ΠΕΝΤΕ ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑΝ ΝΑ ΜΑΣ ΚΡΥΨΟΥΝ
Η Ιστορία πολλές φορές υπερβαίνει τη φαντασία. Ή δίνει τροφή για σκοτεινά σενάρια, βγαλμένα μέσα από τα πιο δυστοπικά θρίλερ.
Μια κοινή παραδοχή είναι πως η ιστορία μας βοηθά να εξερευνήσουμε τις αληθινές μας ρίζες. Ωστόσο, στα σχολεία και στην ακαδημαϊκή εκπαίδευση, δε διδασκόμαστε όλες τις πλευρές της ιστορίας. Και δε μιλάμε μόνο για εκείνη που “γράφουν οι νικητές”, αλλά για γεγονότα που εκουσίως αποσιωπήθηκαν σε βάθος χρόνου.
Παρακάτω απαριθμούμε πέντε από τις -αρκετές- σκοτεινές πτυχές της παγκόσμιας ιστορίας, που έμειναν μακριά από τις καταγραφές και τα βιβλία ή αποτυπώθηκαν μερικώς.
Τα πειράματα του Vipeholm
Η τερηδόνα ήταν γνωστή στις ΗΠΑ από τα τέλη του 1890, όταν οι άνθρωποι είχαν βεβαίως, ελάχιστη φροντίδα για τη στοματική υγιεινή. Τη δεκαετία του 1940 έλαβαν χώρα στη Σουηδία τα περιβόητα “πειράματα του νοσοκομείου Vipeholm” στο Λουντ. Τα πειράματα χρηματοδοτήθηκαν από τη βιομηχανία ζάχαρης της χώρας και από την οδοντιατρική κοινότητα, σε μια προσπάθεια να προσδιοριστεί εάν οι υδατάνθρακες επηρέασαν τον σχηματισμό κοιλοτήτων.
Οι άνθρωποι που “εξετάστηκαν” ήταν ασθενείς με νοητικές αναπηρίες, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα τα εν λόγω πειράματα να θεωρηθεί πως έχουν παραβιάσει τις αρχές της ιατρικής δεοντολογίας.
Μέχρι τότε υπήρχε η υποψία πως οι δίαιτες που ήταν πλούσιες σε ζάχαρη, μπορούσαν να προκαλέσουν τερηδόνα, χωρίς όμως να υπάρχει επιστημονική απόδειξη. Μέχρι το 1947, οι υπάλληλοι του νοσοκομείου συμμετείχαν στα πειράματα, ωστόσο αυτό σταμάτησε στη πορεία. Οι εξετάσεις ξεκίνησαν το 1945 επισήμως ως “δοκιμές βιταμίνων” και είχαν εγκριθεί από την κυβέρνηση, ωστόσο από το 1947 και μετά τροποποιήθηκαν. Οι ερευνητές αποφάσισαν, σε συνεννόηση με το Ιατρικό Συμβούλιο, να αρχίσουν να χρησιμοποιούν ζάχαρη, δοκιμάζοντας μια διατροφή πλούσια σε αυτή.
Από το 1947 έως το 1949, μια ομάδα ασθενών χρησιμοποιήθηκαν ως υποκείμενα σε ένα πείραμα μεγάλης κλίμακας που σχεδιάστηκε για να προκαλέσει τερηδόνα. Τους παρείχαν γλυκά και ειδικές καραμέλες, ειδικά διαμορφωμένες για να κολλάει καλύτερα στα δόντια, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα σταδιακά να καταστρέφονται.
Το 1949, οι δοκιμές αναθεωρήθηκαν ξανά, ωστόσο τα δόντια περίπου 50 από τους 660 “συμμετέχοντες”, είχαν καταστραφεί πλήρως. Μέσα στο επόμενο διάστημα, οι ασθενείς που εξετάστηκαν ξεπέρασαν τους 1000.
Ένα από τα πρακτικά αποτελέσματα της μελέτης ήταν η σύσταση ότι είναι καλύτερο για τα δόντια των παιδιών να τρώνε γλυκά μία φορά την εβδομάδα, από το να τρώνε μικρότερη συνολική ποσότητα στο μεγαλύτερο μέρος της εβδομάδας. Ακόμη και σήμερα πολλοί γονείς στη Σουηδία, επιτρέπουν στα παιδιά τους να τρώνε γλυκά μόνο το Σάββατο.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε τελικά το 1953 και καθυστέρησε διότι υπήρξαν αντιδράσεις σχετικά με τα ευρήματα από τη βιομηχανία ζάχαρης που είχε χρηματοδοτήσει την έρευνα. Την εποχή εκείνη δεν ανέκυψε καμία αντίδραση γύρω από την ηθική των ίδιων των πειραμάτων, με αντιδράσεις να προκύπτουν τη δεκαετία του 1990. Η Elin Bommenel, ιστορικός, ήταν η πρώτη που απέκτησε πρόσβαση στα πρωτότυπα έγγραφα από την πειραματική περίοδο στο Vipeholm.
Τα ραδιενεργά κορίτσια
Κατά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις ΗΠΑ δημιουργήθηκαν πολλά εργοστάσια για παραγωγή ρολογιών και στρατιωτικών καντράν, που βάφονταν με υλικά που περιείχαν ράδιο. Εκατοντάδες νεαρές γυναίκες αποφάσισαν να εργαστούν στα εργοστάσια αυτά, καθώς οι θέσεις εργασίας πληρώνονταν καλά. Οι γυναίκες αυτές, έβαφαν τα ρολόγια σε μια διαδικασία που απαιτούσε λεπτοδουλειά.
Το ράδιο είχε ανακαλυφθεί μόλις 20 χρόνια νωρίτερα από τους Γάλλους φυσικούς Marie Curie και Pierre Curie και οι ιδιότητές του δεν ήταν καλά γνωστές. Οι γυναίκες που προσλαμβάνονταν για να ζωγραφίζουν καντράν έγιναν γνωστές ως “κορίτσια φαντάσματα” επειδή η σκόνη ραδίου που χρησιμοποιούσαν καθημερινά, έκανε τα ρούχα, τα μαλλιά και το δέρμα τους να λάμπουν, κυριολεκτικά. Κάποιες έβαζαν τη μπογιά στα δόντια τους για να έχουν “λαμπερά” χαμόγελα.
Οι διευθυντές των εργοστασίων διαβεβαίωναν τους υπαλλήλους πως το ράδιο ήταν “απολύτως ασφαλές”. Φυσικά, αυτό δεν ήταν αλήθεια. Η ίδια η Marie Curie υπέστη εγκαύματα από την ακτινοβολία ενώ το χειριζόταν και τελικά πέθανε από έκθεση στην ακτινοβολία.
Δεν πέρασε πολύς καιρός πριν τα “Radium Girls” να αρχίσουν να βιώνουν σωματικά συμπτώματα από την έκθεσή τους στην ουσία. Μεταξύ των πρώτων θυμάτων ήταν η Amelia (“Mollie”) Maggia, η οποία ζωγράφιζε ρολόγια για την Radium Luminous Materials Corp. (αργότερα United States Radium Corp.) στο New Jersey. Το πρώτο σύμπτωμα της Maggia ήταν ένας πονόδοντος, ο οποίος απαιτούσε την αφαίρεση του δοντιού. Σύντομα έπρεπε να εξαχθεί και το διπλανό δόντι. Επώδυνα έλκη, και αιμορραγία, αναπτύχθηκαν εκεί που ήταν τα δόντια της.
Η μυστηριώδης ασθένεια εξαπλώθηκε σε όλο το στόμα και την κάτω γνάθο της Maggia, και στη συνέχεια σε όλο το σώμα της. Η Maggia πέθανε στις 12 Σεπτεμβρίου 1922 με τους γιατρούς να πιστεύουν πως πέθανε από σύφιλη.
Μέσα στο επόμενο διάστημα και άλλα κορίτσια αρρώστησαν βαριά, βιώνοντας ανάλογα συμπτώματα. Τον πρώτο καιρό οι εργοδότες αρνούνταν την οποιαδήποτε συσχέτιση των θανάτων με το ράδιο. Η United States Radium Corp. ζήτησε τελικά μια ανεξάρτητη μελέτη για το θέμα, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εργαζόμενοι είχαν πεθάνει από τις επιπτώσεις της έκθεσης στο ράδιο. Αρνούμενη να αποδεχθεί τα ευρήματα της έκθεσης, η εταιρεία ζήτησε περισσότερες μελέτες που κατέληξαν σε άλλα ευρήματα.
Το 1925 ο παθολόγος Harrison Martland απέδειξε οριστικά ότι το ράδιο είχε δηλητηριάσει τους εργαζόμενους, με τους εργάτες και τις εργάτριες στη βιομηχανία ρολογιών να ξεσηκώνονται.
Το 1927 ο δικηγόρος Raymond Berry ανέλαβε την εκπροσώπησή τους. Οι εμπειρίες και τα συμπτώματά τους, έγιναν πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες της εποχής. Τελικά, η βιομηχανία αποδέχθηκε την επικινδυνότητα του υλικού το 1938, όταν μια ετοιμοθάνατη εργάτρια ονόματι Catherine Wolfe Donohue, μήνυσε επιτυχώς τη Radium Dial Co. για την ασθένειά της.
Η υπόθεση των Radium Girls είναι ίσως η πρώτη παγκοσμίως κατά την οποία μια εταιρεία θεωρήθηκε υπεύθυνη για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων της και οδήγησε σε ποικίλες μεταρρυθμίσεις, καθώς και στη δημιουργία της “Υπηρεσίας Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία” των ΗΠΑ.
Η Μαύρη Πανούκλα φτάνει στο Σαν Φρανσίσκο
Το 1900, η βουβωνική πανώλη εντοπίστηκε στην Chinatown του Σαν Φρανσίσκο. Ένα χρόνο πριν, το 1889, ένα δημοσίευμα ανέφερε πως η βουβωνική πανώλη, η ασθένεια που κάποτε εξολόθρευσε τον μισό πληθυσμό της Ευρώπης, έχει φτάσει στη Χαβάη. Λίγους μήνες μετά, υπήρξαν αναφορές για κρούσματα στη Καλιφόρνια, με τη κυβέρνηση των ΗΠΑ να προσπαθεί να αποκρύψει το γεγονός.
Τον Ιούνιο του 1900 η Καλιφόρνια μπήκε σε καραντίνα, μέχρι ο κυβερνήτης Henry Gage να μεταπείσει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση για να προχωρήσει σε άρση του μέτρου. Παρά τα αιτήματα του Gage, η πανώλη άρχισε να αποτελεί εθνική απειλή για την αμερικανική υγεία, με τη κυβέρνηση να αποφασίζει να ξοδέψει μεγάλα ποσά για να αποτρέψει την εξάπλωση της ασθένειας. Το ίδιο διάστημα, οι Κινέζοι δαιμονοποιήθηκαν καθώς θεωρήθηκαν “υπεύθυνοι” για την ασθένεια.
Συνολικά στο Σαν Φρανσίσκο μολύνθηκαν 280 άνθρωποι από τη παραλλαγή της βουβωνικής πανώλης, με 172 να πεθαίνουν. Μέχρι το 1902, μόνο το Associated Press αναφερόταν στη πραγματική επικινδυνότητα της νόσου, με τις περισσότερες εφημερίδες να την αποσιωπούν, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο. Οι πολιτειακές κυβερνήσεις του Κολοράντο, του Τέξας και της Λουιζιάνα επέβαλαν καραντίνες. Οι δημόσιες αρνήσεις του Gage για το ξέσπασμα της πανώλης δεν σταμάτησαν ποτέ.
Στις γενικές εκλογές του 1902, οι Ρεπουμπλικανοί αποφάσισαν να μην υποστηρίξουν την υποψηφιότητα του Gage, με τον κατ’ επάγγελμα γιατρό George Pardee, να παίρνει το χρίσμα.
Στην τελευταία του ομιλία, στο νομοθετικό σώμα της Πολιτείας της Καλιφόρνια, στις αρχές Ιανουαρίου 1903, ο Gage συνέχισε να αρνείται τη πανδημία, κατηγορώντας το Συμβούλιο Υγείας του Σαν Φρανσίσκο “για την καταστροφή της οικονομίας της πολιτείας”.
The Magdalene Sisters
Τα άσυλα της Μαγδαληνής, επίσης γνωστά ως “πλυντήρια” της Μαγδαληνής, ήταν ιδρύματα από τον 18ο έως τον 20ο αιώνα, τα οποία επισήμως, είχαν σκοπό την προστασία των γυναικών που “υπέπεσαν” σε αμαρτίες, αλλά στη συνέχεια μετάνιωσαν. Πρόκειται για τον όρο “fallen women” που συνηθιζόταν την εποχή εκείνη. Με τον όρο αυτό χαρακτήριζαν τη “γυναικεία σεξουαλική ασυδοσία” ή το επάγγελμα της πορνείας.
Τέτοια άσυλα, λειτουργούσαν σε όλη την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική για το μεγαλύτερο μέρος του δέκατου ένατου, αλλά και στον εικοστό αιώνα, με το τελευταίο από αυτά να κλείνει το 1996.
Τα περισσότερα όμως εξ αυτών λειτούργησαν στην Ιρλανδία, εκεί όπου περίπου 30.000 γυναίκες διαβίωσαν υπό περιορισμό. Οι συνθήκες ήταν άθλιες, με κακή σίτιση, κακές υποδομές και ανύπαρκτη ιατρική παρακολούθηση.
Οι γυναίκες εργάζονταν στα “πλυντήρια” της Μαγδαληνής και αναγκάζονταν να έρχονται σε επαφή με χημικές ουσίες. Τα ποσοστά θνησιμότητας ήταν εξαιρετικά υψηλά με πολλές κοπέλες να θάβονται σε κοινούς τάφους χωρίς καταγραφή ή κάποιο στοιχείο.
Μάλιστα, το 1933 ανακαλύφθηκε μαζικός τάφος με 155 πτώματα σε ένα από τα πλυσταριά του μοναστηριού στο βόρειο Δουβλίνο. Η ερευνήτρια, Catherine Corless, αποκάλυψε το 2014 πως σε πρώην Ρωμαιοκαθολικό μοναστήρι της Ιρλανδίας, βρέθηκαν λείψανα περίπου 800 παιδιών σε ένα “παράλληλο” σκάνδαλο που αποσταθεροποίησε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Πρόκειται για μοναστήρι που στο παρελθόν διοικούσε το τάγμα των Αδελφών του Ελέους και στο οποίο 796 παιδιά πέθαναν κατά το διάστημα 1925-1961.
Στο ορφανοτροφείο, το οποίο διοικούνταν από το 1926 έως το 1961 από καλόγριες, πέθαναν εκατοντάδες παιδιά λόγω κακής διατροφής, παραμέλησης και μεταδοτικών ασθενειών, όπως ιλαρά, φυματίωση και πνευμονία. Τα μωρά θάβονταν χωρίς φέρετρο, απλώς τυλιγμένα σε σάβανο, σε μία μολυσμένη δεξαμενή.
Οι ανύπαντρες γυναίκες και τα παιδιά τους θεωρούνταν στίγμα για την εικόνα της Ιρλανδίας ως αυστηρής καθολικής χώρας.
Τα ιδρύματα που “φιλοξενούσαν” τις “αμαρτωλές” ή τα ορφανά, διοικούνταν από μοναχές, αλλά λάμβαναν κρατική επιχορήγηση. Λειτουργούσαν ως κέντρα υιοθεσίας και λόγω αυτής της ιδιότητάς τους τελούσαν υπό κρατικό έλεγχο.
Το Φεβρουάριο του 2013 η ιρλανδική κυβέρνηση αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη από τις γυναίκες – σκλάβους των ιδρυμάτων αυτών. Το θέμα ήρθε στην επιφάνεια, όταν δόθηκε στη δημοσιότητα μια έκθεση 1000 σελίδων, στην οποία αναφέρονται λεπτομερώς οι τρόποι κακοποίησης των γυναικών μέσα στα, διοικούμενα από καλόγριες, πλυντήρια. Ο γερουσιαστής Μάρτιν Μακλίς, συντάκτης της έκθεσης, ανακάλυψε ότι το ιρλανδικό κράτος ήταν συνένοχο στον εγκλεισμό τους. Την ίδια χρονιά, το 2013 δηλαδή, η κυβέρνηση της Ιρλανδίας διέθεσε 50 εκατομμύρια λίρες ως αποζημίωση στους επιζήσαντες των Magdaline Laundries.
Οι θρησκευτικές αρχές που διοικούσαν τα πλυσταριά, αρνήθηκαν να συνεισφέρουν οικονομικά παρόλες τις απαιτήσεις των ακτιβιστών.
Για το θέμα των ιδρυμάτων της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας έχουν γυριστεί ταινίες όπως η Philomena του βρετανού Στίβεν Φρίαρς, ή η η ταινία του Πίτερ Μούλαν (2002) με τίτλο “Οι κόρες της Ντροπής”.
Ο Τζένγκις Χαν σκότωσε τόσους πολλούς αγρότες που μείωσε τα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα
Κατά τη διάρκεια της 21χρονης βασιλείας του, οι καταστροφικοί στρατοί του Τζένγκις Χαν ήταν υπεύθυνοι για το θάνατο έως και 40 εκατομμυρίων ανθρώπων.
Οι σφαγές του, είχαν ως αποτέλεσμα τεράστιες εκτάσεις να μείνουν ακαλλιέργητες και τελικά να αναπτυχθούν ξανά σε αυτές, δάση. Υπολογίζεται ότι 700 εκατομμύρια τόνοι άνθρακα εξαφανίστηκαν από την ατμόσφαιρα μέσα σε αυτά τα χρόνια, κάτι που αντιστοιχεί στην ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα που παράγεται σε ένα χρόνο, μέσω της παγκόσμιας κατανάλωσης βενζίνης.
Με το θέμα ασχολήθηκε η Julia Pongratz του τμήματος Παγκόσμιας Οικολογίας του Carnegie Institution, σύμφωνα με την οποία είναι “μια κοινή παρανόηση ότι η ανθρώπινη επίδραση στο κλίμα ξεκίνησε με τη μεγάλης κλίμακας καύση άνθρακα και πετρελαίου στη βιομηχανική εποχή. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι άρχισαν να επηρεάζουν το περιβάλλον χιλιάδες χρόνια πριν, αλλάζοντας τα γεωφυσικά τοπία της Γης όταν “καθαρίσαμε” τα δάση για τη γεωργία”.
Όταν οι ορδές των Μογγόλων εισέβαλαν στην Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη, άφησαν πίσω τους έναν τεράστιο αριθμό πτωμάτων ερημώνοντας πολλές περιοχές.
Η Pongratz με την ομάδα της παρακολούθησαν στενά τέσσερα ιστορικά γεγονότα, τα οποία θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να είχαν επηρεάσει το κλίμα. Αυτά ήταν ο Μαύρος Θάνατος στην Ευρώπη (τέλη του 14ου αιώνα), η πτώση της δυναστείας Μινγκ της Κίνας, κατάκτηση της Αμερικής (16ος και 17ος αιώνας) και η εισβολή των Μογγόλων τον 13ο και 14ο αιώνα.
“Διαπιστώσαμε ότι κατά τη διάρκεια των γεγονότων όπως ο Μαύρος Θάνατος και η κατάρρευση της Δυναστείας Μινγκ, η εκ νέου ανάπτυξη των δασών δεν ήταν αρκετή. Αλλά η εισβολή των Μογγόλων είχε ως αποτέλεσμα τα δάση να αναπτυχθούν εκ νέου και να απορροφήσουν σημαντικές ποσότητες άνθρακα. Με βάση τις γνώσεις που έχουμε αποκτήσει από το παρελθόν, είμαστε τώρα σε θέση να λάβουμε αποφάσεις για τη χρήση γης που θα μειώσουν τον αντίκτυπο στο κλίμα και στον κύκλο του άνθρακα. Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη γνώση που έχουμε αποκτήσει”, ανέφερε η ερευνητική ομάδα στην έκθεση που δημοσίευσε. Επί του παρόντος, περίπου το 10% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου προέρχεται από την αποψίλωση των δασών.
Η “σκοτεινή” οικολογική πλευρά της όλης ιστορίας εδώ, πέραν από τις σφαγές εκατομμυρίων ανθρώπων, είναι πως σήμερα, περισσότερο από το 70% της μογγολικής γης έχει ήδη υποβαθμιστεί (σε σχέση με τις παραδοσιακές χρήσεις από τον ντόπιο πληθυσμό). Ο διπλασιασμός του αριθμού των παραγωγικών ζώων εντείνει την περιβαλλοντική πίεση και η κατάσταση οδεύει προς μεγαλύτερη καταστροφή, καθώς η υπερβόσκηση και η ανυπαρξία διαχείρισης πόρων έχει δημιουργήσει ένα φαύλο κύκλο. Ολόκληρες περιοχές χάνουν σε βιοποικιλότητα, καθώς ορισμένα από τα τοπικά φυτικά είδη, μαζί και κάποια ξένα, βρίσκουν την ευκαιρία να αναπτυχθούν σε βάρος των υπολοίπων. Το έδαφος ξεραίνεται, διαβρώνεται, απελευθερώνει το βιολογικό του περιεχόμενο με τη μορφή διοξειδίου του άνθρακα και αρχίζει να ερημοποιείται.
Οι αναγκαστικές μετακινήσεις των κατεστραμμένων παραδοσιακών αγροτών της Μογγολίας αυξάνονται. Οι νομάδες στην Ουλάν Μπατόρ φτάνουν ήδη τους 750.000, δηλαδή το 60% του συνολικού πληθυσμού της και περισσότερο από το ένα τέταρτο του πληθυσμού ολόκληρης της χώρας. Και φυσικά, το παραπάνω δεν αφορά μονάχα τη Μογγολία.