ΠΟΡΝΟ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ: ΤΟ “Χ” ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΘΡΙΛΕΡ ΠΟΥ ΣΟΚΑΡΕΙ
Έξι άτομα πηγαίνουν σε μια απομονωμένη καλύβα για να γυρίσουν ένα πορνό. Οι creepy ιδιοκτήτες έχουν άλλα σχέδια.
Πάει πάνω από μια δεκαετία από τότε που ο Τάι Γουέστ γύρισε μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου του 21ου αιώνα, αλλά δεν έχει χάσει την αιχμή του.
Το House of the Devil του 2009, γράφαμε σε αυτή τη λίστα, είναι ένα «απίστευτα εντυπωσιακό throwback στo δημοφιλές στις ΗΠΑ κυρίως κατά τη διάρκεια των ‘70s υπο-είδος τρόμου με σατανικές σέκτες και ανθρωποθυσίες, φτιαγμένο με τα εντελώς απαραίτητα μέσα, απολύτως λιτό και απολύτως ευθύ, δίχως στρώματα ειρωνείας ή μεταμοντερνίστικης αυτοαναφορικότητας» καθώς και πως εμφανίζεται ένας «απόλυτος τεχνικός έλεγχος».
Το υπο-είδος τρόμου αυτή τη φορά είναι διαφορετικό, όμως κάθε λέξη του παραπάνω κειμένου θα μπορούσε να αναφέρεται και στο Χ. Θέλετε old school θρίλερ α λα ‘70s; Να μια ιδέα: Το 1979, ένα συνεργείο βρίσκει απομονωμένη καλύβα κάπου στην επαρχία του Τέξας, προκειμένου να γυρίσει μια ταινία πορνό. Εκτός από την ησυχία τους, αυτό που θα βρουν εκεί είναι ένα υπέργηρο ζευγάρι που αναπτύσσουν ένα ανατριχιαστικό ενδιαφέρον για την παρέα των έξι νέων.
Καταρχάς, ξέρεις πως μιλάμε για ‘70s κι όχι για μετέπειτα, επειδή το σεξ βρίσκεται παντού στην ταινία. Κι όχι ως προειδοποίηση ή ως αμαρτία, όπως συνέβαινε κατά κόρον σε αυτά συντηρητικά slashers που ακολούθησαν στα ριγκανικά ‘80s. Οι πρωταγωνιστές κάνουν σεξ για την κάμερα, κάνουν σεξ για την πάρτη τους, ή έστω το ποθούν. Αν μη τι άλλο, η αρνητική διάθεση απέναντι στα ένστικτα του σώματος μοιάζει σε αυτή την ταινία με μεγαλύτερο καμπανάκι από οτιδήποτε άλλο.
Πρωταγωνιστεί ως Μαξίν η Μία Γκοθ, που αν όλα πάνε κατ’ευχήν μπορεί να εξελιχθεί σε σπουδαία μορφή του μοντέρνου τρόμου. Την είδαμε πριν σχεδόν μια δεκαετία στο Nymphomaniac του Τρίερ αλλά τα τελευταία χρόνια χτίζει σταδιακά μια καριέρα αντάξια του ονόματος «Μία Γκοθ»: Ξεχώρισε στο ριμέικ της Suspiria, έπαιξε στο High Life της Κλερ Ντενί και στο τίμιο θρίλερ Το Μυστικό των Μάροουμποουν, κι εδώ βρίσκει τελικά τον πρωταγωνιστικό ρόλο που της αξίζει: Όλη η ταινία είναι στημένη πάνω όχι (μόνο) στην σεξουαλικότητά της αλλά στον απόκοσμο μαγνητισμό της, στην αίσθηση πως είναι μια περσόνα που διατέμνει τις χρονικές στιγμές, σε ένα vibe που συνδυάζει το αλλόκοτο με το εγκάρδιο.
Η ηρωίδα της είναι η πρωταγωνίστρια της ταινίας-μες-στην-ταινία, κι είναι μια κοπέλα που μαγνητίζει τους πάντες με τη μυστηριώδη αύρα της. «Είναι ξεχωριστή», όπως λέει κι η γηραιά Περλ, όταν την συναντά. Η Γκοθ παίζει τέλεια σε αυτές τις παραμέτρους, καθώς αφήνει το σώμα της να κινηθεί νωχελικά, να απλωθεί στους κινηματογραφικούς χώρους της ταινίας. Είναι σα να βάφει το φιλμ με την ενέργειά της.
Η εξάδα των ηρώων καταλήγουν αν όχι να κυνηγούν όλοι το σεξ, τότε οπωσδήποτε να καθορίζονται από αυτό. Κι αυτή είναι η γέφυρα της σύνδεσης με την μυστηριώδη Περλ, η οποία μοιάζει να μη μπορεί να ελέγξει κι εκείνη τα ένστικτά της, περιορισμένη μόνο από το πιο αναπόδραστο εμπόδιο όλων: Τον χρόνο που κυλά. Εγκλωβισμένη σε ένα γερασμένο κορμί, μπορεί μόνο να νιώθει, μπορεί μόνο να θέλει.
Το φάσμα του θανάτου και των πολλών «μικρών θανάτων» του σεξ δεν είναι φυσικά το μόνο που συνδέει τα δύο σετ ηρώων του φιλμ. Η σεξουαλικότητα πάντα ήταν ταμπού και πάντα προκαλούσε τον φόβο, αν όχι την οργή, όπως αποδείχθηκε κι έμπρακτα στην μετεξέλιξη του είδους αλλά και στο πώς έχουν τα πράγματα σήμερα– με ένα Χόλιγουντ που τρέμει την λαγνεία. Μια τολμηρή, αντισυμβατική ταινία μπορεί εύκολα να παρεξηγηθεί ή να αγνοηθεί, αλλά μια τολμηρή, αντισυμβατική ταινία που αφορά το σεξ και το σώμα (είτε είναι κάτι σαν το Showgirls του Βερχόφεν είτε κάτι σαν το In the Cut της Τζέιν Κάμπιον); Αυτή θα γίνει αντικείμενο χλεύης και θυμού.
Ούτε φυσικά είναι τυχαίο πως για τα mainstream αμερικάνικα θρίλερ αναπτύχθηκε τελικά ο απαράβατος κανόνας: «όποια κάνει σεξ, πεθαίνει». Στο Παρασκευή και 13 του 1980 η δολοφόνος Πάμελα Βόρχις κυριολεκτικά δολοφονεί νεαρά άτομα για κανένα άλλο λόγο εκτός του ότι κάνουν σεξ, κι αυτό είναι ένα μοτίβο που ακολουθείται ευλαβικά κατά την έκρηξη δημοφιλίας του είδους στη συνέχεια. Μέχρι που παρουσιάζεται ως κανόνας στη meta-fiction βίβλο των ταινιών τρόμου, το Scream του 1996.
Θα μπορούσαμε ακόμα και να ισχυριστούμε πως τα δύο μεγαλύτερα ταμπού στην κοινωνία μας παραμένουν αυτά: το σεξ, και φυσικά τα γηρατειά. Είναι τα δύο πράγματα που οι πάντες μοιάζουν να τρέμουν, και με τα οποία οι πάντες θα έρθουν αντιμέτωποι– ίσως από εκεί να πηγάζει κι ο φόβος.
Ο Τάι Γουέστ έχει κάνει εδώ αυτό που κάθε καλή ταινία τρόμου ξέρει να κάνει καλά, να ακουμπά σε ενστικτώδεις φόβους και να τους απλώνει μεθοδικά σε όλο το εύρος του καμβά. Οι φιγούρες της Περλ και του Χάουαρντ είναι γκροτέσκες με έναν τρόπο σχεδόν υπαρξιακά αγχωτικό. Δεν είναι τέρατα, δεν χάνουν ποτέ την επαφή τους με τη γη, με κάτι το αναγνωρίσιμα ανθρώπινο. Είναι όμως τεταμένες εκδοχές του γήρατος, το οποίο έρχεται με τη σειρά του αντιμέτωπο με μια τεταμένη εκδοχή της σεξουαλικότητας.
(Αυτή η ιδέα που το διατρέχει κάνει το Χ να ξεχωρίζει κι από κάτι σαν το επίσης απολαυστικά creepy The Visit του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν, όπου οι απειλητικές γερασμένες φιγούρες έρχονται ως κάτι πιο απόκοσμα παραμυθένιο.)
Κι αν εν τέλει το φιλμ νιώθει μια κάποια ανάγκη να ακολουθήσει την slasher δραματουργική σύμβαση της αιματηρής κλιμάκωσης (το κάνει πάντως διασκεδαστικά και χωρίς να χάνει τον έλεγχο της εικόνας και του ρυθμού του), είναι τελικά όλη η διαδρομή μέχρι εκεί που αποτελεί τον αληθινό θρίαμβο. Ακριβώς επειδή η αγωνία εκφράζεται ως ένταση ανάμεσα σε αυτά τα δύο αρχέγονα ένστικτα τρόμου.
Ο Γουέστ αντιστέκεται στο να κάνει τα πάντα πολύ απλοϊκά ή πολύ κυριολεκτικά, δίχως όμως από την άλλη να ξεχνάει ποτέ να παραδώσει απλά, αγνά μαθήματα κινηματογραφικού σασπένς. Παίζει με όλο του το κάδρο (υπάρχει ένα εκπληκτικό πλάνο προς το τέλος της ταινίας που περιλαμβάνει μια οθόνη– μιας κι έτσι κι αλλιώς τα πάντα στο Χ έχουν να κάνουν με εικόνες μες στις εικόνες ή με αναμνήσεις ως εικόνες), με κάθε κομμάτι του σκηνικού (στην πρώτη συνάντηση της Μαξίν με την Περλ χαρτογραφεί εντυπωσιακά τον χώρο), με κάθε δραματουργικό παραλληλισμό (πλέκει επιδέξια μεταξύ τους διαφορετικά αφηγηματικά νήματα ενισχύοντας τη σύνδεση φιξιόν και αλήθειας, φόβου και επιθυμίας), με κάθε έκφραση των ηθοποιών του (την Τζένα Ορτέγα του Scream την κινηματογραφεί με την ίδια ρυθμική αίσθηση, είτε εκείνη εκφράζει πόθο είτε αποτροπιασμό).
«Για μένα, ο τρόμος και το πορνό είχαν πάντα αυτή τη συμβιωτική σχέση», λέει ο Τάι Γουέστ στο indiewire. «Πιθανώς ο τρόμος είναι ίσως ένα σκαλί πάνω από το πορνό, αλλά είναι πάντα εκτός του mainstream. Ακόμα και στο βιντεάδικο, υπήρχε το τμήμα με τις ταινίες τρόμου. Αν κατέληγες να γίνεις σκηνοθέτης ταινιών τρόμου έβρισκες το δρόμο σου μες στη βιομηχανία χωρίς όλα τα πράγματα που θα χρειαζόσουν για να είσαι μες στη βιομηχανία».
Μες στην αφήγηση του Χ, δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ακόμα και η διαδικασία κατασκευής ενός πορνό φιλμ έρχεται με καλλιτεχνικές προσδοκίες– ο Γουέστ πιθανώς βλέπει εκεί κάτι από τη δική του τεχνική. Η ταινία, επιπλέον, γυρίστηκε μεν με ψηφιακά μέσα αλλά έχουν χρησιμοποιηθεί τεχνικές ώστε να μοιάζει σα να είναι φτιαγμένη σε 16άρι φιλμ, που προσδίδει κάτι από τη γοητεία των πιο φτηνών παραγωγών, ευρείας κατανάλωσης ταινιών της εποχής.
«Ήθελα να πάρω το μοτίβο του σεξ και της βίας που είναι τυπικά ίδιον των πιο φτηνών παραγωγών και να κάνω κάτι κατασκευαστικά δημιουργικό με αυτό», λέει. Και το κάνει με τρόπο ευθύ. Ούτε αποστασιοποιημένο, ούτε meta, ούτε κλείνοντας διαρκώς το μάτι στον θεατή με αυτό τον συχνά κλισέ τρόπο του σύγχρονου σινεμά. Το Χ είναι μια ευθύτατη, εντυπωσιακά κατασκευασμένη ταινία τρόμου με φαινομενικά παλιά υλικά αλλά μια διαχρονική στόφα. Κάποια πράγματα, δεν γερνάνε ποτέ.