ΟΙ ΥΠΟΚΛΟΠΕΣ, Η ΣΠΥΡΑΚΗ, Ο ΠΑΤΣΗΣ ΚΑΙ Η ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΦΘΟΡΑ
Η Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζει την βροχή των σκανδάλων λέγοντας πως ο κόσμος δεν νοιάζεται γι' αυτά, αλλά για την οικονομία και την τσέπη του. Λες κι εκεί τα… πάει καλά!
Δεν θα ήταν υπερβολή να αποκαλέσει κανείς το δεύτερο μισό του 2022 το «εξάμηνο των σκανδάλων». Η κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη σε αυτή την περίοδο με το Μεγα-Σκάνδαλο των Υποκλοπών που ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη. Εκτέθηκε από την δραστηριότητα του βουλευτή Γρεβενών Ανδρέα Πάτση τον οποίο αναγκάστηκε να διαγράψει. Στο «κλείσιμο» της χρονιάς «έσκασε» και η εισαγγελική έρευνα για την ευρωβουλευτή Μαρία Σπυράκη.(Αυτά χωρίς να συνυπολογίσουμε τις πλευρές του σκανδάλου με πρωταγωνίστρια την Εύα Καϊλή που «ακουμπούν» την Νέα Δημοκρατία).
Όλα αυτά ενώ ήδη είχαν φανεί το προηγούμενο διάστημα και άλλα «δείγματα». Θυμίζουμε ενδεικτικά, την Λίστα Πέτσα, το περίφημο «Σκόιλ Ελικίκου» το οποίο η κυβέρνηση αναγκάστηκε να ρυθμίσει νομοθετικά, την περίφημη υπόθεση του βουλευτή της Ν.Δ Κώστα Μαραβέγια με την σύζυγο του οποίο να βρίσκεται με μία εγκεκριμένη επιδότηση 4,2 εκατομμυρίων, τις απευθείας αναθέσεις ύψους 1,1 εκατομμυρίων της γ.γ αντεγκληματικής πολιτικής Σοφίας Νικολάου.
Σε κανένα από τα προαναφερθέντα θέματα (αν εξαιρέσουμε την υπόθεση της Μ.Σπυράκη) οι εγχώριες θεσμικές διαδικασίες δεν φαίνεται να ανταπεξήλθαν ή να ανταπεξέρχονται στην, αυτονόητη, ανάγκη για διαλεύκανση, διαφάνεια, λογοδοσία. Οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες , όπως έδειξαν οι εξεταστικές για την Λίστα Πέτσα και τις Υποκλοπές, υπονομεύθηκαν από την κυβερνητική πλειοψηφία.Ο θεσμός της δικαιοσύνης παρά την εμπιστοσύνη με την οποία την περιβάλλει (φραστικά τουλάχιστον) ο πολιτικός κόσμος, δεν φαίνεται να μπορεί να αντιστοιχηθεί με το κοινό αίσθημα.
Είναι χαρακτηριστικό πως κάποιες υποθέσεις δεν έφτασαν κάν στην δικαιοσύνη και άλλων αγνοείται η τύχη. Ο Ανδρέας Πάτσης ελέγχεται για ένα απλό πλημμέλημα, ενώ μόλις τις προηγούμενες ημέρες πραγματοποιήθηκαν έρευνες στις εταιρίες εμπορίας και διακίνησης του λογισμικού Predator, παρότι το θέμα είναι γνωστό από δημοσιεύματα εδώ και μήνες. Προβληματισμό, επιπρόσθετα, δημιουργούν τα δημοσιεύματα που θέλουν την εισαγγελία του Αρείου Πάγου να αποθάρρυνε την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), όταν η τελευταία θέλησε να ελέγξει καταγγελίες για επισυνδέσεις της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών.
Η αντιπολίτευση (στο ζήτημα των υποκλοπών με ενιαίο τρόπο) επιχειρεί εδώ και πολύ καιρό να διατηρήσει τα θέματα αυτά στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Η κυβέρνηση πάλι προσπαθεί συνεχώς είτε να τα υποβαθμίσει ως προς την ουσία τους, είτε να τα παρουσιάσει ως «στημένη προπαγάνδα», κυρίως από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως διαπιστώνεται μάλιστα τόσο στις κυβερνητικές ανακοινώσεις, όσο και στην συζήτηση για το προϋπολογισμό, εγκαλεί την αντιπολίτευση ότι προσπαθεί να εκτρέψει την πολιτική συζήτηση σε σκάνδαλα δημιουργώντας «τοξικό κλίμα». Τονίζοντας πως αυτά τα θέματα δεν απασχολούν τους πολίτες, οι οποίοι πέρα και πριν από όλα ενδιαφέρονται για την οικονομία και την καθημερινότητά τους.
Το παράδοξο
Έτσι έχουμε πια το εξής παράδοξο: Η Νέα Δημοκρατία που από τον χειμώνα του 2021 έως και την περασμένη Άνοιξη – στο μεγάλο διάστημα όπου η ακρίβεια έδειξε για πρώτη φορά τα «δόντια» της- προσπαθούσε να μετακινήσει την πολιτική ατζέντα από τα ζητήματα της οικονομίας, στην εξωτερική πολιτική και τα ελληνοτουρκικά, τώρα να κάνει το αντίθετο. Δηλαδή να προσπαθεί να πείσει ότι τα απανωτά μικρότερα και μεγαλύτερα σκάνδαλα που κατακλύζουν τον χώρο της, δεν είναι μια πολιτική συζήτηση που ενδιαφέρει την κοινωνία και να προσπαθεί να φέρει πάλι την συζήτηση στην οικονομία. Σε ένα πεδίο δηλαδή που, παλιότερα ορθολογικά σκεπτόμενη απέφευγε, γιατί δεν την συνέφερε πολιτικά. Όμως τώρα είναι τόσο μεγάλη η έκθεσή της που επιλέγει το …μικρότερο κακό.
Έχει αξία να θυμηθούμε ότι το εκλογικό 2019, η Νέα Δημοκρατία εκτός από την αντίθεσή της στην Συμφωνία των Πρεσπών, βάσισε την (επιτυχημένη) προσπάθεια επαναφοράς της στην εξουσία και στα ζητήματα της οικονομίας. Προέβαλε ένα πρόγραμμα μείωσης της φορολογίας και ενίσχυσης της ανάπτυξης το οποίο θα αναζωογονούσε όπως έλεγε την «μεσαία τάξη» την οποία – όπως υποστήριζε- είχε «αφαιμάξει» φορολογικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Τρία χρόνια αργότερα, η Ν.Δ εκτός από το ότι έχει πλήρως υιοθετήσει την Συμφωνία των Πρεσπών ζητώντας την πλήρη εφαρμογή της, φαίνεται να έχει επιτύχει τα ακριβώς αντίθετα και στην οικονομία.
Η περίφημη «μείωση των φόρων» που ευαγγελίζονταν διαψεύστηκε. Αρχικά γιατί η όποια ελάττωση της φορολογικής επιβάρυνσης αφορούσε τους «πολύ μεγάλους»: Αρχικά τους έχοντες περιουσία άνω των 800.000 ευρώ όπως έγινε με την επαναδιαμόρφωση του ΕΝΦΙΑ και στην συνέχεια επαγγελματικές δραστηριότητες που προφανώς δεν σχετίζονται με τη «μεσαία τάξη». Για παράδειγμα, δεν αφορά αυτήν η μείωση της φορολογίας μερισμάτων για τις ναυτιλιακές εταιρίες από το 10 στο 5% που ψηφίστηκε πρόσφατα σε πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών.
Στην συνέχεια τα πράγματα έγιναν χειρότερα μια και ο βασικός μοχλός της αύξησης της φορολογίας δεν ήταν οι άμεσοι φόροι αλλά οι έμμεσοι. Δηλαδή ο ΦΠΑ και οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης που εκ φύσεως είναι αυτοί που επιβαρύνουν την μεσαία τάξη και τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα (ήταν η περίοδος άλλωστε που αναπτύχθηκε και το περίφημο αφήγημα σύμφωνα με το οποίο οι πλούσιοι τρώνε περισσότερα μακαρόνια).
Αυτό το στοιχείο άλλωστε καταδείχθηκε και με το παραπάνω στον φετινό προϋπολογισμό όπου τα δημόσια έσοδα είναι αυξημένα κυρίως εξαιτίας του ΦΠΑ, αφού η κυβέρνηση φαίνεται να εκμεταλλεύθηκε πλήρως την ακρίβεια προκειμένου να γεμίσει τα κρατικά ταμεία διατηρώντας τους ίδιους υψηλούς συντελεστές. Αυτά ενώ η οικονομική διαχείριση της Νέας Δημοκρατίας φαίνεται να δημιουργεί τις «υποδομές» για νέες επιβαρύνσεις για τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα στο μέλλον, μέσω της αύξησης του δημόσιου χρέους, ασχέτως αν φροντίζει να «κρύβει» τους απόλυτους αριθμούς της αύξησης με «τρύκ» που σχετίζονται με μία -αμφίβολή λόγω διεθνούς συγκυρίας- αύξηση του ΑΕΠ ώστε να εμφανίζεται μειούμενος ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ.
Κουμπώνουν
Εν κατακλείδι, στο τέλος του 2022 κι ενόψει της προεκλογικής χρονιάς που έρχεται, τα απανωτά σκάνδαλα «κουμπώνουν» με μία οικονομική πολιτική που αντικειμενικά πλήττει την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας.
Η περίφημη «μεσαία τάξη» έχει σφυροκοπηθεί αρχικά από την πανδημία και το χρέος που αυτή δημιούργησε και στην συνέχεια από την ακρίβεια, ιδίως την ενεργειακή. Την ίδια στιγμή που δεν μπορεί ούτε κατά διάνοια να επωφεληθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης μια και αυτό «περνά» από το χρηματοπιστωτικό σύστημα από το οποίο οι μικροί επαγγελματίες είναι αποκλεισμένοι. Ταυτόχρονα, ο κόσμος της μισθωτής εργασίας – σύμφωνα με τα στοιχεία της ΓΣΕΕ – έχει υποστεί μείωση της αγοραστικής του ικανότητας κατά 40% που επ΄ουδενί δεν μπορούν να καλύψουν η μείωση της εισφοράς αλληλεγγύης και οι πενιχρές αυξήσεις που δόθηκαν (αποκλειστικά) στον κατώτατο μισθό.
Οι πολίτες που βιώνουν την οικονομική ανισότητα, διαπιστώνουν καθημερινά ότι υπάρχει και θεσμική ανισότητα. Βλέποντας πολιτικά στελέχη του κυβερνώντος κόμματος να «έχουν το νου τους στο μέλι» ενώ κάποια εξ αυτών, όπως ο Ανδρέας Πάτσης, να επιχείρησαν να κερδοσκοπήσουν, ακόμη και από την ίδια την οικονομική ανέχεια που προκαλεί η οικονομική κρίση. Εντοπίζουν επίσης ένα τεράστιο κενό δημοκρατίας με το Σκάνδαλο των Υποκλοπών που συνδυάζεται με τα συνεχή φαινόμενα αστυνομικής αυθαιρεσίας. Δηλαδή την πλήρη απουσία λογοδοσίας της κυβέρνησης για όσα σχεδιάζει και πράττει.
Όλα τα παραπάνω συνιστούν ένα άρρηκτα συνδεδεμένο σύνολο. Κι αυτό ακριβώς θα κληθεί να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση.