πετάξουν -έτσι φαντάζονται- επειδή δεν έχει κρεμαστεί ακόμη με χρυσές κορνίζες” απαντάει στους “υγιείς ηθικολόγους” στους οποίους θυμίζει ότι “αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ’ ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες”.
Για τον Χατζηδάκι ο “ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός” που αποπνέουν τα ρεμπέτικα τραγούδια αναδεικνύουν εκτός των άλλων και “μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται”
Τέτοιες κουβέντες σε μια Ελλάδα που εξέπεμπε συντηρητισμό, ο ερωτισμός ήταν λέξη σχεδόν απαγορευμένη. Μπορεί ο Τσιτσάνης να έγραφε για την “αρχόντισσα, μάγισσα τρελή” που κουράστηκε να την αποκτήσει, οι σχέσεις των δυο φύλλων, ωστόσο, καλύπτονταν από τη σεμνοτυφία, την ηθική του προξενιού και τις προτροπές των κατηχητικών σχολείων. Ο Χατζιδάκις, όμως, δεν ήταν ποτέ συμβατικός, ούτε ακολουθούσε την εποχή του.
Και ρίχνει τη χαριστική βολή στους “ηθικολόγους” λέγοντας: “Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια”.
Η ελληνικότητα του ρεμπέτικου
Γνωρίζοντας τη βασική κατηγορία των “αντιπάλων” του ρεμπέτικου τραγουδιού ήταν “η ανατολίτικη” είτε “τούρκικη” είτε “αραβική” προέλευση, ο Χατζιδάκις περνάει στην αντεπίθεση, επιχειρηματολογώντας για την ελληνικότητα του είδους. Στο τέλος της ημέρας το συνδέει με τη δημοτική παράδοση και το βυζαντινό μέλος. Θέλει να απαντήσει επίσης στο επιχείρημα ότι τα ρεμπέτικα είναι “τραγούδια μας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων, που εκφράζει την προσωπική της κατάσταση” και υπογραμμίζει:
“Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιoυργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής. Βασικά του όργανα είναι τα μπουζούκια -μεγάλο μαντολίνο τουρκικής μάλλον προελεύσεως- κι ο μπαγλαμάς -παραλλαγή της κρητικής λύρας και της συγγενικής νησιώτικης, πιο μικροσκοπικής απ αυτήν και κρουστές με πέννα. Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται βέβαια πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο (ο τελευταίος έχει ολιγότερη χρήση)”
Σύμφωνα με τον Χατζιδάκι:
- “Ο ζειμπέκικος σε 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής” προέρχεται από “τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου” έχει ωστόσο γίνει “αργός, βαρύς, μακρόσυρτος και περιεκτικότερος”. Και σε μια σχεδόν αριστουργηματική ανάλυση εξηγεί ότι “ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα είναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο δυσκολότερος και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο”
- “Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4” και με βάση τον τρόπο που χορεύεται (είτε από δυο, είτε από τέσσερις) παραπέμπει σε μια “προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μια κάποια ευρωπαϊκή επίδραση” και μια πολύ μακρινή συνγγένεια με τον γαλλικό χορό Java
- “Ο σέρβικος είναι ένας γρήγορος ρυθμός και παρουσιάζει ελάχιστον ενδιαφέρον κι αυτό από τη μερφιά της δεξιοτεχνίας”
Με κυρίαρχους αυτούς τους τρεις ρυθμούς ο (τότε) νεαρός συνθέτης διακρίνει την επίδραση “ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινο μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης” με βασική αφετηρία (πηγή λέει ο ίδιος) την “αυστηρή και απέριττη εκκλησιαστική μελωδία”.
Όχι ότι δεν δέχεται τα διοχετευμένα στοιχεία του δημοτικού τραγουδιού στο ρεμπέτικο, τα διακρίνει ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος, με “τη νησιώτικη ελαφράδα”, όπως “πάρτη βάρκα στο λιμάνι, κάτω στο Πασαλιμάνι” ή το “καπετάν Ανδρέα Ζέπο”, επιμένει, όμως, στην προέκταση του βυζαντινού μέλους συγκρίνοντας μάλιστα τις δυο εποχές. Τα δύσκολα χρόνια εκείνης της Ελλάδας του 49, με την παρακμή του Βυζαντίου: “Ατμόσφαιρα το ίδιο καταπιεστική, το ίδιο ασαφής, άσχετα αν στα χρόνια εκείνα προερχόταν από ένα λαθεμένο ξόδεμα θρησκευτικού συναισθήματος”
Όσο για το ύφος του ρεμπέτικου, το βασικό χαρακτηριστικό είναι το συγκρατημένο (sostenuto, που λένε και στη μουσική) ύφος. “Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά νευρικότητα” λέει και προσθέτει: “Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μια εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει”.
Τι θυμίζουν όλα αυτά; Μα τι άλλο από το “κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή. Και ακόμη ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων”. Ο Χατζιδάκις θυμίζει στους έτσι κι αλλιώς αρχαιολάτρες νεοέλληνες ότι ο πολιτισμός των προγόνων τους βασίστηκε “πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή” στο ουκ εν το πολλώ το ευ, που ασπάζονται σε μια υπερβατική παρομοίωση οι ρεμπέτες δημιουργοί.
Μια μουσική, λοιπόν, που “βρίσκεται πέρα απ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ το δημοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωση πέρ’ απτις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους” δεν μπορεί παρά να αποδεικνύει ότι “το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό”.
Σε αυτό το σημείο ο Μάνος Χατζιδάκις θα παρουσιάσει στο κατάμεστο θέατρο τον Μάρκο Βαμβακάρη, τη Σωτηρία Μπέλλου και το συγκρότημά τους. Θα παίξουν πέντε τραγούδια. Την θρυλική “Φραγκοσυριανή” του Μάρκου, το “εγώ είμαι το θύμα σου” πάλι του Βαμβακάρη, το “Σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα” της Μπέλλου, το “Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ Τσιφλίκι” του Βασίλη Τσιτσάνη” και το “Άνοιξε-άνοιξε” του Γιάννη Παπαϊωάννου.
Πριν από το τελευταίο τραγούδι, κάνει μια τελευταία παρέμβαση ανακαλύπτοντας μια τριλογία για το “τραγικό στην ερωτική μας περιοχή“. Θυμίζει ξανά την Αρχόντισσα του Τσιτσάνη, για την οποία επισημαίνει σχεδόν … ιερόσυλα ότι “η μελωδική γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα πλησιάζει τον Μπαχ”, αναφέρεται στο Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι που τραγούδησε ο Τσιτσάνης (αλλά έγραψε ο Απόστολος Καλδάρας) θεωρώντας ότι οι στίχοι του αναδεικνύουν ένα ερωτισμό που “προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίνοντας μια τόσο λεπτή μα τόσο έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας” και μέσω του “Άνοιξε-άνοιξε” ο Παπαϊωάννου “μας δίνει ολάκερο αυτό το άγχος με μια δυνατή κραυγή πια-η μοναδική μές στα ρεμπέτικα για αυτό και τόσο αληθινή”.
Με το σπαραχτικό “Άνοιξε-άνοιξε, γιατι δε μ’ ανοίγεις” θα τελειώσει η βραδιά στο θέατρο τέχνης. Απέριττα,λιτά, όπως είναι το ρεμπέτικο τραγούδι. Με τις καθαρές φωνές του Μάρκου και της Μπέλλου, για τις οποίες ο Χατζιδάκις λέει: “Πρέπει να ξαλαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν. Έτσι κι εμείς. Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα νωχελικά κι απαισιόδοξα 9/8 για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους…”
“Να προσέχει στο Παγκράτι…”
Η απήχηση της ομιλίας, βέβαια, ήταν αυτή που ζητούσε ο πάντοτε ανήσυχος, σχεδόν προκλητικός, κόντρα στο ρεύμα της όποιας συντήρησης, μεγάλος σε όλα του, Μάνος. Σάλος! Οι εφημερίδες του επιτέθηκαν, ειδικά για τη σύγκριση Μπαχ και Τσιτσάνη, η μητέρα του δέχθηκε απειλές “να προσέχει ο γιος της στο Παγκράτι”.
“Με είχαν περιποιηθεί για τα καλά ο Σπύρος Μελάς, ο Ψαθάς και άλλοι. Μόνο η Σπανούδη ήταν υπέρ μου” δήλωνε στην τελευταία του συνέντευξη στον Φώτη Απέργη και την Γιώτα Συκκά.
Ήταν ακόμη πιο τολμηρός ο Χατζιδάκις εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ του 1949, γιατί ακόμη δεν είχε την τεράστια αναγνωρισιμότητα που απέκτησε λίγα χρόνια αργότερα. Παρόλα αυτά δεν δίστασε να ταρακουνήσει την αστική διανόηση της εποχής με μια σπουδαία από κάθε άποψη ομιλία, που έβαλε τους δημιουργούς του κυνηγημένου και απαξιωμένου ρεμπέτικου σε πρώτο πλάνο.
Μπορεί, όπως έχει γραφτεί, ο Χατζιδάκις να μην είχε υπόψη του τα ρεμπέτικα πριν από τον πόλεμο, να μην είπε ότι το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι” είχε ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα πριν λογοκριθεί, αφού αφορούσε τις συλλήψεις των αριστερών και τη φυλάκισή τους στο Γεντί Κουλέ, η συνεισφορά του, ωστόσο, στην συνειδητοποίηση και αποδοχή από τις ευρείες μάζες του ρεμπέτικου τραγουδιού και εν συνεχεία στη διαμόρφωση του σύγχρονου λαϊκού τραγουδιού ήταν τεράστια.
Η ομιλία, 72 χρόνια μετά, δείχνει και τη φλογερή εναντίωση του Μάνου Χατζιδάκι στην ασφυκτική κοινωνική καταπίεση και την συμπάθεια του σε κάθε προσπάθεια διεξόδου και καλλιτεχνικής έκφρασης, μακριά από τα καθιερωμένα και τα κοινώς αποδεκτά.
Ο σκηνοθέτης Ροβήρος Μανθούλης που παρακολούθησε την ομιλία μαζί με το Νίκο Γκάτσο διηγήθηκε την εμπειρία του από το Θέατρο Τέχνης: “«Ένα απόγευμα, πήγα με τον Γκάτσο ν’ ακούσουμε τον Χατζιδάκι στο Θέατρο Κουν. Ήταν η 31η Γενάρη του 1949, αν θυμάμαι καλά. Ο Μάνος έδινε διάλεξη για το Ρεμπέτικο. Η αίθουσα ήταν φίσκα. Με τον Γκάτσο καθίσαμε στο πάτωμα με την πλάτη στον τοίχο. Το ρεμπέτικο ήταν άγνωστο είδος, το ραδιόφωνο δεν το έπαιζε και κανείς δεν το άκουγε. Και ήταν υπό διωγμόν. Ο Χατζιδάκης το παρομοίωσε με τον Μπαχ. Κάτι είπε περί Μπετόβεν”
Για τη Σωτηρία Μπέλλου που τραγούδησε μαζί με τον Βαμβακάρη, η αποδοχή του κόσμου ήταν το συκλονιστικότερο γεγονός. Η αξέχαστη τραγουδίστρια είχε μιλήσει στην εκπομπή του Γιώργου Παπαστεφάνου “Μουσική Βραδιά” (1976)
Χρόνια αργότερα η βιομηχανοποίηση του λαϊκού τραγουδιού θα εξοργίσει τον Χατζιδάκι, που θα μιλήσει για το “τέλος του ρεμπέτικου τραγουδιού” για μόλις “ογδόντα τραγούδια”, ρίχνοντας το ανάθεμα ακόμη και στον ίδιο για την εμπορική κατάχρηση μέσω του “Ποτέ την Κυριακή” (“η χαριστική βολή σε αυτό που υπήρξε κάποτε το λαϊκό τραγούδι).
Όπως όμως έγραψε η Γιώτα Συκκά στην Καθημερινή “Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν έπαψε να αγαπά και να εκτιμά την πιο γνήσια, αυστηρή έκφραση του λαϊκού τραγουδιού. Δεν είναι τυχαίο που το 1979 κάλεσε τον Γιώργο Ζαμπέτα στο Τρίτο Πρόγραμμα και μοιράστηκε μαζί του μια ιστορική εκπομπή. Ούτε που το 1989 εξέδωσε από τον «Σείριο» την ηχογράφηση του προγράμματος του Ακη Πάνου στο «Επειγόντως».
Και επι της ουσίας, τον Γενάρη του 1949, ο Χατζιδάκις άνοιγε μια κουβέντα, έβαζε στο προσκήνιο ένα είδος τραγουδιού, που μέχρι τότε παιζόταν μόνο στις ταβέρνες, παρέα με κρασί και τους απαραίτητους “κουτσαβάκηδες”. Το μπουζούκι, οι μπαγλαμάδες και τα τραγούδια που κάποτε ενοχλούσαν την αισθητική του Ζαχαρία Παπαντωνίου, έβγαιναν με φόρα από το περιθώριο, το κυνηγητό και την απαξίωση.
Λίγους μήνες αργότερα ο Μίκης Θεοδωράκης θα έβαζε “στο παιχνίδι” και την αριστερά που επίσης αμφισβητούσε τη λαϊκότητα του ρεμπέτικου γράφοντας μια σειρά άρθρων στην εφημερίδα “Σημερινή Εποχή”. Με τους δυο κολοσσούς άλλωστε είτε μαζί, είτε απέναντι, αλλά σε μια ευτυχή συγκυρία να υπάρχουν και να δημιουργούν ταυτόχρονα οι ρεμπέτες βρήκαν την θέση τους στην ιστορία και το ελληνικό τραγούδι έζησε τα καλύτερα του χρόνια.
Ο ίδιος ο ιδιοφυής Μάνος, μετά την ομιλία του στο Θέατρο Τέχνης κυκλοφορούσε τις έξι λαϊκές ζωγραφιές, παίζοντας στο πιάνο τις ρεμπέτικες μελωδίες που αγάπησε, ενώ το 1962 στις “Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη” μεταφέρει στον δικό του μουσικό κόσμο 11 ρεμπέτικα και το παραδοσιακό “πέρα στους πέρα κάμπους”.
Πηγές: Καθημερινή (Γιώτα Συκκά) Lifo (Φώντας Τρούσας) Kozani Tv (Νίκος Δαδινόπουλος)
Ακούστε την τελευταία συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκι στον Φώτη Απέργη και την Γιώτα Συκκά (παίχθηκε στο Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΑ το 2019)