ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ ΩΣ ΤΩΡΑ
Καθώς φτάνουμε στα μέσα του ‘23, ξεχωρίζουμε τις καλύτερες κινηματογραφικές κυκλοφορίες της χρονιάς.
Τι είδαμε στο σινεμά το εξάμηνο που μας πέρασε; Ή, εξίσου σημαντικά, τι θα έπρεπε να έχουμε δει αλλά πέρασε τελείως κάτω από το ραντάρ μας;
Από μπλοκμπάστερ περιπέτειες μέχρι εντυπωσιακής ομορφιάς έργα τέχνης, από θεαματικά σίκουελ μέχρι άφοβα καλλιτεχνικά πειράματα, από Όσκαρ μέχρι box office, οι πρώτοι 6 μήνες του 2023 μας έφεραν την συνήθη πολυσυλλεκτικότητα επιλογών που πάντα κανείς θα βρει στα σινεμά αν κοιτάξει αρκετά. Και μπορεί, με έναν φαινομενικά παράδοξο αλλά τελικά καθόλου απρόσμενο τρόπο, η ταινία του ‘23 ως τώρα να είναι εκείνη που καταφέρνει να συνδυάζει όλα τα παραπάνω.
Η Τελευταία Νύχτα του Φράνκο Αμόρε
Το βράδυ της συνταξιοδότησής του μετά από 35 χρόνια απολύτως έντιμης υπηρεσίας στο σώμα, ο αστυνομικός επιθεωρητής Φράνκο Αμόρε θα ειδοποιηθεί εν μέσω ενός άτυπου εορτασμού, για μια τραγική εξέλιξη. Φτάνοντας στον τόπο του εγκλήματος θα αντικρύσει τον επίσης άμεμπτο συνάδελφό του (και αδερφικό φίλο του) Ντίνο να βρίσκεται νεκρός μέσα σε ένα τούνελ, μαζί με 4 ακόμα πτώματα, ένα παρατημένο αυτοκίνητο και πολλά ερωτηματικά. Η σκοτεινή, πολύπλοκη αλήθεια όμως για αυτή την τελευταία νύχτα του Φράνκο Αμόρε, θα αποκαλυφθεί μόνο καθώς ταξιδεύουμε 10 μέρες νωρίτερα, όταν τα γρανάζια μιας σύγχρονης τραγωδίας αρχίζουν να κινούνται.
Μεστό αστυνομικό θρίλερ εξ Ιταλίας το οποίο χρησιμοποιεί υπέρ του κάθε πολυφορεμένο και αγαπημένο αρχέτυπο του είδους: Τον ήρωα περιμένει μια υπέροχη ζωή αρκεί να καταφέρει να αντέξει για Μια Τελευταία Νύχτα, η δράση μπλέκεται μες στον εαυτό της δημιουργώντας επίπεδα αλήθειας, χαρακτήρες κρίνονται από την ηθική των αποφάσεών τους απέναντι σε σκοτεινά αδιέξοδα, ενώ το νυχτερινό πεδίο δράσης κινηματογραφείται με επιμονή αλλά και ηλεκτρισμένη διάθεση που μετατρέπει έναν κλειστό, οριοθετημένο χώρο σε σκηνικό τραγωδίας που κρύβει διαρκώς νέες εκπλήξεις.
Asteroid City
Κάπου στα βάθη της αμερικάνικης ερήμου σε μια πολιτεία των νοτιοδυτικών ΗΠΑ που δεν κατονομάζεται, στα μέσα της δεκαετίας του ‘50, ένα μάτσο διαφορετικοί, ιδιοσυγκρασιακοί χαρακτήρες συγκεντρώνονται σε μια μικρή κωμόπολη μερικών δεκάδων μόνιμων κατοίκων. Και για κάποιον εξωφρενικό λόγο, δεν μπορούν για τις επόμενες λίγες μέρες να φύγουν από εκεί.
Μέσα από μια παιχνιδιάρικη, παστέλ στατικότητα, εκφράζεται η μεγάλη θλιμμένη καρδιά της ταινίας. Χαρακτήρες που δε μπορούν να μιλήσουν ή να διαχειριστούν τις απώλειές τους, τους φόβους τους ή να ολοκληρώσουν τα ταξίδια που κάποτε ξεκίνησαν. Κι οι ταινίες του Γουές Άντερσον, όλο και λιγότερο ευθύγραμμες ιστορίες συναισθηματικής πλήρωσης, σπάνε σε αμέτρητα εντυπωσιακά κομμάτια σμιλεμένα από διάφορες πρώτες ύλες, από χαρτόνι μέχρι χώμα, από stop motion animation μέχρι εκτυπωμένα δοκίμια. Κι ο ίδιος συνεχίζει να εξερευνά, να τολμά και να προσπαθεί να κατανοήσει το Άγνωστο– με όποιον τρόπο κι αν αυτό εκφράζεται στη ζωή μας ή στην τέχνη μας.
Το Χρονικό Ενός Εφήμερου Έρωτα
Μια single μητέρα κι ένας παντρεμένος άντρας ξεκινούν έναν κρυφό δεσμό έχοντας συμφωνήσει πως είναι κάτι το καθαρά σεξουαλικό– ούτε συναισθηματικά δεσίματα, ούτε τίποτα. Όμως σταδιακά, θα διαπιστώσουν όλο και περισσότερο πως θέλουν να είναι μαζί. Αλλά με τι ακριβώς τρόπο; Θέλουν τελικά το ίδιο πράγμα κι οι δύο;
Ο Εμανουέλ Μουρέ του θαυμάσια κατασκευασμένου και σκηνοθετημένου αισθηματικού δράματος Αυτά Που Λέμε Και Αυτά Που Κάνουμε, δημιουργεί και πάλι μια σχεδόν οπερατικής σπουδαιότητας άσκηση πάνω στη συναισθηματική μπαναλιτέ, παιγμένη, σκηνοθετημένη και καδραρισμένη με τις πιο λεπτές νότες κινηματογραφικού και αφηγηματικού ελέγχου. Ή για να το πούμε αλλιώς, το «τίποτα το ιδιαίτερο» μπορεί κάποιες φορές να είναι απολύτως μαγευτικό και να έχει υφανθεί με εντυπωσιακή μαεστρία της απλότητας.
Πίσω από τις Θημωνιές
Στα σύνορα της βορείου Ελλάδας ένας ψαράς πνιγμένος στα χρέη και βυθισμένος στην απόγνωση (πάντα καθηλωτική η παρουσία του Στάθη Σταμουλακάτου), αρχίζει να μεταφέρει μετανάστες με τη βάρκα του έναντι αδράς αμοιβής. Η γυναίκα του είναι κλασική νοικοκυρά και πιστή χριστιανή που αρχίζει σταδιακά να ζυγίζει το ηθικό βάρος της στάσης της απέναντι σε ό,τι συμβαίνει γύρω της, στη μικρή τους κοινωνία. Η κόρη του (Ευγενία Λάβδα, ερμηνευτικά άγουρη σε σημεία αλλά με φυσικότητα και σκληρή αλήθεια πάνω της και σε κάθε της μανερισμό στις στιγμές που μετράει περισσότερο) είναι έφηβη που δεν μπορεί άλλο την καταπίεση και διεκδικεί τη θέση της σε έναν κόσμο που προσπαθεί να ορίσει ως δικό της. Ένα τραγικό περιστατικό θα φέρει άπαντες αντιμέτωπους με τις πράξεις τους– τα θέλω τους, τις ανάγκες τους, τα ηθικά τους βάρη, τα ηθικά τους αδιέξοδα.
Μέσα από μια εξαιρετικής κατασκευής δομή, που καθόλου εύκολο δεν είναι να λειτουργήσει με το επιθυμητό αποτέλεσμα, η Προέδρου καταφέρνει τελικά να στήσει ένα αξιοθαύμαστης κοινωνικής και αφηγηματικής ευκρίνειας πορτρέτο μιας αληθινής, μεθοριακής, επαρχιακής Ελλάδας– με τα βάρη και τα αδιέξοδά της, βυθισμένη στην εγκατάλειψη και την αδιαφορία της μοντέρνας καπιταλιστικής μηχανής που αφήνει εργάτες να ξεσκίζονται μεταξύ τους και φτωχοποιημένα κοινωνικά στρώματα να γίνονται ανθρώπινα ζόμπι. Ένα αληθινά μεστό, περίτεχνο κομμάτι αφήγησης για μια Ελλάδα στα όριά της, που δίκαια σάρωσε στα φετινά βραβεία Ίρις του ελληνικού σινεμά.
Τα Πνεύματα του Ινισέριν
Κατά τη διάρκεια του ιρλανδικού εμφυλίου το 1923, δύο φίλοι έξαφνα βρίσκονται στα μαχαίρια, με την κόντρα τους να φτάνει στα άκρα. Αυτή η μικρού βεληνεκούς τραγικωμωδία καταφέρνει να αγγίξει μια αληθινή φλέβα περί της ανθρώπινης κατάστασης αλλά ταυτόχρονα και μικρές συμπεριφορικές αλήθειες διαπροσωπικών σχέσεων που από τη μία στην άλλη αποσυντίθεται.
Εν τέλει πιο κοντά στην μίξη υπαρξιακού στοχασμού με μαύρο χιούμορ και ψυχωμένου δράματος που θυμόμαστε από την αξεπέραστη ακόμα Αποστολή στη Μπριζ (την πρώτη συνεργασία του ΜακΝτόνα με τον Φάρελ), τα Πνεύματα είναι πνευματώδης αλλά και τραχιά τραγικωμωδία, γεμάτη πίκρα, χιούμορ και καρδιά. Δύο βραβεία στο φεστιβάλ Βενετίας (Σενάριο και Ανδρική Ερμηνεία, για τον Φάρελ) και 9 υποψηφιότητες Όσκαρ, για μια από τις πιο σημαντικές ταινίες της χρονιάς.
Suzume
Η 17χρονη Σουζούμε, που ζει έχοντας την ανάμνηση –και την πρόωρη απώλεια– της μητέρας της ως μόνιμη συντροφιά στις σκέψεις και τις ανησυχίες της, συναντά μια μέρα έναν μυστηριώδη νεαρό άντρα στο δρόμο για το σχολείο. Συνεπαρμένη από τη γοητεία του τον αναζητά σε ένα τοπικό εγκαταλειμμένο τοπόσημο, εκεί όπου μέσα από μυστηριώδη, ίσως μαγική, πόρτα εξαπολύεται στον κόσμο ένα τρομακτικό τέρας που απειλεί την περιοχή με καταστροφικές (σεισμικές) συνέπειες. Η Σουζούμε τώρα πρέπει να δουλέψει μαζί με τον νεαρό ώστε να κρατήσει αυτό το κακό μακριά από τον κόσμο μας, αναλαμβάνοντας στην πορεία να τον βοηθήσει να επιστρέψει στον παλιό του εαυτό, ύστερα από μια κατάρα που θα πέσει πάνω του μεταμορφώνοντάς τον.
Σε αυτή το υπέροχα αλληγορικό παραμύθι ενηλικίωσης, τα τέρατα-απειλές που απειλούν την Ιαπωνία με καταστροφικές σεισμικές δονήσεις, αποτελούν μια επέκταση της συλλογικής φοβίας απέναντι στις φυσικές καταστροφές, όπως ο σεισμός και το τσουνάμι που σάρωσε τη χώρα το 2011 αφήνοντας πίσω 20.000 νεκρούς και ολόκληρες περιοχές ρημαγμένες. Κατεστραμμένα σπίτια, εγκαταλελειμμένα λούνα παρκ, πλημμυρισμένα απομεινάρια, και κάθε λογής σημάδια ενός παρελθόντος που κάποτε υπήρξε εκεί, παλλόμενο, γεμάτο ζωντάνια και τώρα στέκει λειψό, φθαρμένο– ένα παρατημένο παρόν μιας χώρας (μιας κοινωνίας) γεμάτη ανοιχτές πληγές.
Βαβυλώνα
Ένας μεγάλος πρωταγωνιστής του σινεμά. (Μπραντ Πιτ ως μεγάλο όνομα του βωβού σινεμά, αστείος αλλά και πικρός και μελαγχολικός όταν πρέπει.) Μια κοπέλα που θέλει όσο τίποτα να γίνει σταρ. (Μάργκο Ρόμπι ξέφρενη, σε ερμηνεία-χείμαρρο που εντοπίζει την απόγνωση μες στην μανιακή –σχεδόν καρτουνίστικα– ενέργεια.) Ένα παιδί για όλες τις δουλειές που είναι προορισμένος για κάτι πολύ μεγαλύτερο. (Ντιέγκο Κάλβα, η ανακάλυψη της ταινίας, όχι ιδιαίτερα συναρπαστικός ωστόσο.)
Ιστορίες ανόδου και πτώσης πολλών διαφορετικών χαρακτήρων κατά την περίοδο της μεγάλης μετάβασης από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο πριν από σχεδόν έναν αιώνα, κεντημένες μεταξύ τους άναρχα, εκστατικά, με απέχθεια, με λατρεία. Όλα μαζί. Την ίδια στιγμή. Στην μεγάλη επιστροφή του Ντέιμιεν Σαζέλ (La La Land) σε ένα σινεμά του υπερθεάματος, ένα σινεμά που ακροβατεί φωνάζοντας και χορεύοντας, αναζητώντας τι μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στον κυνισμό και την εγκαρδιότητα. Η ταινία μοιάζει εξίσου κυνική όσο και μαγεμένη απέναντι στον κόσμο του Χόλιγουντ, με αγνή απογοήτευση απέναντι στην απανθρωπιά και το έρεβος που μπορεί να ελλοχεύει πίσω από τον κόσμο του θεάματος και τον θαυμασμό για τη διαχρονικότητα που αυτός μπορεί να γεννά. Αυτές οι εικόνες, αυτά τα πρόσωπα, θα ζουν για πάντα. Η μυθολογία τους, λέει ο Σαζέλ, συγκινημένος και συγχυσμένος την ίδια στιγμή, το ίδιο.
Ευλογία
Ένας ποιητής της καταπίεσης και του εσωτερικού, δακρυσμένου λυρισμού της ανθρώπινης ψυχής, ο Ντέιβις επιστρέφει μετά το Quiet Passion (για την Έμιλυ Ντίκινσον) με άλλη μια βιογραφική κατάθεση για έναν ταλαιπωρημένο ποιητή– αυτή τη φορά τον Σίγκφριντ Σασούν, του οποίου η ποίηση υπήρξε καθοριστική κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο Ντέιβις μένει μακριά από την οποιαδήποτε συμβατικά βιογραφική προσέγγιση, επιλέγοντας κάτι πολύ περισσότερο ρευστό, διαχέοντας εικόνες, λέξεις και συναισθήματα ανάμεσα σε χρονικές περιόδους ή ακόμα και στο οπτικό μέσο που χρησιμοποιεί. Η ταινία έτσι υπογραμμίζει την ιδέα του πώς η ποίηση (δηλαδή η τέχνη, δηλαδή οι ιστορίες) επιτρέπει σε κάτι καταπιεσμένο ή ανείπωτο να αναδυθεί στην επιφάνεια. Και πώς, τελικά, μέσα από ιστορίες-ως-αναμνήσεις είναι που τα πάντα βρίσκουν τη θέση τους και την έκφρασή τους ως κάτι το επίμονα διαρκές. Στο τέλος τα βιώνουμε όλα μαζί: μνήμες, ιστορίες, πληγές σωματικές, πληγές συναισθηματικές.
Ένα Όμορφο Πρωινό
Η Σάντρα είναι μητέρα, είναι κόρη, είναι ερωμένη, είναι άλλοτε αποφασισμένη κι άλλοτε απεγνωσμένη, είναι ισχυρή και ανίσχυρη. Με τη συνδρομή μιας εκπληκτικής Σεϊντού που μοιάζει σαν ηθοποιό που βλέπουμε πρώτη φορά μπροστά μας καθώς πλάθει έναν φρέσκο χαρακτήρα από παντελώς συνηθισμένα και μπανάλ υλικά, η Σάντρα αποκτά διαστάσεις γνώριμα ανθρώπινες μέσα μια αποσπασματικά γραμμική αφήγηση.
Η σκηνοθέτης Μία Χάνσεν-Λοβ οπτικοποιεί υπό μία έννοια την ίδια την αίσθηση της ζωής, όπου ακόμα και το κάθε τι κοσμογονικό μοιάζει στο τέλος σαν μια σειρά από snapshots της ίδιας μας της εμπειρίας. Χάρη στο ρυθμικό μοντάζ, τη διακριτική χρήση του κάδρου και ένα περίτεχνα ελλειπτικό σενάριο, το φιλμ είναι τελικά μια αποτύπωση της ίδιας της εμπειρίας του να ζεις, να απορροφάς, να αντιδράς και –τελικά– να συνεχίζεις. Πάντα.
Τα σίκουελ
John Wick: Κεφάλαιο 4
Στην 4η ταινία της κλασικής πια σειράς δράσης και πολεμικών τεχνών, ο Τζον Γουίκ επιστρέφει κυνηγημένος από την Τράπεζα, η οποία ανατινάζει το Continental της Νέας Υόρκης ως αντίποινα για την προφύλαξη του Γουίκ. Τώρα, ο φυγάς εκτελεστής ταξιδεύει στο Τόκιο για να συναντήσει έναν από τους τελευταίους φίλους που του απομένουν στον κόσμο, όμως ο Μαρκήσιος βρίσκεται ένα βήμα μπροστά. Παρότι στο τέταρτο κεφάλαιό της, η σειρά παραδίδει και με το παραπάνω, για μια ακόμη φορά. Καθαρά χωρισμένη σε τρεις διακριτές (σε ρυθμό και αισθητική) πράξεις, το φιλμ μετακινείται σε τρεις βασικές τοποθεσίες βρίσκοντας πάντα τρομερά ενδιαφέροντα πράγματα να κάνει με τη δράση σε κάθε μία από αυτές. Ενσωματώνοντας διαφορετικά όπλα και επιρροές στο στυλ της κάθε σεκάνς, όμως καταφέρνοντας ακόμα, η κάθε μία από αυτές να είναι γεμάτη με ιδέες και στυλ.
Creed III
O Άδωνις Κριντ κρεμά τα γάντια του και αποχωρεί από την ενεργό πυγμαχική δράση, όταν ένας παιδικός του φίλος επιστρέφει –έχοντας μόλις αποφυλακιστεί– για να του θυμίσει τα παλιά. Οι παιδικές αναμνήσεις που μοιράζεται με τον Ντέιμιαν δεν είναι όμως οι πιο ευχάριστες: Για την ακρίβεια, πρόκειται για ένα κομμάτι της ζωής του που ο Κριντ έχει καταπιέσει μέσα του, κρύβοντάς το κι από τη σύντροφό του αλλά κι από τον ίδιο τον εαυτό του. Όταν μια σειρά γεγονότων φέρει τον Ντέιμιαν στο ρινγκ να μάχεται με την ορμή και τη λύσσα μιας ολόκληρης χαραμισμένης ζωής, ο Κριντ θα πρέπει να βάλει ο ίδιος τέλος σε αυτή την ιστορία.
Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν αποτυπώνει μια γνώριμη δυναμική σα να επρόκειτο για κάποια anime σύγκρουση: Όλες οι σκηνές διαδραματίζονται σε μια απροσδιόριστου δειλινού χρωματική παλέτα, κάθε πράξη φέρνει άμεσες συνέπειες χωρίς έγνοια για το πώς κυλά ο χρόνος (που μοιάζει ακίνητος ή σα να τρέχει ακατάπαυστα, ή και τα δύο ταυτόχρονα), κι οι μάχες καδράρονται μέσα από λεπτομέρειες στα μάτια ή στη φιγούρα των ηρώων, που συχνά τοποθετούνται εκτός ρεαλιστικού πλαισιού και κατευθείαν μέσα σε ένα σκηνικό συναισθηματικά αφαιρετικό– οπωσδήποτε στο σύμπαν των Rocky/Creed δεν έχουμε ξαναδεί απολύτως τίποτα που έστω να μοιάζει με την τελευταία μάχη του Creed III.
Magic Mike: Ο Τελευταίος του Χορός
Στο νέο σίκουελ των περιπετειών του Μάικ Λέιν, ο πάλαι ποτέ Μάτζικ Μάικ (του πάντα εντυπωσιακού σωματικού ερμηνευτή Τσάνινγκ Τέιτουμ) δουλεύει πλέον σερβιτόρος σε κέτερινγκ, με την επιχείρησή του να έχει φαληρίσει κατά την περίοδο μιας ακόμα κρίσης. Σε μια δεξίωση στο σπίτι μιας πλούσιας σχεδόν-χωρισμένης συζύγου ενός μεγιστάνα των μίντια, ο Μάικ καλείται να χορέψει για την γυναίκα, κι αυτός ο χορός θα της αλλάξει τη ζωή. Έξαφνα, οι δυο τους βρίσκονται μαζί στο Λονδίνο, όπου εκείνη δίνει στον Μάικ τα κλειδιά της θεατρικής της επιχείρησης, με σκοπό η παρωχημένη, σοβινιστική παράσταση, να μετατραπεί σε ένα απενοχοποιημένο σόου γεμάτο χορό και πόθο.
Παλαιάς κοπής ρομαντική κομεντί, με αντικείμενο της πλοκής έναν αφελώς παλιομοδίτικο στόχο. Κι είναι η προαναφερθείσα σκηνή της αρχής, και τελικά εκείνη φυσικά του φινάλε, που οριοθετούν την αισθητική και την καρδιά του φιλμ. Το σέξι σοκ της αρχής μεταφράζεται σε ένα σχεδόν βουβό αποκορύφωμα του σόου, μια παράσταση-δώρο για όλες και όλους, με τον Σόντερμπεργκ να περνά φανταστικά κινηματογραφώντας τον χώρο σαν μια αρένα πάθους και κίνησης γεμάτη ζωντάνια και ενέργεια, με σκιές, αποχρώσεις και αντανακλάσεις να συνθέτουν μια ακόμα πανέμορφη ψηφιακή παλέτα του ακούραστου σκηνοθέτη. Εκεί που τελειώνουν τα λόγια, βρίσκεται η κίνηση.
Αρκούδες Δεν Υπάρχουν
Σε ένα χωριό κοντά στα σύνορα του Ιράν με την Τουρκία, ο Τζαφάρ Παναχί σκηνοθετεί μια ταινία από το λάπτοπ του, κάτι που παρουσιάζει τα δικά του πρακτικά προβλήματα όταν ο σκηνοθέτης διαπιστώνει πως δεν υπάρχει καν σήμα ίντερνετ. Ακόμα μεγαλύτερα προβλήματα θα προκύψουν στην πορεία, καθώς ο Παναχί (παίζοντας μια εκδοχή του εαυτού του στα όρια μυθοπλασίας και πραγματικότητας) θα μπλεχτεί με τις παραδόσεις και τις οπισθοδρομικές αντιλήψεις των ντόπιων, σε μια προσπάθειά του να καταλάβει και να καταγράψει την πραγματικότητα.
Ίσως η πιο θυμωμένη και ωμή από τις θαυμάσιες meta ταινίες του Τζαφάρ Παναχί, ο οποίος έχοντας υπάρξει σε κατ’οίκον περιορισμό επί σειρά ετών (και πρόσφατα φυλακισμένος από το καθεστώς στο Ιράν) έχει δημιουργήσει ένα εντυπωσιακό σύνολο έργου το οποίο αρνείται να καταγραφεί απλουστευτικά ως αλήθεια ή φιξιόν.
Σκάρλετ
H μικρή κόρη ενός βετεράνου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σε ένα επαρχιακό χωριό της Γαλλίας, μεγαλώνει έχοντας για πάθος το τραγούδι και το βλέμμα μακριά, στον ορίζοντα. Μια προφητεία λέει πως μια μέρα ένας ξένος μάγος θα έρθει με τα φτερά του και θα την πάρει μακριά. Όταν εκείνος εμφανίζεται, αλλάζουν όλα. Όμως η προφητεία μπορεί να βγει αληθινή;
Ο σκηνοθέτης του επικού Martin Eden αφηγείται μια πολύ πιο ταπεινή, παραμυθένιας υφής ιστορία, δουλεύοντας και πάλι με υλικά φθαρμένα, χειροποίητα. Εμπλέκει αρχειακά υλικά με αισθητικά αβίαστο τρόπο στην εικόνα του, όμως ο τρόπος με τον οποίο τοποθετεί την ιστορία σε τόπο και εποχή έχει να κάνει πολύ περισσότερο με τους ανθρώπους– με τα σκαμένα πρόσωπά τους, τα τραχιά χέρια τους, τις κατασκευές που φτιάχνουν σε μια στιγμή στο χρόνο λίγο πριν την μεγάλη τεχνολογική ανάπτυξη του 20ου αιώνα.
Το Ήσυχο Κορίτσι
Στην Ιρλανδία των ‘80s, ένα ήσυχο, παραμελημένο κορίτσι μιας πολυμελούς, δυσλειτουργικής οικογένειας στέλνεται να περάσει το καλοκαίρι με μακρινούς συγγενείς. Υπό την προστασία και την φροντίδα τους, η μικρή Κάιτ είναι σα να ανθίζει, σα να της επιτρέπεται για πρώτη φορά να αφήσει τον εαυτό της αληθινά ελεύθερος. Οι νέοι προσωρινοί γονείς βρίσκουν κι εκείνοι νέα σημεία αναφοράς, νέες συνήθειες. Όμως σε αυτό το σπιτικό όπου όλα μοιάζουν –έστω για μια στιγμή– ιδανικά, ένα μυστικό θα αλλάξει τις ισορροπίες.
Υπαινικτικό και θριαμβευτικά χαμηλών τόνων, στήνει την ιστορία με υπομονή, φροντίδα και συναισθηματική πυκνότητα, εκμεταλλευόμενο τόσο τις αναμενόμενες συμβάσεις κάθε ιστορίας ενηλικίωσης, όσο και το πανέμορφο, σκληρά παραμυθένιο φυσικό τοπίο. Χτίζοντας τελικά, χωρίς να καταλάβεις καλά-καλά από πού σε χτύπησε, προς ένα πολύ συγκινητικό φινάλε, από τα ωραιότερα της χρονιάς. Υποψηφιότητα-έκπληξη για το φετινό Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας.
Reality
Κάτι παραπάνω από απλώς ‘βασισμένο σε αληθινή ιστορία’, το Reality θολώνει το όριο ντοκουμέντου και απεικόνισης και με μεγάλη φιλοδοξία αναζητά την αλήθεια και τις ψυχολογικές διακυμάνσεις που βρίσκονται ανάμεσα σε λέξεις καταγεγραμμένες από την ίδια την Ιστορία. Το φιλμ αφηγείται με καθηλωτική λεπτομέρεια ένα απόγευμα καλοκαιριού του 2017, όταν δύο πράκτορες του FBI περιμένουν έξω από το σπίτι της την μεταφράστρια φαρσί της NSA, Ριάλιτι Γουίνερ με ένταλμα έρευνας στο σπίτι της. Ο λόγος; Η διαρροή απόρρητων αρχείων που σχετίζονται με τη δράση της NSA, τα οποία φυσικά και δεν έπρεπε ποτέ να δουν το φως της μέρας.
Σταδιακά, η επίσκεψη των δύο πρακτόρων μετατρέπεται σε μια όλο και πιο ασφυκτική ανάκριση, καθώς κινούμαστε προς ένα προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα και καθώς, την ίδια στιγμή, η νεαρή Ριάλιτι αρχίζει να αφήνει πίσω της την αρχική της αφέλεια και να έρχεται σε συνειδητοποίηση της βαρύτητας της κατάστασης. Στο είδος του, θα μνημονεύεται στο μέλλον ως κάτι το οπωσδήποτε ξεχωριστό.
Μέρες Ξηρασίας
Ένας νεαρός και αφοσιωμένος στην δουλειά του εισαγγελέας μετατίθεται σε μια μικρή κωμόπολη η οποία έχει πληγεί από ανυδρία αλλά και μια σειρά από σκάνδαλα. Το αρχικό καλωσόρισμα θα εξελιχθεί όμως γρήγορα σε πίεση από το τοπικό σύστημα διαφθοράς και ελέγχου, καθώς ο νεαρός άντρας δεν καταλαβαίνει από ισορροπίες και τοπικές ιδιομορφίες, παρουσιάζοντας ένα άκαμπτο παρουσιαστικό ευθύνης. Σύντομα θα εμπλακεί σε έναν σκοτεινό ιστό μυστικών και ενοχής, την ώρα που ο δεσμός του με τον εκδότη μιας τοπικής εφημερίδας θα φουντώσει τις φήμες που οι πολιτικοί του αντίπαλοι θα σπεύσουν να εκμεταλλευτούν.
Έξοχο δείγμα μοντέρνου πολιτικού νεο-νουάρ που μοιάζει να τοποθετείται κάπου ανάμεσα στην Τσάιναταουν και στη 2η σεζόν του True Detective, το οποίο κατανοεί την ανάγκη για κάποια πολύ βασικά στοιχεία του είδους (ένα αποπνικτικό πλέγμα διαφθοράς, αρρωστημένα μυστικά ηθικής κατάρρευσης, διαρκή αδιέξοδα, μόνιμος ιδρώτας) τα οποία μετατοπίζει σε ένα σύγχρονο μεν σκηνικό το οποίο όμως στην πραγματικότητα θα μπορούσε να ανήκει στην οποιαδήποτε εποχή– όπως και τα μοτίβα τα οποία αναπτύσσει και εξερευνά.
Τα Οχτώ Βουνά
Δύο φίλοι περνούν στιγμές μαζί ως παιδιά, στιγμές καθοριστικές για το τι άντρες, τι άνθρωποι θα μεγαλώσουν να γίνουν. Κι οι οποιες θα καθορίζουν για πάντα τη σχέση τους με τη φύση αλλά τη μεταξύ τους. Ο Πιέτρο είναι παιδί της πόλης, κι ένας άνθρωπος που μοιάζει διαρκώς να τρέχει για να βρεθεί και κάπου αλλού, να γνωρίσει κάτι άλλο. Ο Μπρούνο είναι ένα ορεινό αγρίμι, μοιάζει να έχει βρει το κέντρο του στο βουνό. Κάθε χρόνο βρίσκονται ξανά, μέχρι που απομακρύνονται. Πριν έρθουν ξανά κοντά. Και ξανά μακριά. Είναι μια ταινία, βασικά, για τη ζωή.
Διασκευή του βιβλίου Οκτώ Βουνά όπου τοπία, επαναλήψεις μοτίβων και σιωπές ανάμεσα στο πάντοτε έξαφνο πέρασμα του χρόνου, επιτρέπουν σε μικρές μεμονωμένες στιγμές να γιγαντωθούν μέσα από την επανάληψη και την σιωπή σε καθοριστικά σημεία αναφοράς ολόκληρων ζωών– ή πώς κάτι το οσοδήποτε μικρό μπορεί να εξελιχθεί σε χιονοστιβάδα αν προλάβει να πάρει αρκετές στροφές. Κινηματογραφικές ανάσες και κινηματογραφικοί χρόνοι που σμιλεύουν ολόκληρες ζωές και σχέσεις ηρώων με τρόπο αβίαστο και μεγαλόπνοο.
Τοπ-5:
5. Επιστροφή στη Σεούλ
Η Φρέντι, γεννημένη στην Νότιο Κορέα, αλλά υιοθετημένη και μεγαλωμένη στη Γαλλία, αποφασίζει ενστικτωδώς, χωρίς να το πολυσκεφτεί, να μπει σε μια πτήση και να γυρίσει στη Σεούλ– ή ίσως, στην ουσία, να πάει για πρώτη φορά. Εκεί προσπαθεί να έρθει σε επαφή με τους βιολογικούς γονείς της όμως στην διαδρομή θα συνειδητοποιήσει πόση λίγη σχέση έχει με τη χώρα αυτή, και με τους ανθρώπους που αναζητά.
Μια ταινία γεμάτη κοντινά πλάνα, καθώς η Φρέντι μοιάζει διαρκώς να προσπαθεί να αποδράσει: από τις οικογένειές της, από τις χώρες της, από το πώς διαρκώς άλλα πράγματα την καθορίζουν, από τα ίδια τα όρια του κάδρου. Η κάμερα την ακολουθεί διαρκώς, ακόμα και άτακτα, με τον ίδιο τρόπο που οι γύρω της προσπαθούν μονίμως να την βάλουν σε κουτάκια. Σπασμένοι δεσμοί που ποτέ δεν υπήρξαν ενωμένοι δε θα μπορούσαν ποτέ να σχηματιστούν τόσο απλά, και μια κρίση ταυτότητας δε θα λυνόταν ποτέ με μια απλή απόφαση «ανήκω εδώ και είμαι αυτή». Μπορείς ποτέ να ανήκεις στα αλήθεια κάπου, να νιώσεις πως τα πόδια σου πατούν στέρεα στο έδαφος, όταν στα πρόσωπα των άλλων αντιλαμβάνεσαι διαρκώς μια απόπειρα ετεροκαθορισμού, εγκλωβισμού; Βραβείο Χρυσή Αθηνά στις Νύχτες Πρεμιέρας και πρεμιέρα στο περσινό φεστιβάλ Καννών.
4. Tar
H ζωή, η καριέρα και η πτώση της καταξιωμένης συνθέτη και μαέστρου Λύντια Ταρ ύστερα από κατηγορίες που γίνονται εναντίον της. Η Κέιτ Μπλάνσετ σε ρόλο καριέρας και δίπλα της η σπουδαία Νίνα Χος του γερμανικού Phoenix, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Τοντ Φιλντ του In the Bedroom που επιστρέφει με νέα ταινία ύστερα από 16 χρόνια.
Είναι γεμάτη προσωπικούς θριάμβους και αποτυχίες, γεμάτη τραγωδία αλλά και σπαρταριστό μαύρο χιούμορ, καθώς ακολουθεί μια σύνθετη ιστορία ανόδου και πτώσης γεμάτη κενά και φαντάσματα (του παρελθόντος ή και όχι μόνο), και αποτελώντας ίσως το πιο ενδιαφέρον κείμενο πάνω στην «κουλτούρα ακύρωσης» αυτή τη στιγμή, δίχως σε καμία περίπτωση να εξαντλείται σε αυτό. Κάπου ανάμεσα στην μεθοδικότητα του σεναρίου, τη σκηνοθετική βαρύτητα, την απρόσμενη μίξη χιούμορ, σασπένς και τραγωδία, και την ακραία σατιρική αποτύπωση ακόμα και της σοβαρότερης σκηνής, το φιλμ καταφέρνει να αποτελεί τελικά κάτι σαν καθρέφτη, σαν τεστ προσωπικότητας για τον κάθε θεατή. Μια από τις πιο συναρπαστικές και θεματικά περίπλοκες ταινίες των τελευταίων χρόνων.
3. Σεντ Ομέρ
Μια γυναίκα από τη Σενεγάλη κατηγορείται πως εγκατέλειψε το 15μηνο παιδί της να πεθάνει, και μια συγγραφέας παρίσταται στη δίκη προκειμένου να εμπνευστεί από το γεγονός για να γράψει μια επαναδιατύπωση της Μήδειας, αρχίζοντας στην πορεία να αμφισβητεί πολλά από τα κομμάτια της ηθικής και κοινωνικής της κοσμοθεωρίας που θεωρούσε δεδομένα.
Η σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ Άλις Ντιόπ με την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας κερδίζει τον Αργυρό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας, έχοντας εμπνευστεί από ένα αληθινό περιστατικό το οποίο δραματοποιεί με έναν αληθινά αξιοπρόσεκτο τρόπο: Όχι ώστε να το αποτυπώσει μέσω δράσης, αλλά διασκευάζοντάς το ως μια σειρά από δραματικούς μονολόγους που οι ηθοποιοί, σαν αρχαίοι τραγωδοί, ερμηνεύουν για το κοινό– της δίκης αλλά και της κινηματογραφικής αίθουσας. Έτσι, συζητά για ζητήματα φυλετικά και ταξικά ως έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες, σε μια Γαλλία που ζει πάνω στην αποικιοκρατικό παρελθόν της, συνδέοντας μοντέρνα και αρχαία τραγωδία με μια γραμμή τόσο ευθεία όσο το βλέμμα της τραγικής ηρωίδας.
2. Η Χώρα του Θεού
Στην Ισλανδία του 19ου αιώνα, ένας λουθηρανός ιερέας από τη Δανία αναλαμβάνει μια αποστολή επιμόρφωσης και καταγραφής. Ταξιδεύει στην Ισλανδία με σκοπό να επιβλέψει το χτίσιμο μιας νέας εκκλησίας, και παράλληλα καταγράφει τη ζωή του τόπου μέσα από εικόνες που παίρνει. Όμως το αφιλόξενο τοπίο κι η αδυναμία του να συνεννοηθεί με τους ντόπιους, θα δοκιμάσουν σκληρά την πίστη του. Στο πρώτο της μέρος η ταινία παίρνει όλο της χρόνο ώστε να καταγράψει το τοπίο αφήνοντάς μας να το βιώσουμε σα να επρόκειτο κι εμείς να αναμετρηθούμε μαζί του, πριν φέρει τον ιερέα εν μέσω μιας νέας (για εκείνον) κοινότητας που προκαλεί κάθε του κομμάτι πίστης, ηθικής και κοσμοθεωρίας.
Απίστευτης σκληρής ομορφιάς φιλμ πάνω στη σχέση του ανθρώπου με το τοπίο, πάνω στην αποικιοκρατία και στο πώς καταγράφεται (κι από ποιους, και με τι κριτήρια) η ίδια η ανθρώπινη Ιστορία, πάνω –τελικά– στον Χρόνο και στον Θάνατο. Σε όλη του τη διάρκεια, πρόσωπα και ιστορίες αποτυπώνονται ως μια στιγμή στο χρόνο (κυριολεκτικά κιόλας– χάρη σε πρωτόλειες φωτογραφικές μηχανές και της υπομονετικής διαδικασίας που απαιτούν), άνθρωποι και ζωντανά αντιμάχονται, αναμετρώνται και πεθαίνουν, ενώ γύρω τους βρυχάται ένας άγριος τόπος που μοιάζει αιώνιος. Τα πάντα μοιάζουν μικρά και τεράστια την ίδια στιγμή, λεπτομέρειες και κοσμογονίες μες στο ίδιο κάδρο.
1. Spider-Man: Ακροβατώντας στο Αραχνο-Σύμπαν
Το Ακροβατώντας πετά τους κανόνες περί σίκουελ στα σκουπίδια κάνοντας κεντρικό του αφήγημα την παθιασμένη πεποίθηση πως καθένας είναι ελεύθερος να γράψει τη δική του ιστορία. Και στηρίζοντάς το σε μια ακόμα πιο αφηρημένη αισθητική δομή, όπου κανένας κόσμος και κανένα σχεδιαστικό στυλ δε μοιάζει να είναι κυρίαρχο, παρά η ταινία αφήνεται να κυλά σχεδόν ράθυμα από τη μία αισθητική προσέγγιση στην άλλη, δίχως άγχη, δίχως καν ιδιαίτερη αφηγηματική ώθηση.
Πολύ απλά, το φιλμ αυτό απορρίπτει την ιδέα της όποιας κανονικότητας, βρίσκοντας χρόνο και διάθεση να μας ταξιδέψει από έναν κόσμο-ζωντανό moodboard (με αποχρώσεις και στησίματα κάδρου να μεταβάλλονται ανάλογα με τη συναισθηματική κατάσταση των χαρακτήρων) μέχρι ένα ελεύθερων γραμμών σύμπαν που ξεπηδά από την οθόνη με πολύχρωμη, αταξινόμητη ζωντάνια. Οι χαρακτήρες που εισβάλλουν, σαν ορμητικές ιδέες, μοιάζουν από παπιέ μασέ μέχρι πανκ κολάζ τοίχου, κι από τουβλάκια μέχρι παλιομοδίτικο sci-fi. Είναι ο θρίαμβος της προσωπικότητας. Και ταυτόχρονα, ένα από τα πιο ακατάπαυστα, ανεξάντλητα όμορφα φιλμ που θα δούμε φέτος σε οποιαδήποτε οθόνη.