ΟΙ SELOFAN ΘΕΛΟΥΝ ΝΑ ΒΑΛΟΥΝ ΜΑΘΗΜΑ DARK WAVE ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Οι Selofan καλούν στη σκηνή του Fuzz τους Lebanon Hanover και τους The Glass Beads, και μας βάζουν στο μυαλό τους.
Η σκοτεινιά έχει πάντοτε τη δική της γοητεία, ειδικά όταν το φως αποκαλύπτει τις πιο άσχημες πτυχές της πραγματικότητας. Ίσως γι’ αυτό τον λόγο, οι πιο “dark” ήχοι να κερδίζουν όλο και περισσότερο χώρο στο ελληνικό κοινό, την ώρα που η επιφορτισμένη με αρνητική ειδησεογραφία καθημερινότητα, έχει ασφυκτική ανάγκη από λίγο περισσότερο ρομαντισμό.
Σε αυτές τις γκρίζες ζώνες ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι αρέσκονται να ζουν οι Selofan. Άλλοτε με στίχο στα αγγλικά, άλλοτε στα ελληνικά, πάντοτε υπό τη συνοδεία των αγαπημένων τους synth. Συνεπείς παραγωγικά, ηχογραφούν κατά ρυπάς εδώ και δέκα χρόνια, ετοιμάζουν νέα κυκλοφορία αυτό το διάστημα, ενώ μέσα από τη δισκογραφική τους “Fabrika Records”, μας έχουν “συστήσει” ουκ ολίγες μπάντες. Το επόμενο Σάββατο δε, οι “κατά κόσμον” Δημήτρης και Ιωάννα Παυλίδου, στήνουν τη δική τους γιορτή στο Fuzz Club, μαζί με τους εμβληματικούς Lebanon Hanover και τους ανερχόμενους Ουκρανούς Glass Beads που φιλοξενούν αμφότερους, στο label τους.
Το The Magazine μίλησε με την Ιωάννα για το νέο live της μπάντας, τη δουλειά των Selofan συνολικά, αλλά και το τι σημαίνει τελικά “goth” για αυτούς.
Εν αρχή ην το όνομα, και για το “βάπτισμα” του διδύμου, η Ιωάννα μας λέει: “Το πρότεινε ο Δημήτρης με τόση σιγουριά που ούτε καν το συζητήσαμε, αυτό ήταν το πρώτο που του ήρθε στο μυαλό αυτό κρατήσαμε. Tο γράψαμε όπως το προφέρουμε στα ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες, οπότε είναι μια λέξη που όλοι καταλαβαίνουν, όμως ουσιαστικά δεν υπάρχει”.
Προσωπικά, πώς θα περιέγραφες τον ήχο σας; Μήπως τελικά η ταμπέλα του dark wave ή του underground, είναι απλώς μια ταμπέλα;
“Στην εποχή μας μάλλον συμβαίνει αυτό που λες, “ταμπελοποιούνται” εύκολα τα πάντα και χάνεται η ουσία, αυτό γίνεται όταν υπάρχει κορεσμός, όταν μια υποκουλτούρα περάσει στην μαζική κατανάλωση. Εμείς έχουμε νοθευμένο ήχο, γιατί έτσι προέκυψε, ο ήχος μας είναι ένα κράμα των μουσικών μας επιρροών και ένας αντικατοπτρισμός της ζωής μας, δεν επιδιώξαμε να ανήκουμε κάπου, νιώθουμε όμως underground με την έννοια πως έχουμε κοπιάσει πολύ για να κάνουμε κάτι που αγαπάμε, δρώντας αυτόνομα”.
Τελικά, τι είναι “goth” σύμφωνα με τους Selofan; “Χλωμά αυτοκαταστροφικά παιδιά που καπνίζουν πολύ και κοιμούνται σε φέρετρα… Αστειέυομαι φυσικά επειδή ο όρος “goth” ακούγεται πια κλισέ, κάθε πράγμα στον καιρό του και ο γκοθάς στα 80’s. Εχουμε βέβαια φίλους που συνεχίζουν και ζούν όπως τότε, κάτι “μαύρα πουλιά” που θα έπρεπε να είναι είδος υπό προστασία κατά την ταπεινή μου γνώμη”.
Ζούμε την μουσική μας και αυτό είναι και το κλειδί στην σχέση μας
Σχετικά με το πώς “λειτουργεί” το ότι είναι ζευγάρι στην προσωπική τους ζωή, τα πράγματα κινούνται γύρω από τη μουσική και ανατροφοδοτούνται από αυτή: “Μαζί ζούμε, μαζί μπαίνουμε στο στούντιο και ας γράφει μόνο ο Δημήτρης την μουσική, μαζί κάνουμε την παραγωγή, επιλέγουμε ήχους, στήνουμε τα κομμάτια, ενθουσιαζόμαστε, απογοητευόμαστε, συγκινούμαστε. Ζούμε την μουσική μας και αυτό είναι και το κλειδί στην σχέση μας νομίζω”.
Στον τελευταίο σας δίσκο επιλέγετε την “αγγλική” φωνή. Φαντάζομαι για να υπάρχει ένα πιο διεθνές “άνοιγμα” στον ήχο, σωστά; Πέραν τούτου, κατά τη γνώμη σου, ταιριάζει ο ελληνικός στίχος στη πιο σκοτεινή μουσική; Οι She Past Away άλλωστε είναι ένα αντίστοιχο παράδειγμα από τη γειτονική μας χώρα.
“Δεν υπάρχει κανένα πλάνο πίσω απο την επιλογή της γλώσσας, είναι ό,τι κάτσει καλύτερα σε κάθε κομμάτι, τελευταία κάθονται καλύτερα τα αγγλικά και τα γερμανικά. Όλες οι γλώσσες ταιριάζουν αν το συναίσθημα είναι αληθινό και έχεις και κάτι να πεiς. Όμως η γλώσσα δεν θα πρέπει να μας περιορίζει, ούτε η χρήση της να αποσκοπεί κάπου γιατί τότε χάθηκε η αλήθεια και κάποτε αυτό ο κόσμος θα το αντιληφθεί. Γενικά μ’ αρέσουν πολύ οι μπάντες που τραγουδούν στην μητρική τους, νιώθω όμως τυχερή που μπορώ να χρησιμοποιήσω και άλλες γλώσσες και να παίξω με την διαφορετική χροιά τους”, μας λέει η Ιωάννα.
Πραγματοποιήσατε περιοδεία στη Λατινική Αμερική; Ποιες είναι οι εντυπώσεις; Τι χώρο καταλαμβάνει η dark wave στο ακροατήριο αυτών των χωρών;
“Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής είναι μέσα στην καρδιά μας, εκεί αυτά τα είδη υπό προστασία που σου έλεγα προηγουμένως, ζουν και βασιλεύουν. Ειδικά η σκηνή στο Μεξικό είναι τεράστια και αληθινά underground, όμως και στην Χιλή, στο Περού και στην Κολομβία το κοινό ήταν έξαλλο. Δεν υπάρχει η συναυλιακή υπερπροσφορά εκεί που έχουμε συνηθίσει εδώ, οι συνθήκες διαβίωσης είναι δυσκολότερες οπότε όταν μια μπάντα του είδους μας πηγαίνει, σύσσωμη η σκηνή την υποστηρίζει ψυχή τε και σώματι. Έρχονται με άγριες διαθέσεις, χορέυουν, ουρλιάζουν, σου δίνουν δώρα, είναι το πιο ένθερμο και ενεργό κοινό που έχουμε συναντήσει και μας έκαναν να νιώσουμε υπέροχα”.
Πώς ζήσατε/περάσατε την πανδημία; Είχε κάποια δημιουργική πτυχή για εσάς;
“Σπίτι μας και σε σπίτια φίλων, επιδιώξαμε να μην φρικάρουμε, να το δούμε ως ενα αναγκαστικό μεν διάλλειμα, και κάπως να το αξιοποιήσουμε. Αφού περάσαμε κ εμείς όπως πολύς κόσμος την φάση της φασίνας του σπιτιού και του μαγαζιού με τα συνθεσάιζερ που έχουμε (το synthesizergr) για να μην πεσει και μας πλακώσει – μπήκε σαν ηλιαχτίδα στο κλειστό μας στούντιο ένα νέο, ελληνόφωνο πρότζεκτ που θα βγεί σύντομα. Όχι τόσο σκοτεινό, βάλτε λιγότερο μολύβι ματιών, ηλιαχτίδα είπαμε”.
Πότε θα περιμένουμε λοιπόν τον νέο δίσκο και τι ιδιαιτερότητες θα έχει;
“Ίσως του χρόνου, θα δείξει, έχουμε ξεκινήσει να τον δουλέυουμε, αλλά “κόλλησε” λόγω συναυλιακού φόρτου. Μέχρι στιγμής είναι ένας ήρεμος δίσκος παλιομοδίτικου dark wave, βαθύς και συναισθηματικός. Η διαφορά του με τους προηγούμενους είναι πως έχει συνοχή μουσικά, πως πλέον είμαστε, δεν θα έλεγα πιο επαγγελματίες, ωστόσο σίγουρα πιο ψυλλιασμένοι όσον αφορά την σύνθεση, την παραγωγή, το τραγούδι και το mastering. Επίσης χρησιμοποιούμε άλλα μηχανήματα οπότε έχουμε αυτομάτως άλλο ήχο, άλλα σύνθια και ντράμς, είναι λιγότερο electro, δεν φαντάζομαι τον ακροατή να ξεβιδώνεται στον χορό δηλαδή, πιο πολύ να τον ακούει με ενα ποτήρι κρασί ή ο,τι προτιμάει ο καθένας, σε ενα σκοτεινό δωμάτιο υπό το φως των κεριών και παράλληλα να εξοικονομεί την πλέον πολύτιμη ενέργεια. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου, εν ολίγης”.
Τελευταία υπάρχει μια άνθηση στην εγχώρια ανεξάρτητη παραγωγή. Ποιες μπάντες ξεχωρίζεις και γιατί;
“Ξεχωρίζω τις Hekátē γιατί είναι μια αμιγώς γυναικεία μπάντα, πράγμα σπάνιο στην σκηνή μας και είναι αυθεντικές σε αυτό που κάνουν, να παίζουν δηλαδή πανκ σκοτεινών καταβολών. Αντίστοιχα αυθεντικοί είναι και οι Data Fragments, οι cold i, οι Ghostland, οι “Γεμάτος αράχνες ρε φίλε”, ο Eddie Dark, ο Tango Mangalore, ο Doric. Η αγαπημένη μου ελληνική μπάντα που πρόλαβα ενώ ήταν ενεργή, γιατί δυστυχώς δεν είναι πια, είναι οι Mary and the Boy”.
Έχετε σκεφτεί να διασκευάσετε κάποιο/α “κόντρα” κομμάτι/α, φαινομενικά μη σχετικό/α με τον ήχο σας, και αν ναι ποιο ή ποια θα ήταν αυτά;
“Σχεδόν ό,τι ακούω το σκέφτομαι σαν διασκευή, σχεδόν πάντα δεν είναι νταρκίλα και πάντα διαφωνεί ο Δημήτρης. Πολύ παλιά στις αρχές της ιστορίας μας είχαμε διασκευάσει το “If you go away” του Frank Sinatra αφού “πείραξα” λίγο τους στίχους προηγουμένως και το κομμάτι μετατράπηκε στο ακριβώς αντίθετο απο αυτό που είναι, σε ενα anti lovesong δηλαδή. Με αυτό ο Δημήτρης παραδόξως οχι μόνο συμφώνησε αλλά το ερμήνευσε κιόλας. Έχουμε επίσης διασκευάσει το “πόσο λυπάμαι” της Σοφίας Βέμπω και ενα κομμάτι των Siekiera. Θα ήθελα και το “This is how it feels” των Inspiral Carpets, το “Dance me to the end of love” του Leonard Cohen, το “Killed by Death” των Motörhead και άλλα πολλά που δεν θα συμβούν ποτέ”.
Πώς προέκυψε η Fabrika Records; Και πώς προέκυψαν οι συνεργασίες σας με τις διεθνείς μπάντες που ήρθαν στο label; Θα έχουμε ίσως κάποια συλλογή στο προσεχές μέλλον;
“Η Fabrika είναι η νεότερη αδερφή της Dead Scarlet records την οποία έτρεχε μόνος του ο Δημήτρης πριν γνωριστούμε. Μαζί είπαμε να δημιουργήσουμε κάτι φρέσκο, είχαμε την τύχη να ξεκινήσουμε με την Fabrika την χρονική στιγμή που ξεκίναγαν την πορεία τους πολλές μπάντες που σήμερα είναι καταξιωμένες στον χώρο όπως οι She Past Away και οι Lebanon Hanover. Ήμασταν πάντα μουσικόφιλοι, ταξιδεύαμε στο εξωτερικό για να δούμε συναυλίες, αυτές οι μπάντες ήταν τότε ακόμα άγνωστες, έπαιζαν σε μικρά κλάμπ για λίγο κόσμο, οπότε εύκολα γνωριστήκαμε και το ένα έφερε το άλλο. Ξεκινήσαμε με την συλλογή Monosynth, με αυτήν συστηθήκαμε ως εταιρεία, μέχρι σήμερα έχουμε κυκλοφορήσει δυο, δεν αποκλείεται μελλοντικά να υπάρξει συνέχεια”.
Το πιο δύσκολο πράγμα όταν είσαι μουσικός στην Ελλάδα, είναι αρχικά πως βρίσκεσαι στην Ελλάδα
Ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα όταν είσαι μουσικός στην Ελλάδα; Βιοπορίζεστε από όσα κάνετε καλλιτεχνικά;
“Ανάλογα το όραμά του, ενίοτε τα κάνουμε μόνοι μας τα πράγματα δυσκολότερα απ’ ο,τι είναι. Εαν κάποιος δηλαδή προσδοκά την λύση του βιοποριστικού του προβλήματος ή την ηθική ικανοποίηση της αναγνώρισης, ενώ κινείται σε underground μονοπάτια, σε μια χώρα που αυτό δεν το θεωρεί απαραίτητα μέρος της πολιτισμικής της κουλτούρας και συνεπώς δεν το υποστηρίζει, τότε πιθανών να απογοητευτεί. Φίλοι μας από την Σουηδία, την Νορβηγία, την Ισλανδία μας λένε για επιχορηγήσεις που παίρνουν από το κράτος για να κάνουν αυτό που κάνουμε εμείς εδώ. Διόλου ευκαταφρόνητα ποσά που τους επιτρέπουν να κάνουν μουσική χωρίς το άγχος της βιοπάλης. Η μπάντα μας πλέον, ύστερα απο δέκα χρόνια και έξι δίσκους, είναι επικερδής, σε καμία περίπτωση όμως δεν θα επιβιώναμε χωρίς την “κανονική” μας δουλειά, το “Synthesizergr” δηλαδή. Ενα άλλο εγχώριο πρόβλημα είναι πως στο εσωτερικό της χώρας προβάλλονται παραδοσιακά όσοι έχουν τις κατάλληλες γνωριμίες και πολλές καλές μπάντες μένουν στην αφάνεια, ενώ για να πας στο εξωτερικό, ειδικά μετά την πανδημία, απαιτείται ενα αρχικό μπάτζετ για πτήσεις και διαμονή τόσο υψηλό, που για πολλές μπάντες είναι απαγορευτικό. Συμπέρασμα: Το πιο δύσκολο πράγμα όταν είσαι μουσικός στην Ελλάδα, είναι αρχικά πως βρίσκεσαι στην Ελλάδα”.
Αθήνα και νυχτερινή ζωή. Πώς την κρίνετε; Πώς την έχετε δει να εξελίσσεται; Και πού οδηγούμαστε σταδιακά;
“Στα τάρταρα…(γέλια). Μάλλον θα ακουστούμε εδώ σαν τους γέρους του muppet show, αλλά ανήκουμε στην γενιά που έκανε clubbing στα 90s, την εποχή της ελληνικής αφθονίας, των club μεγάλων διαστάσεων, του Άλσους, του Factory, του Mad, της Renegate και του Χωρίς Ανάσα, υπάρχει κάτι τέτοιο σήμερα; Δεν βγαίνουμε ιδιαιτέρως οπότε αν υπάρχει κάτι, παρακαλώ να μας το πείτε. Όταν βγαίνουμε πάμε στο Dark Sun το μόνο μαγαζί που έχει επιβιώσει ίδιο και απαρράλαχτο απο τότε, και σε συναυλιακούς χώρους ή μπαράκια φίλων, στο Temple, το Death Disco, το Teddy Boy. Το θετικό είναι πως η νυχτερινή ζωή με κάποιες απώλεις επιβίωσε του Covid και η σκυτάλη της εξέλιξής της πέρασε στους νεότερους. Για να δούμε τι θα δούμε…”.
Πώς κρίνετε τη σημερινή ελληνική κοινωνία; Θα αλλάζατε κάτι;
“Χάος, καμιά ελπίδα“, όπως έλεγε και μια αγαπημένη μπάντα, ας μην φανούμε όμως τόσο πεσιμιστές, μόνο και μόνο επειδή ζούμε μια δυσλειτουργική καθημερινότητα σε μια φτωχοποιημένη κοινωνία οξύθυμων πιγκουίνων. Τι θα αλλάζαμε; Θα βάζαμε ώρα μαθήματος dark wave στο ωρολόγιο πρόγραμμα του σχολείου και έτσι θα μεγάλωναν ευαίσθητες, ρομαντικές γενιές νέων ανθρώπων”.
Και τέλος, σε τί ελπίζετε, σε τί πιστεύετε;
“Πιστεύουμε σε αυτούς που κουβαλούν την τρέλα της δημιουργικότητας μέσα τους και ελπίζουμε οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στο μέλλον να τους επιτρέψουν να την εκφράσουν”.
Fabrika Night in Athens: Οι πληροφορίες της μεγάλης συναυλίας
Για πρώτη φορά ζωντανά στην Αθήνα μας έρχονται οι The Glass Beads από την Ουκρανία. Ένα σχετικά νέο ντουέτο που με δύο άλμπουμ στο ενεργητικό του, έχει καταφέρει να δημιουργήσει τον εντελώς προσωπικό του ήχο, ένα μελαγχολικό ηχητικό τοπίο νεοκλασικού cold wave, κατασκευασμένο με φυσικά όργανα και συνοδεία μίας από τις πιο βαθιές γυναικείες φωνές της εποχής μας, αυτής της Marina.
Το φεστιβάλ μοιάζει να είναι αφιερωμένο στα ντουέτα και στις βαρύτονες ερμηνεύτριες, μιας και στην συνέχεια έχουμε την μια και μοναδική εμφάνιση της χρονιάς των “δικών μας” Selofan. Οι ίδιοι οι Selofan μας υπόσχονται πως θα μας πάρουν μαζί τους στον κόσμο τους, θα μας παρασύρουν σ’ έναν συναισθηματικό καταιγισμό. “Ίσως να θελήσεις να κλάψεις και να χορέψεις ταυτόχρονα, ό,τι και να συμβεί όλα θα μοιάζουν στο σκοτάδι λίγο πιο ρομαντικά, ειδικά όταν αυτό το σκοτάδι δεν είναι μόνο δικό σου αλλά το μοιράζεσαι, το νιώθεις, το ακούς και το χορεύεις”.
Η βραδιά θα κλείσει με τους Lebanon Hanover. Συγκαταλέγονται στις κλασικές πλέον μπάντες της παγκόσμιας dark wave κοινότητας, με εμβληματικά κομμάτια σαν το “Gallowdance” ή το “Totally tot”.
Ενα ντουέτο με ιδιαίτερη αγάπη για την χώρα μας, η οποία είναι αμοιβαία και από τις δυο πλευρές. Δυο μοντέρνοι “σκοτεινοί ήρωες” των καιρών μας, θα μας παρουσιάσουν το έργο τους εφ’ όλης της ύλης με πλούσιο υλικό και από τα έξι άλμπουμ τους. Ό,τι και να πούμε για τους Lebanon Hanover θα είναι λίγο, ο ήχος τους είναι εθιστικός και ο στίχος τους σου τρυπάει την καρδιά. Ο William και η Larissa ξεκίνησαν πριν από δέκα χρόνια στο Sunderland της Αγγλίας και κατέκτησαν τον κόσμο, έχοντας πιστό fan club σε όλες τις γωνιές του πλανήτη, ένα φανατικό κοινό που θέλει να χορέψει εδώ και τώρα καθώς έχει συνειδητοποιήσει το πρόσκαιρο της ύπαρξης. “Dance with me the Gallowdance, we both know the string is always ready”.
Εισιτήρια: Προπώληση: 25€/ Ηλεκτρονική προπώληση εδώ/ Φυσικά σημεία προπώλησης εισιτηρίων: le disque noir records – Θεμιστοκλέους 29, Αθήνα. synthesizer.gr – Φλέμινγκ 10, Παλαιό Φάληρο